24 Ἰουνίου 1798. Ἡ δολοφονία τοῦ Ῥῆγα καὶ τῶν συντρόφων του.
Ὁ Ῥῆγας Φεραῖος ἤ Βελεστινλῆς, (Ῥῆγας Κυριαζῆς) ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια, λόγῳ διαφορῶν του μὲ τοὺς ὀθωμανούς, κατέφυγε σὲ ἀντάρτικα σώματα ἀρχικῶς, λόγῳ καταδιώξεῶς του ἀπὸ τὶς ὀθωμανικὲς ἀρχές, διότι εἶχε δολοφονήσῃ κάποιον Τοῦρκο, καὶ στὴν συνέχεια διέφυγε ἐκτὸς Ἑλλάδος.
Τὸ πάθος του γιὰ ἐλευθερία τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ γράφῃ, νὰ ὀνειρεύεται καὶ νὰ δομῆ ἐκεῖνες τὶς συνθῆκες ποὺ ἐντός τους ἐκκολάφθηκε τὸ ’21.
Τὸ πάθος του γιὰ ἐλευθερία τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ γράφῃ, νὰ ὀνειρεύεται καὶ νὰ δομῆ ἐκεῖνες τὶς συνθῆκες ποὺ ἐντός τους ἐκκολάφθηκε τὸ ’21.
Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1797 γράφει στὸν φίλο καὶ συνεργάτη του Ἀντώνιο Κορωνιὸ, πὼς ἔφθασε ἡ στιγμὴ νὰ κατεβῇ στὴν Ἑλλάδα, ἀπὸ τὴν Βιέννη, ὅπου διαβιοῦσε, γιὰ νὰ στηρίξῃ μίαν νέα ἐπανάστασι, διότι τὰ μηνύματα ποὺ ἐλάμβανε ἦταν γεμάτα «φωτιά… Ὠσὰν λεοντάρια ἐβρυχόντο οἱ Ἕλληνες…».
Οὐσιαστικῶς ὁ Ῥῆγας ἦταν ἀποφασισμένος νὰ ξεκινήσῃ τὴν φωτιὰ τῆς Ἐπαναστάσεως δύο δεκαετίες ἐνωρίτερον.
Οὐσιαστικῶς ὁ Ῥῆγας ἦταν ἀποφασισμένος νὰ ξεκινήσῃ τὴν φωτιὰ τῆς Ἐπαναστάσεως δύο δεκαετίες ἐνωρίτερον.
Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1797 φθάνει στὴν Τεργέστη. Λίγο πρὶν εἶχε ἀποστείλῃ πέντε μπαούλα, γεμάτα χάρτες, προκηρύξεις καθῶς καὶ ὑλικὸ γιὰ πρόκλησι ἀναταραχῶν στὴν ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία.
Ἀν τὶ ὅμως τοῦ Κορωνιοῦ τὰ μπαοῦλα παραλαμβάνει ὀ συνεταῖρος του Δημήτριος Οἰκονόμου. Αὐτὸς μὲ τὴν σειρά του, ἀντιλαμβανόμενος πὼς τὸ περιεχόμενον προορίζεται γιὰ τὴν Ἑλλάδα, καὶ θέλοντας νὰ μπορέσῃ νὰ ἐνοχοποιήσῃ τὸν Κορωνιὸ καὶ νὰ ἁρπάξῃ τὸ μερίδιόν του ἀπὸ τὶς κοινές τους ἐπιχειρήσεις, ἄν τὶ νὰ σιωπήσῃ, ἐνημερώνει τὸν βαρῶνο Πιττόνι, διοικητὴ τῆς ἀστυνομίας στὴν Τεργέστη, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειρά του ἐνημέρωσε τὸν Πομπήιο Μπριγκίντο, διοικητὴ τῆς Τεργέστης.
Ἡ παγίδα ἀρχίζει νὰ ἑτοιμάζεται. Ὁ Πιττόνι καὶ ὁ Μπριγκίντο περίμεναν πλέον τὸν Ῥῆγα, στὴν Τεργέστη, μὲ ἀποδείξεις γιὰ τὴν ἐνοχή του.
Ἀν τὶ ὅμως τοῦ Κορωνιοῦ τὰ μπαοῦλα παραλαμβάνει ὀ συνεταῖρος του Δημήτριος Οἰκονόμου. Αὐτὸς μὲ τὴν σειρά του, ἀντιλαμβανόμενος πὼς τὸ περιεχόμενον προορίζεται γιὰ τὴν Ἑλλάδα, καὶ θέλοντας νὰ μπορέσῃ νὰ ἐνοχοποιήσῃ τὸν Κορωνιὸ καὶ νὰ ἁρπάξῃ τὸ μερίδιόν του ἀπὸ τὶς κοινές τους ἐπιχειρήσεις, ἄν τὶ νὰ σιωπήσῃ, ἐνημερώνει τὸν βαρῶνο Πιττόνι, διοικητὴ τῆς ἀστυνομίας στὴν Τεργέστη, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειρά του ἐνημέρωσε τὸν Πομπήιο Μπριγκίντο, διοικητὴ τῆς Τεργέστης.
Ἡ παγίδα ἀρχίζει νὰ ἑτοιμάζεται. Ὁ Πιττόνι καὶ ὁ Μπριγκίντο περίμεναν πλέον τὸν Ῥῆγα, στὴν Τεργέστη, μὲ ἀποδείξεις γιὰ τὴν ἐνοχή του.
Στὶς 17 Δεκεμβρίου ὁ Ῥῆγας καὶ ὁ Χριστόφορος Πεῤῥαιβός, 24 ἐτῶν τότε, καταλύουν στὸ ξενοδοχεῖον «Βασιλικὸν» τῆς Τεργέστης. Γύρω στὶς 19:00, τὸ ἀπόγευμα, δέχονται τὴν ἐπίσκεψι τῆς ἀστυνομίας καὶ τίθενται ὑπὸ περιορισμόν.
Μὲ τὴν ἀναχώρισιν τῆς ἀστυνομίας Ῥῆγας καὶ Πεῤῥαιβὸς πετοῦν ἀπὸ τὸ παράθυρον τοῦ ξενοδοχείου κάθε τὶ ποὺ θὰ τοὺς ἐνοχοποιοῦσε, μαζὺ μὲ καταλόγους ὀνομάτων, σφραγῖδες καὶ λοιπὰ ἔγγραφα.
Τὸ μεσημέρι τῆς ἐπομένης φθάνει ὁ Πιττόνι μὲ ἕξι ἀνακριτές. Ὁ Ῥῆγας παρουσιάζει τὸν Παῤῥαιβὸ ὥς ἄσχετον μὲ τὴν ὑπόθεσίν του, πρὸ κειμένου νὰ τὸν σώσῃ. Τὸν πιστεύουν.
Ἀπομακρύνουν τὸν Πεῤῥαιβὸ καὶ φυλακίζουν τὸν Ῥῆγα.
Μὲ τὴν ἀναχώρισιν τῆς ἀστυνομίας Ῥῆγας καὶ Πεῤῥαιβὸς πετοῦν ἀπὸ τὸ παράθυρον τοῦ ξενοδοχείου κάθε τὶ ποὺ θὰ τοὺς ἐνοχοποιοῦσε, μαζὺ μὲ καταλόγους ὀνομάτων, σφραγῖδες καὶ λοιπὰ ἔγγραφα.
Τὸ μεσημέρι τῆς ἐπομένης φθάνει ὁ Πιττόνι μὲ ἕξι ἀνακριτές. Ὁ Ῥῆγας παρουσιάζει τὸν Παῤῥαιβὸ ὥς ἄσχετον μὲ τὴν ὑπόθεσίν του, πρὸ κειμένου νὰ τὸν σώσῃ. Τὸν πιστεύουν.
Ἀπομακρύνουν τὸν Πεῤῥαιβὸ καὶ φυλακίζουν τὸν Ῥῆγα.
Στὶς 30 Δεκεμβρίου τοῦ 1797 τοῦ φοροῦν χειροπέδες, τὸν ἁλυσοδένουν, κρίνοντάς τον πλέον ὥς ἔνοχον. Μὲ ἕναν μικρὸ σουγιά, ἄν καὶ ἁλυσοδεμένος, καταφέρνει νὰ ἀποπειραθῇ αὐτοκτονία. Τὸν πρόλαβαν.
Στὶς 14 Φεβρουαρίου τοῦ 1798, μὲ βαρειὲς ἁλυσίδες, σὰν νὰ ἦταν ὁ μεγαλύτερος ἐγκληματίας, τὸν ὁδηγοῦν φρουρούμενον στὴν Βιέννη. Νέες ἀνακρίσεις. Νέα βασανιστήρια.
Τελικῶς, κατόπιν βεβαίως καὶ τῆς ἐκθέσεως τοῦ ὑπουργοῦ ἐσωτερικῶν τῆς Αὐστρίας κόντε Πέργκεν, ἀποφασίζεται νὰ χωριστοῦν οἱ κατηγορούμενοι σὲ δύο ὁμάδες. Ἡ μία ὁμάδα, αὐτοὶ δῆλα δὴ ποὺ κατεῖχαν τὴν αὐστριακὴ ὑπηκοόητητα, θὰ ἐξορίζονταν. Ἡ ἄλλη ὁμάδα, οἱ ὑπήκοοι τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, θὰ παρεδίδοντο στὴν Ὑψηλὴ Πύλη.
Τελικῶς, κατόπιν βεβαίως καὶ τῆς ἐκθέσεως τοῦ ὑπουργοῦ ἐσωτερικῶν τῆς Αὐστρίας κόντε Πέργκεν, ἀποφασίζεται νὰ χωριστοῦν οἱ κατηγορούμενοι σὲ δύο ὁμάδες. Ἡ μία ὁμάδα, αὐτοὶ δῆλα δὴ ποὺ κατεῖχαν τὴν αὐστριακὴ ὑπηκοόητητα, θὰ ἐξορίζονταν. Ἡ ἄλλη ὁμάδα, οἱ ὑπήκοοι τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, θὰ παρεδίδοντο στὴν Ὑψηλὴ Πύλη.
Φορτώνουν τὴν ὁμάδα, τῶν ὑπηκόων τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, στὶς 4 Μαΐου τοῦ 1798, στὸ πλοῖο «Χάρων» καὶ τοὺς στέλνουν στὸ Βελιγράδι, μέσῳ Δουνάβεως. Πρὶν ὅμως προβοῦν σὲ αὐτὴν τὴν ἐνέργεια, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις μὲ τὸν σουλτᾶνο. Γιὰ νὰ παραδόσουν τοὺς ἐπαναστᾶτες ἔπρεπε ὁ σουλτάνος νὰ δόσῃ στοὺς Αὐστριακοὺς κάτι Πολωνούς, ποὺ κατέφυγαν στὴν Κωνσταντινούπολι, κυνηγημένοι, διότι προετοίμαζαν ἀνάλογες μὲ τὸν Ῥῆγα περιπέτειες, κατὰ τῶν Αὐστριακῶν. Ἐπίσης ἀξίωσαν, κι ἔλαβαν, τὰ προξενεῖα καὶ τὰ λιμάνια ποὺ κατεῖχαν οἱ Βενετοὶ κάποτε, πρὸ τῆς ἐλεύσεως τῶνὈθωμανῶν.
Τελικῶς, στὶς 9 Μαΐου τοῦ 1798 ὁ «Χάρων» φθάνει στὸ Βελιγράδι. Τοὺς κλείνουν στὸ κάστρο τοῦ Neboisa, στὴν συμβολὴ Δουνάβεως καὶ Σαύου.
Τελικῶς, στὶς 9 Μαΐου τοῦ 1798 ὁ «Χάρων» φθάνει στὸ Βελιγράδι. Τοὺς κλείνουν στὸ κάστρο τοῦ Neboisa, στὴν συμβολὴ Δουνάβεως καὶ Σαύου.
Ἡ παράδοσις τοῦ Ῥῆγα καὶ τῶν ἑπτὰ συντρόφων του ἔγινε ἐπὶ ἀποδείξει.
Ἄν καὶ τὸ τέλος τους ἦτο προαποφασισμένον, ἐν τοῦτοις ἔγιναν μεγάλες προσπάθειες, ἰδίως ἀπὸ τὸν Ἀλῆ πασσᾶ τῶν Ἰωαννίνων καὶ τὸν Πασβάνογλου, καθῶς ἐπίσης κι ἀπὸ Ἕλληνες τῆς διασπορᾶς, νὰ ἐξαγορασθοῦν οἱ ποινές. Δὲν κατάφεραν κάτι ἰδιαίτερον. Ἡ Πύλη ἦτο ἀποφασισμένη.
Ἄν καὶ τὸ τέλος τους ἦτο προαποφασισμένον, ἐν τοῦτοις ἔγιναν μεγάλες προσπάθειες, ἰδίως ἀπὸ τὸν Ἀλῆ πασσᾶ τῶν Ἰωαννίνων καὶ τὸν Πασβάνογλου, καθῶς ἐπίσης κι ἀπὸ Ἕλληνες τῆς διασπορᾶς, νὰ ἐξαγορασθοῦν οἱ ποινές. Δὲν κατάφεραν κάτι ἰδιαίτερον. Ἡ Πύλη ἦτο ἀποφασισμένη.
Στὶς 24 Ἰουνίου, (12 Ἰουνίου μὲ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιον) νύκτα, ὁρμοῦν οἱ φύλακες-δήμιοι καὶ στραγγαλίζουν τοὺς ὀκτὼ ἄντρες. Τὰ πτώματά τους πέταξαν στὴν συνέχεια στὸν Δούναβι. Οὐδέποτε ἀνευρέθησαν.
Οἱ ὀκτὼ ἐθνομάρτυρες ἦσαν:
Εὐστράτιος Ἀργέντης, ἔμπορος, ἀπὸ τὴν Χίο, ἐτῶν 31.
Δημήτριος Νικολίδης, ἰατρός, ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα, ἐτῶν 32.
Ἀντώνιος Κορωνιός, ἔμπορος καὶ λόγιος, ἀπὸ τὴν Χίο, ἐτῶν 27.
Ἰωάννης Καρατζᾶς, λόγιος, ἀπὸ τὴν Λευκωσία, ἐτῶν 31.
Θεοχάρης Τουρούντζιας, ἔμπορος, ἀπὸ τὴν Σιάτιστα, ἐτῶν 22.
Ἰωάννης Ἐμμαουήλ, φοιτητὴς ἰατρικῆς, ἀπὸ τὴν Καστοριά, ἐτῶν 24.
Παναγιώτης Ἐμμανουήλ, ὑπάλληλος τοῦ Ἀργέντη κι ἀδελφὸς τοῦ Ἰωάννου, ἐτῶν 22.
Ῥῆγας Φεραῖος ἤ Βελεστινλῆς, γραμματικὸς καὶ λόγιος, ἀπὸ τὸ Βελεστίνο, ἐτῶν 40.
Δημήτριος Νικολίδης, ἰατρός, ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα, ἐτῶν 32.
Ἀντώνιος Κορωνιός, ἔμπορος καὶ λόγιος, ἀπὸ τὴν Χίο, ἐτῶν 27.
Ἰωάννης Καρατζᾶς, λόγιος, ἀπὸ τὴν Λευκωσία, ἐτῶν 31.
Θεοχάρης Τουρούντζιας, ἔμπορος, ἀπὸ τὴν Σιάτιστα, ἐτῶν 22.
Ἰωάννης Ἐμμαουήλ, φοιτητὴς ἰατρικῆς, ἀπὸ τὴν Καστοριά, ἐτῶν 24.
Παναγιώτης Ἐμμανουήλ, ὑπάλληλος τοῦ Ἀργέντη κι ἀδελφὸς τοῦ Ἰωάννου, ἐτῶν 22.
Ῥῆγας Φεραῖος ἤ Βελεστινλῆς, γραμματικὸς καὶ λόγιος, ἀπὸ τὸ Βελεστίνο, ἐτῶν 40.
Ἕνα μόνον κρατῶ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Ῥῆγα, μέσα στὴν καρδιά μου κι ὥς τρόπο ζωῆς, διαδρομῆς καὶ σκέψεως…
«Καλλίτερα μιᾶς ὥρας Ἐλεύθερη ζωή,
Παρὰ σαράντα χρόνια σκλαβιὰ καὶ φυλακή…».
Παρὰ σαράντα χρόνια σκλαβιὰ καὶ φυλακή…».
Πληροφορίες ἀπὸ τὴν «ἐπανάστασι τοῦ ’21», Δημήτριος Φωτιάδης.
Ἡ φωτογραφία ἀπὸ τὸ παραπάνω ἔργο, τόμος πρῶτος, σελίς 223. Εἶναι ὁ πύργος Neboisa στὸ Βελιγράδιον, ὅπου ἐδολοφονήθησαν οἱ ὀκτὼ ἐθνομάρτυρες.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου