Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΟΝ ΚΑΛΦΑ ΤΗΣ Θ ΡΑ Κ Η Σ1

 Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΟΝ ΚΑΛΦΑ ΤΗΣ Θ ΡΑ Κ Η Σ



"Εξω από τά κάστρα της Πόλης καί σέ απόσταση 18 χιλιομέτρων, πάνω σέ ένα λόφον είναι κτισμένος αμφιθεατρικά δ Καλφάς. Είναΐ: ένα ομορφο χωριουδάκι που είχε 240 καθαρές ελληνικές οικογένειες χωρίς καμ· μιά Τουρκική. Γιατί οί Καλφιώτες τό είχαν τάμα νά μήν μπορέση νά ζήση Τοΰρκος στο χωριό τους. Πότε μέ παλλικαριές, πότε μέ δωροδοκίες, πότε μέ τό καλό καί πότε μέ φοβέρες, φρόντιζαν νά μή λερωθή καί βρωμισθή τό χωριό τους μέ Τούρκους. Τό χωριό αίιτό δέν είναι πολύ παλαιό. Κτίστηκε στάς άρχάς τής Ε λ ­ ληνικής Έπαναστάσεως τοΰ 1821 από πλουσίους Έλληνας τής Κωνσταντινουπόλεως, οί οποίοι φοβήθηκαν τότε τούς διωγμούς καί διάλεξαν τον τόπον αυτόν ο οποίος ήτο καί κέντρον των διερχομένων ύδάτων τής πόλης (δες) καί ήτο τής δικαιοδοσίας και προστασίας τής Βαλιδέ Σουλτάνας (Βασιλομήτορος) καί έκτισαν τον οικισμόν τους. Καί έτσι είχαν μέν την ύποχρέωσιν νά προσέχουν τά νερά, άλλα είχαν καί πολλά προστατευτικά δικαιώματα. Στάς άρχάς έπεδόθηκαν στην άμπελοφυτείαν. Τά περίφημα σταφύλια «τσαούσια* τοΰ Καλφά ήσαν περιζήτητα στην αγοράν τής Πόλης. ’Αργότερα ήλθεν ή ασθένεια τής φυλλοξύρας καί επεδόθησαν στα κηπευτικά, οπότε οί μπάμιες τοΰ Καλφά διεδέχτηκαν τά εκλειπόντα τσαούσια στη φήμη· Τό χωριό αυτό λόγω τής μικρής άποστάσεώς του από την Πόλη ζοΰσε ζωή ά'νετη. Γι* αυτό καί τά ήθη καί έθιμά του καί λόγφ τής άρχοντικής καταγωγής των πρώτων κατοίκων του, ήσαν αρχοντικά. Έδώ θά πραγματευθώ τό πώς έγίνετο δ γάμος στον Καλφά πλούσιος σπάταλος, αρχοντικός δπου ό δύστυχος νέος χρόνια ολόκληρα εΐργο'ζετο γιά νά άποταμιεύση αλλά καί μετά τον γάμο γιά νά ξεχρεωθή. "Οταν οί δύο νέοι αποφάσιζαν νά παντρευτούν είτε από έρωτα είτε από προξενιά επρεπε πρώτα νά γίνη ή «εγκλαβή» δηλαδή τό προικοσύμφωνον. Δικαίωμα συνάψεως τής έγκλαβής είχε ή δημογεροντία μέ πρόεδρον τον παπάν καί γραμματέα τον διδάσκαλον τοΰ χωρίου. ' Ή αγγελία τοΰ γάμου επρεπε νά γίνη τουλάχιστον πριν 40 ημέρες, οπότε ά'ρχιζαν οί, ετοιμασίες. Τήν προηγουμένην Κυριακήν τοΰ γάμου οί δύο άλιακχαήδες (άρχιτρίκλινοι) μέ τήν στολήν τους (ά'σπρην κεντημένην ποδιάν) καί τά όργανα τά μουσικά επί κεφαλής, έγύριζαν τό χωριό καί εμοίραζαν τά προσκλητήρια. Αυτά στήν αρχή ήσαν κεράκια μέ χρυσές κλωστές καί κατόπιν έντυπα. Ά πό τήν ημέραν αυτήν ή νύφη έστρωνε στο σπίτι της καί τά προικιά της σέ κοινήν θέαν, ότε δλο τό χωριό έκανεν προ αυτών τήν σχετικήν παρέλασιν, έμεναν δέ μέχρι τής Τετάρτης οπότε έφορτώνοντο σέ ένα ή δύο βωδάμαξα καταλλήλως καί αυτά στολισμένα μέ τις γιορτινές χάντρες καί τά χαμαγλιά στά βώδια( τούς σκαλιστούς ζυγούς, τις ζεΰλες μέ τις φούντες κ.τ.λ. καί μέ τά μουσικά—τά λαλήματα —όργανα εμπρός καί τά πήγαιναν στο σπίτι τοΰ γαμβρού. Έ δώ άρχιζαν πια οί μεγάλες ετοιμασίες. Έμπαιναν τά καζάνια μέ τις μεγάλες κουτάλες. Στο ένα τό κρέας μέ πατάτες, στο άλλο τό παχύ κρέας μέ τά ρεβύθια, στο τρίτο τό κρέας μέ λαχανικά καί τό τέταρτο τό μεγαλύτερο τό προοριζόμενο γιά τό πιλάφι : Τό πιλάφι τής χαράς.ΤΗταν δέ τό πιλάφι τής χαράς άπό καρολίνα ρύζι μέ μπόλικη ζάχαρη καί επάνω έβαζαν κομπόστα καϊσιά μέ μοσχάτο σιρόπι. Τό πιλάφι ήταν ή κορωνίδα τών φαγητών, τό πρόσεχαν πολύ καί ΰπήρχαν οί ειδικοί σ’ αυτό, όπως ή ξακουστή Κοκκώνα Μαγδή, ή οποία ήταν περιζήτητη στους γάμους γιά τήν τέχνη της καί ή οποία επί 50 ολόκληρα χρόνια ύπήρξεν ή ιέρεια χοϋ πιλαφ ιού χτ}ς χαράς. Οί ετοιμασίες στο σπίτι τού γαμβρού ήταν ατελείωτες, τό μοσχάρι τό σιτευτό κρέμονταν στό τσεγγέλι έχοντας δεξιά καί αριστερά του άπό ένα κα­λοθρεμμένο μονοΰχι κριάρι. “Ολοι οι «πιτσιρίκοι» περνούσαν άπό μπροστά τους και ακόνιζαν τά δόντια τους. Τά βαρέλια, τά ούζα καί τά κρασιά κυλούσαν πρός τό σπίτι καί σειρά ολόκληρη από παιδιά κουβαλούσαν τά χρειαζούμενα. Παρασκευή βράδυ γιορτάζονταν τό περίφημο «κινά γκετζεσί», δηλαδή τό βάψιμο των νυχιών καί άλλως «βράδυ τής νύφης» ή «νύχτα τοϋ κίνιάσματος». Έ δώ συγκεντρώνονταν δλο τό συγκενόλόγι τής νύφης καί γιόρταζε τά αποχαιρετιστήρια. Ό γαμβρός τους έστελνε τά όργανα γιά νά διασκεδάσουν. Μια διασκέδαση μέ πολύ παθητικά τραγούδια. Ή νύφη τραγουδούσε τό «Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα αποχωρίζομαι καί μάνα καί πατέρα». Καί τό άλλο : «"Ελα μανούλα μου γλυκειά καί δός μου τήν ευχή σου, γιατί σέ αποχωρίζομαι, δεν θάμαι πια παιδί σου. Καί δλο συγκινήσεις, φιλιά, κλάματα κ.λπ. εννοείται δτι δεν λείπουν καί τά χαρούμενα καί ο χορός ως τό πρωί. Τό Σάββατον άλλη ιεροτελεστία*, τό ξύρισμα τον γαμβροϋ. Τό ξύρισμα τού γαμβρού δεν γινόταν στο χωριό αλλά στήν Πόλη. Τό Σάββατο πρωί συγκεντρώνονταν δλοι οί νέοι φίλοι τού γαμβρού καβάλλα στά άλογα. Παίρναν τον γαμβρόν καί πήγαιναν στήν Πόλη στον «Γαλατάν», δπου ήσαν τά καλύτερα κουρεία. Έ κεΐ ξυρίζονταν ό γαμβρός καί δλη ή συνοδία καί πλήρωνεν ο γαμβρός. Μετά φαγοπότι στήν Πόλη καί επιστροφή. 'Όταν κοντοέφθαναν στο τσιφλίκι τής «Μπετάμισσσς» σταματούσαν. 'Ο γαμβρός έδιδε τό σύνθημα καί άρχιζεν ό άγων δρόμου των εφίππων : όποιος νικούσε καί έφθανεν πρώτος στους ανεμομύλους έμπαινεν στο χωριό καί λεγόταν «μουζτετζής»1, δηλαδή έφερε τό μήνυμα. Πήγαινε στο σπίτι τού γαμβρού καί έπαιρνε τήν ξύλινη τσότραν τήν στολισμένην καί τόύ στόλιζαν τό άλογό του μέ δύο μεταξωτά μανδύλια. "Επαιρνεν τά όργανα καί ανέβαινε στους ανεμομύλους καί παραλάμβανεν τόν γαμβρόν μέ τήν συνοδείαν του, έμπαιναν στο χωριό καί διεσκέδαζαν στο σπίτι τού γαμβρού κατά συνήθειαν, εως τό πρωί. Τήν Κυριακήν ή μεγάλη ημέρα τής χαράς. 'Όλο τό χωριό επί ποδός. Ετοιμάζεται μετά τήν λειτουργίαν ή εκκλησία. Ά πό τό μεσημέρι αρχίζουν οί προσκλήσεις- Οί άλιακτσήδες μέ τά μουσικά όργανα πρώτα πάνε στο σπίτι τοϋ κουμπάρου, τόν παραλαμβάνουν μέ γιορτινούς σκοπούς καί τόν πάνε στο σπίτι τοϋ γαμβρού. Κατόπιν αρχίζουν άπό τούς επισήμους τούς συγγενείς καί τούς φίλους. Οί προσκεκλημένοι τής νύφης συγκεντρώνονται είς τό σπίτι της. Ό ταν φθάνη ή ώρα, ξεκινά ό γαμβρός μέ τόν κουμπάρο καί τούς καλ$-σμένους του μέ τά δργανα, μέ τά στέφανα, μέ τά όργανα καί τΙς λαμπάδες καί πάνε ανυπερθέτως στην Ικκλησία, δπου γίνεται ή στέψις σύμφωνα μέ τούς ιερούς κανόνας. Εκείνο πού είναι πολύ ενοχλητικό είναι πού ραίνουν «στο Ή σαΐα χόρευε» τον γαμβρόν μέ ρύζι, κουφέτα καί πολλά νικέλινα νομίσματα καί πού περνά πολύς καιρός νά ξεπονέση τό κεφάλι του. Μετά τή στέψη του ή πομπή ξεκινά για τό σπίτι τοΰ γαμβρού, άφοΰ κάνει καί τον άπαραίτητο χορό στην πλατεία τού χωριού. 5 Από έδώ καί πέρα άρχινά ή κρασοκατάνυξις. Κουβαλούν καί κουβαλούν ούζο, κρασί, μεζέδες, στην κυριολεξία: «’Ελάτε γνωστικοί νά φάτε τοΰ τρελλού τό βιό».’Αρχίζουν οί διάφοροι χοροί, όπως ό περίφημος «σνμπε& έρα χαβασί» μπαίνουν στά τραπέζια, όλοι μέ τή σειρά τους, οί γονείς, ο κουμπάρος, οί νεόνυμφοι, οΐ επίσημοι στο πρώτο καί από τό δεύτερο εως τό δέκατο δλοι οί άλλοι μέ τή σειρά καί τρώνε καί σπαταλούν καί εύ'χονται. Κατόπιν παρέλαση δλη ή φτωχολογιά μέ τά πιάτα στο χέρι συμμαζεύουν τό πιλάφι καί δ,τι άλλο άπέμεινεν. Προς τό.πρωΐ έρχεται ή σειρά στις κόττες' καλοβράζουν γιά νά έτοιμασθή ή κοττόσουπα μέ τό αύγολέμονο καί τό μπόλικο λεμόνι γιά νά διορθωθούν τά στομάχια από τό πολύ φαγητό καί τό ποτό. Οί βρασμένες κόττες στολίζονται μέ χρυσά καί τό πρωΐ βγαίνουν σέ παρέλαση επάνω σέ δίσκους στον λεγόμενον γύρον «κοντζέν». ’Αφήνουν τέλος τον γαμβρόν μέ την νύφην νά ησυχάσουν, παίρνουν τά όργανα, γυρίζουν τό χωριό καί καταλήγουν στο Ιπάνω καπηλειό, δπου ετοιμάζεται τό «άλιακζαΐ σωφρααί», δηλαδή τό γλέντι των άρχιτρικλίνων, οί όποιοι μέ τήν άπασχόλησί των, δεν μπόρεσαν νά γλεντήσουν. Τήν Τετάρτην βγάζουν οί φίλοι από τό σπίτι τον γαμβρόν, ο οποίος μένει μέσα ενα τριήμερον καί τήν έρχομένην Κυριακήν γίνεται ή άνζέχαρα. Δηλαδή ή γαμβρός μέ τήν νύμφη πάνε στήν εκκλησία καί κατόπιν δλοι οί προσκεκλημένοι στελλουν στο σπίτι τού γαμβρού τά γαμήλια δώρα. Τά δώρα στον Καλφά δέν Ιστέλλοντο τήν Κυριακήν τοΰ γάμου αλλά τήν επομένην. Καί αυτό είχε τό σκοπό του. Διότι έφ’ δσον κανείς πήγε στο γάμο, ήτο υποχρεωμένος νά στείλη καί τό δώρον του. "Ετσι εγίνονταν ό γάμος στον άξέχαστον Καλφάν, αρχοντικός, ωραίος, γραφικός. «Μια φορά κανείς γεννιέται, μιά φορά παντρεύεται, μιά πεθαίνει», έλεγαν. ’Αλλά πολυέξοδος, σπάταλος, πού ό δύστυχος γαμβρός περνούσαν αρκετά χρόνια νά συνέλθη οίκονομικώς

. Δημήτριος Κ . Π ερράχης Θράξ—Καλφιώτης τέως Βουλευτής Δράμας

Share on Google Plus

About kalimerisnikos

Author Details