Η άνθηση της ασημουργίας στη Λαμία (τέλη 19ου - αρχές 20ου αιώνα) 1.1.

 Γεώργιος Σταυρόπουλος 

δάσκαλος ιστοριοδίφης 


 Η άνθηση της ασημουργίας στη Λαμία (τέλη 19ου - αρχές 20ου αιώνα) 1.1.





 Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ Σύμφωνα με μιαν άποψη, Νεοελληνική Λαϊκή ή Παραδοσιακή Τέχνη ονομάζεται η τέχνη που γεννήθηκε, άνθησε και άρχισε να παρακμάζει ανάμεσα στα τέλη του 17ου και τα μέσα του 19ου αιώνα1 , χρονικό διάστημα κατά το οποίο δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξή της.

 Αυτές οφείλονταν, κυρίως, στη μεταστροφή της οθωμανικής πολιτικής απέναντι στους υπόδουλους χριστιανικούς λαούς και στις εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις που καθιερώθηκαν, από τα μέσα του 17ου αιώνα, με πρωτοβουλία των μελών της μεγάλης βεζυρικής οικογένειας των Κιουπρουλήδων, που τότε κυριαρχούσαν στην ανώτατη κρατική οθωμανική μηχανή.

 Οι Κιουπρουλήδες, πρώην χριστιανοί, φέρθηκαν με κατανόηση στους παλιούς ομοθρήσκους τους και στα 50 χρόνια της κυριαρχίας τους κατόρθωσαν, με σειρά ριζοσπαστικών μέτρων, να αλλάξουν τις συνθήκες διαβίωσης των χριστιανικών πληθυσμών, μεταξύ των οποίων δεσπόζουσα θέση είχε ο ελληνικός. 

Αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων αυτών (και όχι μόνο) ήταν η ανάπτυξη της οικονομίας, η αναβίωση της ελληνικής παιδείας, καθώς και η αναζωπύρωση των καλλιτεχνικών ανησυχιών που εκφράστηκαν μέσα από τη δημοτική ποίηση και τη λαϊκή τέχνη γενικότερα2 . 1.2. 



Η ΑΡΓΥΡΟΧΡΥΣΟΧΟΪΑ 

Ένας από τους τομείς της Λαϊκής Τέχνης που αναπτύχθηκε, τότε, ήταν κι αυτός της αργυροχρυσοχοΐας. Αυτή άνθησε και διαδόθηκε στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο που έδρασε ο Ελληνισμός, ιδιαίτερα, από το 17ο έως το 19ο αιώνα. Στις αστικές περιοχές ή την επαρχία οι χρυσικοί ή ασημουργοί δημιούργησαν σπουδαία κέντρα επεξεργασίας του ασημιού, συνεχίζοντας τη βυζαντινή παράδοση με δεξιοτεχνία και αφομοιωτική δύναμη και επιτυγχάνοντας βαλκανική και ευρωπαϊκή ακτινοβολία3 

.Η αργυροχρυσοχοΐα ανήκει στην περιοχή της εργαστηριακής τέχνης και ασκήθηκε είτε σε μόνιμες εγκαταστάσεις είτε από πλανόδιους χρυσικούς που ταξίδευαν από τόπο σε τόπο με το κασελάκι, τα υλικά και τα σύνεργά τους. Τα εργαστήρια κατασκεύαζαν ποικιλία έργων, σύμφωνα, μεν, με τις υποδείξεις του παραγγελιοδότη, αλλά και ακολουθώντας τις προδιαγραφές που διαμόρφωνε και έθετε η καλλιτεχνική και εθιμική παράδοση του τόπου. 

Τα έργα αυτά έφεραν έκδηλη την ελληνική σφραγίδα και διοχετεύονταν στις διάφορες αγορές και τα πανηγύρια, ταξιδεύοντας σε μεγάλη ακτίνα: 

1. από τη Βαλκανική και τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες ως τη Μικρά Ασία, και την Αίγυπτο, από τη μια, και 

2. την Αυστρία και Ιταλία, από την άλλη4 . 

Οι αργυροχρυσοχόοι, όπως στα βυζαντινά χρόνια, έτσι και κατά την Τουρκοκρατία, είχαν οργανωθεί σε συντεχνίες. Ονομάζονταν χρυσικοί, μολονότι δούλευαν, συνήθως, το ασήμι, καθαρό (λαγάρα) για τα καλύτερα έργα και νοθευμένο με κράμα χαλκού και ορείχαλκου (αγιάρι) για τα πιο δεύτερα. Οι πατροπαράδοτες τεχνικές με τις οποίες επεξεργάζονταν το ασήμι ήταν: 

η εγχάρακτη

 ή σκαλιστή 

η σφυρήλατη 

η έκτυπη

 η χυτή 

η συρματερή 

η διάτρητη

 ή ξεγυριστή 

τα σμάλτα

 και το σαβάτι ή νιέλο, που αποτελεί κράμα μετάλλων όπως ασήμι, χαλκός, μολύβι, θειάφι. 

Επίσης χρησιμοποιήθηκαν πολύχρωμοι λίθοι- πολύτιμοι, ημιπολύτιμοι, σκληροί (αχάτης, κορναλίνη)- γυάλινοι και σεντέφι5 . 

Τα κυριότερα είδη που κατασκεύαζαν οι χρυσικοί αφορούσαν: κοσμήματα ( κεφαλής, λαιμού, κορμού, μέσης, ράχης) όπλα (παλάσκες, τάσια, πιστόλες, γιαταγάνια, μαχαίρια) εκκλησιαστικά είδη και σκεύη άλλα είδη όπως ταμπακιέρες, καλαμάρια κ.λπ. ενώ στο θεματολόγιο των παραστάσεών τους επικρατούσαν

θρησκευτικές και μυθολογικές παραστάσεις επιγραφές ρόδακες ζώα και ιδιαίτερα πουλιά λουλούδια και ανθόκλαδα καράβια και γοργόνες μορφές ανθρώπων και αγίων και σύμβολαπουυποκρύπτουνεθνικούςοραματισμούς,όπωςδικέφαλοιαετοίκ.α. Συχνά ο διάκοσμος συμπληρωνόταν με νομίσματα, ενώ οι παραστάσεις, εκτός από διακοσμητικό χαρακτήρα, χρησιμοποιούνταν και ως αποτρεπτικά του κακού, ευδαιμονικά, γονιμικά και συμβολικά μέσα.6 

Τα λουλούδια συμβόλιζαν την αισιόδοξη διάθεση με την οποία έβλεπαν τη ζωή, τα αντικριστά πουλιά το νιόπαντρο ζευγάρι, ενώ ο δικέφαλος αετός τον πόθο για ελευθερία. Με το σταυρό και τα άλλα χριστιανικά σύμβολα ζητούσαν την προστασία του Θεού και με τα καράβια εκδήλωναν τη νοσταλγία για τους ξενιτεμένους και την ευχή για γρήγορη επιστροφή7 . 2.1



. ΛΑΜΙΑ- ΟΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ

 Η σημασία της Λαμίας ήταν πάντοτε μεγάλη γιατί, λόγω της θέσης της, είχε τον «έλεγχο» των οδικών αξόνων, οι οποίοι οδηγούσαν από τη Βόρεια Ελλάδα (Ήπειρο, Μακεδονία, Θεσσαλία) και Ευρυτανία στη Νότια και αντίστροφα.

 Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ύπαρξη των κοντινών λιμανιών Αγίας Μαρίνας και Στυλίδας, οδήγησε σε κάποια ανάπτυξη το εμπόριο σιτηρών, καπνού, βαμβακιού, αλατιού και τη βιοτεχνική δραστηριότητα, προεπαναστατικά. Για την προεπαναστατική Λαμία (Ζητούνι), δυστυχώς, έχουμε λίγες πληροφορίες, οι οποίες προέρχονται, κυρίως, από κείμενα περιηγητών, η πλειονότητα των οποίων εντοπίζεται χρονικά από τις αρχές του 19ου αιώνα και μετά.

 Τα κείμενα αυτά, όμως, δεν αναφέρονται, πάντα, με λεπτομέρειες στην οικονομική ζωή της πόλης και σχεδόν καθόλου δεν μας φωτίζουν για τον τρόπο οργάνωσης των διαφόρων επαγγελματικών ομάδων του Ζητουνίου. Από αυτά μαθαίνουμε ότι η πόλη της Λαμίας ήταν γεμάτη μικρομάγαζα, εμπορικά και βιοτεχνίες, της εποχής εκείνης, τα οποία ,σύμφωνα με τον Εβλιά Τσελεμπί ήταν 2008 , γύρω στο 1669, ενώ ο Clarke, ανεβάζει τοναριθμό τους στα 1000 (!) το 18019 . 

Ακόμα κι αν αυτός ο υπολογισμός του Άγγλου περιηγητή θεωρηθεί υπερβολικός, σίγουρα μεγάλος θα ήταν ο αριθμός τους, γεγονός που συνεχίζεται και κατά τη μετεπαναστατική περίοδο. Τα στοιχεία που σηματοδοτούν την πορεία της Λαμίας και της ευρύτερης περιοχής της, κατά την περίοδο αυτή, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

 1. η ύπαρξη πολλών τσιφλικιών και εθνικών (κρατικών) κτημάτων,

 2. ο συνοριακός της χαρακτήρας,

 3. το πρόβλημα της ληστείας, σε έντονο βαθμό κατά διαστήματα και

 4. ο μεγάλος αριθμός προσφύγων και μεταναστών από όλες τις περιοχές του αλύτρωτου ή παροικιακού ελληνισμού, κυρίως, όμως, από Θεσσαλία, Ήπειρο και Μακεδονία.

 Η πόλη συνεχίζει να είναι καταφύγιο προσφύγων ολόκληρο το 19ο αιώνα εξαιτίας, κυρίως, των διαφόρων επαναστατικών κινημάτων για την απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών (1854, 1879), και κατά τις περιόδους έντασης στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας ή εμπλοκής της σε διαμάχες με τη Ρωσία10. 

Οι πρόσφυγες αυτοί, προερχόμενοι από κέντρα με βιοτεχνική ακμή και παράδοση και με ανεπτυγμένο το συντεχνιακό πνεύμα, εμπλουτίζουν τις ήδη υπάρχουσες βιοτεχνίες ή προσφέρουν κάποια νέα ειδικότητα. Άλλωστε η σταδιακή ανάπτυξη της πόλης (παρότι έγινε με αργούς ρυθμούς), η συνεχής αύξηση του πληθυσμού της και η ύπαρξη πολλών στρατιωτικών μονάδων11, ευνόησαν τη διατήρηση των παραδοσιακών επαγγελμάτων, τη δημιουργία νέων και την αύξηση του αριθμού των απασχολούμενων σε αυτά. 

Παράλληλα με τους εγκατεστημένους στην πόλη τεχνίτες, κάποιες άλλες επαγγελματικές ομάδες κινούνται και σε επίπεδο πλανόδιας συντροφίας ( ανθρακείς, υλοτόμοι, κτίστες κ.α.) και προσφέρουν τις υπηρεσίες τους όχι μόνο στη Λαμία, αλλά στη Φθιώτιδα γενικότερα.

 Μερικά από τα κέντρα12 τα οποία τροφοδότησαν την περιοχή μας με έμπειρους τεχνίτες ή πλανόδιους μαστόρους ήταν: η Κορυτσά, η Σιάτιστα, η Φλώρινα, η Νάουσα, η Νέβεσκα, η Καστοριά, η Κόνιτσα, το Ζαγόρι, το Ζουπάνι, η Γιανοβένη, η Σλίμνιτζα, το Νεστράμι, η Χρούπιστα, η Πολένα, η Κατράνιτζα, η Δάρδα, η περιοχή του Ασπροποτάμου κ.α.13 2.2. 



ΛΑΜΙΑ- ΟΙ ΧΡΥΣΙΚΟΙ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥΣ

 Όπως προαναφέραμε, ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για τις επαγγελματικές ομάδες που δρούσαν στη Λαμία πριν την επανάσταση. Ειδικότερα για την ομάδα των χρυσικών και την τέχνη τους δεν γνωρίζουμε τίποτα. Για τις πρώτες μετεπαναστατικές δεκαετίες υπάρχουν πληροφορίες, όμως όχι τόσο σημαντικές ώστε να μας δώσουν την ευκαιρία μιας ικανοποιητικής ανασύνθεσης της κατάστασης αυτού του επαγγελματικού κλάδου. Μόνη πηγή πληροφοριών είναι, προς το παρόν, τα αρχεία των συμβολαιογράφων. 

Από αυτά μαθαίνουμε ότι το 1836 δρούσε στη Λαμία ο Γιάννος Γεωργίου καταγόμενος από τον Τύρναβο. Ως Γιάννος Γεωργίου αναφέρεται στα συμβόλαια στα οποία συμμετέχει, υπογράφει όμως ως Γεώργης Χρυσικός14, ενώ την επόμενη χρονιά, το 1837, συναντάμε την ύπαρξη ενός άλλου, του Μήτρου Χρυσικού15

. Την ίδια χρονιά, ανιχνεύουμε και το όνομα του Ευσταθίου Κωνσταντίνου Τσουκαλά ή Γουριώτη16, με καταγωγή από τη Γούρα της Όθρυος.

 Η δράση του στη Λαμία υπήρξε πολύχρονη, τουλάχιστο έως το 187517 και πολυποίκιλη. Τη δεκαετία που ακολουθεί έχουμε εντοπίσει μόνο ένα όνομα, αυτό του Μιχάλη Δήμου στα 184418. Τις επόμενες δεκαετίες οι πληροφορίες πυκνώνουν. Κυριαρχεί το όνομα του Γεώργιου Δ. Κατσαμπίκη ή Μαρκαίου19. Αυτός φαίνεται να είχε σχέση με το Ξηροχώρι Εύβοιας αλλά να προέρχεται από το Δήμο Θερμοπυλών, από τον οποίο μεταφέρει, το 1852, τα δημοτικά του δικαιώματα στο Δήμο Λαμιέων20. 

Εκτός από την τέχνη του χρυσικού, ασχολήθηκε και με άλλες οικονομικές δραστηριότητες και όταν πέθανε, το 1860και σε ηλικία 75 χρόνων, πρέπει να άφησε, στα 3 αγόρια του, μια ικανοποιητική περιουσία. Από τα παιδιά του ο Σιδέρης Γ. Κατσαμπίκης ή Μαρκίδης, γεννημένος το 1839, συνεχίζει το επάγγελμα του πατέρα του, παράλληλα, όμως, αναφέρεται και ως κτηματίας.

 Την ίδια αυτή δεκαετία 1850-60 αλλά και την επόμενη, αναφέρονται και τα ονόματα των Γεώργιου Ιωάννου Πιπερίγκου, γεννημένου το 1805 και Γεώργιου Ιωάννου Πελτέκη. 

Μια σημαντική όμως προσωπικότητα στον κλάδο αυτό ήταν ο Κωνσταντίνος Ναουμίδης21. Αυτός, εκτός από χρυσικός, ήταν και γλύπτης. Καταγόταν από τη Μακεδονία και προερχόταν από το μακεδονικό, προσφυγικό οικισμό Νέα Πέλλα της Αταλάντης

22. Η δράση του στη Λαμία πρέπει να ήταν σημαντική, ενώ, κατά το έτος 1859, έργα του είχαν παρουσιαστεί στην Έκθεση των Ολυμπίων, στην Αθήνα23. Με τη διπλή ιδιότητά του διακρίθηκε, ιδιαίτερα, στην κατασκευή δαχτυλιδιών με σκαλίσματα από πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους. 2.3. 



ΟΙ ΝΕΒΕΣΚΙΩΤΕΣ ΧΡΥΣΙΚΟΙ

 Από το 1860 και μετά στη Λαμία αρχίζουν να εμφανίζονται χρυσικοί που προέρχονταν από τη Νέβεσκα της Μακεδονίας, το σημερινό φαίο Φλώρινας. Σημειώνουμε τον τόπο καταγωγής τους γιατί, μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, θα τροφοδοτήσει τη Λαμία με πλήθος τέτοιων τεχνιτών.

 H Νέβεσκα αρχίζει να δημιουργείται στα μέσα του 14ου αιώνα, όταν, στο όρος Βίτσι, εγκαταστάθηκαν οι Μακεδόνες που ζούσαν στη γειτονική λίμνη Ζάζαρη. Αργότερα προστέθηκαν πολλοί Βλάχοι νομάδες ποιμένες της Βόρειας Μακεδονίας, οι οποίοι βάφτισαν το χωριό τους Νιβεάστα. Το όνομα του χωριού έγινε Νέβεσκα, ύστερα από Αλβανικές επιδράσεις και μετονομάσθηκε σε Νυμφαίο το 1928. Από τα τέλη του 17ου αιώνα στο χωριό εγκαθίστανται Βλάχοι αργυροχρυσοχόοι, από τις ερημωμένες από τους Τούρκους βλάχικες μητροπόλεις Μοσχόπολη και Νικολίτσα και για τρεις αιώνες καθιστούν τη Νέβεσκα ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα αργυροχρυσοχοΐας στα Βαλκάνια 

Οι Νεβεσκιώτες ταξίδευαν και πουλούσαν τα ασημικά τους σε όλη την Ευρώπη και τη Ρωσία, άνοιγαν, μάλιστα και μαγαζιά στο εξωτερικό. Αργότερα πολλοί θα ασχοληθούν με το εμπόριο καπνού και βαμβακιού και θα αποκτήσουν μεγάλες περιουσίες24. 

Η πρώτη παρουσία Νεβεσκιώτη χρυσικού στη Λαμία, σύμφωνα, πάντα, με τη, μέχρι σήμερα, έρευνα, αναφέρεται στο 1860. Τότε ζητά ο Μιχαήλ Αθανασίου την Ελληνική Ιθαγένεια από το Δήμο Λαμιέων25. Λίγο αργότερα συναντάμε στη Λαμία και τον Ιωάννη Γεωργίου (1862)26. Την επόμενη δεκαετία αναφέρεται ο Ιωάννης Μιχαήλ27, ο οποίος κινείται μεταξύ Λαμίας, Μενεδενίτσας και Αταλάντης. 

Ο αριθμός των Νεβεσκιωτών όμως πυκνώνει από το 1879 και μετά. Όπως αναφέρει ο ερευνητής Γ. Τουσίμης28, την περίοδο εκείνη, ξεσπά ένα μεταναστευτικό ρεύμα Μακεδόνων προς διάφορες περιοχές. Αυτό οφείλεται στο κλίμα τρομοκρατίας, αναρχίας και αβεβαιότητας που επικράτησε μετά τη λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1877-78). 

Μεσολάβησαν βέβαια και τα γεγονότα της ελληνικής εισβολής του 1878-1879 κι έτσι το κλίμα χειροτέρευσε. Το μεταναστευτικό αυτό ρεύμα έφερε πολλούς Μακεδόνες και στη Φθιώτιδα και ανάμεσά τους και άλλους Νεβεσκιώτες χρυσικούς. Από τότε και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα η ομάδα των Νεβεσκιωτών πυκνώνει καισύμφωνα με τα, μέχρι τώρα, στοιχεία σχηματίζονται οι εξής οικογενειακές υποομάδες:

 α) οικογένεια Τσίρλα ή Τσίρλη: Ιωάννης Μιχαήλ Τσίρλα29 και Κωνσταντίνος Μιχαήλ Τσίρλης30 (γιος, μάλλον, του προηγούμενου, παρά το ίδιο πατρώνυμο) β) οικογένεια Μπιτσόλα: Αντώνιος Στεργίου Μπιτσόλας31, Στέργιος Αντωνίου Μπιτσόλας32 και Δημήτριος Αντωνίου Μπιτσόλας γ) οικογένεια Ζουρκόπουλου: Μιχαήλ Αθανασίου Ζουρκόπουλος33, Αθανάσιος Ζουρκόπουλος34 (γιος του Μιχαήλ), Δημήτριος Αθανασίου Ζουρκόπουλος35 (ή Μπιτσόλας- θετός γιος του προηγουμένου) και Κωνσταντίνος Ζουρκόπουλος36. δ) οικογένεια Σερδάρη: Στέργιος Αθ. Σερδάρης37 και Δημήτριος Σ. Σερδάρης ή Στεργίου38 Στην ομάδα των Νεβεσκιωτών συμμετέχουν και οι: Κωνσταντίνος Μιχαήλ Τζιρόπουλος39, Γεώργιος Δόδης (1859-1909)40Θεόδωρος Μεντερλής ή Μπεντερλής41, Δημήτριος Κουπέγκος42 και Γεώργιος Δ. Χιάμπος43. Κάποιοι από αυτούς δεν περιορίστηκαν στην εξάσκηση της τέχνης τους αλλά ασχολήθηκαν και με τα κοινά. Πρωτοστάτησαν στην ίδρυση δύο, κυρίως, συλλόγων: του «Φιλανθρωπικού Συλλόγου των εν Φθιώτιδι Μακεδόνων» και του «Συλλόγου Τεχνοεργατών Λαμίας» (επιβίωση-μετεξέλιξη του οποίου αποτελεί σήμερα η Συνεταιριστική Τράπεζα Λαμίας). 

Η δράση τους, μέσω των συλλόγων αυτών, υπήρξε, κυρίως, θετική και όσον αφορά τη βελτίωση των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών στη Λαμία και βεβαίως σε σχέση με την πατρίδα τους τη Μακεδονία. Π.χ. είχαν αναλάβει τη συντήρηση των σχολείων των κοινοτήτων Μπελκαμένης (σημερινής Δροσοπηγής, που βρίσκεται δίπλα στο Νυμφαίο- Νέβεσκα) και Ζελόβου (σημερινό Ανταρτικό Φλώρινας)44. Δεν απέφυγαν όμως και αρνητικές ενέργειες, όπως παραγοντισμό και υποκίνηση διώξεων εναντίον φιλοπρόοδων εκπαιδευτικών της εποχής.

 Πρωταγωνιστικό ρόλο στους δύο αυτούς συλλόγους έπαιζαν οι Αθανάσιος και Δημήτριος Ζουρκόπουλος και ο Δ. Τον Ιούνιο του 1901 οκτώ από τους παραπάνω συνέστησαν ένα είδος συνεταιρισμού, με τα εξής χαρακτηριστικά, όπως αναφέρονται στο συμβόλαιο που συνετάγη από το Συμβολαιογράφο Χαράλαμπο Ζέρβα: «συνιστώσι και καταρτίζωσι μεταξύ των Μετοχικήν εταιρίαν προς ενέργειαν των κατωτέρω επιχειρήσεων διά κοινόν αυτών όφελος […] η διάρκεια … ορίζεται σε 16 μήνας… είς εκ των συμβαλλομένων θέλει διορισθή υπό της πλειοψηφίας των λοιπών Ταμίας της εταιρίας έκαστος των συμβαλλομένων θέλει εργάζεται εν τω καταστήματί του, εν ονόματι και διά λογαριασμόν του, πληρώνων εξ ιδίων του το ενοίκιον, μισθούς υπηρετών και όλα τα λοιπά εν γένει έξοδα έκαστος [..] οφείλει να έχει εν τω μαγαζίω του κατειργασμένα τα εξής είδη, ήτοι: κοστέκια, κόπτσας, κομποθηλιάς, καρφίτσας, γιορδάνια, σκουλαρίκια, δακτυλίδια, βεργιέτας και ζώνας, άπαντα αργυρά και όλων των ποιοτήτων και αναστημάτων (μεγεθών) τας τιμάς της πωλήσεως εκάστου των ειδών, των χαρακτηριζομένων ως εταιρικών, αργυρών τε και χρυσών, θα κανονίση η εταιρία δια πλειονοψηφίας […] και ουδείς επιτρέπεται να πωλή, ένεκα οιουδήποτε λόγου, είδη εις μικροτέραν τιμήν της κανονισθησομένης εκκλησιαστικά σκεύη και ό,τι άλλον χρυσούν ή αργυρούν κόσμημα, ως και πάσαι αι επισκευαί και διορθώσεις, δεν συμπεριλαμβάνονται εις την προκειμένην συμφωνίαν μόνον τη αποφάσει της πλειονοψηφίας των εταίρων δύναταί τις να επιχειρήση περιοδείαν, εκτός της πόλεως μας, προς πώλησιν ειδών της τέχνης των διά λογαριασμόν της εταιρίας. Ότε θα λαμβάνη παρά τη εταιρία τα οδοιπορικά, μόνον, έξοδα, των λοιπών εξόδων βαρυνόντων αυτόν ατομικώς […]45» 2.4

. ΑΛΛΟΙ ΧΡΥΣΙΚΟΙ 

Εκτός, όμως, από τους Μακεδόνες χρυσικούς, τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και τις πρώτες του 20ου έδρασαν και οι εξής : ο Χαράλαμπος Σκιαδαρέσης (1875)46, ο Νικόλαος Κοψιδάς47, ο Αθανάσιος Γ. Μακραντωνόπουλος48 και ο Κυριάκος Ιω. Λακόπουλος ή Λιακόπουλος, ο οποίος, μάλιστα, το 1889 βραβεύτηκε στη Διεθνή Έκθεση τωνΠαρισίων με έπαινο «δι’ αργυράν εικόνα»49. Τα χρόνια αυτά δραστηριοποιείται και ο Πέτρος Τσουκαλάς50, γιος του Ευστάθιου Τσουκαλά ή Γουριώτη, που προαναφέραμε. 

Φαίνεται όμως να μην ασκεί μόνο ή πάντα αυτό το επάγγελμα, αφού αναφέρεται και ως βυρσοδέψης. Το έτος 1882 συναντούμε και τον, εκ Πατρών, έμπορο Δρακόπουλο, ο οποίος καταχωρίζει και διαφήμιση, σε τοπική εφημερίδα, γνωστοποιώντας ότι ανοίγει χρυσοχοείο στην οδό Ρήγα Φεραίου51. 

Στις αρχές του 20ου αιώνα συναντάμε τα ονόματα των: Κωνσταντίνου Α. Μακραντώνη52, Βασιλείου Πέτρου Τζανετίδη53, Γεωργίου Ν. Λαδόπουλου54 και Παναγιώτη Β. Κροντηρά55. Απόγονοι των δύο τελευταίων διατηρούν και σήμερα κοσμηματοπωλεία στη Λαμία, συνεχίζοντας, κατά κάποιον τρόπο, την παράδοση των προγόνων τους. Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να κάνουμε στον Παν. Κροντηρά, γιατί προερχόταν από ένα άλλο μεγάλο κέντρο της νεοελληνικής αργυροχρυσοχοϊας, τη Στεμνίτσα της Αρκαδίας56. 

Έδρασε από τις αρχές του 20ου αιώνα στην περιοχή μας σε συνεργασία με έναν άλλο γνωστό, στους ερευνητές, τεχνίτη και έμπορο του κλάδου, τον Αθανάσιο Μαρτίνο. Η έντονη δράση, σχετικά, μεγάλου αριθμού χρυσικών στη Λαμία έδωσε το όνομα (τοπωνύμιο) Χρυσοχοεία ή Χρυσοχοΐτικα57, σε μια περιοχή του κέντρου της, την εποχή εκείνη. Την εντοπίζουμε από το, σημερινό, πεζοδρομημένο τμήμα της οδού Καραϊσκάκη έως την Πλατεία Πάρκου. Το τοπωνύμιο αυτό έπαψε να χρησιμοποιείται στη μεταπολεμική Λαμία (ίσως και πιο πριν). 3.

 ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥΣ 

Λίγα έργα των χρυσικών, που έδρασαν στη Λαμία, μας είναι γνωστά. Πολλά έχουν καταστραφεί ή μεταποιηθεί και άλλα δε φέρουν κανένα στοιχείο που να μας βεβαιώνει την προέλευσή τους. Αυτό βέβαια είναι ένα γενικότερο πρόβλημα της νεοελληνικής αργυροχρυσοχοΐας. Υπάρχουν, ευτυχώς όμως και εξαιρέσεις. Πρόκειται για λίγα έργα που έχουν διασωθεί σε μουσεία ή ιδιωτικές συλλογές. Αυτά μας δείχνουν ότι το καλλιτεχνικό επίπεδο των χρυσικών της Λαμίας ήταν υψηλό και δικαιώνει την άποψη της Κατερίνας Κορρέ, που γράφει, ότι: 

«Η πόλη αυτή υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα παραγωγής αργυροχοϊκών που διοχετεύονταν σε όλη τη Ρούμελη.» Και συμπληρώνει: «Άλλωστε η Λαμία αναδείχτηκε σε πασίγνωστο τόπο παραγωγής ποικίλων εξαρτημάτων της φορεσιάς και φημίστηκε σαν έδρα ραφτάδων που κατασκεύαζαν φουστανέλες για όλη τη Ρούμελη58».

 Η ίδια παρουσίασε, σε εργασία της, δύο τέτοια λαμιώτικα έργα: ένα κιουστέκι από τη συλλογή Γκούτη και ένα θηκάρι πάλας από το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Και τα δύο έργα έχουν δουλευτεί με τη σαβατλίδικη τεχνική. Όπως προαναφέραμε το σαβάτι αποτελεί κράμα από μολύβι, ασήμι, χαλκό και κερί του θειαφιού, σε ποικίλες αναλογίες για την επίτευξη χρωματικών διαβαθμίσεων. Με την τεχνική αυτή οι χρυσικοί μπορούσαν να ζωγραφίζουν με μέταλλα πάνω σε μέταλλα, και αντί για πινέλο και χρώματα, χρησιμοποιούσαν το σαβάτι. Το χαμηλό κόστος του σαβατιού τούς οδήγησε στην ευρεία χρησιμοποίησή του, αντί του πανάκριβου σμάλτου.

 Ο τεχνίτης, αρχικά, χάραζε το σχέδιο σε ασημένιο έλασμα. Η χάραξη γινόταν βαθύτερη εκεί όπου θα τοποθετούσαν το σαβάτι και η επιφάνεια ανώμαλη για να δέσει το μίγμα με την πλάκα. Μετά άπλωναν με τη σπάτουλα το σαβάτι πάνω στην ασημένια πλάκα που θερμαινόταν. Όταν αυτή κρύωνε, γυαλιζόταν με ειδικό όργανο, το μασκαλά59. Η πάλα έχει μήκος 93 εκ. και πλάτος 7. Στην όψη Α υπάρχουν 7 μετωπικές παραστάσεις: πολεμιστής που έχει βγαλμένο το σπαθί από το θηκάρι πολεμιστής που κρατά πάλα. φυτικό κόσμημα παράσταση Αθηνάς με οριζόντια επιγραφή ΕΝ ΛΑΜΙΑ και κατακόρυφη ΔΙΑ ΧΙΡΟΣΤΟΥΚ: ΧΡΙΣΤΟ παράσταση Άη-Γιώργη με επιγραφή ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ πολεμιστής που κρατάει ανθρώπινο κεφάλι με επιγραφή Ο ΔΙΑΚΟΣ ανθοφόρο αγγείο

4. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 Η επέκταση των ορίων του ελληνικού κράτους, κατά τη δεκαετία 1912-1922, οι αλλαγές στον τρόπο παραγωγής αργυρών και χρυσών κοσμημάτων και αντικειμένων και γενικότερα η εξέλιξη του τρόπου ζωής στον Ελλαδικό χώρο επηρέασαν έντονα και την τέχνη αυτή και τη διαφοροποίησαν σε σχέση με τη μορφή που είχε κατά το παρελθόν. Τα τελευταία χρόνια, όμως, παρατηρούμε μιαν, εκ νέου, άνθηση της αργυροχοϊκής τέχνης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εποχής, σε μικρότερο βαθμό, βέβαια, από αυτόν της περιόδου της ακμής. Η εξέλιξη αυτή είναι ενθαρρυντική και θα πρέπει, ο καθένας με τον τρόπο του, να βοηθήσουμε στηρίζοντάς την

Share on Google Plus

About kalimerisnikos

Author Details