Αρχοντούλα Αναστασιάδου
Μολύβδινα φιαλίδια μύρου (κουτρούβια) από το Κάστρο των Φαρσάλων
Κατά τη διάρκεια των εργασιών στο πλαίσιο της αναστήλωσης του αρχαίου και βυζαντινού τείχους της ακρόπολης των Φαρσάλων βρέθηκαν τρία μολύβδινα φιαλίδια1 με στρογγυλό πεπλατυσμένο σώμα, κωλουροκωνικό λαιμό και δύο μικρές λαβές αναρτήσεως. Οι όψεις τους κοσμούνται με μετάλλια αγίων σε προτομή, η απόδοση των οποίων είναι αδρή και εντελώς σχηματική. Η υπόλοιπη επιφάνεια, όπως και ο λαιμός, πληρούνται με ταινίες με γραμμικά κυρίως μοτίβα2. Η διακόσμηση είναι έκτυπη και έχει πραγματοποιηθεί με τη μέθοδο της χύτευσης φύλλων μολύβδου σε πέτρινες μήτρες3. Το πρώτο φιαλίδιο (εικ. 1, σχ. 1) έχει ύψος 7,4εκ. και πλάτος 5,2 εκ. Στη μία πλευρά απεικονίζεται άγιος νεαρός αγένειος με στρατιωτική περιβολή (χλαμύδα που δένεται στο στέρνο), να κρατά δόρυ στο δεξί του χέρι. Από τα εικονογραφικά του χαρακτηριστικά μπορούμε να τον ταυτίσουμε με τον Άγιο Δημήτριο4. Στην άλλη πλευρά διακρίνουμε γυναικεία μορφή μάρτυρος, ενδεδυμένη το μοναχικό σχήμα, που κρατά στο ένα χέρι σταυρό και υψώνει το άλλο στο στήθος σε στάση δέησης. Στη δεξιά πλευρά διαβάζουμε: Η ΑΓΙ[Α]
Στο δεύτερο φιαλίδιο (εικ. 2, σχ. 2), με διαστάσεις 5,8x4,5εκ., ο άγιος παριστάνεται με τα τυπικά προσωπογραφικά χαρακτηριστικά του Δημητρίου, φορώντας χλαμύδα και κρατώντας, αντί δόρατος, σταυρό στο δεξί του χέρι. Στη δεξιά προς το θεατή πλευρά μπορούμε να αναγνώσουμε και το όνομα ΔΗΜΗΤΡΙ(ΟΣ). Στην πίσω πλευρά η διαπραγμάτευση της γυναικείας μορφής είναι αδρότατη, μαθαίνουμε ωστόσο την ταυτότητά της από την επιγραφή Η ΑΓΙΑ ΘΕ[ΟΔΩ]ΡΑ που διακρίνεται εκατέρωθέν της. Το τελευταίο φιαλίδιο (εικ. 3, σχ. 3) είναι μικρότερο, έχει ύψος 4,4εκ. και πλάτος 3,9 εκ. Στη μία πλευρά παριστάνεται άγιος, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του οποίου δεν διακρίνονται λόγω φθοράς, κρατώντας πάλι σταυρό. Στα δεξιά του με δυσκολία διαβάζουμε τη φράση Ο ΑΓΙΟΣ. Στην πίσω πλευρά, συναντούμε πάλι την αγία Θεοδώρα, με τα ίδια εικονογραφικά χαρακτηριστικά και την επιγραφή ΘΕΟΔΩΡΑ στα αριστερά της. Μολονότι τα συγκεκριμένα φιαλίδια δεν χαρακτηρίζονται από σπανιότητα, δεν αποτελούν αντικείμενα που βρίσκονται συχνά σε ανασκαφές. Ανάλογα έχουν βρεθεί σε αρκετά μέρη της Ελλάδας5 και στα νότια Βαλκάνια6 και πολλά εκτίθενται σε μεγάλα μουσεία της Ελλάδας και του εξωτερικού. Η χρήση τους είναι γνωστή. Αποτελούν βυζαντινές απομιμήσεις των παλαιοχριστιανικών ευλογιών7, φιαλιδίων δηλαδή γυάλινων, κεραμικών ή μολύβδινων, που περιείχαν αγιασμένο έλαιο ή χώμα. Πρόκειται για ενθυμήματα προσκύνησης, αναμνηστικά αντικείμενα που έπαιρναν οι πιστοί από τον τόπο προσκύνησής τους. Τα ενθύμια αυτά ήταν πολύ σημαντικά για τους κατόχους τους, καθώς τους αποδίδονταν θαυματουργικές, αποτροπαϊκές και φυλακτικές ιδιότητες8. Το προσκύνημα9, αν και δεν υπαγορεύτηκε από τη Βίβλο ή τους Πατέρες της Εκκλησίας, αποτέλεσε βασικό στοιχείο του πνευματικού και υλικού πολιτισμού του Βυζαντίου. Ιδιαίτερα μεταξύ του 4ου και του 7ου αιώνα πλήθος προσκυνητών ταξίδευαν από όλα τα σημεία του χριστιανικού κόσμου προς τις περιοχές της Παλαιστίνης, που ήταν συνδεδεμένες με γεγονότα από τη ζωή του Χριστού, όπως επίσης και σε μέρη στην Αίγυπτο, τη Συρία, τη Μικρά Ασία που θεωρήθηκαν ιερά από τη σχέση τους με λείψανα αγίων ή από την εγκαταβίωση σε αυτά αγίων ανδρών ή γυναικών10. Πράγματι, από τις αρχές του 4ου αι., μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων, η ανατολική Μεσόγειος έγινε τόπος προσκυνήματος χιλιάδων πιστών, από όλα τα κοινωνικά στρώματα11. Η τάση αυτή ανακόπηκε σημαντικά τον 7ο αι., με την αραβική κατάκτηση της ανατολικής Μεσογείου12. Αν και οι Άγιοι Τόποι μαζί με το Σινά παρέμειναν σημαντικοί προσκυνηματικοί προορισμοί, μετά τον 7ο αι. οι χριστιανοί στράφηκαν κυρίως σε προσκυνήματα εντός της επικράτειας της αυτοκρατορίας. Τότε η Κωνσταντινούπολη κατέστη το κατεξοχήν προσκυνηματικό κέντρο με πλήθος ναών, όπου φυλάσσονταν κυρίως ιερά λείψανα13. Παράλληλα, νέα κέντρα σημαντικής εμβέλειας και ιερότητας αναδείχτηκαν ανά τη βυζαντινή επικράτεια, με επίκεντρο ναούς που στέγαζαν τάφους μαρτύρων ή ήταν κτισμένοι σε θέση που είχε σχέση με τη ζωή και το έργο, συχνότατα θαύματα, αγίων μορφών. Στους ναούς αυτούς συνέρρεαν προσκυνητές προσδοκώντας την εκδήλωση της θείας χάριτος.Αυτή την εποχή αναδεικνύεται ως πολύ σημαντικό προσκυνηματικό κέντρο ο ναός του Αγ. Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη14. Χτισμένος κατά παράδοση στο χώρο όπου μαρτύρησε και τάφηκε ο πολιούχος άγιος, στέγαζε τον τάφο του και αποτέλεσε τόπο προσκύνησης από τα παλαιοχριστιανικά ήδη χρόνια. Μετά τον 7ο αι. η φήμη και η σημασία του αυξήθηκαν και οι πιστοί συνέρρεαν για να προσευχηθούν στο κιβώριο, στο κεντρικό κλίτος του ναού, όπου βρισκόταν η σαρκοφάγος του, και να λάβουν αγίασμα από την κρήνη στην κρύπτη και το πηγάδι στη ΒΔ πλευρά του Ιερού Βήματος, όπου κατά παράδοση οι χριστιανοί έριξαν το σώμα του αγίου15. Κατά τον 11ο αι., και μάλιστα μετά τα μέσα του16, μύρον ανέβλυσε, κατά τη συνήθεια της μετεικονομαχικής εποχής, από τον τάφο του αγίου. Το μύρον, το οποίο έρεε σε μεγάλες ποσότητες κατά θαυματουργό υποτίθεται τρόπο, διοχετευόταν στην κρήνη και στο πηγάδι, περισυλλεγόταν και τοποθετούνταν μέσα σε πολυτελή κιβωτίδια - αντίγραφα του τάφου του17 ή σε εγκόλπια18, τα οποία έφεραν στη μια πλευρά την παράσταση του αγίου Δημητρίου και μέσα την απεικόνιση του τάφου του σε μικρογραφία19. Οι απλοί προσκυνητές έπαιρναν το θαυματουργό μύρον-έλαιον σε μολύβδινα φιαλίδια, όπως αυτά που εξετάζουμε, τα οποία έφεραν την παράσταση του αγίου μαζί με αυτή της αγίας Θεοδώρας, των αγίων Νέστορος20, Γεωργίου21 ή άλλοτε της Παναγίας22. Τα φιαλίδια αυτά κατασκευάζονταν σε μεγάλες ποσότητες κατά τυποποιημένο τρόπο, κατά πάσα πιθανότητα στη Θεσσαλονίκη και ονομάζονταν κουτρούβια23. Τα τρία κουτρούβια των Φαρσάλων παρουσιάζουν τον πλέον κοινό συνδυασμό απεικόνισης αγίων. Ο συσχετισμός του Αγίου Δημητρίου με την Αγία Θεοδώρα είναι γνωστός και από άλλα παρόμοια φιαλίδια, όπως αυτά της Γρατινής και του Περιθεωρίου στη Θράκη24, της βασιλικής του Αγίου Αχιλλείου στην Πρέσπα25, του Pripep στα Σκόπια26, του Veliko Tyrnovo στη Βουλγαρία27, του Sassoferrato στην Ιταλία28. Ο Άγιος Δημήτριος, προστάτης της Θεσσαλονίκης και η Αγία Θεοδώρα η Αιγινίτισσα, που μόνασε στην ίδια πόλη και εκοιμήθη το 892, είναι γνωστοί μυροβλήτες άγιοι της Θεσσαλονίκης29. Η απεικόνισή τους σε συζυγία υποδηλώνει και την προέλευση του περιεχομένου του σκεύους. Τα κουτρούβια αυτά περιείχαν μύρο είτε από τον τάφο της Αγίας Θεοδώρας, είτε από το προσκύνημα του Αγίου Δημητρίου30. Και στις δύο περιπτώσεις τα συγκεκριμένα αντικείμενα ήταν πολύτιμα για τους κατόχους τους· στη συνείδησή τους προφύλασσαν από τους κινδύνους, θεράπευαν τις αρρώστιες, απέτρεπαν το κακό· με δυο λόγια αποτελούσαν εγγύηση της θαυματουργής δύναμης των λειψάνων του αγίου, ακόμη και μακριά από τον ιερό τόπο31. Για το λόγο αυτό τα φορούσαν ως εγκόλπια στο στήθος32, και συχνά, όπως φανερώνουν σχετικά ευρήματα τάφων, τα έφεραν ακόμη και μετά θάνατον33. Ως προς τη χρονολόγηση των κουτρουβίων δεν μπορούμε να πούμε πολλά πράγματα. Γενικά χρονολογούνται από τα μέσα του 11ου ή τον 12ο έως και το 15ο αι., και μάλιστα με βάση τις γραπτές πηγές, που αναφέρονται στη λειτουργία του προσκυνήματος του Αγίου Δημητρίου σε συνδυασμό με την ανάβλυση του μύρου34. Εξάλλου, η διαχρονικότητα του σχήματος, η σχηματοποίηση και η αδρή απόδοση των μορφών, σε συνδυασμό με τη μαζικότητα της παραγωγής35, δεν επιτρέπουν τη διατύπωση πολύπλοκων τεχνοτροπικών παρατηρήσεων, που θα οδηγούσαν σε πιο στενό χρονολογικό πλαίσιο. Σχετικά ασφαλή χρονολόγηση προσφέρουν όσα βρέθηκαν σε ανασκαφές36 - αυτά χρονολογούνται με βάση και τα ανασκαφικά ευρήματα, στην περίοδο από τα τέλη του 12ου, το 13ο αι. έως και τα μέσα του 14ου αι.37. Τα φιαλίδια των Φαρσάλων υπήρξαν τυχαία ευρήματα σε επιφανειακά στρώματα κατά τις αποψιλώσεις και αποχωματώσεις με σκοπό τις αναστηλωτικές εργασίες του περιβόλου της βυζαντινής ακρόπολης. Απόλυτη χρονολόγηση με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα δεν είναι δυνατή, γνωρίζουμε όμως ότι η ακρόπολη των Φαρσάλων άρχισε να εγκαταλείπεται στα τέλη του 14ου αι., με την οθωμανική κατάκτηση. Από την άλλη πλευρά και με βάση τις έως τώρα έρευνες στο κάστρο, η πλειονότητα των ευρημάτων κεραμικής και νομισμάτων38 χρονολογούνται στο 13ο-14ο αι. Κατά συνέπεια, θεωρούμε ενδεδειγμένη την τοποθέτησή των κουτρουβίων στα ίδια με τα υπόλοιπα ευρήματα χρονικά πλαίσια, δηλαδή στο διάστημα μεταξύ του 13ου-14ου αι.Τα αντικείμενα που παρουσιάστηκαν, πέρα από το προφανές γεγονός ότι αποτελούν τεκμήριο ύπαρξης ντόπιων προσκυνητών στο ναό του Αγ. Δημητρίου στης Θεσσαλονίκης και κατ’ επέκταση της εμβέλειας του συγκεκριμένου προσκυνηματικού κέντρου στη Θεσσαλία, σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία μπορούν να προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για τη χρονολόγηση των ερειπίων του κάστρου, κυρίως όμως αναφορικά με ζητήματα δραστηριότητας της βυζαντινής Φαρσάλου κατά την, ταραχώδη για τη Θεσσαλία, υστεροβυζαντινή περίοδο, στοιχεία αφενός σχετικά με τις λατρευτικές πρακτικές, αφετέρου δε αναφορικά με τις σχέσεις, εμπορευματικές, πολιτιστικές, θρησκευτικές, της πόλης, ευρισκόμενης σε στρατηγική θέση, στη διασταύρωση δύο σημαντικών οδικών αξόνων.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Στην προφορική ανακοίνωση παρουσιάστηκαν δύο κουτρούβια. Στο διάστημα που μεσολάβησε έως την κατάθεση των πρακτικών βρέθηκε κατά τις εργασίες στο κάστρο και τρίτο φιαλίδιο, το οποίο περιλήφθηκε στο γραπτό κείμενο. Τα δύο πρώτα φιαλίδια, επειδή δεν μπορούσαν να συντηρηθούν στα εργαστήρια του μουσείου μας, μεταφέρθηκαν στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, όπου και συντηρήθηκαν. Τα αντικείμενα αυτά εκτίθενται σήμερα στη μόνιμη έκθεση του Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας. Θερμές ευχαριστίες στην αρχαιολόγο του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου κ. Έφη Μεραμβελιωτάκη και στο συντηρητή του ίδιου ιδρύματος κ. Βασίλη Μπακάλη για την εξαιρετική συνεργασία· επίσης στη συνάδελφο Άννα Γιαλούρη για την παραχώρηση του υλικού. 2. Όπως επάλληλα τρίγωνα και διπλές σπείρες, επάλληλες τεθλασμένες γραμμές εν είδει ιχθυάκανθας, κύκλοι εναλλάξ με κάθετες γραμμές, επάλληλα Χ και επάλληλες διαγώνιες γραμμές.
ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Αρχοντούλα Αναστασιάδου
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου