"Πούλια" Η φλεγόμενη καρδιά- Του συμπατριώτη μας Αθανάσιου Ι. Τσουκνίδας

 "Πούλια"

Η φλεγόμενη καρδιά
Στα ζοφερά της βάρβαρης γερμανοϊταλικής κατοχής χρόνια, και στα επακολουθήσαντα της οικτρής εμφυλιακής και μετεμφυλιακής αγριότητας, μια αιθέρια αγγελική ύπαρξη φώτιζε τη ζωή των απλών ανθρώπων κι έχυνε αφειδώλευτο και παρήγορο το φως της, στη Λαμία και τα περίγυρά της, στην καρδιά της Ρούμελης!

Ήταν η Πούλια. Μια μεσόκοπη, υψίκορμη, ασκητική γυναίκα, σαν από άλλο πλανήτη φερμένη… Λιπόσαρκη, ως άλλη Μαρία Αιγυπτία, κι αποστεωμένη, με ξέπλεκα τα μακριά μαλλιά της, με μια απόκοσμη γλυκιά ματιά· κι ένα κέρινο σαν αγίου χλωμομελάχρινο πρόσωπο… Το βάδισμά της ήταν γρήγορο κι ανάλαφρο· θα ‘λεγες πως δεν πατούσε στη γη… Μιλούσε πάντα ήσυχα, σχεδόν ψιθυριστά, μα η γλυκιά σα μέλι λαλιά της βάλσαμο ήταν ουράνιο και Θεού χάδι στη ψυχή… Ποτέ ωστόσο κανείς δεν την είδε να χαμογελά.

Σα νέα κι αυτή είχε ονειρευτεί, όπως τόσες γυναίκες, μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Μα ο πόθος της, όπως τόσων ανθρώπων οι πόθοι, δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα… Πληγή αγιάτρευτη άνοιξε μέσα στην οικογένειά της κι έβλεπε μπροστά της τον γκρεμό να ‘ρχεται κατά πάνω της…. Ήρθε μετά κι ο πόλεμος, κι η κατοχή, κι ο εμφύλιος, και το χάσμα έγινε ακόμα πιο βαθύ… Δεν της απόμεινε άλλο στήριγμα, παρά το έλεος κι η μεγάλη αγκαλιά του Θεού!

Μα για ν’ απλώσει ο Θεός το έλεός του, έπρεπε πρώτα αυτή να δώσει τη δική της καρδιά στους άλλους. Αφιερώθηκε λοιπόν, ψυχή τε και σώματι, σ’ αυτόν τον σκοπό. Όπου πρόβλημα και δυστυχία, πείνα, θλίψη και κατατρεγμός, η Πούλια ήταν εκεί. “Ὅλην τὴν ἡμέραν ἐλεοῦσα, τοῦ Κυρίου κατατρυφοῦσα καὶ τῶ φωτὶ περιπατοῦσα”, για να παραλλάξουμε τον Ψαλμωδό. Ζέσταινε τις παγωμένες ψυχές, ανάπαυε τους λογισμούς· έδινε ελπίδα, μέρευε τις καρδιές… Από τα Γαλανέϊκα, τη βορεινή συνοικία της Λαμίας, στα Ρώσικα του λόφου του Κάστρου. Κι από κει στην Άνοιξη, όπου ανάβλυζαν τα πολλά νερά… Μετά στα Σαπέικα, κοντά στον ανδριάντα του Διάκου, στην καρδιά της πόλης. Και πιο κάτω, στην άλλη άκρη της, στους προσφυγικούς φτωχομαχαλάδες των Μικρασιατών και των καταδιωκόμενων, κοντά στις γραμμές του τραίνου…

Παντού ήταν καλοδεχούμενη. “Πέρασε από δω η Πούλια;”, “Η Πούλια δε μας ήρθε σήμερα…”, “Η Πούλια άργησε να έρθει…”, “Πώς και δε φάνηκε ακόμα;” , άκουγες συχνά να λένε. Την περιμένανε.

Σε κάθε σπίτι που πήγαινε πολύ δεν έμενε. Στεκόταν όρθια, έλεγε δυο λόγια αγάπης, παρηγορούσε, ευχόταν και προσευχόταν για το καλό της κάθε οικογένειας. “Να δώσει ο Θεός να τελειώσει κι αυτός ο πόλεμος”… “Να φυλάει η Παναγία τα παιδάκια μας” “Αχ, τα παιδάκια μας, που πολεμάει το ένα με τ’ άλλο…”

“Κάτσε, κυρά Πούλια”, της λέγανε… “Να σου βάλουμε λίγο φαγητό;”
“Δε θέλω, δεν πεινώ”, αποκρινόταν. Και για να μην τους στενοχωρήσει, “Να, θα πάρω λίγο από πάνω…”

Βιαζόταν, γιατί έπρεπε να προλάβει να πάει και σ’ άλλα σπίτια που την περιμένανε. Και νωρίς πριν σουρουπώσει, να εκπληρώσει το καθημερινό της τάξιμο. Και αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο.

Έπρεπε ν’ ανηφορίσει, μέσα από ένα δύσβατο μονοπάτι που σε πολλά σημεία έκλεινε από πουρνάρια, και να φτάσει στην κορυφή του ψηλού λόφου του προφήτη Ηλία. Ν’ ανάψει τα καντηλάκια του ναΐσκου, να συγυρίσει, να κάνει ύστερα την προσευχή της. “Ἐν ὑπερώω τόπω, ταῖς ὑψηλαῖς φρεσί”… Και μετά, πριν βραδυάσει, να κατηφορίσει από τη βορεινή πλευρά του λόφου και να φτάσει στο ξωκκλήσι της αγίας Παρασκευής, που επιστέφει τον μικρό ελαιόφυτο λοφίσκο, δίπλα από το ρέμα του Ξηριά, διασχίζοντας τη μικρή πεδιάδα με τ’ αραποσίτια και τα στάρια, που απλώνεται χάρμα οφθαλμών ανάμεσα στους δύο λόφους. Άναβε κι εκεί τα καντηλάκια της αγίας, θύμιαζε τις εικόνες και προσευχόταν.
Και τάμα το ‘χε, να τελειώσει κάποτε αυτή η κατάρα. Κι ύστερα… Ύστερα αναπαυμένη να πετάξει λεύτερο πουλί από τούτον τον κόσμο, αναφωνώντας με χαρά σαν τον πρεσβύτη Συμεών: “Νῦν ἀπόλυσιν ζητῶ, ἀπὸ Σοῦ τοῦ Πλαστουργοῦ, ὅτι εἶδον Σε Χριστέ, τὸ σωτήριόν μου φῶς”.

Γενάρης του 2002. Στο νοσοκομείο στη Λαμία νοσηλευόταν ο πατέρας μου. Ήταν στα τελευταία του. Μαζί του, στον ίδιο θάλαμο, ήταν κι ένα ζευγάρι παλιών ανταρτών από τα μέρη του Δομοκού. Συνομήλικοι περίπου κι οι δυο τους, πάνω από 85 χρονώ. Είχαν γνωριστεί στο βουνό, νέα παιδιά τότε. Τους ένωσε ο κοινός αγώνας, το ίδιο όραμα, κι αγαπήθηκαν. Άνθρωποι εγκάρδιοι, με πλατιά καρδιά, της προδομένης γενιάς των ιδεολόγων αριστερών… Είπαμε πολλά. Για την Κατοχή και τον Εμφύλιο… Από το στόμα τους — δεν ξέρω πώς πήγε εκεί η κουβέντα — άκουσα και για την Πούλια.


“Ήταν και μια γυναίκα θεοσεβούμενη, που την έλεγαν Πούλια”, μου λέει σε κάποια στιγμή η γυναίκα, σα να περίμενε να διώξει κάποιο βάρος από μέσα της. “Την αγάπαγε πολύ ο κόσμος, εμείς όμως την κυνηγούσαμε…”

Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία στα λόγια της.

“Κάποια μέρα λοιπόν η Πούλια”, συνέχισε η γυναίκα, “στο καθημερινό απογευματινό της δρομολόγιο, καθώς πλησίαζε στο ξωκκλήσι της αγίας Παρασκευής κι ετοιμαζόταν να δρασκελίσει τη μεγάλη μυλόπετρα που την είχαν για γεφύρι στο μυλαύλακο (αυτό που έζωνε το λόφο κι έφτανε, κάνοντας μια μεγάλη φιδωτή πορεία, στους μύλους του Μουζέλη, στο λόφο του αγίου Λουκά), να και πετάγονται από τα πέντε πλατάνια (που ‘ταν γνωστή ανταρτοφωλιά, στα ριζά του), κάποιοι οπλισμένοι κι έρχονται κατά πάνω της. Ένιωσε τότε πως κινδύνευε…”

“Δεν ξέρω πώς έγινε”, συνεχίζει η γυναίκα, “κι η Πούλια βρέθηκε στο χωριό Μαντασιά του Δομοκού… Εκεί ένας βοσκός βλέπει ένα φως να λάμπει μέσα στο κοπάδι του. Πλησιάζει και βλέπει μια γυναίκα… “Ποια είσαι εσύ;” της λέει. “Εγώ είμαι η Πούλια”, του απαντά. “Α, έχω ακούσει για σένα… Πώς βρέθηκες εδώ;”

— Μα, τι σας έκανε και την κυνηγούσατε, ρωτώ.
— Τίποτα, απλά επειδή επηρέαζε τον κόσμο…

Πιστοί στις πρακτικές του πατερούλη Στάλιν, οι πιο μικρόμυαλοι από τους αντάρτες προσπαθούσαν να ξεριζώσουν κάθε αίσθημα θρησκευτικότητας από το λαό… Μαζί, και τα γένια του λαμπρού ιεροκήρυκα της Λαμίας Πάμφιλου Παπαγιάννη (“κρεμάλα στον Πάμφιλο” κραύγαζαν), μόνο και μόνο γιατί δεν έβγαζε στο βουνό τον πολύ που τον ακολουθούσε κόσμο… Την ίδια στιγμή που ο αρχηγός τους Άρης, αυτός ο νέος Παπαφλέσσας, διεκήρυττε πως ένας ρασοφόρος είναι η έμπνευσή του (“μας οδηγεί του Διάκου μας το τιμημένο χέρι”, έλεγε στους Λαμιώτες ) κι ένας άλλος ρασοφόρος, ο ηγούμενος της Μονής Αγάθωνος, ήταν το μετερίζι του…
Η κυρά Παναγιούλα η Βλάχου, παλιά γειτόνισσά μου στα εργατικά της συνοικίας “Γαλανέϊκα” στη Λαμία, μου αφηγήθηκε και το παρακάτω περιστατικό.
Κάποιο απόγευμα, κοντά στο ηλιοβασίλεμα - πρέπει να ήταν γύρω στα σαράντα μετά το θάνατο της Πούλιας - ένας ξωμάχος, έχοντας παρέα τη γυναίκα του, όργωνε το χωράφι του στον μικρό κάμπο που απλώνεται απ’ τ’ Αη Λια το λόφο ως το ξωκκλήσι της αγια Παρασκευής, στην εμπασιά της πόλης. Όπου, σε μια στιγμή, το αλέτρι φεύγει από τα χέρια του καθώς αντικρύζει θέαμα παράδοξο… Την Πούλια ξέσκεπη, ξυπόλητη, με τα μαλλιά της όπως πάντα ξέπλεκα, με χάρη σελαγίζουσα, να περπατά γρήγορα σα στήλη ανέμου φωτεινή, φιγούρα αλλόκοσμη, στο γνωστό της δρομολόγιο προς το ξωκκλήσι της αγια Παρασκευής…

— Γυναίκα, βλέπεις ό,τι βλέπω; ρωτά έντρομος… Η Πούλια δεν είναι αυτή;
— Ναι, η Πούλια…
— Είχαν πει πως πέθανε… Αλλά φαίνεται πως ζει…

Σταυροκοπήθηκαν κι οι δυο τους κι έμειναν με τα μάτια καρφωμένα προς τη φωτεινή οπτασία, μέχρι που αυτή χάθηκε στο βάθος του δρόμου…
Κι όταν κάποια χρόνια μετά έγινε η εκταφή της, κάποιοι πρόσεξαν πως τα οστά της είχαν ένα ασυνήθιστα ωραίο κιτρινωπό χρώμα, σα των παλαιών αγίων, και άρρητη ανέδιδαν ευωδία…

Και πώς να μην ευωδιάζουν αυτά τα οστά, όταν μέσα τους είχαν φιλοξενήσει, σαν σε κλουβί ιερό, μια φλεγόμενη καρδιά - φλεγόμενη από αγάπη για το Θεό και τους ανθρώπους - και καταυγαζόμενη από το ουράνιο της θεϊκής γαλήνης φως…
Ένα “σπέρμα ουράνιο, που εβλάστησε για λίγο στη γη”, όπως θα ‘λεγε κι ο κυρ Αλέξανδρος…
Αυτή ήταν η Πούλια!

Τρίκαλα, 13 του Φλεβάρη 2022, Αρχή Τριωδίου
Αθανάσιος Ι. Τσουκνίδας
Share on Google Plus

About kalimerisnikos

Author Details