Σπύρος Μαντάς
Το Γεφύρι του Πασά στον Ενιπέα ποταμό
Το γεφύρι του Πασά στον Ενιπέα ποταμό αποτελεί ένα από τα 167 τοξωτά πετρογέφυρα που καταγράφτηκαν στη δυτική πεδινή Θεσσαλία1 -εξαιρούνται τα 13 που υπήρχαν κάποτε μέσα στην πόλη των Τρικάλων. Αρχικά, εν είδει εισαγωγής, θα δώσουμε στατιστικά κατάστασης και μορφολογίας των κτισμάτων του είδους στην περιοχή, ώστε να αναφανεί, στοιχειοθετηθεί πειστικά το πλαίσιο, στο οποίο εντάσσεται το υπό εξέταση μνημείο μας -προαπαιτείται για τη σωστή του εκτίμηση. Έτσι, από τα 167 πέτρινα τοξωτά γεφύρια που, όπως αναφέραμε, εντοπίστηκαν στο συγκεκριμένο χώρο έρευνας, σώζονται έως τις μέρες μας, όρθια, μόνο 43 -έχουν καταστραφεί τα 124. Δυστυχώς είναι το τίμημα της γρήγορης ανάπτυξης που υφίσταται -είναι καταδικασμένη να υφίσταται με ή χωρίς εισαγωγικά- μια πεδινή περιοχή έναντι της ορεινή Να δούμε και τη μορφολογία τους, κάτι όχι το εύκολο, αφού μιλάμε για καταστραμμένες στην πλειοψηφία τους κατασκευές. Από τον πόλεμο, οπότε είχαμε τις μεγάλες αλλαγές/εγγειοβελτιωτικές επεμβάσεις, έχουν περάσει πολλά χρόνια και η μνήμη μοιραία εξασθενήσει. Από τα 167 λοιπόν πετρογέφυρα, έχουμε 121 μονότοξα και 40 πολύτοξα - 6 γεφυριών δεν μπορέσαμε να εξακριβώσουμε τη μορφή, παραμένουν άγνωστα. Τα πολύτοξα, πιο συγκεκριμένα τώρα, καταγράφονται: 17 δίτοξα, 11 τρίτοξα, 3 τετράτοξα, 6 πεντάτοξα, 1 εφτάτοξο και 1 δεκατετράτοξο -ενός πολύτοξου δεν μπορέσαμε να εξακριβώσουμε τον ακριβή αριθμό των τόξων. Το γεφύρι του Πασά (Εικ. 1) βρίσκεται βόρεια από τα Φάρσαλα, ανάμεσα στα χωριά Βασλί (σήμερα Βασιλί) και Πασά Μαγούλα (τώρα Δεντράκια). Γεφυρώνοντας τον πλατύ εκεί Ενιπέα (επί τουρκοκρατίας Κιουτσούκ Τσιαναρλής), εξυπηρέτησε για αιώνες το δρόμο που από Δομοκό, και γενικότερα τη νότια Ελλάδα, οδηγούσε στη Λάρισα και ακόμη βορειότερα -σχετικά πρόσφατα χτίστηκε δίπλα του τσιμεντένια γέφυρα. Στο κοντινό χωριό Βασλί λειτουργούσε τότε χάνι, όπως άλλωστε και στα άλλα χωριά πάνω στη διαδρομή για τη Λάρισα 2 . Πρόκειται για τεράστιο παλαιό πετρογέφυρο, που βέβαια κατά καιρούς θα υπέστη αρκετές επεμβάσεις -το μαρτυρά η διαφορετική κατά τμήματα τοιχοποιία του. Διαθέτει εφτά τόξα, που, τουλάχιστον παλαιότερα, από την αριστερή προς τη δεξιά όχθη διαδοχικά μίκραιναν -το πρώτο και μεγαλύτερο γεφύρωνε ανέκαθεν και εξακολουθεί σήμερα να γεφυρώνει τη βαθειά κοίτη του ποταμού. Όμως, το διαδοχικό τούτο «σβήσιμο» των τόξων, διατάραξαν τον 20ο αιώνα δύο επεμβάσεις-επιδιορθώσεις.
Η μία, μάλλον στις αρχές του αιώνα, οδήγησε σε ανακατασκευή του τελευταίου, ακρινού προς τα δεξιά τόξου, που ξαναχτίστηκε μεν πέτρινο αλλά μεγαλύτερο απ’ ότι έπρεπε. Μεγαλύτερο, αλλά πια από σκυρόδεμα, ανακατασκευάστηκε κδεύτερο τόξο -δίπλα από το βασικό-, όταν το 1949 το ανατίναξαν. Σήμερα οι διαστάσεις τους -άνοιγμα και ύψος αντίστοιχα- καταγράφονται ως εξής: 17,40/11,00μ., 17,40/9,80, 13,00/5,80, 10,15/3,60, 9,20/2,60, 4,50/1,50 και 5,00/3,00. Να πούμε πως όλα τους, με κύρια και διακοσμητική σειρά θολιτών, δένονται από άρπιζες, ενώ στο σχήμα παρουσιάζονται ημικυκλικά, εκτός του πρώτου, του κύριου, που κλειδώνει ελαφρά οξυκόρυφα. Αλλά μια τέτοια σε μέγεθος κατασκευή, πάνω σε έναν τόσο απρόβλεπτο το χειμώνα ποταμό, χρειαζόταν οπωσδήποτε επιπλέον ανοίγματα για να την ανακουφίζουν αισθητικά και προπαντός υδραυλικά στις μεγάλες πλημμυρικές παροχές. Πραγματικά, βλέπουμε στα βάθρα και πάνω από τους τριγωνικούς προβόλους, και μετράμε, έξι ανακουφιστικά τόξα (Εικ. 2) -οι διαστάσεις των τριών πρώτων 3,60/2,60, του τέταρτου 3,60/2,15, του πέμπτου 2,60/1,45 και του τελευταίου προς τα δεξιά 2,20/1,80 μ. Να προσθέσουμε πως παλαιότερα, πριν το 1900, υπήρχε ακόμη ένα ανακουφιστικό άνοιγμα, έβδομο στη σειρά, τεταρτοκυκλικής μάλιστα μορφής. Το ανακαλύπτουμε μέσα από ένα πολύτιμο σχέδιο του 1897 που αναπαριστά τη μάχη που διεξήχθη τότε γύρω από το γεφύρι μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων (Εικ. 3)3. Το τεταρτοκυκλικό ανακουφιστικό τόξο επιβεβαιώνεται, επίσης, και από μία εξ ίσου πολύτιμη φωτογραφία εποχής, περίπου του 1900 (Εικ. 4)4. Το παράθυρο αυτό, χαμένο σήμερα, είχε ανοιχτεί και έστεκε πρώτο στην αριστερή -προς τα Φάρσαλα- όχθη. Είπαμε πολύτιμα τα παραπάνω δύο οπτικά ντοκουμέντα, γιατί αποκαλύπτουν και άλλες ιδιαιτερότητες του γεφυριού που διαφορετικά θα αγνοούσαμε. Ο διάδρομος διάβασης για παράδειγμα, τότε, δεν ήταν εντελώς επίπεδος αλλά κορύφωνε πάνω από το μεγάλο, το κύριο τόξο, δημιουργώντας έτσι κλίσεις προς τις όχθες -να πούμε πως το μήκος του πάει στα 110,00 μ., ενώ το πλάτος του, από τότε ικανοποιητικό, φτάνει τα 5,50 μ. Αλλά, ας προσεχτεί στις δύο εικόνες, πάνω στο κατάστρωμα, και μια κατασκευή που θεωρήθηκε από πολλούς ερευνητές μέχρι τώρα κούλια, μικρό δηλαδή φυλάκιο μορφής πυργίσκου5. Πιστεύουμε πως, το πιθανότερο, πρόκειται για αναθηματική στήλη που θα περιέγραφε χρονολογία και χορηγό του έργου, συνηθισμένη τουρκική πρακτική για κατασκευές του είδους. Και πράγματι, το έργο -το μαρτυρεί και το όνομά του- είναι κατασκευασμένο από τούρκο πασά. Χορηγός του φέρεται ο Αχμέτ Ρατίπ πασάς, διοικητής της περιοχής τότε, στα μέσα του 18ου αιώνα, αλλά και ποιητής -το γεφύρι το κατασκεύασε το έτος εγείρας 1165, δηλαδή το 17526. Μην ξεχνάμε πως τα Φάρσαλα -Τσατάλτζα στην τουρκοκρατία- υπήρξαν οργανωμένο διοικητικό και εμπορικό κέντρο και του άρμοζε ένα γεφύρι όμορφο και, κυρίως, στέρεο. Ήταν και τα δύο, χάρη των πολλών όπως είδαμε ανακουφιστικών ανοιγμάτων του και της γερής του θεμελίωσης. Όταν στη μεγάλη πλημμύρα του 1994 υποσκάφτηκε -παραπάνω από 1,50 μ.- το αριστερό ακρόβαθρο, αποκαλύφτηκε πως τούτο «πατούσε» σε πασσάλους με πλεκτή σκάρα, μέθοδος γνωστή από τα ρωμαϊκά ακόμη χρόνια -έμπηγαν δηλαδή μέσα στο χώμα κατακόρυφους πασσάλους, έπλεκαν στην κορυφή τους μια σκάρα και εκεί πάνω θεμελίωναν τα βάθρα7. Να μείνουμε περισσότερο στο χρηματοδότη χορηγό του γεφυριού, εν πολλοίς άγνωστο…. Ο Αχμέτ Ρατίπ πασάς (Ahmed Ratip Pasha) γεννήθηκε το 1708 στη Λάρισα -πατέρας του ο πολύς Τοπάλ Οσμάν πασάς. Στο πρόσωπό του συγκέντρωσε τρεις διαφορετικές, σπάνια συναντώμενες ταυτόχρονα ιδιότητες, που τον έχρισαν ξεχωριστό. Πρώτο: διέθετε ιδιαίτερες διοικητικές ικανότητες, με αποτέλεσμα να διατελέσει βαλής τέσσερες φορές στο Μοριά, άλλες τόσες στη Ρούμελη (σ’ όλη δηλαδή τη Βαλκανική), μία στην Εύβοια και το 1752 στα Γιάννινα και τα Τρίκαλα, οπότε κατασκεύασε και το γεφύρι μας. Δεύτερο: υπήρξε καλός ποιητής αλλά και ξεχωριστός καλλιγράφος, θα λέγαμε ένας διανοούμενος για την εποχή του - μιλούσε κι έγραφε Περσικά και Αραβικά. Ο μεγάλος σύγχρονός του ποιητής της Λάρισας Mehmed Emin Beligh, τον τιμούσε με τη φιλία του και του είχε αφιερώσει μερικά από τα καλύτερα ποιήματά του. Τέσσερα αντίγραφα της συλλογής των ποιημάτων του Ρατίπ (Divan) σώζονται στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης και ένα στο Millet Kütüphane στην ίδια πόλη. Τρίτο: ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα του, ανήγειρε με ίδιες δαπάνες επιβλητικά δημόσια κτίρια. Για τη συγκεκριμένη του όμως δραστηριότητα, δυστυχώς, δεν έχει υπάρξει ειδική έρευνα και καταγραφή, με συνέπεια,γεφύρι στα Φάρσαλα, να γνωρίζουμε μόνο, με σιγουριά, πως υπήρξε δημιουργός ενός μεντρεσέ στην Τριπολιτσά και ενός ακόμη γεφυριού στη νότια Αλβανία. Να σημειωθεί, ακόμη, πως ο Αχμέτ Ρατίπ παντρεύτηκε την Οθωμανίδα πριγκίπισσα Αϊσέ, κόρη του Σουλτάνου Αχμέτ του 3ου, αποκτώντας μαζί της εννέα γιους. Πέθανε στις 23 Αυγούστου του 1758 στο Μοριά, στην Τρίπολη8.Ξαναεπιστρέφοντας στο γεφύρι, να σταθούμε, εστιάσουμε προσεκτικότερα, στο μεγαλύτερο, το οξυκόρυφο τόξο του, που απ’ ό,τι φαίνεται είναι απ’ την αρχική κατασκευή των χρόνων του Αχμέτ Ρατίπ πασά. Με έκπληξη λοιπόν βλέπουμε σ’ αυτό -γιατί δεν συνηθίζεται σε γεφύρια-, διακρίνουμε πάνω σε αρκετά καμαρολίθια του, διάφορα σχήματα σκαλισμένα σε συμμετρικές ως προς το κλειδί θέσεις. Κατ’ αρχή, τον κεντρικό θολίτη διακοσμεί ένας κύκλος -παρόμοιο μοτίβο υπάρχει και στο κλειδί άλλου τόξου. Ύστερα, φεύγοντας δεξιά κι αριστερά, κατεβαίνοντας προς τις γενέσεις, συναντάμε φιλοτεχνημένους -στο 25ο και 24ο αντίστοιχα θολίτη- ρόδακες. Ενδιαφέρον κρύβει κι ένας συνδυασμός τετραγώνων, λιθανάγλυφο στο 5ο προς τα αριστερά του κλειδιού καμαρολίθι. Να πούμε πως όλα τούτα, σήμερα διακοσμητικά, τότε κρυφά και συμβολικά μοτίβα, τα συναντάμε μόνο στην ανάντη μεριά του τόξου, κάτι που υποψιάζει για πιθανή μεταγενέστερη διαπλάτυνση του διαδρόμου διάβασης του γεφυριού. Πάντως στη δομή και το μέγεθος των λίθων του εσωρράχιου δεν παρατηρούνται διαφοροποιήσεις που να επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Το πραγματικά πλατύ -5,50 μ.- οδόστρωμα δεν θα πρέπει οπωσδήποτε να ξενίζει σε ένα πεδινό πετρογέφυρο, τέτοιας μάλιστα σημασίας και χορηγίας. Η ειδική στα λαϊκά λιθανάγλυφα και τους συμβολισμούς τους, Μαρία Τσούπη9, εξηγεί10: «Στις λιθανάγλυφες απεικονίσεις του συγκεκριμένου γεφυριού παρατηρούμε κύκλους), ρόδακες περιβαλλόμενους από διαδοχικά ημικύκλια), πλαισιούμενα τετράγωνα και σχηματική απεικόνιση του ήλιου. Η επανάληψη της χρήσης των σχημάτων αυτών και προπαντός το πέρασμα των χρόνων με τις συνακόλουθες διαφοροποιήσεις των αντιλήψεων, τα έχουν αδειάσει από το αρχικό τους συμβολικό νόημα. Ωστόσο, σε μια άλλη εποχή και κοινωνία, εθιμικά λειτουργούσαν με τον ευχετικό-προστατευτικό, κυρίως, ρόλο τους, αλλά και την πολυσήμαντη συμβολική διάσταση που έχουν ειδικά τα σχήματα αυτά. Το χτίσιμο ενός μεγάλου γεφυριού απαιτεί υπεράνθρωπες, σχεδόν, προσπάθειες. Ο φόβος και η αγωνία για τις δυσκολίες οδηγεί στα προληπτικά αυτά «μέσα» που κατά κύριο λόγο απηχούν την ανάγκη του εξευμενισμού και της αποτροπής του Κακού. Εδώ, κυρίαρχο θέμα στο μεγαλύτερο τόξο, στη θέση του κλειδιού, είναι το μοτίβο των δύο ομόκεντρων κύκλων (Εικ. 5). Οι δύο κύκλοι, η « πλεοναστική- ενισχυτική» επανάληψη δηλαδή του ενός κύκλου, ενισχύει τη συμβολική του λειτουργία. Ο κύκλος είναι το αρχέτυπο σχήμα της τελειότητας, της τάξης, της αιωνιότητας, των ποικίλων συμβολισμών, όπως αυτές έχουν καταγραφεί στις διάφορες εκφράσεις του πολιτισμού ανά τον κόσμο11. Γενικότερα η κυκλική κίνηση υποδηλώνει την έννοια της ασφάλειας και της προστασίας, πραγματικής αλλά και συμβολικής. Στο γεφύρι λοιπόν του Πασά το λιθανάγλυφο αυτό μοτίβο λειτουργεί με τη συμβολική έννοια του προστατευτικού - αποτροπαϊκού κύκλου. Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι στη θέση αυτή, δηλαδή στο κλειδί του τόξου, θα συναντήσουμε σε γεφύρια χτισμένα κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα, οικοδομικές επιγραφές στις οποίες το κεντρικό θέμα είναι το κατεξοχήν φυλακτήριο χριστιανικό σύμβολο, ο σταυρός
Οι ρόδακες (Εικ. 6), άλλο θέμα σε καμαρολίθια του μεγάλου τόξου, αποτελούν στη λιθογλυπτική αγαπητό διακοσμητικό-συμβολικό θέμα με ποικίλους συμβολισμούς που σχετίζονται με αυτές των αστεροειδών. Η παράστασή τους είναι μια από τις συνήθεις απεικονίσεις του ήλιου και θεωρείται η φυτική μορφή τουΤον ήλιο, το πολυσήμαντο αυτό σύμβολο12, που στην ηλιακή λατρεία των ανατολικών λαών είναι το «μάτι» του Θεού, παρατηρούμε και στο λιθανάγλυφο που εντοιχίστηκε στο κλειδί του πέμπτου κατά σειρά τόξου (Εικ. 7). Διακρίνονται οι ακτίνες που περιβάλλουν το «πρόσωπο» το οποίο έχει κατά πολύ φθαρεί στο πέρασμα του χρόνου και των καιρικών συνθηκών. Στη λαϊκή λιθογλυπτική είναι οικείο θέμα η προσωποποίηση του ήλιου και έτσι απαντάται σε κοσμικά και εκκλησιαστικά κτίσματα. Τα τετράγωνο (Εικ. 8), άλλο μοτίβο σε λιθανάγλυφο του μεγάλου τόξου, εντάσσεται στα γεωμετρικά σχήματα (γραμμή, κύκλος, τρίγωνο, πεντάλφα ή εξάλφα) που έχουν απομυθοποιηθεί στην τέχνη των νεότερων χρόνων από τους χικούς τους συμβολισμούς. Στις διάφορες θρησκείες και τους πολιτισμούς ανά τον κόσμο λειτουργούσαν συνήθως ως ιερά και αποκρυφιστικά σχήματα -συχνά το ίδιο σύμβολο αποκτά διαφορετική σημασία από εποχή σε εποχή και από λαό σε λαό. Το τετράγωνο στη νεοελληνική λαϊκή τέχνη το συναντούμε είτε ως αυτόνομο θέμα είτε ως πλαίσιο περιβάλλοντας άλλες παραστάσεις13. Λειτουργεί ως επίκληση στην κάθε μορφήςθεϊκή προστασία ώστε να διασφαλιστεί η τάξη, η σταθερότητα και η ευημερία στον κόσμο. Ένα γεφύρι ως κατασκευή αλλά και ως διαδικασία περάσματος, σε άλλες εποχές, επιφυλάσσει κινδύνους ποικίλους. Έτσι, ένα λιθανάγλυφο σαν αυτό του γεφυριού μας, με πλαισιούμενα τετράγωνα, υποδηλώνει αυτή την ανθρώπινη αγωνία της προσοικείωσης του Καλού και της αποτροπής του Κακού». Θα ακούσουμε στη συνέχεια αναφορές που έκαναν στο γεφύρι οι αρκετοί εδώ περιηγητές14, μαρτυρίες που, μερικές τουλάχιστον, μνημονεύουν με ενδεικτικό τρόπο τη σπουδαιότητα τούτου του έργου… Πρώτη μνεία του γεφυριού, ομολογουμένως αρκετά κατατοπιστική και ακριβής, γίνεται από τον Άγγλο Edward Daniel Clarke. Έχει γράψει τούτος ήδη από το 1801: «Τη Δευτέρα, στις 21 Δεκεμβρίου, αναχωρήσαμε από τα Φάρσαλα μέσα σε πυκνή ομίχλη… Σε λίγο φτάσαμε σε μια γέφυρα με 14 τόξα, εκ των οποίων πέντε ήταν μεγάλα και τα υπόλοιπα ασήμαντα και δυσανάλογου μεγέθους»15. Η δεύτερη αναφορά είναι του Leake, που περνάει από το σημείο, διέρχεται από το γεφύρι, στις 22 Νοεμβρίου του 1805. Όπως πάντα ακριβής, σημειώνει: «Στις 2.23 εισερχόμαστε στην πεδιάδα και στις 2.55 περνούμε με τα πόδια τον Φερσαλίτη, όπως οι Έλληνες αποκαλούν τώρα τον Ενιπέα, ακριβώς κάτω από μια ωραία γέφυραεπτά αψίδων, ένδειξη ότι το ποτάμι είναι μερικές φορές τρομερό, αν και τώρα, στενό, καθαρό, και περίπου δυο πόδια βαθύ, κυλάει με αργή ροή. Από εκεί, διασχίζοντας την ανοικτή, γεμάτη με καλαμπόκι, πεδιάδα, μπαίνουμε στα Φάρσαλα στις 3.30»16. Την ίδια χρονιά, το 1805, επισκέπτεται τα Φάρσαλα και ένας άλλος Άγγλος, τούτος όμως όχι μόνο λιγότερο γνωστός αλλά και φοβερά απρόσεκτος στην περιγραφή των όσων γύρω του αντιλαμβάνεται. Ο William Gell λοιπόν, -γιατί περί αυτού πρόκειται- φτωχά και λανθασμένα, θα γράψει: «Διασχίζουμε ένα μεγάλο ποτάμι, πάνω από μία γέφυρα τεσσάρων αψίδων»17. Αντίθετα, τον επόμενο χρόνο, θα έχουμε την πληρέστερη, την πιο ρεαλιστική περιγραφή του πετρογέφυρου που διαθέτουμε, ίσως γιατί προκύπτει από την παρατηρητικότητα ενός ζωγράφου. Ο Ιταλός Simone Pomardi δυστυχώς δεν το ζωγράφισε, αλλά έγραψε το 1806: «…κατά το μεσημέρι εισήλθαμε στο θαυμάσιο Φαρσάλιο Πεδίο, το οποίο σήμερα λέγεται πεδιάδα των Φαρσάλων. Μία ώρα μετά βρεθήκαμε κοντά σε μία γέφυρα, στο κέντρο περίπου της πεδιάδας, αποτελούμενη από εφτά μεγάλα τόξα και από άλλα τόσα μικρά, τοποθετημένα ανάμεσα στα μεγάλα. Η γέφυρα αυτή βρίσκεται πάνω από έναν χείμαρρο ο οποίος τότε ήταν στεγνός»18. Πολύ σωστή περιγραφή, αλλά, όπως είπαμε, δυστυχώς ο Pomardi δεν ζωγράφισε το γεφύρι· σ’ αυτόν όμως οφείλουμε μια εξαίρετη απεικόνιση των Φαρσάλων. Την επόμενη αναφορά κάνει, περιγράφοντας το ποτάμι με το δικό του ξεχωριστό τρόπο, ο Ιωάννης Οικονόμος ο επιλεγόμενος Λογιώτατος -βρισκόμαστε στο 1817. Γράφει τούτος: «Ο Τζιναρλής, ελληνικά Ενιπεύς, το οποίον έχει την ανάβρυσίν του εις την χώραν Γούραν, και περνώντας από τα Φέρσαλα, όπου σιμά εις ένα χωρίον Πασά Μαγούλαν ονομαζόμενον έχει αξιόλογον καινούργιον γεφύρι με 14 καμάραις, χύνεται τέλος πάντων εις τον Φερσαλίτην, σιμά εις το χωρίον Βλοχόν»19. Ο Οικονόμος, βέβαια, μιλάει για 14 τόξα επειδή προσμετρά και τα 7 ανακουφιστικά. Συνεχίζουμε. Για το γεφύρι θα γράψει -ξεχνώντας τούτος μόνο ένα τόξο του -κι ο γνωστός στην Ελλάδα Γάλλος Felix de Beaujour. Σε ταξίδι του στην περιοχή το 1828, σημειώνει: «ο δρόμος για τη Λάρισα κατευθύνεται προς τα βόρεια, διέρχεται από τον Ενιπέα, ένα τέταρτο της λεύγας από τα Φάρσαλα, πάνω από μία λιθόκτιστη εξάτοξη γέφυρα, και διασχίζει την πεδιάδα η οποία υψώνεται βαθμιαία μέχρι τους πρόποδες των Κυνός Κεφαλών»20. Του Christopher Wordsworth η αναφορά στο γεφύρι είναι εντελώς λιτή αλλά διπλή -το μνημονεύει και κατά την άφιξή του το 1833 στα Φάρσαλα και κατά την αναχώρησή του. Σημειώνει αντίστοιχα: «Σε απόσταση 25 περίπου μιλίων από τη Λάρισα και λίγο περισσότερο από 1 μίλι από την είσοδο των Φαρσάλων, διασχίζουγέφυρα πάνω στην πλατιά κοίτη του ποταμού, η οποία την εποχή του καλοκαιριού είναι σχεδόν στεγνή. Από εδώ έχουμε θαυμάσια θέα των Φαρσάλων…» και -αναχωρώντας-: «Αφού διασχίσαμε προς τα ανατολικά τη γέφυρα του Ενιπέα προς τις Φερές, φτάνουμε στο χωριουδάκι Μαγούλα»21Τέλος, διαφωτιστική ένταξη του γεφυριού στη διαδρομή από Φάρσαλα προς Λάρισα, έτσι όπως αυτή ενεργείται στα τέλη του 19ου αιώνα, κάνει στα «Οδοιπορικά» του ο ταγματάρχης Ιφικράτης Κοκκίδης. Περιγράφει: «Από των Φερσάλων η οδός η προς την Λάρισσαν άγουσα, διερχομένη δια του αβαθούς ποταμού των Φερσάλων διευθύνεται προς βορράν δι’ εδάφους ομαλού και πηλώδους, καθισταμένου δυσβάτου εν καιρώ χειμώνος, μετά 1 δε ώραν διέρχεται επί λιθοκτίστου γεφύρας τον ποταμόν Κουτσούκ-Τσαναρλί, παρά το χωρίον Βασιλί (200 Έλληνες κάτοικοι, 1 ναός, 1 σχολείον, 1 χάνιον και 6 φρέατα). Επί της δεξιάς όχθης και πλησίον της οδού κείται το χωρίον Πασά Μαγούλα (60 Έλλην. κάτοικ.) και μετά ½ ώραν το χωρίον Τατάρι…»22. Έγινε μια σύντομη, αλλά αρκετά διαφωτιστική -πιστεύουμε- περιγραφή του γεφυριού του Πασά, που εξακολουθεί έως σήμερα, παρά τις όποιες αισθητικές επιβαρύνσεις, να γεφυρώνει τον Ενιπέα ποταμό (Εικ. 9). Αναπόφευκτο είναι, κάποια στιγμή, να αποκατασταθεί στην πρότερη, αρχική μορφή του. Τα Φάρσαλα δικαιούνται ένα μνημείο του είδους, αναπόσπαστο κομμάτι της μακραίωνης -της μεσαιωνικής το συγκεκριμένο- ιστορίας τους
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου