«Οι πρώτοι νεολιθικοί κλίβανοι. Εκτίμηση για τη λειτουργία τους στην ευρύτερη νεολιθική κοινότητα της περιοχή Αγραπιδιάς Δομοκού

Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα, Ελίνα Αηδονά Γιώργος Σ. Πολυμέρης Μαγούλα Ίμβρου πηγάδι (Νέο Μοναστήρι Φθιώτιδα)

 «Οι πρώτοι νεολιθικοί κλίβανοι. Εκτίμηση για τη λειτουργία τους στην ευρύτερη νεολιθική κοινότητα της περιοχή Αγραπιδιάς Δομοκού


 Η Μαγούλα «Ίμβρου Πηγάδι» βρίσκεται (εικ. 1) στην κτηματική περιφέρεια του δημοτικού διαμερίσματος Αγραπιδιάς του Δήμου Δομοκού. Απέχει περίπου 1χ.λ.μ. από τον εθνικό δρόμο που συνδέει τη Λαμία και το Δομοκό δια του Νέου Μοναστηρίου με την Καρδίτσα και τα Φάρσαλα, στο νoτιοανατολικό δηλαδή όριο της θεσσαλικής πεδιάδας, περίπου 1200μ. νοτίως του σιδηροδρομικού σταθμού Δομοκού (που βρίσκεται χαμηλά στην πεδιάδα). (Δηλαδή ταξιδεύοντας με το τρένο Αθήνα – Παλαιοφάρσαλα - Θεσσαλονίκη περνάμε ακριβώς δίπλα στην ανασκαφή. Στην απέναντι πλευρά του ίδιου εθνικού δρόμου Λαμίας-Νέου Μοναστηρίου και λίγο πιο βόρεια, βρίσκεται η Μαγούλα Κουτρουλού, της ίδιας χρονικής περιόδου, της Μέσης Νεολιθικής, (σημειώνεται με μεγαλύτερη κουκκίδα στην εικόνα 1). (Kυπαρίσση-Αποστολίκα 2003, Hamilakis - Kyparissi-Apostolika 2012, Kυπαρίσση-Αποστολίκα & Χαμηλάκης, 2012). Η ανασκαφή και των δύο οικισμών άρχισε όταν τοποθετήθηκα ως διευθύντρια στη ΙΔ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων με έδρα τη Λαμία και έτσι βρήκα την ευκαιρία να αρχίσω έρευνα σε κάποιες από τις νεολιθικές μαγούλες της περιοχής, τις οποίες χρόνια έβλεπα και προσέγγιζα στα ταξίδια μου προς και από τη γενέτειρά μου Καρδίτσα. H ανασκαφή στην ΄Ιμβρου Πηγάδι άρχισε το 2002, με ένα σκάμμα (Τομή 1) 5Χ5 μ. στην κορυφή της μαγούλας και στο δυτικό άκρο της, το οποίο είχε εν μέρει κοπεί για τη διάνοιξη της αμαξιτής οδού που προχωρά παράλληλα με τη σιδηροδρομική γραμμή που οδηγεί από το σταθμό του Δομοκού προς Παλαιοφάρσαλα. Αυτό έγινε για να μην παρεμποδίζεται η καλλιέργεια του αγρού (είμαστε ευγνώμονες στον ιδιοκτήτη του αγρού κ. Ε. Σιακαβέλη για την κατανόησή του). Όταν η ανασκαφή στην πρώτη αυτή τομή έφτασε σε βάθος 2,50μ., εμποδίστηκε η συνέχισή της από την παρουσία διαταραγμένων πλινθοκατασκευών, οι οποίες έπρεπε να διαλυθούν αν θέλαμε να προχωρήσουμε βαθύτερα, πράγμα το οποίο δεν κρίναμε σκόπιμο να γίνει. Η τομή εκείνη ωστόσο έβγαλε πολύ ενδιαφέροντα ευρήματα (Κυπαρίσση - Αποστολίκα 2006, εικ. 5-7 & 10- 12). Προκειμένου να μην αποδομηθούν οι προαναφερθείσες πλινθοκατασκευές, πριν καταλήξουμε στην ακριβή χρήση τους, μεταφερθήκαμε το 2003 στο κομμένο από τη διάνοιξη του δρόμου δυτικό πρανές της μαγούλας, το οποίο αποτελούσε ουσιαστικά την προς δυσμάς συνέχεια του πρώτου σκάμματος. Σκοπός μας ήταν να ελέγξουμε τη στρωματογραφία του, πόσο δηλαδή κατέβαιναν οι επιχώσεις του σε βάθος και σε ποια περίοδο εντοπιζόταν η έναρξη εγκατάστασης και λειτουργίας αυτού του οικισμού. ΄Οσο προχωρούσαμε σε βάθος, η επίχωση συνεχιζόταν σε πάχος που όλο καιαυξανόταν, μέχρι που φθάσαμε στο αυλάκι μεταξύ δρόμου και μαγούλας σε βάθος 3,57μ. Στόχος μας εδώ ήταν να προσεγγίσουμε το αρχικό επίπεδο χρήσης του χώρου (στο οποίο πρέπει να πω ότι μέχρι σήμερα δεν έχουμε φτάσει ακόμη, αν και ήδη έχουμε αγγίξει τα 6,00μ. βάθος). Σε αυτό το βάθος των 3,57μ., είχε αποκαλυφθεί συμπαγής αργιλικός «τοίχος» (εικ. 2), πλάτους 70-80 εκ. που χώριζε το σκάμμα στα δύο, σε βόρειο και νότιο τμήμα, και ο οποίος, όπως αποδείχτηκε αργότερα, συνεχιζόταν σε μεγαλύτερο βάθος. Από κει και κάτω άρχισαν να διαφοροποιούνται σημαντικά τα στρώματα ανάμεσα στη μία και την άλλη πλευρά του τοίχου, καθώς η νότια έδινε έντονες κόκκινες πυρακτωμένες επιχώσεις από όπου βγήκαν μεγάλα τμήματα πήλινων πλακών που όταν συγκολλήθηκαν έδωσαν ενδιαφέροντα σκεύη τετράγωνης κάτοψης (εικ. 3), καθώς και λίγα ειδώλια, μαζί με επιφάνειες πηλού με αποτυπώματα κλαδιών ή καλαμιών στην εσωτερική επιφάνειά τους, που είναι δομικά στοιχεία από επάλειψη τοίχων για στεγάνωση. Η ανασκαφή εδώ διακόπηκε και ξανάρχισε το 2009. 



Όταν ξανάρχισε, επιχειρήσαμε επέκταση της ανασκαφής (Τομή 2) προς την πυρακτωμένη κατεύθυνση (νότια). ΄Οταν φτάσαμε στο αντίστοιχο με την πυράκτωση της νότιας περιοχής βάθος, επιβεβαιώθηκαν τα ίδια έντονα χαρακτηριστικά πυράκτωσης σε όλη τη νέα έκταση του σκάμματος. Από δω άρχισαν να βγαίνουν πολλά κεραμικά ευρήματα, όχι σκόρπια και αποσπασματικά, αλλά συμπληρώθηκαν από κει ολόκληρα αγγεία (εικ. 4) (σύνολο εννέα) που φαίνονταν να έρχονται για πρώτη φορά στο φως, ήταν δηλαδή αχρησιμοποίητα. ΄Ενα ειδώλιο κεραμικού κλιβάνου ακέραιο (εικ. 5), σε συνδυασμό με τις πυρακτωμένες επιχώσεις, μας έδωσε την πρώτη αφορμή για υπόθεση χρήσης του χώρου και ερμηνείας αυτής της έντονης πυράκτωσης. Ανάλογη πρόταση ερμηνείας έκανε στη συνέχεια και ο γεωλόγος συνεργάτης Δρ. Π. Καρκάνας, σύμφωνα με γεωλογικές παρατηρήσεις: δηλαδή την ένταση και έκταση των καύσεων, με ομοιόμορφα επηρεασμένες τις κατασκευές απότη φωτιά, σε πολλές μάλιστα φάσεις τη μία πάνω στην άλλη. Επιπλέον, τα χαρακτηριστικά της επίχωσης έξω από την πυρακτωμένη έκταση, ήταν αλλεπάλληλα στρώματα στάχτης, σα να ήταν πεταμένα και σωριασμένα από το καθάρισμα πυράς με σκοπό την ξαναχρησιμοποίηση του χώρου για νέα φωτιά. Από κει και πέρα, υπό το πρίσμα αυτής της ενδιαφέρουσας εκδοχής, συνεχίσαμε με την περαιτέρω επέκταση του σκάμματος προς τα δυτικά της αρχικής τομής του χανδακιού (προς το δρόμο), ώστε να έχουμε έναν όσο το δυνατόν εκτενέστερο χώρο στον οποίο, όπως φαίνεται, υπήρχε η ίδια χρήση. Με αυτή την επέκταση αποκαλύφθηκε και η προς δυσμάς συνέχεια του προαναφερθέντος αργιλικού τοίχου, που τώρα πλέον έχει εμφανές μήκος 4,45μ.(εικ. 6), ενώ συνεχίζεται και πέρα από τα δυτικά όρια του σκάμματος κάτω από την άσφαλτο (υπενθυμίζεται ότι βρισκόμαστε μέσα στο χαντάκι δίπλα στην άσφαλτο του δρόμου). Είναι επίσης πιθανό να συνεχίζεται για λίγο και προς τα ανατολικά κάτω από άσκαφτες επιχώσεις της μαγούλας.



 ΄Ετσι φθάνοντας το 2010 στο επιθυμητό βάθος σε όλη την έκταση του διευρυμένου σκάμματος της Τομής 2 (όπου συνδεθήκαμε και με την αρχική επίχωση με τα ίδια χαρακτηριστικά του 2003), νότια δηλαδή του αργιλικού συμπαγούς τοίχου, έγινε φανερό πως πράγματι βρισκόμαστε στον πυρήνα ενός ή μάλλον περισσότερων κεραμικών κλιβάνων (εικ. 7) μέσα στους οποίους εκτιμούμε ότι θα υπάρχουν και άλλα ψημένα αγγεία κατά χώραν. Αλλά βέβαια δεν θα είχε μα να χαλάσουμε τις πυρακτωμένες επιχώσεις χαλώντας συγχρόνως μέρος των κλιβάνων, προκειμένου να βρούμε μερικά ακόμη αγγεία. Αυτό πρέπει να γίνει με πολύ προσεκτικά μικρά βήματα και εφ’ όσον διασφαλιστεί ότι δεν καταστρέφονται δομικά στοιχεία των κλιβάνων. Περιγραφή των δομικών κατασκευών: Αρχικά περιμέναμε ότι επρόκειτο για μία κατασκευή, έναν κλίβανο. Καθώς όμως προχωρούσε το καθάρισμα και απελευθερωνόταν ο χώρος από τα χώματα άρχισαν να ξεχωρίζουν περισσότερες επιφάνειες, επίπεδες, γωνιασμένες, με επάλειψη, αλλά και κυρτές σαν μεγάλα πιθάρια γυρτά στο πλάι (εικ. 8) πλιθιά, καθώς και επιφάνειες πηλού με αποτυπώματα κλαδιών ή καλαμιών στην εσωτερική πλευρά τους. Αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε τότε ότι πρόκειται για περισσότερους και όχι για έναν κλίβανο και ότι οι πήλινες πλάκες που είχαμε βρει αρχικά (2003) και απάρτιζαν τετράγωνης κάτοψης δοχεία -αυτά είχαν ψηθεί εκεί μέσα, γι’ αυτό και δεν ήταν διαλυμένα, αλλά σώζονταν σε αρκετά καλή κατάσταση ώστε αποκαταστάθηκαν πλήρως. Ανάλογα μεγάλα τετράπλευρα σκεύη βρέθηκαν και στη συνέχεια της ανασκαφής. Καθώς τα σωζόμενα πήλινα τμήματα αυτών των κατασκευών-κλιβάνων φαίνεται να είναι στη θέση τους, η βάση και τα πλαϊνά τους δηλαδή- όρθια η πλαγιασμένα- φαίνεται πως, οι μάζες πηλού με τα αποτυπώματα κλαδιών που βρέθηκαν τμηματικά, απάρτιζαν τις οροφές αυτών των κλιβάνων, οι οποίες πιθανότατα δεν ήταν μόνιμες, αλλά ίσως αντικαθιστούνταν κάθε φορά που φθείρονταν ή που απαιτούνταν μεγαλύτερος χρήσιμος εσωτερικός χώρος- για το ψήσιμο μεγαλύτερων ή περισσότερων συγχρόνως αγγείων- ανεβάζοντας σε ύψος τηνοροφή. ΄Οταν προχωρήσει το πρόγραμμα μελέτης και συντήρησης όλων των επιφανειών ίσως μπορέσουν να οριστικοποιηθούν τέτοιες υποθέσεις. Στη ΝΔ περιοχή του ίδιου χώρου συλλέχθηκαν τα σχεδόν πλήρως αποκατεστημένα αγγεία που προαναφέρθηκαν και που αποτέλεσαν την πρώτη σοβαρή ένδειξη για την ιδιαίτερη λειτουργία του χώρου ως κλιβάνου. Τα αγγεία αυτά είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα μονόχρωμα με αστίλβωτες επιφάνειες. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναγνωρίσαμε ανάμεσα στις πυρακτωμένες επιχώσεις, και όχι μόνο μία φορά, κέρατα ελαφιών – ίσως και άλλων ζώων, δεν έχει γίνει ακόμη η μελέτη αυτού του υλικού. Λόγω του περιβάλλοντος εύρεσής τους δεν μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα αν προορίζονταν για λατρευτική χρήση- όπως είναι γνωστό από μεταγενέστερες περιπτώσεις. Είναι πιθανό να χρησίμευαν και ως καύσιμη ύλη. Από δω συλλέχθηκε επίσης ικανή ποσότητα καμένων καρπών συγκεντρωμένων, όπως σιτηρά, κριθάρι και πιθανόν βρώμη, και πιο περιορισμένα όσπρια- φακή, ρόβη, μπιζέλι (Κοτζαμάνη και Κυπαρίσση-Αποστολίκα υπό έκδοση), οπότε δεν μπορούμε να αποκλείσουμε, παράλληλα με το ψήσιμο κεραμικών, να γινόταν και ψήσιμο τροφών. Το άλλο ενδιαφέρον στοιχείο που αποκαλύφθηκε στη συνέχεια, είναι ένας ακόμη συμπαγής αργιλικός τοίχος, παράλληλος με τον πρώτο αλλά σε απόσταση περίπου 5,00μ. νοτίως εκείνου. Ανάμεσα στους δύο αυτούς αργιλικούς τοίχους περιορίζονται τα έντονα χαρακτηριστικά της πυράκτωσης (εικ. 7). Οι δύο αυτοί παράλληλοι τοίχοι αφ’ ενός και οι δύο κάθετες και παράλληλες μεταξύ τους παρειές του σκάμματος αφ’ ετέρου (η Τομή 2 με την επέκτασή της), ορίζουν έναν ορθογώνιο χώρο περίπου 10 τ.μ. με χαρακτηριστικά πυράκτωσης, ενώ εκτιμούμε ότι συνολικά θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη η έκταση, καθώς σήμερα ένα μέρος της συνεχίζεται προς Δυσμάς και βρίσκεται κάτω από το δρόμο. ΄Οτι η χρήση αυτή περιοριζόταν ανάμεσα στους δύο αργιλικούς τοίχους είναι φανερό και από το γεγονός ότι στην επιχειρηθείσα το 2011 εξάντληση του πάχους της επίχωσης στο νότιο άκρο του σκάμματος έξω από τον νότιο (δεύτερο) τοίχο, απέδωσε μόνο σταχτώδη ιζήματα χωρίς κεραμικά ή άλλα ευρήματα οικιακής οικονομίας, πλην ελάχιστων μικρών τυχαίων οστράκων. Επιπλέον, έξω από τον δεύτερο τοίχο και σε απόσταση μόλις 20 έως 30 εκ. από αυτόν αποκαλύφθηκε και ένας ακόμη αργιλικός τοίχος, πλάτους 40έως 60 εκ., όχι τόσο ωμός όσο οι δύο άλλοι, επηρεασμένος δηλαδή από υψηλή θερμοκρασία. Εικάζεται ότι αυτός ο νέος τοίχος μπορεί να είναι ένα ακόμη όριο μιας άλλης ανάλογης εγκατάστασης κλιβάνων που θα αναπτύσσεται νοτίως της πρώτης (εντός του σημερινού χανδακιού πάντα). Καθώς για να ελεγχθεί αυτή η υπόθεση απαιτείται νέα ανασκαφή ενός όχι ευκαταφρόνητου όγκου αρχαιολογικών επιχώσεων, αυτό επιχειρήθηκε με γεωτρητικά καρότα, τα οποία πραγματοποιήθηκαν το φθινόπωρο του 2012 από τους Δρ. Κοσμά Παυλόπουλο και Δρ. Παναγιώτη Καρκάνα. Αντίστοιχα γεωτρητικά καρότα έγιναν και από την αντίθετη πλευρά, τη βόρεια έξω από τους αποκαλυφθέντες κλιβάνους. Τα αποτελέσματα αυτής της γεωτρητικής έρευνας είναι πολύ ενδιαφέροντα, καθώς εντοπίστηκαν πράγματι, σε ανάλογο βάθος με τα ήδη ανασκαμμένα, πυρακτωμένες επιχώσεις με έντονο κόκκινο χρώμα που εκτιμούμε ότι αντιστοιχούν σε παρόμοιες εγκαταστάσεις κλιβάνων. Προς το παρόν σταματήσαμε την ανασκαφή των κλιβάνων προκειμένου να αξιολογήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τα δομικά τους στοιχεία, που αν και δεν σώζονται ως ακέραιες κατασκευές, μπορούν να μας δώσουν πολλές πληροφορίες που θα μπορέσουν να βοηθήσουν σημαντικά στην κατά προσέγγιση ανασύσταση του αρχικού σχήματός τους και της λειτουργίας τους. ΄Ετσι, τον χειμώνα του 2012, έχοντας εξαντλήσει την ανασκαφή στην περιοχή των κλιβάνων, επανήλθαμε στην πρώτη παλιά Τομή 1 στην κορυφή της μαγούλας προκειμένου, με την εμπειρία πλέον των κλιβάνων, να διαλευκάνουμε τι συνέβαινε με τους διαταραγμένους πλινθότοιχους, η παρουσία των οποίων είχε εμποδίσει τη συνέχιση της ανασκαφής σε βάθος το 2002. Καθαρίστηκαν και αποκαλύφθηκαν τοίχοι με πλιθιά ως στερεά δομικά υλικά και όχι διαλυμένα (εικ 9), ενώ και άλλες πυρακτώσεις κατά τόπους εντοπίστηκαν. Τα λοιπά κινητά ευρήματα ήταν περιορισμένα και δεν υποδείκνυαν οικιακή οικονομία (δεν φαίνεται δηλαδή να βρισκόμασταν μέσα σε χώρο σπιτιού) και ήδη αρχίζει να διαμορφώνεται η ιδέα μήπως και αυτός ο χώρος είχε ανάλογη ή παρεμφερή χρήση με τους κλιβάνους, αφού ήδη από την πρώτη τομή του 2002 είχε αποκαλυφθεί εδώ και διατηρήθηκε στη θέση του ένα είδος πήλινης κατασκευής («θήκης») (με περιχείλωμα μέσα στην οποία βρέθηκαν «ολοκαίνουργοι»-αχρησιμοποίητοι πήλινοι πεσσοί (εικ 10). Τότε όμως δεν είχαμε ιδέα για την ύπαρξη κλιβάνων παρακάτω ώστε να τα συσχετίσουμε με μια τέτοια χρήση. Το 2012 δεν είχαμε δυστυχώς την ευκαιρία να ανασκαφή σε όλο το πάχος των επιχώσεων αυτής της πρώτης τομής και ίσως χρειαστεί να επεκταθούμε και άλλο, όσο «βγαίνουν» τέτοιες πληροφορίες που θα μπορέσουν να μας οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα ως προς τη χρήση αυτής της εγκατάστασης που μέχρι στιγμής φαίνεται να διαφοροποιείται από τις συνήθεις των Νεολιθικών οικισμών. Συζήτηση. Θερμικές κατασκευές που πολύ πιθανόν εξυπηρετούσαν τέτοια χρήση και λειτουργία έχουν βρεθεί και σε άλλες ανασκαφές, στο Μακρυχώρι Λάρισας από τον Γιώργο Τουφεξή (αδημοσίευτο;) και στον Μακρύγιαλο Πιερίας, αλλάεκεί συνδέονται με τη διαδικασία του μαγειρέματος (Μαρία Παππά 2008). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι δομικά είναι της ίδιας λογικής, ενώ δεν πρέπει να μας διαφεύγει και ο φούρνος μέσα στο πρόπλασμα σπιτιού από την Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου, παρόμοιου σχήματος (Γαλλής 1990 & Gallis 1985). Της ίδιας άλλωστε κατασκευαστικής και λειτουργικής λογικής είναι οι κλίβανοι και πολύ μεταγενέστερων περιόδων που βρέθηκαν σε κοντινές σχετικά περιοχές, όπως π.χ. της ΄Υστερης εποχής Χαλκού, στο Μασχολούρι Καρδίτσας (Βαϊοπούλου 2012) και άλλος των κλασικών χρόνων, ανατολικά του χωριού Ορφανά (Ροντήρη 1992). Επίσης, δεν μας είναι γνωστά από τον ελλαδικό χώρο άλλα ειδώλια κλιβάνων της Νεολιθικής περιόδου. ΄Ενα παράλληλο θα μπορούσε να δει κανείς σε πήλινο αντικείμενο του πολιτισμού Cucuteni (Poduri-Dealul Ghindaru,4750-4500 BC, Precucuteni III), που εκτέθηκε στην έκθεση The lost world of old Europe: the Danube valley 5000-3500 BC (11 Νοεμβρίου 2009-25 Απριλίου 2010) του Μουσείου Γουλανδρή, όπου αναφερόταν γενικά ως αρχιτεκτονικό μοντέλο (Lazarovici C.-M., 2010) (εικ.11). Εδώ πρέπει να πούμε ότι οι ραδιοχρονολογήσεις που είχαν γίνει παλαιότερα με δείγματα ανθράκων από τρία διαφορετικά βάθη (1,66μ. από Tομή 1, και 4,70μ. (νότια) και 6,20μ. (βόρεια) από τομή 2) έδωσαν ηλικίες που κυμαίνονταν από 5870- 5720, 5890-5730 και 5620-5470 π.Χ. αντίστοιχα (αριθμός εργαστηριακού δείγματος DEM 1435, 1434, 1402 αντίστοιχα), χωρίς να φαίνεται να υπάρχει χρονική διαφοροποίηση παρά τη διαφορά βάθους απ’ όπου ελήφθησαν τα δείγματα. Αυτό το είχαμε επισημάνει και στη δημοσίευση του 2006 (Kυπαρίσση-Αποστολίκα 2006, 844) καθώς η χρονολογική ομοιομορφία των ραδιοχρονολογήσεων δεν επιβεβαιωνόταν από την κεραμική, στην οποία ήταν εμφανής η εξέλιξη. Με την παρούσα εκδοχή χρήσης του συγκεκριμένου χώρου είναι, νομίζω, πλέον δυνατόν να ερμηνεύσουμε γιατί οι ηλικίες ήταν παρόμοιες στα ανώτερα όσο και στα κατώτερα στρώματα (λαμβάνοντας υπόψη μας ότι το ένα (2ο) από τα χρονολογημένα δείγματα από αυτά τα βαθιά στρώματα προερχόταν από τη νότια πυρακτωμένη περιοχή της ανασκαφής του 2003): όπως φαίνεται δηλαδή, οι κλίβανοι αυτοί είχαν χωροθετηθεί στη δυτική άκρη της εγκατάστασης και ήταν σε λειτουργία σε όλη τη διάρκεια της Μέσης Νεολιθικής (5800-5300 π.Χ.) και όχι μόνο στα βαθύτερα στρώματα, όπου με την πρώτη ματιά φαίνεται να αντιστοιχούν στρωματογραφικά, όπως θα μπορούσε κανείς να υποθέσει λόγω του βάθους στο οποίο βρέθηκαν. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της θερμοφωταύγειας (βλ. παρακάτω, Πολυμέρης), οι κλίβανοι φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν πράγματι μέσα στα όρια της Μέσης Νεολιθικής που προέκυψαν και από τις αρχικές χρονολογήσεις μας με ΄Ανθρακα 14. Υπάρχει ωστόσο και μια ηλικία (4795 π.Χ.) που δείχνει να έχουν χρησιμοποιηθεί, για τελευταία ίσως φορά, ακόμη αργότερα και αυτό μας δίνει μια νέα πληροφορία που πρέπει να την ελέγξουμε και να την αξιολογήσουμε. Δηλαδή, αν και οι ηλικίες του ΄Ανθρακα 14 που είχαμε ως τώρα από την ανασκαφή αναφέρονταν αποκλειστικά στη Μέση Νεολιθική, η τελευταία παραπάνω ηλικία μπορεί άνετα να είναι σύγχρονη του πολιτισμού Cucuteni, οπότε και η σχετική ομοιότητα των δύο προαναφερθέντων ειδωλίων (εικ. 5 και 11 αντίστοιχα) να μην είναι τυχαία. ΄Ενα εύλογο ερώτημα που τίθεται είναι αν οι κλίβανοι αυτοί εξυπηρετούσαν μόνο τις ανάγκες του συγκεκριμένου οικισμού ή και άλλων, σαν ένα είδος εξειδικευμένης εργασίας, δεδομένου ότι στη γύρω περιοχή εντοπίζονται δεκάδες άλλων μικρότερων μάλλον οικισμών –κρίνοντας από το ύψος της κορυφής τους και του εμφανούς όγκου τους. Και βέβαια και στον ανασκαπτόμενο από εμάς οικισμό της Κουτρουλού Mαγούλας (Kυπαρίσση-Αποστολίκα 2003, Hamilakis & Kyparissi-Apostolika 2012, Kυπαρίσση-Αποστολίκα Ν.& Γ. Χαμηλάκης 2012) σε απόσταση περίπου 3 χλμ., αν και έχει σκαφτεί σε σημαντική έκταση και έχει αποδώσει πολύ σημαντικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και άλλα ευρήματα, δεν έχει εντοπιστεί χώρος με ανάλογη χρήση κλιβάνων μέχρι στιγμής. Επειδή τέτοιες εξειδικευμένες κατασκευές και χρήσεις απαιτούν και ανάλογη εμπειρία των ασχολούμενων με αυτές, αλλά πιθανόν να απο-τελούσαν και διασφαλισμένα δικαιώματα και αποκλειστικότητα, δεν είναι καθόλου αβάσιμη υπόθεση η θέση της ΄Ιμβρου Πηγάδι να αποτελούσε μια τέτοια εξειδικευμένη λειτουργία και χρήση, στην οποία να παραγόταν όλη ή μεγάλο μέρος της κεραμικής της περιοχής. Είναι μια υπόθεση εργασίας που βασίζεται σε ισχυρές ενδείξεις αλλά χρειάζεται ισχυρότερη τεκμηρίωση. Κλείνοντας θέλω να επισημάνω ότι όλο αυτό το πολύ ενδιαφέρον εύρημα δεν θα είχε περιέλθει καθόλου σε γνώση μας αν δεν είχαμε επιχειρήσει την περαιτέρω διερεύνηση και ερμηνεία αυτής της διαφοράς μεταξύ των πυρακτωμένων και μη επιχώσεων. Το κυριότερο δε, με την πρώτη περιορισμένη ανασκαφή θα περνούσε και στη βιβλιογραφία η λανθασμένη πληροφορία ενός στρώματος καταστροφής μέσα σε σπίτι. Παλαιομαγνητισμός (Ελίνα Αηδονά) Από τον αρχαιολογικό χώρο Ίμβρου Πηγάδι του Ν. Φθιώτιδας συλλέχθησαν 17 ανεξάρτητα δείγματα για αρχαιομαγνητική μελέτη. Από τα δείγματα αυτά τα 11 (1- 11) προέρχονται από 2 κλιβάνους ενώ τα υπόλοιπα κατανέμονται διάσπαρτα σε όλη την υπόλοιπη καμένη δομή (Σχήμα 1)Τα δείγματα αυτά μεταφέρθηκαν στο εργαστήριο Παλαιομαγνητισμού του Τομ. Γεωφυσικής του ΑΠΘ όπου και στερεοποιήθηκαν με κατάλληλο στερεωτικό υγρό για να συμπαγοποιηθούν αρκετά και να είναι δυνατή η εξαγωγή κυλινδρικών δειγμάτων 2x2x2cm. Μετά το τέλος της επεξεργασίας στο εργαστήριο από τα αρχικά 17 δείγματα δημιουργήθηκαν 84 αρχαιομαγνητικά. Σε όλα τα δείγματα μετρήθηκε η Φυσική Παραμένουσα Μαγνήτιση με περι-στρεφόμενο μαγνητόμετρο (Minispin, Molspin Ltd). Η μέτρηση αυτή προσδιορίζει τη σημερινή διεύθυνση του μαγνητικού πεδίου που έχουν καταγράψει τα δείγματα. Η μαγνήτιση αυτή αποτελείται από την κύρια μαγνήτισή τους που απέκτησαν τα δείγματα κατά τη διάρκεια της τελευταίας καύσης/ψύξης τους καθώς και μία παρασιτική συνιστώσα της μαγνήτισης (ιξώδης) η οποία και πιθανόν να έχει «επικαθίσει» λόγω της έκθεσης των δειγμάτων στο γήινο μαγνητικό πεδίο από την εποχή της τελευταίας καύσης τους μέχρι σήμερα. Η παρασιτική αυτή μαγνήτιση είναι αμελητέα στην περίπτωση των αρχαιομαγνητικών δειγμάτων, μιας και ο χρόνος που μεσολαβεί από την τελευταία καύση τους μέχρι σήμερα είναι της τάξης των μερικών χιλιάδων χρόνων. Η μέτρηση της Φυσικής Παραμένουσας Μαγνήτισης (ΝRM) είναι πολύ σημαντική γιατί μας δίνει πληροφορίες σχετικά με τη θέση των υπό μελέτη δειγμάτων κατά την τελευταία καύση τους. Στο Σχήμα 2 φαίνεται η στερεογραφική προβολή της κατανομής των δειγμάτων που συλλέχθηκαν από τους δύο κλιβάνους (δείγματα 1-11). Τα δείγματα έχουν μία καλή κατανομή με μικρό σφάλμα το οποίο δηλώνει ότι βρίσκονταν in situ κατά την τελευταία καύση τους. Η μέση τιμή της διεύθυνσης της μαγνήτισης είναι D = 358°, I = 64.1°, a95 = 3.0° όπου D είναι η απόκλιση, I η έγκλιση του μαγνητικού πεδίου και a95 ο κώνος εμπιστοσύνης (σφάλμα).Αντίστοιχα τα δείγματα 12,13,15 τα οποία βρίσκονται έξω από την περιοχή των δύο κλιβάνων φαίνεται ότι έχουν μία καλή κατανομή της διεύθυνσης αλλά διαφορετική από τα δείγματα 1-11 (Σχήμα 3). Η μέση τιμή του μαγνητικού πεδίου που προσδιορίστηκε από την ΝRM είναι D = 347.3°, I = 31.5°, a95 = 4.0°. Η διαφορετική αυτή τιμή μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα συγκεκριμένα δείγματα έχουν καταγράψει κάποιο άλλο θερμικό γεγονός από αυτό των δειγμάτων 1-11. Τέλος τα δείγματα 16, 17 έχουν μια τυχαία κατανομή η οποία δεν συμπίπτει με την αναμενόμενη διεύθυνση του πεδίου (Σχήμα 4). Μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε ότι τα συγκεκριμένα δείγματα δεν βρίσκονται στην ίδια θέση στην οποία κάηκαν αλλά έχουν μετακινηθείΗ χρονολόγηση με θερμοφωταύγεια αποτελεί μια απόλυτη μέθοδο, μιας και δεν απαιτεί υλικά γνωστής ηλικίας για επαλήθευση (calibration). Ανήκει στις άμεσες ραδιενεργές μεθόδους χρονολόγησης, όπου μετράται το αποτέλεσμα της ακτινοβολίας, το μέγεθος του οποίου αυξάνεται με το πέρασμα του χρόνου, σε αντίθεση με τη περίπτωση του ραδιάνθρακα C 14, όπου μετράται η συνεχώς μειούμενη με το χρόνο ραδιενέργεια. Στην απλούστερή της μορφή, η εξίσωση προσδιορισμού της ηλικίας ενός δείγματος με τη χρήση φωταύγειας δεν είναι παρά ο λόγος της συνολικής απορροφημένης δόσης που συσσωρεύεται εντός του κεραμικού από τη ροή των ιοντικών ακτινοβολιών που προέρχονται από τα ραδιενεργά ισότοπα του φυσικού περιβάλλοντος (δηλαδή αυτή που οφείλεται στις συμβατικές πηγές της περιβαλλοντικής ραδιενέργειας, δηλαδή τις διασπάσεις του 40Κ, του 87Rb, καθώς και των φυσικών ραδιενεργών σειρών του 232Th, του 235U και του 238U) και της κοσμικής ακτινοβολίας, προς τον ετήσιο ή ανά χιλιετηρίδα ρυθμό δόσης, στις αντίστοιχες μονάδες χρόνου. Η ένταση του σήματος φωταύγειας είναι ανάλογη της ποσότητας της ακτινοβολίας που προσπίπτει στο κεραμικό. Δεδομένου του γεγονότος ότι ο ρυθμός δόσης είναι πρακτικά σταθερός, συνεπώς η ένταση του σήματος αυτού είναι ανάλογη του χρόνου ακτινοβόλησης, στην πραγματικότητα ο χρόνος που υπολογίζεται ουσιαστι-κά αποτελεί το χρονικό διάστημα στο οποίο το δείγμα εκτίθετο σε ακτινοβόληση, κατόπιν της τελευταίας εκκένωσης του σήματος. Για τα κεραμικά η ηλικία αυτή αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στη χρονική στιγμή της μέτρησης και της τελευταίας όπτησής του. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργείται ένα φωταυγειακό ρολόι, το οποίο μηδενίζεται και αρχίζει να μετράει από την αρχή κάθε φορά που το κεραμικό ψήνεται σε υψηλές θερμοκρασίες. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Ευχαριστίες εκφράζονται προς το ΄Ιδρυμα Ψύχα και το IΝSTAP για τη χρηματοδότηση του ανασκαφικού αυτού προγράμματος, προς τη ΙΔ΄ ΕΠΚΑ και την προϊσταμένη κυρία Μάνη Παπακωνσταντίνου για την υποστηρικτική συνεργασία τους μέχρι σήμερα, την αρχαιολόγο Σταυρούλα Γκάγκα που παρακολουθεί με υπευθυνότητα την ανασκαφή τα τελευταία χρόνια, τους εργάτες Αποστόλη Μπαρούτα, Χρήστο Τσιμίδη, Δημήτρη Καραγιάννη και Ηλία Ζώτο. Επιπλέον, το Δήμο Θεσσαλιώτιδος παλιότερα και Δομοκού σήμερα, για τις διευκολύνσεις που κατά καιρούς μας παρέσ

Share on Google Plus

About kalimerisnikos

Author Details