Η ληστεία στην Επαρχία της Φθιώτιδας. Από την ίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους (1833) ως την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα (1881)

 ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ Θωμάς Γ. Καλοδήμος φιλόλογος – συγγραφέας, Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλόλογος

  Η ληστεία στην Επαρχία της Φθιώτιδας. Από την ίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους (1833) ως την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα (1881) 



Σαν να μην έφταναν τα άλλα προβλήματα που αντιμετώπιζε το μικρό νεοσύστατο Νεοελληνικό Κράτος το 1833, ήρθε να προστεθεί από τις αρχές του βίου του και το πρόβλημα της ληστείας, που λυμαινόταν όλη την Ελλάδα και κυρίως τις παραμεθόριες επαρχίες μία από τις οποίες ήταν και η επαρχία της τότε ακριτικής Φθιώτιδας. Η ληστεία κατά την ιστορική περίοδο που μας απασχολεί (1833 – 1881) γνώρισε φάσεις έξαρσης και ύφεσης και απείλησε την ενότητα αλλά και την ίδια την ύπαρξη του Ελληνικού Κράτους. Σαν κορυφαία ληστρικά γεγονότα με ευρύτατη απήχηση, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, ήταν τα παρακάτω: Η απαγωγή του Γάλλου λοχαγού Μπερτό ή Βρεττό από τη συμμορία του αρχιληστή Χρήστου Νταβέλη στις 23 Σεπτεμβρίου 1855 – κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου (1854 – 1856) – καθώς ανέβαινε στο δρόμο από τον Πειραιά στην Αθήνα. 

Τελικά αφέθηκε ελεύθερος, αφού η Ελληνική Κυβέρνηση εξαναγκάστηκε να πληρώσει 30.000 δραχμές λύτρα για την απελευθέρωσή του. Η κατάληψη, η λήστευση της οικίας και η αιχμαλωσία της κόρης του Παρασκευής, του δωδεκαετούς γιού του και του γιατρού γαμπρού του Π. Καλογερόπουλου του βουλευτή Εύβοιας Νικολάου Βουδούρη. 

Οι ενωμένες συμμορίες του Βασίλη Καλαμπαλίκη, Λουκά Μπελιούλα ή Κακαράπη, Γιάννη Πάλλα, Φουντούκη, Θανάση Χορταριά, Μπούρχα, Νικολάου Τσόπα ή Ρουπακιά, Μήτρου Λυκουρέση και Δήμου Καραδήμου διαπεραιώθηκαν με βάρκες από την βοιωτική ακτή στη Χαλκίδα στις 28 Νοεμβρίου 1855 και απήγαγαν τα παραπάνω άτομα, τα οποία απελευθερώθηκαν, αφού καταβλήθηκε στις ληστοσυμμορίες ως λύτρα το ποσό των 40.000 δραχμών και δόθηκε η υπόσχεση του βουλευτή Βουδούρη ότι θα ενεργούσε για την αμνήστευσή τους. Το Νοέμβριο του 1865 οι ληστές απήγαγαν τρεις Άγγλους περιηγητές στην Ακαρνανία. 

Τον Αύγουστο του 1866 οι ληστές απήγαγαν το βουλευτή Τριφυλλίας Σωτήριο Σωτηρόπουλο και τον κράτησαν αιχμάλωτο τριάντα έξι μέρες. Το 1870 οι αρχιληστές Χρήστος και Τάκος Αρβανιτάκης με τη συμμορία τους απήγαγαν τους ξένους περιηγητές που πήγαν να επισκεφθούν το πεδίο της μάχης του Μαραθώνα και τους σκότωσαν στις 9 Απριλίου στο Δήλεσι (Δήλιον) της Βοιωτίας, ένα φοβερό γεγονός με τρομερή απήχηση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. 

Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ληστές εισήλθαν στη Λιβαδειά και απήγαγαν από το σπίτι του το βουλευτή Φίλωνα. Εμείς, βέβαια, δε θα ασχοληθούμε με όλη την ένταση και την έκταση που γνώρισε η ληστεία στην Ελλάδα, αλλά ειδικά με την επαρχία της Φθιώτιδας που ήταν τότε παραμεθόρια επαρχία και δεινοπαθούσε από τις ληστρικές επιδρομές και λαφυραγωγίες. 

Απλώς επισημάναμε ορισμένα ληστρικά γεγονότα με γενικότερη απήχηση, για να μπούμε στο ληστρικό κλίμα της εποχής, εντάσσοντας σ’ αυτό και την επαρχία της Φθιώτιδας. Όταν μιλούμε για επαρχία της Φθιώτιδας κατά την περίοδο αυτή, εννοούμε την περιοχή που περιλαμβάνεται μεταξύ της οροθετικής γραμμής κατά μήκος της κορυφογραμμής της Όθρυος ως τον Παγασητικό Κόλπο και της κορυφογραμμής της Οίτης, που συμπεριλαμβάνει ανατολικά και τους Δήμους Πτελεατών και Αμαλιαπόλης (Μιτζέλας) και νοτιοανατολικά τους Δήμους Θερμοπυλών και Θρονίου της επαρχίας Λοκρίδας, δηλαδή σε γενικές γραμμές την επαρχία που προήλθε από τη συγχώνευση των επαρχιών του Πατρατζικίου και του Ζητουνίου κατά την Τουρκοκρατία1 .

 Οι απαρχές της ληστείας 

Οι απαρχές της ληστείας πρέπει να αναζητηθούν πριν από την άφιξη του βασιλιά Όθωνα στην Ελλάδα (6 Φεβρουαρίου 1833) στα χρόνια του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, όταν το 1830 διοργάνωσε τα ελαφρά τάγματα του στρατού και έμειναν έξω από αυτά πάνω από 4.000 αγωνιστές του Ιερού Αγώνα του 1821. Από αυτούς άλλοι γύρισαν στις οικογένειές τους και άλλοι ξαναγύρισαν στα αγαπημένα τους κλέφτικα λημέρια στις απάτητες βουνοκορφές των Αγράφων, της Γούρας, των Χασίων και του Ολύμπου. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού άρχισε να αναβιώνει η ληστεία σε ορισμένες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας2 . 

Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια (27 Σεπτεμβρίου 1831) επικράτησε στη χώρα μεγάλη αναρχία. Τα ελαφρά τάγματα διαλύθηκαν και οι στρατιώτες ξαναγύρισαν στους παλιούς άτακτους αρχηγούς τους με τους οποίους τους συνέδεαν τα κοινά πολεμικά βιώματα και οι νωπές δάφνες των μαχών και των αγώνων της Εθνεγερσίας3 . Διαλυμένα και διασκορπισμένα τα ελαφρά τάγματα στις ελληνικές επαρχίες καταπίεζαν τους αγροτικούς πληθυσμούς, διαρπάζοντας τα ζώα τους και τις πενιχρές περιουσίες τους4 . 

Η ληστεία στην Επαρχία της Φθιώτιδας 469

 Αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση αντιμετώπισε η Αντιβασιλεία, όταν ήρθε στην Ελλάδα και προσπάθησε να βάλει κάποια τάξη. Με το δ/γμα 2/14 Μαρτίου 1833 διέλυσε τα άτακτα στρατεύματα και στη θέση τους δημιούργησε 10 τάγματα ακροβολιστών5 . Οι άτακτοι στρατιώτες δεν είδαν με καλό μάτι τη νέα στρατιωτική οργάνωση και αρνήθηκαν να καταταχτούν στα νέα τάγματα, γιατί η αυστηρή πειθαρχία, οι συνεχείς ασκήσεις, η φράγκικη ενδυμασία τους, τα «στενά» όπως τα έλεγαν, ήταν ξένα προς τις μακροχρόνιες άτακτες συνήθειές τους και τον ανυπότακτο χαρακτήρα τους6 . Τι τραγική ειρωνεία όμως!

 Τη στιγμή που ο νεαρός βασιλιάς Όθωνας απαρνιόταν τη φράγκικη ενδυμασία του για να περιβληθεί την ένδοξη και τιμημένη φουστανέλα, αυτοί που τη δόξασαν και ήταν διάτρητη από τα βόλια, ήταν υποχρεωμένοι να την αποβάλουν για χάρη της ξενόφερτης φράγκικης ενδυμασίας7 ! Έτσι με τη νέα διοργάνωση των ατάκτων στρατευμάτων και τη δημιουργία των ταγμάτων των ακροβολιστών έμειναν έξω από τα τάγματα γύρω στις 15.000 αγωνιστές της Ελευθερίας. 

Ο Ν. Κασομούλης ως εξής περιγράφει τη δεινή θέση τους: «Οι επίσημοι Οπλαρχηγοί και οι περισσότεροι των αξιωματικών των Ελαφρών Ταγμάτων έμειναν με τας απολεσθείσας ελπίδας των μόνοι εις Πρόνοιαν, απαρηγόρητοι, αν και βαθέως αγανακτούντες. Οι δε υπαξιωματικοί και στρατιώται, περιπλανώμενοι από χωρίου εις χωρίον, περίπου των 15.000 χιλιάδων, αναθεματούντες τους πρωταιτίους και μακαρίζοντες τους συναδέλφους των οίτινες δεν έζησαν να ιδούν το τέλος τούτων των αδικιών. όταν είδον ότι, πανταχόθεν διωκόμενοι από τας Ελληνικάς αρχάς και τα Βαυαρικά στρατεύματα, άλλον άσυλον δεν τοις έμεινεν παρά ενωθέντες άλλοι με τους Αρματωλούς πρόσφυγας, με μαυρισμένας σημαίας ακολουθούντες αυτούς αποφασισμένοι να εξέλθουν εις το Οθωμανικόν να ξεθυμάνουν, ή να λάβουν τα Αρματωλίκια πάλιν και να ζήσουν – όπου εχάθησαν φονευθέντες οι περισσότεροι – άλλοι λησταί μείναντες εντός του Κράτους, επί τέλους διασπαρέντες ωσάν να μη υπήρξεν στρατός του Ιερού Αγώνος ουδέποτε, και ωσάν να μη ελευθέρωσαν οι βραχίονές των την πατρίδα και την κατέστησαν βασίλειον, ως λύκοι θεωρούμενοι και διωκόμενοι πλέον, επλημμύρισαν την μεθόριον από ληστείας8 .»

 Τα στρατιωτικά μέτρα που έλαβε ο Ιωάννης Καποδίστριας και τα αψυχολόγητα στρατιωτικά μέτρα της Αντιβασιλείας, με τα οποία αρκετές χιλιάδες των αγωνιστών του 1821 έμειναν έξω από τις νέες στρατιωτικές διοργανώσεις, δημιούργησαν στην Ελλάδα το μέγα πρόβλημα της ληστείας, που αποτέλεσε τη μεγαλύτερη τροχοπέδη για την ανάπτυξη της ελληνικής υπαίθρου9 . Κυρίως όμως η ληστεία έπληξε τη Στερεά Ελλάδα και προπαντός τις παραμεθόριες επαρχίες, μία από τις οποίες ήταν και η παραμεθόρια επαρχία της Φθιώτιδας, που υπόφερε τα πάνδεινα κατά το 470 που προσαρτήστηκε στην Ελλάδα η Θεσσαλία10. 



Τα παραμεθόρια χωριά της επαρχίας της Φθιώτιδας επί της Όθρυος (Βουνά της Γούρας) ήταν, αρχίζοντας από τα ανατολικά προς τα δυτικά, τα εξής: Αμαλιάπολη (Μιντζέλα) επί του Παγασητικού Κόλπου, Σούρπη, Γαύριανη, Πτελεός, Μαχαλάς (Κυπαρισσώνας), Μύλοι, Σπαρτιά, Τσερνοβίτι (Παλαιοκερασιά), Άνυδρο (Νίκοβα), Σαπουνάς, Νεράϊδα, Δρύστελα, Λογγίτσι, Λιμογάρδι, Δίβρη, Μακρολείβαδο, Δερβένι Φούρκα (Καλαμάκι), Στύρφακα, Τρίλοφο (Κούρνοβο), Αρχάνι, Γιαννιτσού, Πλατύστομο, Ασβέστης, Τσούκα, Ροβολιάρι, Λιτόσελο, Περίβλεπτο, Παλαιόκαστρο, Νεοχώρι, Μαυρίλο11. Η εκστρατεία του στρατηγού Thomas Gordon12 Το χειμώνα του 1834 και την άνοιξη του 1835 η ληστεία πήρε ανησυχητικές διαστάσεις. οι ληστές εκβιάζουν και πιέζουν τους κατοίκους της υπαίθρου και εξαναγκάζουν τα χωριά να πληρώνουν διάφορες εισφορές. Ολόκληρη η περιοχή της Στερεάς Ελλάδας από τις εκβολές του Σπερχειού ως τις εκβολές του Αχελώου ποταμού βρίσκονται στη διάκριση των ληστοσυμμοριών που καίνε και ρημάζουν τις αγροτικές περιουσίες13. Στις 17 Απριλίου 1835 ληστές από τα μεθόρια εισήλθαν στο Ελληνικό και λέγεται ότι πήραν 15.000 δραχμές από το γαιοκτήμονα Σκουμπουρδή στον Αχινό14. Στις 22 Ιουνίου του ίδιου έτους η Στυλίδα βρίσκεται στο έλεος και στην καταδιωκτική μανία των ληστών. Το απόγευμα, πριν δύσει ακόμα ο ήλιος, και ενώ οι κάτοικοι δεν είχαν γυρίσει από τις αγροτικές τους ασχολίες, 70 ληστές υπό τον αρχιληστή Σπύρο Μαλισσόβα ορμούν μέσα στην πόλη, ενώ οι κάτοικοι άλλοι κάθονταν στα καφενεία και άλλοι έκαναν περίπατο στην παραλία, και αρχίζουν το τουφεκίδι. Οι κάτοικοι έντρομοι τρέχουν να γλιτώσουν από τα πυρά των ληστών. Οι ληστές αφού σκότωσαν έναν κάτοικο και τραυμάτισαν άλλους εννέα, επιδόθηκαν στη λαφυραγωγία των κατοίκων. φόρτωσαν τη λεία τους σε τέσσερα άλογα και ανενόχλητοι τράβηξαν για το Τούρκικο. Οι ζημιές των κατοίκων ανέρχονται σε 25.000 δραχμές σύμφωνα με τις αναφορές των κατοίκων15. Σε αναφορά τους οι κάτοικοι της Στυλίδας προς το βασιλιά Όθωνα, μεταξύ των άλλων, γράφουν: «Οι κάτοικοι της πόλεως ταύτης Μ.Β. απ’αρχής του Ιερού υπέρ πατρίδος Αγώνος (…) υπερασπίσαμεν την πατρίδα κατά θάλασσαν με ιδικά μας πλοία και κατά ξηράν με την θυσίαν πλέον των τριακοσίων συμπολιτών μας, αι οικογένειαι των οποίων έκτοτε λοιμοκτονούν (sic)…»16.

 Η Αντιβασιλεία για να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή έστειλε το στρατηγό Gordon στις αρχές Ιουνίου του 1835 στη Στερεά, για να απαλλάξει τις βόρειες επαρχίες από τις ληστρικές επιδρομές. Ο Gordon με στρατιωτικές δυνάμεις έφτασε στη Λαμία και αφού εκκαθάρισε την Η ληστεία στην Επαρχία της Φθιώτιδας 471 περιοχή από τους ληστές, κατόπιν ανέβηκε στην Υπάτη και τοποθέτησε τα διάφορα σώματα στις διαβάσεις από όπου μπαινόβγαιναν οι ληστές. Οι ληστές άλλοι κρύφτηκαν και άλλοι κατέφυγαν στο Τούρκικο, και έτσι μέσα σε ένα μήνα αποκαταστάθηκε η ησυχία και η ηρεμία στην επαρχία της Φθιώτιδας και στις άλλες βόρειες μεθόριες επαρχίες17. Ήταν όμως εύκολο να εξαλειφθεί η ληστεία; Το πάθημα του στρατηγού Gordon, που παρά λίγο να του κοστίσει την ίδια τη ζωή του, δείχνει ότι η ησυχία ήταν προσωρινή και επιφανειακή. Όταν ο Gordon βρισκόταν στη Λαμία, αποφάσισε μια μέρα να πάει στην Αγία Μαρίνα Στυλίδας, για να κυνηγήσει με το Δρόσο Μανσόλα18

. Οι ληστές, φαίνεται, είχαν πληροφορηθεί τις προθέσεις του και γι’ αυτό έστησαν ενέδρα στο δημόσιο δρόμο Λαμίας Στυλίδας, για να τον συλλάβουν. Δεν βρήκαν όμως οι ληστές την κατάλληλη στιγμή για να πραγματοποιήσουν το σχέδιό τους και έτσι ο στρατηγός Gordon με την ακολουθία του έφτασε στην Αγία Μαρίνα, όπου φιλοξενήθηκε από το Δρόσο Μανσόλα. Το βράδυ ο οικοδεσπότης παρέσε δείπνο στους προσκεκλημένους και την ώρα που έτρωγαν πλησιάζουν οι ληστές και είναι έτοιμοι να βάλουν φωτιά στο σπίτι να κάψουν τους συνδαιτυμόνες!

 Ευτυχώς όμως τους αντιλήφθηκαν και αμέσως άφησαν τα φαγητά και ταμπουρώθηκαν στον μαντρότοιχο του σπιτιού και άρχισαν να πυροβολούν τους ληστές19. Οι πυροβολισμοί όμως ακούστηκαν στη Στυλίδα και ο υποσυνταγματάρχης Γαρδικιώτης Γρίβας έτρεξε προς βοήθεια με τους άντρες του και έτσι οι ληστές δεν επέτυχαν το σκοπό τους. Λαφυραγώγησαν όμως το δημογέροντα του χωριού και πήραν αιχμάλωτη την κόρη του καταφεύγοντας στους κρυψώνες τους20. Δυστυχώς η κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή για την περιοχή της Λαμίας, όπως πληροφορούμαστε από αναφορά των κατοίκων υπό ημερομηνία 30 Νοεμβρίου 1835, όπου γράφει: «Δεν είναι πλούσιος, δεν είναι πένης, πολίτης ή στρατιώτης ή ποιμήν ή οιοσδήποτε άνθρωπος εις τον οποίον να μη βλέπη τις την κατήφειαν ως μαύρον μανδύαν κατακαλύπτουσαν το πρόσωπόν του. όλοι οι άνθρωποι σκυθρωποί και αγέλαστοι, περίλυποι έως θανάτου, παριστάνουν θεάμα εξαίσιον λαού σκεπτομένου σπουδαίως περί του μέλλοντός του, το οποίον βλέπουν τρομερόν… Οι δυστυχείς εν ενί λόγω πάσχουσι διττώς, και από τους ληστάς και από τους αχρήστους δια την εξάλειψιν της ληστείας τούτους στρατιώτας χειρότερα»21. Συνομιλία Βάσσου Μαυροβουνιώτη και Νουροντίν αγά Με την έναρξη του 1836 η κατάσταση αντί να βελτιωθεί γίνεται χειρότερη.

 Οι ληστές έφτασαν ως το σημείο να πολιορκήσουν και το Μεσολόγγι22!

 Η Φθιώτιδα αναστατώνεται πάλι.

 Μια ληστοσυμμορία αποτελούμενη από 40 ληστές πιάνει τα στενά των Θερμοπυλών και ληστεύει 472 τους διερχομένους από εκεί23. Την άνοιξη του 1836 οι ληστές ζητούν λύτρα από τα χωριά της Υπάτης και έκαψαν το χωριό Καρυά. Ο συνταγματάρχης Χριστόδουλος Χατζηπέτρος24 με τους άντρες του και ο Δήμαρχος Υπάτης με 150 κατοίκους του δήμου καταδιώκουν τους ληστές και τους πέρασαν πέρα από το Σπερχειό στο χωριό Παλιούρι. Στο Παλιούρι όμως οι καταδιωκόμενοι ληστές βρήκαν και άλλους 40 ληστές και επακολούθησε σφοδρή σύγκρουση. Κατά τη σύγκρουση αυτή κινδύνευσε ο Δήμαρχος Υπάτης και ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, οι οποίοι γλίτωσαν χάρη στην αυτοθυσία του αξιωματικού Δημητρίου Ζήση που έπεσε νεκρός στη μάχη, ενώ αυτοί το έβαλαν στα πόδια για να σωθούν25. Για να αντιμετωπισθεί αυτή η δύσκολη κατάσταση η Αντιβασιλεία, προς ενίσχυση των παραμεθορίων περιοχών, ίδρυσε το σώμα της Εθνοφυλακής, αποτελούμενο από 2.000 εθνοφύλακες26. Το σύνταγμα του συνταγματάρχη Βάσσου Μαυροβουνιώτη27 - η Εθνοφυλακή διαιρέθηκε σε 5 συντάγματα και το κάθε σύνταγμα σε 2 τάγματα, το κάθε τάγμα σε 4 λόχους των 50 αντρών ο καθένας – αναλαμβάνει να ενισχύσει την παραμεθόρια περιοχή της Φθιώτιδας, εμποδίζοντας τους εισερχόμενους από το Τουρκικό στο Ελληνικό ληστές.

 Την εποχή αυτή οι ληστές πιεζόμενοι στη Δυτική Στερεά, πέρασαν στο Τουρκικό και συγκεντρώνονταν στα Βουνά της Γούρας (Όθρυος), έτοιμοι να εισορμήσουν στο Ελληνικό.

 Ο συνταγματάρχης Βάσσος Μαυροβουνιώτης ανέβηκε στην παραμεθόριο στα Βουνά της Γούρας, για να συναντήσει το δερβέναγα Νουροντίν αγά της τουρκικής μεθορίου. Η συνάντηση των δύο αξιωματούχων έγινε στην Αρνόβρυση και αφορούσε στη συζήτηση διαφόρων ζητημάτων σχετικά με τη ληστεία στις όμορες περιοχές τους. Ο Βάσσος Μαυροβουνιώτης εξέφρασε το παράπονό του, ότι οι τουρκικές αρχές υποθάλπουν τη ληστεία στο Τουρκικό, και έτσι άρχισε ένας έντονος διάλογος μεταξύ τους: Νουροντίν αγάς (…) Πώς επιθυμείτε να δείξω την φιλίαν μου προς σας; Μαυροβουνιώτης (…) Να κάμης το χρέος σου κατά των ληστών εις το μέρος σου και ο καιρός θα μας δείξη, εάν είσαι πιστός εις τους λόγους σου και εις τας αρχάς σου και εις τας αρχάς σου ως προς το γειτονικόν… Νουροντίν αγάς (…) Οι νόμοι σας δεν είναι καλοί, διότι δεν φονεύουν έως εις τα επτά ζωνάρια, συγγενείς (των κλεπτών) και τότε παύουν οι λησταί… Μαυροβουνιώτης (…) Οι νόμοι οι ιδικοί μας είναι δίκαιοι, διότι τι πταίει ο αδελφός, όταν είναι ληστής ο αδελφός του ή ο υιός, όταν έβγη ο πατήρ και τ.λ. Να σε είπω ούτε οι λησταί φταίγουν ούτε οι Βασιλείς μας, οίτινες είναι πολλά αγαπημένοι. πταίγουν οι αρχηγοί και του ενός και του άλλου. εάν θέλουν να παύσουν οι λησταί, ήταν καλύτερα να κόψουν τον Η ληστεία στην Επαρχία της Φθιώτιδας 473 Ιμίν πασιά28 και εσένα πρώτον ο Σουλτάνος και ημάς ο Βασιλέας μας. Νουροντίν αγάς (…) Διατί τι πταίγομεν; Μαυροβουνιώτης (…) Ιδού, όπου ο Χουσιάδας και Καλαμάτας είναι στο κράτος σας και ούτε προσκυνούν να έβγουν, ούτε ακούγονται, και περιθάλπονται από σας. Νουροντίν αγάς (…) Ποιος το είπε; Ειπέτε μου τον, διότι εγώ τους ηξεύρω και ενδεχόμενον να τους γνωρίζουν άλλοι. Μαυροβουνιώτης (…) Τούτο δεν ημπορώ να σε το ειπώ, διότι ούτε εσύ με λέγεις πόθεν μανθάνεις τας ελληνικάς ειδήσεις. Κάμε το χρέος σου, καθώς και ημείς, και τότε έρχεται η ησυχία29.

 Τα πρώτα διοικητικά μέτρα κατά της ληστείας

 Στο τέλος του 1836 έχουμε τον πρώτο νόμο περί της ληστείας, που μεταξύ των άλλων περιλαμβάνει και την ευθύνη των δήμων στην περιφέρεια των οποίων διαπράττονται ληστείες. Στο Ι άρθρο του νόμου αναφέρεται: «Πας δήμος είναι υπεύθυνος ως προς τας πολιτικάς αποδόσεις και αποζημιώσεις ένεκα πάσης ληστείας πραττομένης εντός της περιφερείας αυτού. Συνυπεύθυνοι λογίζονται κατά τούτο και οι εν τη περιφερεία αυτού κατά την εποχήν της ληστείας διατελούντες μη δημόται αγροφύλακες, βοσκοί ποιμένων ή άλλων ζώων, εργάται εις τα δάση και όσοι έχουσι ξενοδοχεία παρά τας δημοσίας οδούς»30. 

Παρά τα διοικητικά και στρατιωτικά μέτρα που ελήφθησαν η ληστεία όχι μόνο δε μειώθηκε, αλλά αντίθετα αυξανόταν. Την άνοιξη του 1838 η ληστεία οργιάζει στη Φθιώτιδα. Στις 12 Μαρτίου του 1838 ο ταγματάρχης Ιωάννης Κλίμακας31 περιφερόμενος στα μεθόρια στα Βουνά της Γούρας, στη θέση Τρία Ποτάμια συνάντησε τον αρχιληστή Γεώργιο Καταρραχιά με 30 ληστές.

 Βοηθούμενος και από τον ταγματάρχη Δήμο Λιούλιο32 επετέθηκε κατά των ληστών, καταδιώκοντάς τους ως τα σύνορα. Αυτοί εισήλθαν στο Τουρκικό και εγκατέλειψαν πολλά γιδοπρόβατα και μερικά άλογα. Έτσι ο μεν Ιωάννης Κλίμακας πήρε διακόσια πενήντα γίδια, ο δε Δήμος Λιούλος εκατόν πενήντα πρόβατα και μερικά άλογα. Οι ληστές όμως, αφού ανασυγκροτήθηκαν, στις 15 Μαρτίου, γύρω στους 150 υπό τους αρχιληστές Κουτουβά, Καταρραχιά και τα Τσαπόπουλα, εμφανίστηκαν πάλι στην ίδια περιοχή στο ερειπωμένο χωριό Δρύστελα στη μεθόριο και έγιναν αντιληπτοί και καταδιώχτηκαν πάλι από τον Ιωάννη Κλίμακα και Δήμο Λιούλιο με 120 στρατιώτες. Οι ληστές καταδιωκόμενοι κατέφυγαν σε μία εκκλησία και οχυρώθηκαν σ’ αυτή, όπου και πολιορκήθηκαν από τη μεταβατική δύναμη. Οι πολιορκούμενοι ληστές κάνουν αντεπίθεση και προσπαθούν να διασπάσουν τον κλοιό των μεταβατικών, αλλά αποκρούστηκαν με βαρειές απώλειες: έξι νεκροί και δέκα πέντε τραυματίες από το μέρος των ληστών και τραυματίες μόνο δύο  τους μεταβατικούς στρατιώτες. 

Τη νύχτα οι ληστές, εκμεταλλευόμενοι το σκότος, εγκατέλειψαν την εκκλησία, αφήνοντας τους σκοτωμένους ληστές, μερικά πρόβατα, τρουβάδες, κάπες και άλλα αντικείμενα33. 

Την ίδια εποχή έχουμε πολλά ληστρικά κρούσματα και στη Δυτική Φθιώτιδα. Φόνους και ληστείες έχουμε στα χωριά Φτέρη, Καμπιά, Πλατύστομο, Καλύβια Λαμίας, Τσούκα, Αρχάνι και Μουσταφάμπεη (Ηράκλεια) από το λήσταρχο Καλαμάτα και άλλους ληστές που είχαν εισέλθει από το Τουρκικό στο Ελληνικό34. Ιδιαίτερα η περιοχή της Υπάτης υποφέρει από τα πλήγματα των ληστών. Διεκτραγωδώντας μία εφημερίδα της εποχής τα δεινοπαθήματα των κατοίκων, γράφει: «Πού φονεύουν οι λησταί; εις την επαρχίαν της Υπάτης, πού λεηλατούν; εις την ιδίαν, πού βασανίζουν; πάλιν εις αυτήν, πού οι άνθρωποι έντρομοι περιμένουν να ακούσουν καθεκάστην νέα δυστυχήματα; εις την επαρχίαν της Υπάτης. που τέλος πάντων η τιμή, η ιδιοκτησία και η ζωή φιλησύχων πολιτών απεκατέστη το έρμαιον των κακούργων; εις την επαρχίαν της Υπάτης»35.

 Το Υπουργείο Εσωτερικών με το αριθμ. 14/26 Μαΐου 1838 έγγραφό του παύει προσωρινά τους Δημάρχους Υπάτης, Σπερχιέων, Παραχελωιτών και Ομιλαίων, διότι «βαρείαι υπόνοιαι εδόθησαν κατά της διαγωγής των Δημάρχων Φθιώτιδας περί συνεννοήσεως αυτών μετά των διαφόρων ληστρικών συμμοριών, αίτινες εισέτι μαστίζουσι κατά δυστυχίαν τους δυστυχείς κατοίκους της επαρχίας εκείνης»36. 

Η Κυβέρνηση για να διευκολύνει περισσότερο τις αποζημιώσει προς τα θύματα των ληστών, τροποποιεί το άρθρο Ι περί ευθύνης των δήμων του νόμου του 1836 ως εξής:

 «Αι κατά δήμου τινός, ένεκα ληστείας, πραχθείσης εντός της περιφερείας του περί αποζημιώσεων αγωγαί, οσάκις αύται δεν υπερβαίνουσι το ποσόν των τριακοσίων δραχμών, θέλουσι φέρεσθαι ενώπιον του ειρηνοδικείου (ενώ προηγουμένως εκδικάζονταν από το Πρωτοδικείο), εις την δικαιοδοσίαν του οποίου υπάγεται ο εναγόμενος δήμος, και δικάζεται κατά τους εν γένει περί εκκλητής και ανεκλήτου δικαιοδοσίας των ειρηνοδικών ορισμούς»37. Λόγω των ληστρικών επιδρομών ο νόμος για τη ληστεία της 10(22) Μαρτίου 1836 παρατάθηκε ως το 184138, ενώ από το 1840, λόγω της κατάχρησης του μέτρου για την εκτόπιση των συγγενών των ληστών, ανακλήθηκε το σχετικό μέτρο από το 184039. Οι Τουρκαλβανοί δερβεναγάδες υποθάλπουν τη ληστεία Κάνοντας η εφημερίδα «Αιών» έναν απολογισμό για τη συμπεριφορά των Τουρκαλβανών δερβεναγάδων στην τουρκική παραμεθόριο απέναντι στους ληστές, γράφει: «Επί Εμίν Πασά, διωρισμένος Ρούμελη Βαλισή, ο Νουρεντίν Δερβέν Αγάς ενεθάρρυνε την κατά της Ελλάδος ληστείαν του Χοσιάδα, Καλαμάτα, Ρουπακιά, και λοιπών από το 1835 – 1837. ΕπίΗ ληστεία στην Επαρχία της Φθιώτιδας 475 σης και οι οπαδοί τούτου Ιμπρούσης, Δερβέν Αγάς Δομοκού, και Μέτσος Μαλεσόβας, Δερβέν Αγάς Αλμυρού, ενεψύχωναν εκείνων (;) του Κουτουβά, Καταρραχιά, Καλαμάτα και λοιπών… Αι δύσκολοι περιστάσεις προεκάλεσαν την έξωσιν του Εμίν Πασά από την αρχηγίαν της Ρούμελης, και την αντικατάστασίν τούτου παρά του Μουσταφά Πασά ως Αρχιστρατήγου, και την άμεσον αλλαγήν παρά τα μεθόρια Δερβεναγάδων, αντικατασταθέντων παρά του Βέηζ Βάσιαρη και Τέλιο Πίτσαρη. Κανείς νομίζομεν, δεν αγνοεί την γενομένην συνθήκην (δηλαδή τη συνθήκη μεταξύ του Μουσταφά πασά και του Έλληνα Προξένου στην Πρέβεζα το 1838), αφορώσαν την ειλικρινή και θετική σύμπραξιν κατά της ληστείας, την αμοιβαίαν εις τα ενδότερα απομάκρυνσιν των υπόπτων μιας ταραχής, την ασφάλειαν εν γένει της ησυχίας των Μεθορίων και των παρακειμένων επαρχιών αμφοτέρων των επικρατειών. »Οποίαν όμως διαγωγήν έδειξαν και ύστερα από την συνθήκην αυτήν αι αρχαί των τουρκικών Μεθορίων; Ενώ αι Ελληνικαί αρχαί σύμφωνα με την συνθήκην κατεδίωξαν την ληστείαν και επέφεραν την εξόντωσίν της, οι Τούρκοι αντίθετα περιποιούνται τους ληστάρχους Καλαμάτα, Καρανάσο, Χαμχούγιαν, Βούλγαρη, Κορκότσελον και λοιπούς, τους μισθοδοτούν και τους διορίζουν προς απειλήν σε θέσεις εμπιστοσύνης. Τις δεν γνωρίζει ότι ενώ εις τα μεθόρια το στρατιωτικόν Δικαστήριον κατεδίωκεν τους συλληφθέντας εκ των ληστών, εις τον Δομοκόν ένας των Δερβεναγάδων εστεφάνωσε τον Καλαμάταν; Τις δεν γνωρίζει, ότι, ενώ αι Ελληνικαί Αρχαί έπραττον με τόσην ειλικρίνειαν υπέρ των συμφερόντων των γειτόνων, αι Τουρκικαί εφρόντιζον σύρουσαι εις το μέρος τους τους Βλαχοποιμένας επί υποσχέσει ασυδοσίας; Τις δεν γνωρίζει ότι, ενώ συνωμολογήθη η συνθήκη εις την Πρέβεζαν ρητώς (;) η εξόντωσις των ληστών, οι Δερβεναγάδες έφερον πλησίον των τον Καραμπέτσον, Ζελιγιανναίον και λοιπούς καταδιωκομένους από το Ελληνικόν Κράτος; »Γνωρίζουσα (η Ελληνική Κυβέρνησις) την Τουρκική κρίσιν και πίστιν, υποχρεούται να εξασφαλίση επί του παρόντος την θέσιν της Λαμίας, ως το αρμοδιώτερον ορμητήριον, και δια προκαταρκτικών μέτρων να έχη ετοίμην την κίνησιν ενός εθνικού πολέμου εις το πρώτον σύνθημα ή ληστρικής τινός εισβολής»40. Αυθαιρεσίες των μεταβατικών σωμάτων Η επαρχία της Φθιώτιδας δεν υποφέρει μόνο από τις ληστοσυμμορίες που μπαινοβγαίνουν από την τουρκική παραμεθόριο, αλλά καταδυναστεύεται και από τα μεταβατικά αποσπάσματα που έχουν ως αποστολή τη διαφύλαξη των κατοίκων από τα κακουργήματα των ληστών. Δείγμα της κακομεταχείρισης των κατοίκων από τους μεταβατικούς στρατιώτες έχουμε μία αναφορά των κατοίκων της Στυλίδας στις 3 Νοεμβρίου 1843 476  με παράπονα κατά του αξιωματικού Κώστα Δημητριάδη: «… κατά δυστυχίαν ο Κώστας Δημητριάδης, υπασπιστής του κ. Β. Μαυροβουνιώτου, διορισθείς ως τοιούτος προ χρόνου, όχι μόνον δεν θεωρεί τους Στυλιδιώτας ανθρώπους του αγώνος (του 1821), όχι μόνον δεν σέβεται τας εκδουλεύσεις των (…), αλλά ως εκ της επιρροής και βαρύτητος της θέσεώς του, τους μεταχειρίζεται ως ανδράποδα, άλλους ξυλίζων, άλλους απειλών, άλλους περιφρονών, και δι’ άλλους διατάττων στρατιώτας να τους ξυλίσωσιν… Εν ενί λόγω ο τρόπος του απεκατέστη πολύ επαχθής, τυραννικός και ανυπόφορος, και μολονότι τοιούτος παραβλέπεται από τον προϊστάμενόν του… Η Βασιλική Κυβέρνησις, αν ευχαριστήται να επεκτείνη τα προνόμια της ελευθερίας μέχρι της Στυλίδος, ήτις δια τους προεκτεθέντας λόγους στερείται ταύτα… Είναι ευχής έργον και πολύ κατεπείγον να απομακρύνη τον τοιούτον από την Στυλίδα»41. Το γνήσιο της υπογραφής των 60 αναφερομένων επικυρώνει και ο Πάρεδρος Στυλίδας Θεόδωρος Λάμπρου42. 

Με βασιλικό δ/γμα στις 30 Οκτωβρίου 1844 αμνηστεύονται οι αρχιληστές: Γ. Καραρραχιάς, Γ. Χαμχούγιας, Αναστάσιος Καλαμάτας, Γιάννης Γιαταγάνας, Δημ. Κορκόντζελος, Κων/νος Καραμελάκης, Ευάγγελος Κοψαλής, Χρίστος Χιλιανόπουλος ή Κλιάφας και Γ. Μαλισσόβας. Σχολιάζοντας εφημερίδα της εποχής τη δοθείσα αμνηστία, μεταξύ των άλλων γράφει: «… αλλ’ ήρμοζεν, ερωτώμεν, μετά τοσαύτας κακουργίας να δοθή το ολέθριον παράδειγμα προς εκείνους, όσοι διατίθενται να κακουργήσωσι;

 Ήρμοζεν ώστε να κηρυχθή και ο Νόμος και η Αρχή ανίσχυρος, ως ιστός αράχνης, ενώπιον κακούργων τινών…»43. Το 1845, μέσα σε δέκα μέρες, στη Φθιώτιδα διαπράχτηκαν: φόνος στο χωριό Σπαρτιά, φόνος αγροφύλακα στα αμπέλια της Λαμίας, φόνος ποιμένα και αρπαγή 15 προβάτων στη Σαραμουσακλή (Ροδίτσα) Λαμίας, ληστεία στο χωριό Κάψι Τυμφρηστού, ληστές πήραν 6 πρόβατα και αφαίρεσαν τα όπλα από τους ποιμένες στη Μαστάνη (;), άλλοι ληστές άρπαξαν 20 πρόβατα του Δ. Κεμπρέκου στο Μπεκί (Σταυρό) Λαμίας44. Η Φθιώτιδα κατά τα ληστοαποστατικά γεγονότα του 1847 – 1848 Τα γεγονότα του 1847 και 1848 χαρακτηρίζονται από τις μεγάλες αποστασίες και ανταρσίες που αναστάτωσαν όλη τη χώρα και κυρίως την παραμεθόρια Φθιώτιδα. 

Το σύνθημα της ανταρσίας πρώτοι έδωσαν ο Θοδωράκης Γρίβας45 και Νικόλαος Κριεζώτης46, στην Ακαρνανία ο πρώτος και στην Εύβοια ο δεύτερος, αφού πρώτα υπέβαλαν παραίτηση από τις θέσεις τους, ο μεν Γρίβας από τη θέση του Επιθεωρητή του Στρατού, ο δε Κριεζώτης από τη θέση του Νομοεπιθεωρητή της Εύβοιας. Τα δύο αυτά αποστατικά κινήματα που έγιναν στις αρχές του καλοκαιριού του 1847 απέτυχαν και οι αρχηγοί τους, για να σωθούν, κατέφυγαν ο ράκης Γρίβας στη Ζάκυνθο και ο Νικόλαος Κριεζώτης στη Χίο και κατόπιν στη Σμύρνη. Ύστερα από λίγες μέρες ξέσπασε σοβαρή στάση στη Δυτική Ελλάδα. Ο Ιωάννης Φαρμάκης47, ο Γιάννης Μακρυγιάννης48και ο φρούραρχος της Ναυπάκτου Α. Βοζαΐτης49 σηκώνουν τη σημαία της νέας ανταρσίας και απαιτούν την εφαρμογή του συντάγματος και την εκκαθάριση της βασιλικής αυλής. 

Κατά των αποστατών η Κυβέρνηση έστειλε τον Ιωάννη Μαμούρη50 με στρατό, για να καθυποτάξει την ανταρσία. Το νέο αυτό κίνημα στη Δυτική Ελλάδα απέτυχε χάρη στην κινητοποίηση των κυβερνητικών δυνάμεων και από τους πρωτεργάτες του ο Ιωάννης Φαρμάκης πιάστηκε αιχμάλωτος, ο Γιάννης Μακρυγιάννης και ο Α. Βοζαΐτης φυλακίστηκαν και οι άλλοι κατέφυγαν στο Τουρκικό51.

 Στις 25 Μαρτίου 1848 αμνηστεύτηκαν οι αντάρτες αξιωματικοί που ήταν στο Τουρκικό Παπακώστας Τζαμάλας52, Γιάννης Βελέντζας53, Ευάγγελος Κοντογιάννης54, ο λήσταρχος Δημήτριος Ταρκαζίκης55, ο Αθανάσιος Μπαλατσός56 και ο Ιωάννης Φαρμάκης, εκτός από το Θοδωράκη Γρίβα, τον ταγματάρχη Α. Βοζαΐτη και το Νικόλαο Κριεζώτη57. 

Τα πράγματα όμως δυσκολεύουν πολύ κατά το 1848, γιατί αναστατώνεται από τις ανταρσίες ολόκληρη σχεδόν η Ελλάδα. Στις 24 Απριλίου 1848 ο Γ. Περρωτής58 καταλαμβάνει την Καλαμάτα με 700 άντρες, στις 26 ο Αριστείδης Ρέντης59 και Γ. Λύκος ή Χελιώτης60 ξεσηκώνουν την Κορινθία61. Ο Παπακώστας Τζαμάλας και ο Γιάννης Βελέντζας με 300 άντρες βρίσκονται στα ελληνικά σύνορα στο Παλιομονάστηρο της Ζαμπατιώτισσας, όπου περιμένουν να έρθει και ο Ευάγγελος Κοντογιάννης με άλλους 600 άντρες, με σκοπό να κατευθυνθούν προς τη Λαμία και ενδεχομένως κάπου αλλού. Οι κάτοικοι της Λαμίας θορυβήθηκαν από τις δυσάρεστες αυτές ειδήσεις και το βράδυ δεν έκλεισαν μάτι από την αγωνία τους. Την κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη την περιγράφει εφημερίδα της εποχής ως εξής: «Χθες την πρωίαν το στρατιωτικόν ταμείον, το οποίον ήτο εις την πόλιν της Λαμίας, μετεκόμισαν (αι Αρχαί) εις το φρούριον. Ωσαύτως διετάχθη ο Ταμίας Φθιώτιδος, ώστε τα χρήματα, τας ομολογίας, το χαρτόσημον να μεταφερθή εις το αυτό μέρος (φρούριον), τα οποία και επήγε. 

Ωσαύτως διετάχθη ο συμβολαιογράφος και υποθηκοφύλαξ να υπάγωσι τα συμβόλαια και τα βιβλία των υποθηκών εις το ανωτέρω μέρος. Ταύτας τας πράξεις ιδόντες οι πολίται εξεπλάγησαν…»62. Οι κάτοικοι αναστατώθηκαν και προσπαθούσαν να κρύψουν τα πράγματά τους ή να φύγουν στις επαρχίες. Τον Απρίλιο του 1848 οι αποστάτες που ήταν συγκεντρωμένοι στην παραμεθόριο εισέβαλαν στη Φθιώτιδα. 

Συγκεκριμένα στις 9 του μηνός από το σημείο Δερβέν Φούρκα άρχισαν να εισδύουν στο ελληνικό έδαφος. 

Η Φθιώτιδα αναστατώνεται και η πόλη της Λαμίας βρίσκεται σε ασφυκτικό πολιορκητικό κλοιό, διότι ο αντισυνταγματάρχης Κ. Ι. Βελέντζας κατέλαβε τη Σαραμουσακλή (Ροδίτσα), ο ταγματάρχης Β. Βαλατσός τη Μεγάλη Βρύση και το Φαρδύ (;), ο ταγματάρχης Ευάγγελος Κοντογιάννης το Λιανοκλάδι και ο αντισυνταγματάρχης Παπακώστας Τζαμάλας κινείται προς το Μαυρολιθάρι, Χρισό, Δελφούς, Αράχοβα και Άμφισσα63. Στις 17 Απριλίου 1848 ο αντισυνταγματάρχης Κ. Ι. Βελέντζας επιτίθεται εναντίον της Λαμίας, αλλά απέτυχε να την καταλάβει, γιατί την υπεράσπιζαν οι Κυβερνητικές δυνάμεις με τον υποστράτηγο Ιωάννη Μαμούρη, τον οποίο έσπευσε να βοηθήσει από τη Θήβα ο ταγματάρχης Γαρδικιώτης Γρίβας64. Η κατάσταση ήταν καλύτερη για τον Ευάγ. Κοντογιάννη που δρούσε ανενόχλητος στην περιοχή της Υπάτης, φτάνοντας ως τη Σουβάλα (Πολύδροσο) και Αγόριανη (Επτάλοφο) Παρνασσίδας, ενώ ο Παπακώστας Τζαμάλας από το Μαυρολιθάρι κατεβαίνει και κυριεύει την Άμφισσα: «Ούτω αι μεν επαρχίαι της Υπάτης, Παρνασσίδος ολόκληρος σχεδόν, η δε της Λαμίας κατά μέγα μέρος ευρίσκονται υπό την επιρροήν των πολεμίων της εξουσίας»65. Χαρακτηρίζοντας την επικρατούσα κατάσταση σύγχρονη εφημερίδα γράφει:

 «Ευρισκόμεθα εις περίστασιν έκτακτον, επανήλθομεν δυστυχώς εις τας δεινάς εποχάς του 1827 και 1832. Η ένοπλος κίνησις των περί Παπακώσταν, Βελέντζαν, Βαλατσόν και Κοντογιάννην, μικρά και περιφρονητέα πρώτον, μεγάλη και ακατάβλητος ήδη φαινομένη, πολλάς κυριεύει της Στερεάς Ελλάδος επαρχίας και την γειτονικήν Πελοπόννησον κλονίζει εκ βάθρων»66. Μετά την αποτυχία των ανταρτών να καταλάβουν τη Λαμία, στις 2 Μαΐου, αποσύρονται από τα χωριά Σαραμουσακλή, Ομέρμπεη (Ανθήλη) και Αλαμάνα και υπό τον Παπακώστα και τους ληστάρχους Καταρραχιά και Καλαμάτα με 800 άντρες κατευθύνονται προς την Υπάτη. Αυτοί όμως, αντί να εισέλθουν στην πόλη της Υπάτης, οχυρώθηκαν στο Παλιοχώρι και ξάφνιασαν το Γαρδικιώτη Γρίβα που τους ακολουθούσε και του προκάλεσαν πολλές απώλειες67. Ύστερα από τη μάχη στο Παλιοχώρι οι στασιαστές εισήλθαν στην Υπάτη και οχυρώθηκαν σ’ αυτή μαζί με τον Κοντογιάννη που πολιορκούσε το μικρό στρατιωτικό σώμα που ήταν οχυρωμένο στο στρατώνα της πόλης. Ο υποστράτηγος Ιωάννης Μαμούρης, αφού οι αντάρτες εγκατέλειψαν τις θέσεις του γύρω από τη Λαμία, επιτίθεται εναντίον τους στην Υπάτη και αυτοί τη νύχτα, στις 8 προς 9 Μαΐου, εγκατέλειψαν την πόλη, αφού προηγουμένως είχαν κάψει πολλά σπίτια, κατευθυνόμενοι προς την οροθετική γραμμή 68.

 Η Υπάτη κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων μεταξύ των ανταρτών και των Κυβερνητικών δυνάμεων έπαθε πραγματική καταστροφή. Το ένα τρίτο της πόλης καταστράφηκε από τους αντάρτες και τα δύο τρίτα από τους ατάκτους του υποστρατήγου Ιωάννη Μαμούρη, μεταξύ των οποίων και η βιβλιοΗ ληστεία στην Επαρχία της Φθιώτιδας 479 θήκη του Δημητρίου Αινιάνος με τα πολύτιμα χειρόγραφά της69. Όταν ο Δημήτριος Αινιάν επέστρεψε στην Υπάτη αναλύθηκε σε δάκρυα, όταν είδε καταστραμμένη την περιουσία του, και έγραψε: «Αλλ’ οποίον φοβερόν θέαμα! Το ερείπιον της πυρποληθείσης υπό των βασιλικών στρατευμάτων οικίας μου, η διαρπαγή και η πυρπόλησις απάσης της περιουσίας μου και η γυμνότης των οικείων μου μοι επροξένησεσαν τοιαύτα άλγη, ώστε δεν ηδυνάμην να κρατήσω τα δάκρυά μου»70. 

Οι αντάρτες καταδιωκόμενοι από τις Κυβερνητικές δυνάμεις κατέφυγαν στο Τουρκικό με 450 έως 600 άντρες. Ο Παπακώστας και ο Βαλατσός πήγαν στη μονή Ρεντίνας, ο Βελέντζας και Κοντογιάννης κατέφυγαν στην Καΐτσα (Μακρυρράχη) και ο Καταρραχιάς και Θεοχάρης πιάστηκαν αιχμάτωτοι και κλείστηκαν στο φρούριο της Λαμίας71. Η ανταρσία του 1848, που είχε ως στόχους τη διάλυση της παράνομης Βουλής, την εφαρμογή του Συντάγματος και την κάθαρση του Παλατιού από τους αυλικούς, είχε φοβερές συνέπειες72. Οι νεκροί και τραυματίες και από τις δύο μεριές ξεπέρασαν τους 300, η Υπάτη αποτεφρώθηκε και οι επαρχίες της Λαμίας και της Υπάτης υπέστησαν τόσες καταστροφές, που δεν μπορούν να συνέλθουν ούτε ύστερα από τρία χρόνια73. Όσο για τις αντίπαλες δυνάμεις που πήραν μέρος υπολογίζονται σε 9000 άντρες για τους Κυβερνητικούς και 3000 για τους αποστάτες74. Στους αντάρτες του 1848 δόθηκε αμνηστεία εκτός από τους αρχηγούς: Παπακώστα Τζαμάλα, Ιωάννη Βελέντζα, Νικόλαο Κοντογιάννη, Ευάγγελο Βαλατσό και τους αρχιληστές Δημήτριο Ταρκαζίκη και Γεώργιο Καταρραχιά75. Τελικά το 1850 δόθηκε αμνηστεία και στον Παπακώστα Τζαμάλα, στον Ευάγγελο Βαλατσό και στο Νικόλαο Κοντογιάννη76. Μπορεί να έληξαν οι λησταποστασίες στη Φθιώτιδα του 1847 και 1848, όμως δε σταμάτησαν οι ληστείες, γιατί μετά τα επαναστατικά αυτά γεγονότα παρατηρείται έξαρση της ληστείας στη Φθιώτιδα77. Στους ανατολικούς δήμους της Φθιώτιδας από τον Αχινό ως την Αμαλιάπολη (Μιντζέλα) μία ληστοσυμμορία από 40 ληστές, διαιρεμένη σε 4 τμήματα, υποθάλπεται και τροφοδοτείται από τους κατοίκους και μάλιστα από τους ισχυρούς. Σχολιάζοντας τα σχετικά γεγονότα η εφημερίδα «Αιών» γράφει: «Ας ομολογήσωμεν μίαν λυπηράν αλήθειαν. Η ληστεία κατήντησε το εμπόριον των λεγομένων τρανών διαφόρων μερών, καθείς εξ αυτών υποστηρίζει μίαν συμμορίαν… Εκ των τρανών αυτών (…) υποθάλπουσι την ληστείαν, οι μεν ελπίζοντες δι’ αυτής να έλθωσιν εις τα πράγματα, οι δε δι’ εκδικήσεις, κατ’ άλλους δια να καταδείξωσιν ανικάνους τους επιφορτισμένους την καταδίωξιν των ληστών στρατιωτικούς…»78. 

Ήδη από το 1850 τρεις βουλευτές της Φθιώτιδας, οι Δημ. Χατζίσκος, Κ. Δυοβουνιώτης και Γεώργιος Ριζόπουλος, είχαν συνυπογράψει αναφορά προς τον Υπουργό Εσωτερικών για τα ενδεικνυόμενα μέτρα για τη πάταξη της ληστείας στην περιφέρειά τους, όπου μεταξύ των άλλων γράφουν: 

«Η επαρχία της Φθιώτιδος, συμπεριλαμβανομένων και των του Θρονίου και Θερμοπυλών της επαρχίας Λοκρίδος, δηλονότι ολόκληρα τα εμπεριέχοντα μέρη τα διαχωριζόμενα εξ ενός από την οροθετικήν γραμμήν, ήτοι από την σειράν των Ορέων της Όρθριδος (sic) και εξ άλλου από την σειράν των Ορέων της Οίτης, να διαιρεθή εις εξ τμήματα με διαγεγραμμένα και γνωστά όρια έκαστον». Στη συνέχεια προτείνουν τη στρατιωτική οργάνωση του κάθε τμήματος και καταλήγουν:

 «Ταύτα εθεωρήθησαν ως λίαν συντελεστικά μέτρα προς εξασφάλισιν της πολυπαθούς Επαρχίας της Φθιώτιδος, ήτις καταδικασθείσα να ελέγχη και την οροθετικήν γραμμήν καταμαστίζεται από την ληστείαν, επιβαρυνομένης και από τα μεταβατικά (αποσπάσματα)»79. 

Κατά το 1851 και 1852 κατατρομοκρατούσε τη Φθιώτιδα ο λήσταρχος Αναστάσιος Καλαμάτας, που υποθαλπόταν από τους Τουρκαλβανούς δερβεναγάδες στο Τουρκικό και έκανε επιδρομές στο Ελληνικό. Τα τραγικά γεγονότα Γλύφας – Επεισόδιο Μονής Αντίνιτσας Κατ’ άλλους στις 1680 και κατ’ άλλους στις 1781 Σεπτεμβρίου 1852 το παραμεθόριο χωριό της Γλύφας στη Φθιώτιδα γνώρισε την καταστροφή και τη βαρβαρότητα των ληστοσυμμοριών των αρχιληστών Αναστασίου Καλαμάτα, Γεωργίου Κυριάκου, Σωτήρη Σκαμπάρδονη και Κελεπούρη.

 Οι αρχιληστές αυτοί μαζί με άλλους ληστές που ανέρχονταν συνολικά στους 2782 και κατ’ άλλους στους 3283 εισήλθαν στο χωριό, παρουσιαζόμενοι ως μεταβατικό απόσπασμα, γιατί προπορεύονταν τρεις ληστές ντυμένοι χωροφύλακες και άλλοι πέντε ακολουθούσαν φέροντας στα φέσια τους το ελληνικό στέμμα. Οι κάτοικοι όμως του χωριού (ήταν πενήντα οικογένειες84) μόλις τους αντιλήφθηκαν, άλλοι εγκατέλειψαν το χωριό και άλλοι οχυρώθηκαν στα σπίτια τους και άρχισαν να πυροβολούν τους ληστές, σκοτώνοντας ένα ληστή και τραυματίζοντας το λήσταρχο Κελεπούρη και κάποιον άλλο ληστή85. Τους σώθηκαν όμως τα πολεμοφόδια και οι ληστές βρήκαν την ευκαιρία και πλησιάζοντας στα σπίτια άρχισαν να βάζουν φωτιά σ’ αυτά. Οι κάτοικοι απειλούμενοι από τις σφαίρες και από τη φωτιά των ληστών πηδούσαν έξω από τα παράθυρα των σπιτιών τους και βρίσκονταν στη διάκριση των επιτιθεμένων86.

 Ο απολογισμός ήταν φοβερός. Πολλοί οι νεκροί και οι τραυματισμένοι στο χωριό. Έντεκα νεκροί, οι περισσότεροι απανθρακωμένοι ή φοβερά ακρωτηριασμένοι, και άλλοι πληγωμένοι87. Κατά την εφημερίδα «Αθηνά» οι νεκροί ανέρχονταν σε δέκα πέντε88, ενώ κατά την εφημερίδα «Αιών» σε δέκα τέσσερις89, και φυσικά τεράστιες οι υλικές καταστροφές των κατοίκων

. Η ληστεία στην Επαρχία της Φθιώτιδας 481 

Οι ληστές αφού λαφυραγώγησαν το χωριό, φόρτωσαν τη λεία τους σε εννιά ημιόνους που πήραν από το χωριό και ανενόχλητοι αναχώρησαν για το Τουρκικό90. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1852 οι ληστές πήγαν στο παραμεθόριο χωριό της Βρύναινας στο Τουρκικό και διαμοίρασαν τα λάφυρά τους με το δερβέναγα του Αλμυρού Χατζή Μουχτάρη και τους άντρες του! Όταν συναντήθηκε στην παραμεθόριο ένας Έλληνας αξιωματικός με το δερβέναγα Χατζή Μουχτάρη και διαμαρτυρήθηκε για τα επεισόδια της Γλύφας και την υπόθαλψη των ληστών από το μέρος του, απάντησε: «Και αι δικαί μας γυναίκες εφόρεσαν εξ αιτίας σας κατά το παρελθόν τα έτη μαύρες μπόλιες εις τα κεφάλια, τώρα φορούν και αι δικαί σας, είμεθα ίσια»91. 

Γιατί όμως οι ληστές διέπραξαν τις φοβερές αυτές θηριωδίες στο παραμεθόριο χωριό της Γλύφας; Τα συνταρακτικά αυτά γεγονότα έρχονται ως απόρροια του επεισοδίου που συνέβη στη Μονή της Αντίνιτσας κατά τον ετήσιο εορτασμό της μονής. Ας δούμε όμως αναλυτικότερα τα σχετικά γεγονότα. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1852, στη θρησκευτική πανήγυρη της μονής είχε συρρεύσει πλήθος προσκυνητών και από τις δύο επικράτειες γύρω στους 4000 Χριστιανούς. Ο Νομάρχης Φθιωτιδοφωκίδας Α. Ζυγομαλάς, ο μοίραρχος του Νομού και άλλες επίσημες στρατιωτικές και πολιτικές αρχές της Λαμίας με μικρή φρουρά χωροφυλάκων τίμησαν τον εορτασμό της μονής με την παρουσία τους. Την πανήγυρη όμως επισκέφτηκε και μια ομάδα Τουρκαλβανών από τον παρακείμενο τουρκικό σταθμό του Δερβέν Φούρκα υπό τον Ρεσίτη. Ένας όμως από τους άντρες του Τουρκαλβανού σταθμάρχη Ρεσίτη επιχείρησε να εισέλθει στο ναό οπλισμένος, αλλά εμποδίστηκε από τους προσκυνητές. Ύστερα από γνώστη του συμβάντος και εντολή του Νομάρχη και του μοιράρχου συνελήφθη ο ταραχοποιός από ένα χωροφύλακα.

 Ο συλληφθείς οπλοφόρος ήταν ο ληστής Δημήτριος Ματσούκας από το Μακρολείβαδο, ληστής από το 1843, εις βάρος του οποίου εκκρεμούσαν καταδικαστικές αποφάσεις από τα ελληνικά δικαστήρια

Ο Ρεσίτης διαμαρτυρήθηκε για τη σύλληψή του, αλλά τελικά πείστηκε ότι έπρεπε να συλληφθή, γιατί βρέθηκε σε έδαφος της ελληνικής επικράτειας: 

«Ούτω πεισθέντες (οι Αλβανοί) εδόθησαν οι στρατιώται αμφοτέρων των μερών εις διασκέδασιν»92. Το απόγευμα όμως που ο Νομάρχης με την ακολουθία του έφυγε από τη μονή κατευθυνόμενος προς τη Λαμάι, σε μια στενωπό τους αιφνιδίασε ο Τουρκαλβανός Ρεσίτης με 50 άντρες μεταξύ των οποίων ήταν και πολλοί ληστές, απειλώντας και φωνάζοντας ή μας δίνετε το σύντροφό μας Ματσούκα ή κάνουμε χρήση των όπλων μας. 

Ο Νομάρχης δεν έχασε την ψυχραιμία του και, αφού άφησε τους χωροφύλακες να φυλάττουν τον αιχμάλωτο Ματσούκα, πλησίασε τους Τουρκαλβανούς συνοριοφύλακες και τους εξήγησε ότι δεν μπορούσε να απελευθερώσει τον σύντροφό τους, γιατί συνελήφθη σε ελληνικό έδαφος και κάτι τέτοιο θα εξέθετε την Κυβέρνησή του.

 Έτσι αποφεύχτηκε η συμπλοκή και ο Νομάρχης με τη συνοδεία του επέστρεψε πάλι στη μονή και από άλλο μονοπάτι κατέβηκε στη Λαμία. 

Ο Δημήτριος Ματσούκας ήταν για πολλά χρόνια διαμέσου των συγγενών του στο Μακρολείβαδο ο κατάσκοπος του ληστάρχου Καλαμάτα, ο οποίος συνεργαζόταν με τη σειρά του με το δερβέναγα Νουρένμπεη Κονίτσα

. Παίρνοντας εκδίκηση οι ληστές για τη σύλληψη του Ματσούκα, κατέστρεψαν το παραμεθόριο χωριό της Γλύφας93. Τα θλιβερά και τραγικά γεγονότα της Γλύφας συγκλόνισαν το πανελλήνιο. Η εφημερίδα «Αθηνά», παίρνοντας αφορμή από τα τραγικά αυτά γεγονότα, μεταξύ των άλλων, γράφει:

 «… Οι κάτοικοι του Νομού Φθιώτιδος καθ’ εκάστην σφάζονται ως πρόβατα… Δέκα οικογένειαι εξεκληρίσθησαν, είκοσιν έτεραι έμειναν γυμναί από μόνην την ανωτέρω ληστείαν. Εις μόνον καλός γέρων και οικογενειάρχης απώλεσε τρεις υιους, έναν εικοσιπενταετή, έναν εικοσαετή και έναν δεκαετή, χωρίς να λογαριάσωμεν τα βρέφη και τας γυναίκας της οικογενείας αυτής!!!

 Τι να κάμη τώρα ο γέρων αυτός; Έχει καρδίαν, έχει θάρρος να ζήση!!! » Η εισβολή αυτή των ληστών και η κατακρεούργησις τόσων αθώων θυμάτων ενέπλησε θλίψεως και απελπισίας τους δυστυχείς των μερών εκείνων κατοίκους, έτι δε μάλλον απέλπισε τους κατοίκους, διότι ενώ εις την μεθόριον γραμμήν σταθμεύουσι τόσα στρατεύματα της Κυβερνήσεως, ολίγοι λησταί αδεώς εισβαλόντες εδραματούργησαν το λυπηρότερον κακούργημα κατά των αδελφών και συμπολιτών ημών. Εκείνοι δε εις ους παρεδόθησαν παρ’ αξίαν η μεταβατική διοίκησις δυνάμεως, αμεριμνούσης διόλου και ποσώς μη θεωρούντες καθήκον των την υπεράσπισιν της ελληνικής χώρας και της ζωής των εν Ελλάδι, εξακολουθούσι μετά λύσσης και μανίας ληστεύοντες και ούτοι τους κατοίκους έτι σκληρότερον και βαρβαρότερον, ένθεν μεν κάμνοντες χρήσιν των βασάνων, των κακώσεων και της δια ζέοντος ελαίου και ζεστών ωών εις τας μασχάλας καταπιέσεως, ετέρωθεν δε δια της διαστροφής του νόμου συλλαμβάνοντες, δένοντες και απάγοντες εις την φυλακήν πάντα αθώον και φιλήσυχον, μη ετεροφρονούντα, ή μη πληρώνοντα αδρά τέλη και δωροδοκίας εις τους δημοσίους ληστάς του»94. 

Τα θλιβερά γεγονότα της Γλύφας απησχόλησαν και την Ελληνική Βουλή. Ομιλών κάποιος βουλευτής (διαφεύγει το όνομά του), αφού περιέγραψε τα δραματικά γεγονότα, επέρριψε την ευθύνη για ολιγωρία στο μεταβατικό απόσπασμα που απείχε δύο ώρες από τη Γλύφα και δεν έσπευσε σε βοήθεια των απειλουμένων κατοίκων: «Ουχί μόνον δεν έσπευσαν προς άμυναν των πασχόντων, αλλά ουδέ επυροβόλησεν εκ της θέσεώς του προς μικρόν τινά αντιπερισπασμόν. Και εν τούτοις αυτοί Η ληστεία στην Επαρχία της Φθιώτιδας 483 ούτοι οι μεταβατικοί, άλλοτε μεν, διότι χωρικοί τινες εκ μέθης, ορμηθέντες επυροβόλησαν, επήλθον κατ’ αυτών πανταχόθεν, και δεσμίους τους έφεραν εις την Φθιωτιδα, ως εκ της μάχης του Βατερλώ επιστρέφοντες»95. Επίσης ευθύνες αποδίδει ο βουλευτής και στο Δήμαρχο των Πτελεατών για ολιγωρία, διότι αν και ανακάλυψε το λημέρι των ληστών, δεν ειδοποίησε τη μεταβατική δύναμη και δε μάζεψε τους κατοίκους να καταδιώξει τους ληστές.

 Η Φθιώτιδα κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1854 – 1856)

 Με την κήρυξη του Κριμαϊκού Πολέμου (1854 – 1856) και την παρότρυνση του βασιλιά Όθωνα άρχισαν τα επαναστατικά κινήματα στις αλύτρωτες περιοχές της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας96. Η κατάσταση στη Λαμία είναι οικτρή, διότι η Λαμία ήταν το κέντρο της στρατολογίας των ανταρτών και των προσφύγων Χριστιανών από τη γειτονική Θεσσαλία.

 Από επιστολή που γράφτηκε στη Λαμία στις 11 Μαρτίου 1854 πληροφορούμαστε ότι «επιτόπια πολλά συμβαίνουσι δυσάρεστα ήτοι νυκτοκλοπαί, φόνοι και τα τοιαύτα, διότι οι άνθρωποι λιμόττουσι της πίνας (sic), δύω μυλωνάδες εφόνευσαν να τους πάρει αλεύρι»97. Για να αντιμετωπισθεί η δύσκολη κατάσταση στις βόρειες παραμεθόριες επαρχίες ιδρύθηκαν τρία Αρχηγεία, το ένα στη Φθιώτιδα με έδρα τη Λαμία υπό τον υποστράτηγο Γαρδικιώτη Γρίβα, το άλλο στην Ευρυτανία με έδρα το Καρπενήσι και αρχηγό τον υποστράτηγο Χωροφυλακής Α. Βλαχόπουλο και το τρίτο στο Αμφιλοχικό Άργος (Καρβασαρά) στην Ακαρνανία υπό τον υποστράτηγο Σπ. Μήλιο98.

 Στις 26 Απριλίου 1854 ο υποστράτηγος Γαρδικιώτης Γρίβας, συνοδευόμενος από τους βουλευτές Α. Γεωργαντά και Δημ. Χατζίσκο έφτασε στη Λαμία99. Μετά την Αγγλογαλλική Κατοχή του Πειραιά και την κήρυξη της ουδετερότητας της Ελλάδας στις 14/26 Μαΐου 1854, που συνεπαγόταν την επιστροφή των ανταρτών στην Ελλάδα, παρατηρείται επιδείνωση της κατάστασης στη Λαμία100.

 Τα διαλυθέντα ανταρτικά επαναστατικά σώματα πλημμύρισαν τη Λαμία και για να επιβιώσουν πουλούσαν στους δρόμους της πόλης τα άρματά τους. «Τι θέλουσι κάμει οι δυστυχείς αυτοί; ή θέλουσι αποθάνει της πείνας ή θέλουσι γίνει λησταί», γράφει μια ανταπόκριση από τη Λαμία στις 3 Ιουλίου 1854101. Για να αντιμετωπιστεί η νέα δυσάρεστη κατάσταση που δημ

ιουργήθηκε γίνεται νέα αναδιοργάνωση των καταδιωκτικών δυνάμεων. Σε έγγραφο του Υπουργού των Στρατιωτικών, υπό ημερομηνία 15 Δεκεμβρίου 1855, προς όλες τις στρατιωτικές αρχές, διαβάζουμε:

 «(Άρθρον 1ον) Η καταδίωξις της ληστείας, ούσα ανατεθειμένη εις την Χωροφυλακήν, κατά τον κανονισμόν αυτής, εκάστη μοιραρχία θέλει ενεργεί ανεξαρτήτως καθ’ όσον αφορά την υπηρεσίαν ταύτην έχουσα εις την διάθεσίν τηαπάσαν την εν τω υπ’ αυτήν νομώ υπάρχουσαν στρατιωτικήν δύναμιν… (Άρθρον 2ον) Σχηματίζομεν δέκα εξ μεταβατικά αποσπάσματα αναμίξ από χωροφύλακας, επικουρικούς και στρατιώτας των εκλεκτών λόχων του πεζικού της γραμμής και των ακροβολιστών και διοικούμενα από διακεκριμένης ικανότητος και πείρας αξιωματικούς των αυτών όπλων, δια να περιπολώσιν αενάως προς καταδίωξιν της ληστείας εις τα ακόλουθα μέρη: α)… ε) Εις Φθιώτιδα 120 άντρες, εξ ων 30 χωροφύλακες, το επικουορικόν και 70 στρατιώτας … μ’έναν υπολοχαγόν, έχοντες άπαντες ως αποσπασματάρχην επικεφαλής τον υπομοίραρχον Χρήστον Ελευθεριάδην… θ) Εις τους πλησίον των ορίων δήμων της Φθιώτιδος 175 άντρες, ένα λόχο ακροβολιστών, 30 χωροφύλακας, 25 επικουρικούς… Διοικητής του Μεταβατικού Ανατολικής Ελλάδος ορίζεται ο ταγματάρχης Βασίλειος Σκαλτσοδήμος»102. 

Το 1855 η ληστεία είχε λάβει απειλητικές διαστάσεις. Ο λήσταρχος Κακαράπης τρομοκρατούσε τη Θήβα και τη Λιβαδειά, ο λήσταρχος Χρήστος Νταβέλης την Αττική και τους Φραντζέζους (Αγγλογάλλους) καθώς και τα Μέγαρα, ο Λύγκος την Κόρινθο, οι Ζαφείρηδες και ο Καλαμπαλίκης και άλλη λημέριαζαν στη Βοιωτία και στην Αττική. Το πρωί βρίσκονταν στην Αθήνα, το μεσημέρι στη Λιβαδειά και το βράδυ στη Λαμία! Πραγματικά θηρία που δεν έκαναν τίποτε άλλο από τονα κόβουν μύτες και αυτιά των θυμάτων τους103. 

Η εφημερίδα «Αθηνά» επικροτώντας τα μέτρα που έλαβε η Κυβέρνηση για την πάταξη της ληστείας με την αναδιοργάνωση των καταδιωκτικών δυνάμεων και τα αποτελέσματα που επέφερε η αναδιοργάνωση αυτή, γράφει στις 9 Μαΐου 1855: 

«Είναι αναντίρρητον ότι η τιμιότης και η ικανότης πρέπει να επαινήται παντού και πάντοτε. η Φθιώτις είχε την ατυχίαν άλλοτε να πίη πικρά ποτήρια από τους επιτετραμμένους την καταδίωξιν της ληστείας. διότι συκοφαντίαι τιμίων ανθρώπων, καταπιέσεις αφόρητοι του πτωχού λαού από τους μεταβατικούς, ραδιουργίαι αξιόποινοι, και τόσα άλλα όσα τότε έγιναν πολυτρόπως γνωστά, ήσαν τα άθλα των κυρίων τούτων. Χάρις τω Θεώ απηλλάγημεν από τους τοιούτους και ήδη ούτε καταπιέσεις λαμβάνουν χώραν ούτε τα συνήθη των μεταβατικών μέσων, όσα άλλοτε ήσαν εν χρήσει προς αργυρολογίαν. Όλα ταύτα βεβαίως χρεωστούνται εις τον προ πολλού διατελούντα διοικητήν του μεταβατικού ταγματάρχην Κ. Γ. Πτολεμαίον, όστις και την ληστείαν περιέστειλε, κατά το δυνατόν, και τας καταχρήσεις και καταπιέσεις των υπ’ αυτών περιώρισε τοσούτον, ώστε εις διάστημα εξαμηνίας ούτε εν παράπονον παρουσιάσθη»104. 

Το Υπουργείο των Στρατιωτικών με την αριθ. 5463/10-3-1855 διαταγή του διαλύει την Οροφυλακή και στη θέση τους ιδρύονται σώματα δημοτοχωροφυλάκων σε κάθε πόλη και χωριό των δήμων, που είχαν ως σκοπό Η ληστεία στην Επαρχία της Φθιώτιδας 485 την ενίσχυση των καταδιωκτικών δυνάμεων κατά της ληστείας και την εμπέδωση της ασφάλειας των κατοίκων105

. Σε τοπική εφημερίδα της Λαμίας διαβάζουμε ότι: «Ευχαρίστως δυνάμεθα να αναγγείλωμεν ότι το κοινόν χάρις εις τα σωστά και δραστήρια μέτρα της Κυβερνήσεως, τον ακάματον ζήλον και τας προσπαθείας των Διοικητικών και Στρατιωτικών Αρχών και την ειλικρινή συνδρομήν των κατοίκων, η ληστεία ήτις προ δύο ετών κατετάρασσε την Στερεάν Ελλάδα, καταδιωχθείσα και καταδιωκομένη ανελλιπώς, αν δεν εξέλιπε εντελώς, εμετριάσθη όμως τα μέγιστα»106. 

Γενικά χάρη στην καταδίωξη των ληστοσυμμοριών από τον τακτικό στρατό οι ληστές εξαναγκάστηκαν ή να εξοντωθούν ή να συλληφθούν ή τέλος να καταφύγουν στο γνωστό τους καταφύγιο στο Τουρκικό. Στην καταδίωξη και στην περιστολή της ληστείας συνετέλεσε και η συναφθείσα σύμβαση μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας για την καταδίωξη της ληστείας το 1856. Στο άρθρο 3 αναφέρεται: «Τα δύο υψηλά συμβαλλόμενα μέρη συνολογούσιν αμοιβαίως να μεταχειρισθώσιν, εκάτερον το αφ’ εαυτού, στρατεύματα τακτικά προς φύλαξιν των μεθορίων των και καταδίωξιν της ληστείας εν τοις ομόροις επαρχίαις αυτών» και στο άρθρο 5: «Εάν απόσπασμά τι καταδιώξεως φθάση εις την οροθετικήν γραμμήν, ακολουθούν τα ίχνη των ληστών, δύναται να εξακολουθήση την καταδίωξιν αυτών μέχρι ου απαντήση απόσπασμα της άλλης Επικρατείας. Τούτου γενομένου, θέλει παύσει την καταδίωξιν, αφού καταδείξη εις το απόσπασμα τούτο την διεύθυνσιν των ληστών, εκτός εάν ζητηθή η συνδρομή αυτού υπό του άλλου αξιωματικού, του διοικούντος το έτερον τούτο απόσπασμα. εν τοιαύτη περιπτώσει οφείλει να παράσχη πάσαν συνδρομήν του»107. 

Η διάρκεια της σύμβασης θα ισχύσει για έξι έτη από την ημέρα της ανταλλαγής των επικυρώσεων από τις δύο Κυβερνήσεις. Σκέψεις για την ύπαρξη και διαιώνιση της ληστείας Ο έμπειρος αξιωματικός της Χωροφυλακής Αναστάσιος Πλέσσος, επισημαίνοντας τους παράγοντες που διαιωνίζουν τη ληστεία στην Ελλάδα, γράφει στο υπόμνημά του προς τον Υπουργό των Στρατιωτικών στις 25 Ιανουαρίου 1857:

 «Έκαστος ληστής είναι εξησκημένος εις απάσας τας κακουχίας του βίου. Τα ψυχή, αι ζέσται, η πείνα, η δίψα, οι πόνοι, τα βάρη δεν έχουν ουδεμίαν επιρροήν επ’ αυτού. Τα σκότη της νυκτός εις καμμίαν περίστασιν δεν εμποδίζουσιν αυτόν, ως και αι κακοκαιρίαι. Διέρχονται εν ώρα βαθείας νυκτός τα αποτομότερα και δυβατότερα μέρη εν ευκολία εις όλας του έτους τας εποχάς, ως διέρχονται τους ποταμούς ότε και οι μάλλον εξησκημένοι ιππείς δυσκολεύονται να πράξουν τούτο… Ο ικανότερος των ληστών δεν είναι συνήθως ο γενναιότερος, αλ τηδειότερος, ο νοημονέστερος και ο αντέχων εις τας κακουχίας. ο έχων ακριβή του τόπου γνώσιν και σχέσεις, και ούτος λαμβάνει συνήθως την διοίκησιν»108. 

Από άλλη σκοπιά βλέπει τη διαιώνιση της ληστείας η εφημερίδα «Αιών», αν και υπάρχουν και σημεία που συμφωνούν με τον αξιωματικό Αναστάσιο Πλέσσο: «Εάν κρίνωμεν την εν Ελλάδι ληστείαν, θέλομεν αμέσως ομολογήσει αφιλονείκητον τινά αλήθειαν, ότι οι ενεργούντες ταύτην ωθούνται κατά τα εννέα δέκατα μάλλον υπό του πνεύματος ενθουσιασμού, ηρωισμού και προσωπικής εκδικήσεως ή μάλλον υπό ποταπού πνεύματος του κακουργήσαι. Ο χωρικός ή ο ποιμήν ή ο αρματωλός, ο λαμβάνων το όπλον αυτού και περιζωνόμενος την σπάθην και τρέχων εις τα όρη, δεν πράττει τούτο, είτε όπως αρπάση χρήματα ή σφάξη αδιακρίτως (καθόσον επί τέλους όλοι ούτοι οι άνθρωποι ζώσιν απλούστατα), αλλά διότι πιστεύει, ότι εκεί εις τα βουνά, το αγαπητόν τούτο ενδιαίτημα των φευγόντων ποτέ την Τουρκικήν τυραννίαν, θέλει ανευρείν τον ελεύθερον και ανεξάρτητον βίον, όστις εστίν το όνειρον του νοός και της καρδίας αυτού. » Επίσης υπό τας αρχαιτύπους (sic) όλως ιδέας κοινωνίας ηρωικής οδηγούμενος, θεωρεί ποταπόν και εξευτελιστικόν αυτού, όπως εκζητήση εκδίκησιν της εις αυτόν γενομένης ύβρεως υπό των ομοίων δια της τακτικής οδού της Δικαιοσύνης. Τότε μόνον θεωρεί εαυτόν ικανοποιηθέντα, και την ύβριν εκλείψασαν, όταν την τιμωρίαν και την εκδίκησην φέρη δι’ αυτής της ιδίας χειρός αυτού. » Τα ώτα αυτού πληρούνται καθ’ εκάστην των τραγουδιών, όσα εποιήθησαν υπό του λαού υπέρ των Κλεπτών, και συγχύζων τους καιρούς και τας περιστάσεις, εν μόνον εύχεται, εν μόνον επιδιώκει, όπως και αυτός αξιωθή της τιμής αυτής. Σπάνιον ουδόλως εισίν, εάν ακούση την μητέρα του ληστού δικαιολογούσαν τον υιόν της λέγουσασαν ότι “θα τον τραγουδήσουν και αυτόν, καθώς τραγουδούν και τον Κίτσον”109. Ούτω υπό την αγαθήν έποψιν εξεταζομένη η ληστεία εν Ελλάδι ουδέποτε φέρει τον φρικώδη χαρακτήρα, ού η ανάμνησις της πράξεως και μόνης, αμέσως γεννά, ουδέ δύναται, ούτω κρινομένη, ίνα χρησιμεύση ως δείγμα κλονιζομένης ηθικότητος του τόπου. Τουναντίον, και ίσως η ιδέα φανή τολμηρά, αποδεικνύει ενυπάρχον εν αίσθημα ζωής εν τω Έθνει, ει και κακώς εκφραζόμενον, ει και κακώς ερμηνευόμενον…»110. Στο ίδιο κλίμα σχεδόν κινούνται και οι επισημάνσεις της εφημερίδας «Φάρος της Όθρυος» όσον αφορά την ύπαρξη αλλά και τη διαιώνιση της ληστείας. «Η πρόληψις περί παλληκαρισμού και γενναιότητος, η έτι και νυν επικρατούσα μεταξύ μάλιστα των τας μεθορίους, μεσογείους και αποκέντρους του κράτους επαρχίας οικούντων. Ο προληπτικός και αρχαϊκός γέρων, χωρικός ή ποιμήν, και ακούων πολλάκις μεταδίδει εις Η ληστεία στην Επαρχία της Φθιώτιδας 487 τους υιους του τας στρεβλάς επί του προκειμένου ιδέας και προλήψεις του, τώρα διηγούμενος προς αυτούς, παρά την εστίαν της καλύβης ή της σκηνής του τα, κατ’ αυτόν, άθλα του Λεπενιώτη και Κατσαντώνη και παρεισάγων πλεοτέραν τέρψιν και εγκωμιαστικάς υπερβολάς διαφόρους, ου την τυχούσαν, εμποιούσας εντύπωσιν εις τας καρδίας των τέκνων αυτού, των και τέκνων γνησίων της φύσεως, τώρα δε τας ωμότητας του Δαβέλη και Ντρέλλα111 μετ’ ενθουσιασμού ασπαζόμενοι και θεωρούν ως πράξεις γενναιότητος εξόχου και παλληκαρισμού απαραμίλου, ας και ρητώς πολλάκις προείπε προς απομίμησιν εις τους υιους του. επέρχονται ακολούθως τα κλέφτικα ή ηρωικά άσματα, ως οιονεί επίσημος επικύρωσις των του πατρός και των άλλων επίσης αρχαϊκών και προληπτικών γερόντων ιδεών και προλήψεων, προς δε η και εν τω μέσω της αγρίας φύσεως διατήρησις και περιπλάνησις και άλλα τινά συγγενή, άτινα, τοιουτοτρόπως την μεν ακοήν του νέου χωρικού ή ποιμένος ουδέν δύναται να τέρψη πλειότερον της εκ των τετριμίδων (;) και αλύσων του χαϊμαλιού και του κουστεκίου και της συγκρούσεως των επαργύρων όπλων προερχομένης κλαγγής, την δε όρασιν ουδέν της εκ της ρύπου μελανής φουστανέλλας, ούτε την αφήν αυτού πλειότερον της των όπλων αφής δύναται να ευχαριστήση. αντί δε να αποτροπιάζη προς τοιούτον έργον, εκ του αντίου, ανυπομονεί ο απλούς και αθώος αυτός της φύσεως υιος, πότε να ονομασθή με την παρά τοις επικρατούσαν και διακριτικήν αυτήν αισχράν επωνυμίαν, ώστε να τω παρουσιασθή η περίστασις να “έχη πλάτη το βουνό και σκέπασμα τον ουρανό κι ελπίδα το τουφέκι” (Α. Ρ. Ραγκαβής “Ο Κλέφτης”). 

Και πταίει, διότι έχει τας προλήψεις και ιδεάς τοιαύτας; τω είπε ποτέ τις το εναντίον, του παρουσίασεν ότι ο Δαβέλης και ο Ντρέλλας δεν ήταν ήρωες, αλλ’ήσαν τέρατα ανθρωπόμορφα, θηρία των δασών;»112 Το Ελληνικό Κράτος προσπαθούσε να λαμβάνει μέτρα κατά της ληστείας ανάλογα με τις διάφορες εισηγήσεις και με τις δυνατότητες ή και τις σκοπιμότητες που είχε. Για να περιορίσει μάλιστα αυτή έφτασε ως το σημείο να απαγορεύσει στο λαό να τραγουδάει κλέφτικα, γιατί αυτά εξιδανίκευαν την κλέφτικη ζωή και την αντρεία των κλεφτών και αποτελούσαν κακό πρότυπο για τους επίδοξους ληστές113. Κατά το 1857 και 1858 επικρατούσε ησυχία στη χώρα χάρη στα χτυπήματα που δέχτηκαν οι ληστοσυμμορίες των ληστών και κυρίως ο φόνος του αρχιληστή Χρήστου Νταβέλη το 1856 και του αρχιληστή Βασίλη Καλαμπαλίκη το 1858114. 

Η τοπική εφημερίδα «Φάρος της Όθρυος», κάνοντας απολογισμό για το 1857, γράφει, μεταξύ των άλλων: «… (δια) την καταστροφήν και εξόντωσιν της υδροκεφάλου Ύδρας της ληστείας»115. Η ίδια κατάσταση επικρατεί και κατά το 1858 αλλά και το 1859. 488 Θωμάς Γ. Καλοδήμος Η διάψευση των ελπίδων Το 1860 διορίστηκε γενικός δερβέναγας των τουρκικών μεθορίων ο Τουρκαλβανός Χαλίλ μπέης Φράσαρης «ο κοσμών το στήθος του δια του παρασήμου των Ταξιαρχών, απονεμηθέντος αυτώ υπό του Τρισεβάστου ημών Βασιλέως ένεκα της ειλικρινούς και αδόλου συμπράξεώς του εις την ριζικήν καταστροφήν της επαράτου ληστείας εις τα μεθόρια!...»116. 

Πρόκειται για γόνο «περιβλέπτου οικογενείας Αλβανικής» και οι κάτοικοι «εκφράζουν ελπίδας περί της εξασφαλίσεως της ησυχίας εις την οροθετικήν γραμμήν», διότι ο προκάτοχός του Αλικιούτ αγάς όχι μόνο δεν καταδίωκε τη ληστεία, αλλά αντιθέτως προσλάμβανε τους ληστές στην υπηρεσία του!117 Δυστυχώς όμως γρήγορα διαψεύστηκαν οι ελπίδες των παραμεθορίων κατοίκων της Ελλάδας, διότι ο Χαλίλ μπέης Φράσαρης, παρά το παράσημο με το οποίον είχε τιμηθεί και τα εγκωμιαστικά σχόλια των κατοίκων, συνέχισε τη γνωστή τακτική των Τουρκαλβανών δερβεναγάδων και υπέθαλπε τους ληστές στην παραμεθόριο διαμοιράζοντας τα ληστρικά λάφυρα μαζί τους118. Παίρνοντας η εφημερίδα «Φάρος της Όθρυος» αφορμή από τη διπρόσωπη συμπεριφορά του, γράφει:

 «Η Ελλάς επί τριακονταετίαν πάσχει από τα πάνδεινα κατά τα μεθόρια από την γνωστήν τουρκικήν πολιτικήν, ήτις συνίσταται εις το να διατηρή πάντοτε την ληστείαν εις το Τουρκικόν έδαφος, να περιθάλπη δια των δερβεναγάδων και λοιπών υπαλλήλων της, και αιωνίως εις ανησυχίαν να διατελή δι’ αυτής τας μεθορίους της Ελλάδος επαρχίας. »Τέλος πάντων τω 1856 η Ελ. Κυβέρνησις συνήψε συνθήκην μετά της Υ.Π. δι’ ης υποχρεούνται αμφότεραι αι συμβαλλόμεναι Κυβερνήσεις να περιφρουρήσωσι τα μεθόρια δια τακτικού στρατού, όπως κατορθωθή δι’ αυτών παντελής της ληστείας εξάλειψις. άλλ’ ενώ η Ελ. Κυβέρνησις εξεπλήρωσε το καθ’ αυτήν τους όρους της συνθήκης, διότι έκτοτε τα Ελληνικά όρια φρουρούνται δια τακτικού στρατού, οίτινες πάντοτε δια της πειθαρχίας και της ανδρείας των εδικαίωσαν τας προβλέψεις του Έθνους και της Κυβερνήσεως, η Υ.Π. περιφρονούσα και της συνθήκης αυτής, ουδεμίαν ακρόασιν δίδει εις τα άπειρα παράπονα των πασχόντων, αλλ’ εξακολουθεί να διατηρή εις τα μεθόρια τους ατάκτους Τουρκαλβανούς εκείνους, οίτινες αν δεν υπάρχη ληστεία αυτοί άφευκτα θα την δημιουργήσουν, διότι άνευ ταύτης δεν δύνανται να υπάρξωσιν…»119. 

Η κατάσταση επιδεινώνεται Γενικά μπορούμε να πούμε ότι η ληστεία ως το 1862 παρουσίασε κάποια ύφεση, αλλά επανέκαμψε απειλητικότερη κατά τα επαναστατικά γεγονότα της Μεσοβασιλείας (1862 – 1864) και την έξωση του βασιλιά Όθωνα120. Το παρακάτω έγγραφο του Υπουργείου Εσωτερικών, με αριθ μό 16956/28-8-1863, που απευθύνεται προς όλους τους Νομάρχες της χώρας περιγράφει τη δύσκολη κατάσταση που επικρατούσε τότε: «…Παρατηρούμεν, κύριε Νομάρχα, ότι εν ταις παρούσαις κρισίμοις περιστάσεσι, το πρώτιστον των καθηκόντων ημών είναι η διατήρησις της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας, και εξέχον δε η αποτελεσματική καταδίωξις της ληστείας, ήτις εσωτερικώς μεν κατατρύχει τον τόπον, εξωτερικώς δε προσάπτει το Έθνος μεγίστην ασχημίαν και παραβλάπτει ουσιωδώς τα μεγάλα της Πατρίδος συμφέροντα»121.

 Η ληστεία παρά τα ληφθέντα μέτρα υψώνει απειλητικά την κεφαλή της και παντού επικρατεί φόβος, αφού και οι ίδιοι οι κάτοικοι της πρωτεύουσας δεν τολμούν να βγουν έξω από αυτή φοβούμενοι τους ληστές122. Η ληστεία δυστυχώς: «κατήντησε ενδημική νόσος της ημετέρας Πατρίδος ως η χολέρα της Ινδίας, ο λοιμός της Αιγύπτου και ο ικτερώδης πυρετός της Αφρικής», γράφει μια εφημερίδα της εποχής στα 1865123. Σαν να μην έφταναν οι ταλαιπωρίες των κατοίκων των παραμεθόριων επαρχιών από τους ληστές, έρχονταν να προστεθούν σ’ αυτές και οι αυθαιρεσίες και οι καταχρήσεις των μεταβατικών αποσπασμάτων εις βάρος των κατοίκων.

 Το Υπουργείο των Στρατιωτικών με το αριθ. 9039/33/22-3-1865 έγγραφό του επισημαίνει: «Οι άνδρες του στρατού, φύλακες της δημοσίας τάξεως, εν η υπάρχει εγγύησις της ασφαλείας πάντων των δικαιωμάτων των πολιτών, οφείλουν να δεικνύωσιν άκρον σεβασμόν εις τα δικαιώματα ταύτα, τα οποία εισί τεταγμένοι να πράττωσιν. Ούτω δε πράττοντες και την αγάπην και εμπιστοσύνην των κατοίκων προσελκύουσιν αυτοίς και το καθήκον των ευκολότερον πραγματοποιούσιν, έχοντες την ειλικρινή του τόπου συνδρομήν»124. 

Από έγγραφο του Υπουργείου Εσωτερικών, αριθ. 16186/11-6-1866, απευθυνόμενο προς τους Νομάρχες του Κράτους, πληροφορούμαστε για την κατάσταση που επικρατεί σχετικά με τη ληστεία ανάμεσα στους κατοίκους: «Η ληστεία, το δεινότατον τούτο έγκλημα, εγείρασα από τινος θρασέως την κεφαλήν αυτής, ενέπνευσε, κατά τας πληροφορίας σας, σπουδαίους φόβους εις τους φιλησύχους πολίτας και αναγκάζει αυτούς να εξέρχωνται και εις τα κτήματα αυτών μετά δέους και προφυλάξεως»125. Για να χτυπηθή η ληστεία, από τις αρχές του 1866, τίθεται ξανά σε ισχύ η σύμβαση για την καταδίωξη της ληστείας (Νόμος ΤΛΑ 1856) μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας με διάρκεια έξι ετών και με ελαφρά τροποποίηση του άρθρου 6 ως εξής: «Οι λειποτάκται (sic) των διαφόρων στρατιωτικών σωμάτων οίτινες ήθελον προσφύγει εις το έδαφος της ετέρας Επικρατείας, θέλουσι συλλαμβάνεσθαι και οδηγείσθαι, υπό στρατιωτικήν φρουράν, εις τον πλησιέστερον σταθμόν τον κατεχόμενον υπό στρατιωτικού αποσπάσματος της δυνάμεως εις ην ανήκουσιν, και παραδίδεσθαι εις τον ειρημένον σταθμόν διοικητήν, όστις θέλει δίδει απόδειξιν της παραδόσεως εις τον αξιωματικόν τον οδηγήσαντα αυτούς. Εννοείται ότι η απόδοσις θέλει γίγνεσθαι μετά των όπλων, εφιππίων, ενδυμάτων και όλων εν γένει των λοιπών πραγμάτων, όσα έφεραν οι λειποτάκται (sic), ή όσα ευρέθησαν επ’ αυτών κατά την σύλληψίν των»126. Απομίμηση των ληστών Κατά το 1867 η κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή στη Φθιώτιδα, κάτι που ανησυχεί και προβληματίζει τους κατοίκους της. Παίρνοντας αφορμή από την επικρατούσα δυσάρεστη κατάσταση, ο τύπος, κάνει ορισμένες παρατηρήσεις και υποδείξεις γράφοντας: «Ομολογουμένως (…) το κύριον λάθος, η κυρία έλλειψις, έγκειται καθ’ ημάς εις το εν γένει σύστημα της Κυβερνήσεως επί της καταδιώξεως της ληστείας και εις την έλλειψιν της δεούσης σπουδής επί του χαρακτήρος και επί της τακτικής των ληστών… 

Η ληστεία τότε μόνον θα εξοντωθή εν Ελλάδι, όταν η εξουσία απομιμηθή τους ληστάς και την τακτικήν αυτών εφαρμόση κατ’ αυτών τούτων… » Ο βίος της ληστείας εν Ελλάδι, ερευνόμενος εν τω εσωτερικώ οργανισμώ αυτού παριστά εικόνα αληθώς σπουδαίαν, αποδεικνύει ου κοινήν πολιτικήν φρόνησιν, επικρατούσαν και διέπουσαν τας ληστρικάς συμμορίας, εξηγεί επί τέλους την παράτασιν και την διατήρησιν της ληστείας παρ’ ημίν. Και γνωστόν και παρά πάντων ομολογουμένον πρόκειται, ότι τα ληστρικά σώματα συγκρατεί σιδηρά πειθαρχία, ο δε κώδιξ ο πολεμικός αυτών ου μόνον είναι αυστηρότατος, αλλά και τηρείται απαρεγκλίτως. Εις το νεύμα του αρχηγού οι πάντες υπείκουσιν, άρα υπ’ αυτόν τασσόμενοι, αγογγύστως δε και δι’όλης της προθυμίας, χωρίς να τολμώσι να φέρωσι την ελαχίστην καν αντίρρησιν, οι υφιστάμενοι εκτελούσι τας διαταγάς του αρχηγού των και υποκύπτουσιν εις τας τιμωρίας, ας αυτός ήθελεν ορίσει κατά τινός παραβάσεως των ληστρικών νομίμων. Τόσω αυστηρά και τόσω ακριβής και τελεία είναι η πειθαρχία των ληστών ώστε κατ’ εικόνα του αρχηγού αυτών μορφούνται και μίαν θέλησιν έχουσι, εν νεύμα, το νεύμα του αρχιληστού. Εάν ο προϊστάμενος είναι αιμοβόρος, αυτόν οι τυχόν ηπιώτεροι, αλλ’ υπ’ αυτού τασσόμενοι, συμμορφούνται προς αυτόν. εάν είναι αυτός γλυκύς τους τρόπους και μη αιμοχαρής, αυτοί οι δολοφονικότατοι και αγριώτατοι περιορίζονται… » Περιττόν δε να σημειώσωμεν, ότι η αρχηγία εν τοις λησταίς είναι πραματική και ουσιαστική. ο αρχηγός της ληστρικής συμμορίας είναι τοιούτος, ουχί διότι απλώς διωρίσθη παρά τρίτου προσώπου, αλλά διότι είναι όντως άξιος να ηγείται, και διότι οι υπ’ αυτόν εισίν ενδομύχως πεπεισμένοι περί της αξίας του και ελευθέρως τον ανεγνώρισαν ως τοιούτον. 

Πειθαρχία τοιαύτη, οικοδομούσα την ρώμην της ληστρικής Η ληστεία στην Επαρχία της Φθιώτιδαφάλαγγος και εγγυωμένη το ακριβές και το επίκαιρον, και το ταχύ της εκτελέσεως των διδομένων διαταγών, πεποίθησις θρησκευτική, ούτως ειπείν εις τον αρχηγόν της συμμορίας και εις την ικανότητα αυτού, έπεται, ότι καθιστώσι τα ληστρικά σώματα δύναμιν πραγματικήν και ικανήν να παλαίση προς δυνάμεις αριθμητικώς μεν ανωτέρας, αλλά μη πειθαρχούσας. » Αλλ’ ο πολιτικός κώδιξ των ληστών είναι πολύ μάλλον περίεργος και πολύ εμφρωνέστερος του στρατιωτικού οργανισμού των. Γινώσκοντες καλώς, ότι δεν δύνανται να συντηρηθώσιν εν τίνι τόπω, εάν προσβάλωσι τα πλήθη, εάν τυραννήσωσι και καταπιέσωσι αυτά, εν γένει προσεπάθησαν να περιποιηθώσιν ταύτα και να θεραπεύσωσι τας αδυναμίας των. 

Σπανιώτατα υπάρχουν παραδείγματα ληστρικών συμμοριών, πιεσασών τους χωρικούς. Τουναντίον μάλιστα οι λησταί μόνον προσηνέχθησαν ανέκαθεν προς τους χωρικούς ευμενέστατοι. διότι ουδέποτε ήρπασαν την τροφήν των από του χωρικού, αλλά την ηγόρασαν τοις μετρητοίς, αδρώς πληρώσταντες μάλιστα, μόνον δια προσωπικήν εκδίκησιν εφόνευσαν ή συνέλαβον χωρικόν. ιδίως δε εκολάκευσαν τους ποιμένας. 

Τίνας οι λησταί συνέλαβον και τίνας κατεδίωξαν; Αυτούς εκείνους, ους οι κάτοικοι των χωρίων ή εμίσησαν ή δια ζηλοτύπου βλέμματος έβλεπον πάντοτε, ήτοι τους πλουσίους κατοίκους των πόλεων, τους δανειστάς αυτών, τους οπωσδήποτε παρ’ αυτών θεωρουμένους και κρινομένους, ως πιέζοντας αυτούς. Εν τω βάθει της διανοίας του χωρικού, ο ληστής, συλλαμβάνων κεφαλαιούχον τινά ή άλλον εύπορον κάτοικον της πόλεως, εδύνατο και δύναται να εύρη ευγνωμοσύνην μετά θαυμασμού τινός. Ουδείς εκ των χωρικών ούτω ούτε κατέδιδεν ούτε καταδίδει ληστάς. » Εάν ήδη, στρέψωμεν το βλέμμα προς τα καταδιώκοντα τους ληστάς στοιχεία τι βλέπομεν; Δυστυχώς το όλον αντίθετον. 

Αντί της αυστηράς και σιδηράς πειθαρχίας, της συμπηγνυούσης εις εν σώμα και εις εν βλέμμα της ληστρικής συμμορίας. αντί της ενότητος της ενεργείας, της ταχύτητος και της ακριβείας η προς την εκτέλεσιν των διατασσομένων παρά του αρχηγού εν μέρει των κυβερνητικών δυνάμεων, ανακαλύπτομεν λυπηράν τινά παράλυσιν, την έλλειψιν της ενότητος περί την ενέργειαν, και πειθαρχίαν ασθενεστάτην. Ούτως εις ουδέν δύνανται να χρησιμεύσωσιν, οι εκατόν ή διακόσιοι άνθρωποι της εξουσίας, αγύμναστοι, ως επί το πλείστον, ασύνδετοι και μη πειθαρχούντες, κατά δέκα ή είκοσι ληστών, εν σώμα και μίαν ψυχήν αποτελούμενον… » Περιττόν δε να σημειώσωμεν, ότι ουδόλως επέστησεν η κυβέρνησις την προσοχήν Αυτής επί της εκλογής των αρχηγών των καταδιωκτικών τους ληστάς σωμάτων (…), χείρονα δε ευρίσκομεν την εικόνα των προς τους κατοίκους των αγρίων τρόπων των μεταβατικών, ως καλούνται τα προς καταδίωξιν της ληστείας στελλόμενα σώματα παρά της εξουσίας. 

Ωσεί κατάρα τις πεισμόνως τα ωθεί, τα πάντα δυστυχώς έπραξαν ανέκαθεν, όπως, αντί να προσεταιρισθώσι και σαγηνεύσωσι τον νουν των χωρικών και εμνεύσωσι την εμπιστοσύνην αυτοίς, αποξενωθώσι τούτους και τους καταστήσωσι εκ συστήματος εχθρούς των, εν δε τη διανοία αυτών ανυψώσωσι τους ληστάς, στερεώσωσι δε τον προς εχθρούς θαυμασμόν και ακραίαν καταστήσωσι την συμπάθειαν. » Δεν είναι λόγος τινός ταύτα, αλλά υπό των πραγμάτων και υπό των ειδότων μαρτυρουμένας περιστάσεις. Καταλύματα επί καταλυμάτων, αρπαγή της τροφής χωρίς αποζημιώσεως, τιμωρίαι κατά των χωρικών και των ποιμένων, επί τη προφάσει μεν ότι εισί ούτοι λησταποδόχοι, αλλά συνηθέστερον προς υπηρεσίαν άλλων τελών και προς θεραπείαν ακατονομάστων παθών, τοιαύτη, εν γένει, εκτός ασθενών τινών εξαιρέσεων, η τακτική των δυνάμεων της κυβερνήσεως προς τους χωρικούς. Η εξουσία άχρι τούδε, δια της διαγωγής των προς καταδίωξιν της ληστείας αποστελλομένων δυνάμεων, εξηγρίωσε τους κατοίκους των αγρών και προσεταιρίσατο αυτοίς τοις λησταίς, εμπνεύσασα το πνεύμα της εκδικήσεως και ενισχύσασα το πείσμα αυτών. »

 Προς τι άραγε να καταδώση τον ληστήν, λέγει ο χωρικός, όταν αυτός, ερχόμενος, δεν αρπάζει αλλά αγοράζει επί τοις μετρητοίς την τροφήν απ’ εμού, όταν δεν με βαρύνη δια καταλυμάτων, όταν τηρή τον λόγον, ον δίδει, όταν με τιμωρή, μόνον απίστως φερόμενον προς αυτόν; Προς τι να μη προτιμήσω αυτόν, αντί οργάνων εξουσίας, μη σεβομένων ούτε την τιμήν των οικογενειών, την περιουσίαν μου, ούτε την πτωχείαν μου; Προς τι επί τέλους να βοηθήσω δυνάμεις, αίτινες, μη εκτελούσαι πιστώς τας δεδομένας αυταίς διαταγάς, αύριον θα με αφήσωσιν έκθετον εις την εκδίκησιν των ληστών και ουδεμίαν θα μοι παράσχωσιν αρωγήν, κατά της αντεκδικήσεως εκείνων, δικαίας, ας το ομολογήσω, αφού, αντήμειψα δια προδοσίας τους προς εμέ ευμενείς τρόπους των; Τοιαύτα πάντα ατυχώς, δεν είναι συντακτικά τινά σχήματα, ή επιδείξεις ρητορικαί, αλλ’ η πιστή απεικόνισις των συμβαινόντων»127. Με πολύ ρεαλιστικό τρόπο και έξω από τα δόντια λέγει ο αρθρογράφος τους λόγους για τους οποίους η ληστεία εξακολουθεί να υφίσταται και να ταλαιπωρεί τους αγροτικούς πληθυσμούς, οι οποίοι υποφέρουν επίσης και από τις στρατιωτικές δυνάμεις τις ενταγμένες για την καταπολέμησή της. Ομιλών στη Βουλή ο βουλευτής Δαρειώτης, στις 25 Οκτωβρίου 1867, με μελανά χρώματα περιγράφει την κατάσταση που επικρατεί στη Φθιώτιδα: «Η κατάστασις της δημοσίας ασφαλείας εν Φθιώτιδι από της ανοίξεως του ενεστώτος έτους αποβαίνει απερίγραπτος… Οι λησταί αποβαλόντες πάντα φόβον της εξουσίας πολλαπλασιασθέντες εκ της κατά τα μεθόρια ανωμαλίας, παρήτησαν τα όρη και επλημμύρισαν τα χωρία της 

… Το Πάσχα όλαι αι ληστρικαί συμμορίαι συνέφαγον εντός των χωρίων μετά των χωρικών, εν παντελεί αφοβία και αταραξία». Και ειδικότερα η συμμορία του Δεδούση στο Κάψι, του Σπανού στο Αυλάκι, του Μπατσαλέξη στη Γραμμένη, όπου ο αρχιληστής Μπατσαλέξης ανάγκασε τον πατέρα μιας κοπέλας να τη δώσει σε κάποιον συγχωριανό της παρά τη θέλησή της, απάγοντας ο ίδιος την κοπέλα και οδηγώντας την στην εκκλησία, όπου και τη στεφάνωσε ο ίδιος! 

Η συμμορία των Αρβανιταίων έκανε Πάσχα στο Αρχάνι, όπου οι ληστές βάφτισαν και μερικά παιδιά, στη Γιαννιτσού ο Καμάρας και οι συμμορίες του Τσούκα, των Αρβανιτοβλάχων και λοιπών άλλων στα χωριά των Δήμων Φαλάρων, Κρεμαστής Λαρίσσης και Πτελεατών. Και τελειώνοντας την ομιλία του στη Βουλή ο βουλευτής προσθέτει: «Προς τούτοις ουδείς εκ των συνόρων κατοίκων της επαρχίας Φθιώτιδος, μάλιστα των κτηματιών, δεν έμεινε χωρίς να πληρώση φόρον εις τους ληστάς επί απειλή φόνου και καταστροφής των κτημάτων του»128. Παύση του Δημοτικού Συμβουλίου Λαμίας 

Η κατάσταση στη Φθιώτιδα είναι απελπιστική. Οι ληστές εισήλθαν στο παραμεθόριο χωριό Δερβέν Φούρκα (Καλαμάκι) και απογύμνωσαν τους κατοίκους, παίρνοντας λάφυρα και απάγοντας σε αιχμαλωσία τους πλουσιότερους κατοίκους ζητώντας λύτρα. Το Δημοτικό Συμβούλιο Λαμίας με πλειοψηφία έξι εναντίον ενός, στις 12 Οκτωβρίου 1867, συνέταξε την παρακάτω πράξη απευθυνομένη προς την Κυβέρνηση129: 

«… Το Συμβούλιον λαβών υπ’ όψιν του την αίτησιν συνδημοτών μας Βασιλείου Θεοδοσίου, Καραπατάκη Αγγελή (;) και Περιστέρας Αλεξάνδρου κατοίκων του χωρίου Δερβέν Φούρκα περί συνδρομής δανείου δραχ. 1500 δια την απελευθέρωσιν των εις χείρας των ληστών συγγενών των παρατηρεί ότι ο Δήμος Λαμίας προ τινών μηνών περιήλθεν, ως και ολόκληρος η επαρχία της Φθιώτιδος, εις οικτράν κατάστασιν ένεκα των συχνών ληστρικών αιχμαλωσιών, λεηλασιών και άλλων κακουργημάτων, λαμβανόντων χώρας εις τε τον Δήμον μας και εις τους λοιπούς Δήμους της επαρχίας ταύτης, λαβόν υπ’ όψιν προσέτι ότι προ τινών ημερών ελεηλατήθη ολόκληρον το χωρίον Δερβέν Φούρκα του Δήμου μας και απήχθησαν ως αιχμάλωτοι το ήμισυ των κατοίκων των μάλλον ευπορούντων και τοις ζητούνται λύτρα υπέρογκα προς απελευθέρωσίν των, αφού πρώτα αφηρέθησαν εκ των οικιών των παν ό,τι και αν είχον. 

Ότι αιχμαλωτίσθησαν πολίται διαφόρων χωρίων και Δήμων της επαρχίας μας και αυτών ακόμη των προαστείων της πόλεώς μας ευρίσκονται εισέτι των ληστών 35 περίπου τοιούτοι ως αιχμάλωτοι, εκτός των όσων εξηγοράσθησαν δι’ υπερόγκων λύτρων υποθηκευόντων των κτημάτων των υπερόγκους τόκους.

 Ότι πολλοί ου δυνηθέντες να εύρωσι χρήματα τόσα, όσα τοις εζητούντο έγειναν θύμα της θηριωδίας των ληστών, πέμποντες αυτούς εις την μέλλουσαν ζωήν δια του σκληροτάτου θανάτου, αφήσαντες τας οικογενείας των άνευ πατρικής προστασίας και στερουμένας σήμερον και αυτού του επιουσίου άρτου. Ότι ουδείς πολίτης πλούσιος ή πένης δύναται ακινδύνως να εξέλθη της πόλεως ή χωρίου του και μεταβή όπου το συμφέρον του τον καλεί. Ότι μη δυναμένων των πολιτών να εξέλθουν ως ανωτέρω ακινδύνως ζημιούνται επαισθητώς, διότι (δυσνόητο) οι καρποί των εις τους αγρούς εις τη διάκρισιν του τυχόντος και φθείρονται καθ’ εκάστην από διαφόρους αιτίας (…). Όθεν πάσχει επαισθητώς και το εμπόριον και η γεωργία και η βιομηχανία και καθ’ άπασαι της κοινωνίας αι τάξεις.

 Ότι προ μηνών και ήδη οι λησταί άρχισαν ζητούντες λύτρα και εξ εκείνων των πολιτών κτηματιών, όσων δεν τους είναι εύκολον να συλλάβωσιν, καταστήσαντες ούτω αδύνατον την ενοικίασιν των βοσκοτόπων, των μύλων των και την συλλογήν των καρπών των δια της απειλής και καταστροφής των δένδρων και των αμπέλων των, της πυρπολύσεως των οικιών και αποθηκών των και τελευταίον δια του φόνου των αροτήρων ζώων που εν μέρει έπραξαν. Ότι πολίται ανέκαθεν αποκαταστημένοι εις τους Δήμους της επαρχίας μας, μη δυνηθέντες να αντέξωσι εις την τοιαύτην ανάγκην μετήλλαξαν κατοικίαν εις Εύβοιαν αφήσαντες τας οικίας των και κτήματά των κλπ. εις την διάκρισιν του τυχόντος, άλλοι, το χείριστον πάντων, επροτίμησαν την αλλοδαπήν και μετέβησαν εις το Οθωμανικόν, εις την αυτήν δε ανάγκην ευρίσκονται και πολλοί, άλλοι εξακολουθούντας της αυτής καταστάσεως. Ότι πολίται φιλήσυχοι και φίλοι της τάξεως πληρώνοντες αγογγύστως τους φόρους των δικαιούνται να ζητήσωσιν την ασφάλειαν της τιμής και ζωής και περιουσίας των εις αντάλλαγμα των φόρων ους πληρώνουν, διότι άλλως είναι άδικον να δανείζονται σήμερον με αδρούς τόκους να πληρώσωσι τους δημοσίους φόρους αύριον να εξαγοράσουν τα μέλη της οικογενείας των από την αιχμαλωσίαν και την άλλην να σώσωσι την περιουσίαν των δια λύτρων προς καιρόν. » Δι’ όλα ταύτα και δι’ όσα χάριν αβροφροσύνης παραλείποντες τη εκθέση (sic) εκφράζει δια του παρόντος ψηφίσματος την λύπην του δια την οικτράν ταύτην κατάστασιν του τε Δήμου μας και απάσης της επαρχίας, εύχεται δε εγκαρδίως όπως η Σεβαστή Κυβέρνησις λάβη ταχέως και υπό σπουδαίαν έποψιν την οικτράν αυτήν κατάστασιν δια της συντόνου δε μερίμνης της φέρη την ανήκουσαν θεραπείαν εις τον δυστυχή τούτον τόπο καθώς και εις τους ανωτέρω αιχμαλωτισθέντας κατοίκους Δερβέν Φούρκας, άλλως οι συμπολίται ημών ευρίσκονται εν πλήρει απελπισίαν.

Ούτω συνετάχθη η παρούσα και υπεγράφη παρ’ όλων (... ) των παρόντων μελών εκτός του Δημητρίου Γουργιωτάκη, αποχωρήσαντος»130 . Ο Πρόεδρος Τα μέλη (υπογραφή) (υπογραφές) Με πολύ μελανά χρώματα το Δημοτικό Συμβούλιο περιγράφει την τραγική κατάσταση που επικρατεί στη Φθιώτιδα, που απεικονίζει τη σκληρή πραγματικότητα την οποία θέλει να αγνοεί η Κυβέρνηση και γι’ αυτό έπαυσε και το Δημοτικό Συμβούλιο της Λαμίας, για να το τιμωρήσει. Το θέμα, όπως ήταν φυσικό, πήρε μεγάλες διαστάσεις και απασχόλησε τη Βουλή που κλήθηκε να δώσει τις σχετικές εξηγήσεις προς τους βουλευτές στο Κοινοβούλιο.

 Ο βουλευτής της Φθιώτιδας Δ. Χατζίσκος ερωτά στη Βουλή για ποιον λόγο η Κυβέρνηση προέβη στην πράξη αυτή. Στο βήμα ανεβαίνει ο Πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος και ενώπιον της Βουλής λέγει ότι διαλύθηκε το Δημοτικό Συμβούλιο Λαμίας, διότι «εξήλθε των καθηκόντων του (…) και επέμβηκεν εις την εξέλεγξιν διοικητικής ενέργειας» και διότι «το δημοτικόν συμβούλιον ενεργήσαν όπως ενήργησεν, εκφράσασαν γνώμην περί της εν γένει διοικήσεως και της καταστάσεως των επαρχιών, εξήλθε των καθηκόντων του… Το συμβούλιον εξέφραζεν εν ψεύμα το οποίον προσβάλλει την τιμήν και την υπόληψιν της πατρίδος… Το συμβούλιον ήθελε να καθιερώση ένα προηγούμενον ψεύδος ότι ο τόπος αυτός μαστίζεται από την ληστείαν, εν τω εσωτερικώ διατηρουμένη και μη δυναμένη να καταστραφή ένεκα των κακών μέτρων, ήτοι της ανεπιτηδείου ενεργείας των αρχών.

 Το συμβούλιον λοιπόν δια της πράξεώς του αυτής είπεν εν ψεύδος προς βλάβην των συμφερόντων και της τιμής της πατρίδος, επαναλαμβάνω, ήτον ένοχος της ποινής την οποίαν υπέστη». Από σχετική ομιλία του βουλευτή Ι. Τσιριμώκου στη Βουλή σχετικά με την παύση του Δημοτικού Συμβουλίου πληροφορούμαστε ότι το Δημοτικό Συμβούλιο Λαμίας κυκλοφόρησε επιστολή που περιέγραφε τη ληστρική κατάσταση που επικρατούσε στη Φθιώτιδα, κοινοποιώντας την σε διάφορα πρόσωπα, και δεν την έστειλε στους βουλευτές του Νομού για ενημέρωση της Βουλής. Παίρνοντας το λόγο στη Βουλή ο βουλευτής Δαρειώτης, μεταξύ των άλλων, λέγει:

 «Πού ηκούσθη ποτέ εις την ιστορίαν, ότι οι λησταί διημέρευον τας εορτάς πλησίον της πρωτευούσης του νομού (Φθιώτιδος), βαπτίζουν τέκνα, αρπάζουν κόρας, νυμφεύουν αυτάς, νυμφεύονται εκείνοι και έρχεται η εξουσία να λέγη ότι δεν υπάρχουν λησταί αλλά μόνον εφορμούν από το Τουρκικόν;»131.

 Η εφημερίδα «Εύριπος» επιδοκιμάζοντας την πράξη του Δημοτικού Συμβουλίου και επιρρίπτοντας έμμεσα ευθύνες στην Κυβέρνηση γράφει: «Το δημοτικόν Συμβούλιον Λαμίας εξέδοτο κατ’ αυτάς εις την Κυβέρνη496 Θωμάς Γ. Καλοδήμος σιν μετά πάσης εμπιστοσύνης και κοσμιότητος την αθλίαν κατάστασιν εις ην περιέστη ο δήμος Λαμίας ιδίως, και πάσα η επαρχία εν γένει της Φθιώτιδος ένεκα των στυγνών ληστειών, αιχμαλωσιών, και άλλων κακουργημάτων. Ουδείς πολίτης πλούσιος ή πένης δύναται ακινδύνως να εξέλθη της πόλεως και να μεταβή εις τας εργασίας του. Εύχεται δε όπως η Κυβέρνησις λάβη σπουδαίας και υπό ταχείαν όψιν την οικτράν αυτήν κατάστασιν και να φέρη την προσήκουσαν θεραπείαν, άλλως οι πολίται ευρίσκονται εις πλήρη απελπισίαν!...»132. 

Η αιχμαλωσία και η σφαγή των μαθητών του Γαρδικίου

 Δυστυχώς παρά τη διαμαρτυρία προς την Κυβέρνηση του Δημοτικού Συμβουλίου Λαμίας και τις κραυγές αγωνίας των κατοίκων της δύστυχης Φθιώτιδας η κατάσταση όχι μόνο δε βελτιώνεται, αλλά συνεχώς επιδεινώνεται από τις κακουργίες των ληστών. Κατά το 1868 συνέβη το τρομερό γεγονός της απαγωγής, αιχμαλωσίας και του φόνου των μαθητών του αλληλοδιδακτικού Δημοτικού σχολείου του Γαρδικίου Ομιλαίων από τη ληστοσυμμορία των αδελφών ληστάρχων Τάκου και Χρίστου Αρβανιτάκη133. 

Πότε όμως έγινε η αιχμαλωσία και ο φόνος των παιδιών και πόσα τελικά ήταν τα παιδιά που αιχμαλωτίστηκαν; Ο λαογράφος και ιστοριοδίφης Δημήτριος Γαρδίκης από το Γαρδίκι Ομιλαίων μας αναφέρει, χωρίς όμως να καταφεύγει στα γραπτά ντοκουμέντα της εποχής εκείνης αλλά, προφανώς, αντλώντας τις πληροφορίες του από σύγχρονές του προφορικές μαρτυρίες, ότι η απαγωγή των μαθητών έγινε το Μάρτιο του 1872 και ότι οι μαθητές ανέρχονταν στους 40134. 

Οι σύγχρονες όμως μαρτυρίες με τα σχετικά γεγονότα κάνουν λόγο για 27 μαθητές κατά τον Γιάννη Κολιόπουλο, που στηρίζεται σε αρχειακές πληροφορίες, και για έτος απαγωγής το 1868135. Από αγόρευση του βουλευτή Φθιώτιδας Ι. Τσιριμώκου στη Βουλή των Ελλήνων, στις 26 Ιουλίου 1869, σχετικά με τη ληστεία, πληροφορούμαστε περισσότερα για την απαγωγή των μαθητών, όπου, μεταξύ των άλλων, αναφέρει: «Δεν συνεπληρώθη, κύριοι, έτος κατά το οποίον 50 παίδες του αλληλοδιδακτικού σχολείου του Γαρδικίου απήχθησαν αγεληδόν αιχμάλωτοι και μετά του διδασκάλου μετεφέρθησαν εις μικράν απόστασιν του χωρίου και εκεί εκρατήθησαν δέκα, οι δε λοιποί απελύθησαν, τα αιχμαλωτισθέντα εκρατήθησαν, νομίζω, 45 ημέρας, καθ’ ας οι δυστυχείς γονείς έτρεχον να προμηθεύσουν τα λύτρα. εκ τούτων των τέκνων δύο εσφάγησαν ως αρνία, του ετέρου απεκόπη η ρις και ετέρου το ους…»136. 

Αν συνδυάσουμε τώρα τις σχετικές πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι αιχμαλωτισθέντες μαθητές ήταν γύρω στους 50, ένας αριθμός λογικός για ένα κεφαλοχώρι, όπως ήταν το Γαρδίκι Ομιλαίων που ήταν τότε και η έδρα του Δήμου Ομιλαίων, και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι τότε δεν πήγαιναν τα κορίτσια στο σχολεία αλλά και πολλά αγόρια137. 

Πότε όμως έγινε η απαγωγή των μαθητών; Ο Γιάννης Κολιόπουλος και ο βουλευτής Ι. Τσιριμώκος τοποθετούν το σχετικό γεγονός της απαγωγής το 1868 και ο Δημήτριος Γαρδίκης το 1872138. Το σωστό είναι, κατά τη γνώμη μας, ότι η απαγωγή του δασκάλου και των μαθητών να έγινε το 1868, τότε που την τοποθετούν οι σύγχρονες με το γεγονός μαρτυρίες της εποχής. Μετά την εξακρίβωση του αριθμού των μαθητών και το έτος της απαγωγής, παραμένει ακόμα μια διαφορά της εποχής που πραγματοποιήθηκε το γεγονός. Ο Δημήτριος Γαρδίκης παραδέχεται ότι ήταν Μάρτιος μήνας139, ενώ ο βουλευτής Ι. Τσιριμώκος, ομιλών στη Βουλή, στις 26 Ιουλίου 1869, μας αναφέρει ότι «δεν συνεπληρώθη έτος» από την απαγωγή των μαθητών140. Αν η απαγωγή και η αιχμαλωσία ήταν τόσο πρόσφατη – 4 με 5 μήνες πριν από την ομιλία του στη Βουλή – δεν υπήρχε λόγος να κάνει λόγο για έτος, αλλά για κάποιους μήνες που είχαν περάσει. Να υποθέσουμε ότι το σχετικό συμβάν έγινε το καλοκαίρι του 1868 και ίσως το σχολείο να ήταν θερινό; 

Η προσκόμιση νέων στοιχείων ίσως μας επιλύσει τη δικαιολογημένη απορία μας. Και τέλος δύο άλλες απορίες: 14 ήταν τα παιδιά που κράτησαν οι ληστές ή 10; 48 ώρες τα κράτησαν ή 45 μέρες; Ας έλθουμε τώρα στην εξιστόρηση των γεγονότων. Οι ληστές στις 9 το πρωί μπήκαν μες στην αίθουσα του σχολείου κατά την ώρα της προσευχής και διέταξαν το δάσκαλο να πάρει το Μαθητολόγιο και να βγάλει έξω τα παιδιά. Τα παιδιά με το δάσκαλό τους, με 10 ληστές μπροστά και 10 από πίσω οδηγούνται στο λόφο «Άγιοι Θεόδωροι» του Γαρδικίου.

 Οι γονείς των μαθητών απασχολημένοι με τις αγροτικές τους εργασίες δεν πήραν είδηση και μόνο ένας συγχωριανός τους που διατηρούσε μαγαζί και χασάπικο στο χωριό αντιλήφθηκε το τρομερό γεγονός και έτρεξε και χτύπησε την καμπάνα του Αγίου Αθανασίου του χωριού, για να ειδοποιήσει τους χωριανούς του. Τη στιγμή όμως εκείνη γυρίζει πίσω ένας ληστής και τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε στο πόδι και από τότε ο Παντελής Αλεξόπουλος – έτσι ονομαζόταν – έμεινε σακάτης για όλη του τη ζωή. Στο μεταξύ οι λήσταρχοι αδελφοί Αρβανιτάκηδες συνέχισαν την μαρτυρική πορεία των μαθητών και έφτασαν στο λόφο του «Αγίου Αθανασίου». Εκεί ο δάσκαλος διαβάζει το Μαθητολόγιο και μαζί με ένα ληστοφυγόδικο Γαρδικιώτη – Μερστιάνο ονομαζόμενο – έδιδαν πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση του κάθε μαθητή. Κατόπιν απελευθέρωσαν το δάσκαλο και τους μαθητές, εκτός από 14 μαθητές που τους κατακράτησαν και ζητούσαν λύτρα – τα λύτρα ανέρχονταν από 500 έως 2000  δραχμές ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του κάθε μαθητή – εγχειρίζοντας στο δάσκαλο την παρακάτω επιστολή: «Γαρδικιώτες τα παιδιά σας τάχουμε στα χέρια μας. Όσα γράφουμε στον κατάλογο στον καθένα για την εξαγορά, θα τα φέρητε σωστά και σε χρυσό, χωρίς να πάρη κανένας χαμπάρι. Προσέξτε άμα αυτά που σας λέμε, μέσα σε 48 ώρες, προθεσμία που σας δίνουμε, θα σας στείλουμε τα κεφάλια των παιδιών σας, να τα κάμητε πατσιά». Οι ταλαίπωροι γονείς έτρεξαν δεξιά και αριστερά να εξοικονομήσουν τα χρήματα και έφτασαν ως τη Σπερχειάδα και τη Λαμία141. 

Ο Δημήτριος Γαρδίκης μας αναφέρει ότι από κάποιο παιδί έλειπαν 100 δραχμές και οι ληστές του έκοψαν σύρριζα το αυτί! Το παιδί αυτό ονομαζόταν Μπακογιώργος και όταν μεγάλωσε έγινε αξιωματικός των μεταβατικών αποσπασμάτων και ήταν ο φόβος και ο τρόμος των ληστών, γνωστός με το παρατσούκλι Κουτσαύτης142. 

Φαίνεται όμως ότι κάποιου άλλου μαθητή οι γονείς δεν μπόρεσαν να εξοικονομήσουν όλα τα χρήματα, γιατί δεν μπορεί να εξηγηθεί η αναφορά του βουλευτή Ι. Τσιριμώκου ότι «απεκόπη η ρις του ετέρου»143.

 Οι ληστές αφού πήραν τα ζητούμενα λύτρα απελευθέρωσαν τα υπόλοιπα παιδιά εκτός από 2 από την οικογένεια Γαρδίκη, επειδή οι γονείς τους συνεργάζονταν με τα καταδιωκτικά αποσπάσματα ως οδηγοί και εφοδηγοί. Τα δυο παιδιά τα πήραν μαζί τους οι ληστές και κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα στη θέση «Λάπατο», εκεί που ενώνεται ο Τυμφρηστός με την Όθρυ, τα σκότωσαν με βάρβαρο τρόπο, για να εκδικηθούν τους Γαρδικαίους144. 

Έτσι έληξε η ομηρία των μαθητών του Δημοτικού σχολείου του Γαρδικίου και γράφτηκε η λύση του δράματος με τη σφαγή των δύο παιδιών! Θλιβερή η κατάσταση στη Φθιώτιδα Η κατάσταση στην επαρχία της Φθιώτιδας είναι θλιβερή, γιατί βρίσκεται στη διάκριση των ληστοσυμμοριών. Από την αγόρευση του βουλευτή της Φθιώτιδας Ι. Τσιριμώκου στη Βουλή των Ελλήνων, στις 26 Ιουλίου 1869, μαθαίνουμε την τραγική κατάσταση που επικρατεί:

 «Κύριοι Βουλευταί, σας ζητώ συγγνώμην, διότι μετ’ αγανακτήσεως προκαλώ συζήτησιν, την οποίαν ένεκα της παρελεύσεως της ώρας θέλουσι τινές να αναβάλωσι, σας βεβαιώ όμως ότι, όταν προς στιγμήν συλλογισθήτε, ότι ουδείς τόπος είναι δυστυχέστατος της πατρίδος μου, ότι από καμίαν άλλην επαρχίαν δεν απήχθησαν 250 περίπου αιχμάλωτοι προ δύο ετών, ότι καμμία επαρχία δεν επλήρωσε λύτρα ενός περίπου εκατομμυρίου (θόρυβος), βεβαιωθήτε ότι αι διακοπαί εις τίποτε δεν θα σας ωφελήσουν… » Εις τοιαύτην κατάστασιν ελεεινήν ευρίσκεται ολόκληρος η Ρούμελη, ιδίως η Φθιώτις, της οποίας είμαι αντιπρόσωπος… Εάν ήθελα παραλείψει την εκπλήρωσιν του καθήκοντος τούτου, ήθελον είμαι ένοχος προδοσίας. ανάξιος δ’ αντιπρόσωπος αυτής, εάν δεν ήθελον κάμει λόγον περί των δυστυχημάτων της και ήτο χλεύη αυτόχρημα η ιδιότης του αντιπροσώπου. Ευδαίμων, Κύριοι, είναι η Πελοπόνησσος, ευδαίμονα είναι τα λοιπά μέρη της Ελλάδος, δυστυχής είναι η Ρούμελη και δυστυχεστάτη η Φθιώτις. » Τόσον μεγάλα είναι τα δεινά, τόσον ποικίλα και πολυειδή, τα οποία καταστρέφουν τον τόπον, ώστε με συνταράττουν ολόκληρον, και άλγος βαρύ κατέχει την καρδίαν μου σας βεβαιώ, Κύριοι, εάν αυτήν την στιγμήν ήτο δυνατόν να βελτιωθή η κατάστασις της επαρχίας μου, προσέφερα τον εαυτόν μου πρώτον θύμα. και σας το λέγω εν συνειδήσει και κατανύξει ψυχής. Έλθετε, Κύριοι, εις την Φθιώτιδα, βαδίσατε ολίγα βήματα, και τον πρώτον πολιόν γέροντα ον θα συναντήσετε, ερωτήσατέ τον, διατί γέρων εκτείνεις ικέτιδα χείρα; και θέλει σας απαντήσει, χθες ήμην ευτυχής, έζων εκ των έργων μου, αλλ’ οι λησταί με κατέστησαν επαίτην, φονεύσαντες τα τέκνα μου, την βακτηρίαν των γηρατειών μου, και διαρπάσαντες την περιουσίαν μου. « Προχωρήσατε ολίγα βήματα και θα απαντήσητε μελανείμονα νεάνιδα, βαστάζουσα εις μεν την αγκάλην θηλάζον τέκνον, εις δε την δεξιάν μικρόν παίδα. μη, προς Θεού, την ερωτήσητε διατί είναι επαίτις. οι λησταί εφόνευσαν τον σύζυγόν της και απωρφάνευσαν τα αθώα πλάσματα. Προχωρήσατε ολίγον παρακάτω και θέλετε απαντήσει όμοια πλάσματα. Ανά παν στάδιον θέλετε μανθάνει εν λυπηρόν δυστύχημα, θα σας παρακολουθή η διήγησις μιας αιχμαλωσίας, μιας ληστείας, ενός φόνου, ενός εμπρησμού, μιας δηώσεως της χώρας. » Βλέπετε λοιπόν πόσον λυπηρά είναι η θέσις μου, πόσον δίκαιον έχω να σας παρακαλώ και να επιμένω να ακούσητε μετά προσοχής. διότι, Κύριοι, δεν απέρχεται νυξ την οποίαν εν θλιβερόν συμβεβηκός δεν παρακολουθεί. Δεν συνεπληρώθη, κύριοι, έτος κατά το οποίον 50 παίδες του αλληλοδιδακτικού σχολείου του Γαρδικίου απήχθησαν αγεληδόν αιχμάλωτοι και μετά του διδασκάλου μετεφέρθησαν εις μικράν απόστασιν του χωρίου και εκεί εκρατήθησαν δέκα, οι δε λοιποί απελύθησαν, τα αιχμαλωτισθέντα εκρατήθησαν, νομίζω, 45 ημέρας, καθ’ας οι δυστυχείς γονείς έτρεχον να προμηθεύσουν τα λύτρα. εκ τούτων των τέκνων δύο εσφάγησαν ως αρνία, του ετέρου απεκόπη η ρις και ετέρου το ους…145 » 

Δεν είναι έτος, κατά το οποίον 10 κάτοικοι του χωρίου Κομποτάδων απήχθησαν εις αιχμαλωσίαν, ως άγεται εις το σφαγείον αγέλη βοών, τεσσαράκοντα ημέρας διεπραγματεύοντο οι ταλαίπωροι συγγενείς των να πληρώσωσιν εις τα θηρία 15000 δραχ. λύτρα. δεν συμπληρούται έτος καθ’ ο κάτοικοι του χωρίου Μάκρεση και Χαλήλι απήχθησαν αιχμάλωτοι από  τα αλώνια όπου συνεκόμιζον τους καρπούς των.

 Μου είναι, Κύριοι, εύκολον να σας απαριθμήσω τας αιχμαλωσίας, αι οποίαι έλαβον χώραν, αλλ’ είναι θλιβερόν να επαναλάβω 250 τοιαύτα δυστυχήματα. δεν βλέπω δε και την ανάγκην, αφού ουδείς δυσπιστεί, ουδείς αντιλέγει και καθ’ εκάστην δια του τύπου λαμβάνων γνώσιν… » Το βήμα τούτο είναι, Κύριοι, δι’ ημάς ο μόνος όρμος, ο μόνος λιμήν, η μόνη άγκυρα εις την οποίαν έχομεν τας ελπίδας ημείς οι κάτοικοι της Φθιώτιδος, το βήμα τούτο, αυτό το βήμα μας εναπομένει, δια να σωθώμεν από την θύελλαν, από την καταιγίδα. 

Εάν λοιπόν από του βήματος τούτου δεν ήθελον τολμήσει να εξεγείρω αυτήν την φωνήν και εξήγειρον να προκαλέσω επί τοσούτον την προσοχήν σας, δι’ ην, Κύριοι, σας οφείλω χάριτας καθ’ όσον βλέπω εις όλων ημών τους οφθαλμούς την λύπην αφειδώς διαχυθείσαν ήθελα παραλείψει το καθήκον μου. οφείλομεν όμως, Κύριοι, άπαντες από κοινού δι’ ενεργειών να επαναφέρωμεν την τάξιν και την ασφάλειαν εις τον ατυχή τόπον μας»146.

 Με δραματικότητα, παραστατικότητα και γλαφυρότητα παρουσίασε στη Βουλή των Ελλήνων το δράμα που παιζόταν στη Φθιώτιδα με ήρωες τις διάφορες ληστοσυμμορίες και με θύματα τους ταλαίπωρους κατοίκους της. Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε… Το 1870 στιγματίζεται από το φοβερό ανοσιούργημα της δολοφονίας των ξένων περιηγητών στο Δήλεσι (αρχαίο Δήλιον) της Βοιωτίας από τη συμμορία των Αρβανιτάκηδων, εξαιτίας του οποίου διασύρθηκε στο εξωτερικό η Ελλάδα. 

Το καλοκαίρι του ίδιου έτους δρούσαν οι εξής συμμορίες: του Ευαγ. Σπανού, Δημ. Αλογάρη, Καλαμπαλίκη ή Καμάρα147, Κρικέλα, Βελεστίνου, Φ. Σκόντρα, Ντατσογιάννη, Δήμου Σκαλτσά, Νταλαμάγκα, Μπουρχαίων, Γουλοκώστα, Αριστ. Καραγιαννόπουλου, Ν. Ρεντίνα, Κώστα Πατσαούρα, Γ. Βελούλα, Νάκου Φίλωνος, Κατσάνη, Δήμου Πατσαουράκου, Ντουλαβέρη, Τάκου (Αρβανιτάκη;), Τσερλογιανναίων, Φιλίππου Πατσούρα, Μπαλάσκα, Λιαροκάπη, Στούπα, Τσιτούρα, Κουτσόγιαννου, Ντερέκα, Ζαρκαδούλα, Πενεταίων, Μαργιόλη κλπ. Από αυτούς τα επτά δέκατα βρίσκονταν στο Τουρκικό και τα τρία δέκατα κρύβονταν σε φίλους τους στο Ελληνικό!148 

Το πρόβλημα της ληστείας ήταν το θέμα της ημέρας. Ο Νομάρχης της Αιτωλίας και Ακαρνανίας Π. Βακάλογλου προς το Υπουργείο των Εσωτερικών, στις 26 Αυγούστου 1870, με αναφορά του αποδίδει την άνθηση της ληστείας στο ατελές σύστημα της καταδίωξής της από τους Τουρκαλβανούς δερβεναγάδες στην τουρκική παραμεθόριο, επισημαίνοντας: «…Το σύστημα της καταδιώξεως της ληστείας εκ μέρους των Οθωμανικών αρχών, ήτο και πριν και είναι και ήδη, πλημμελές, διότι όταν αυτή Η ληστεία στην Επαρχία της Φθιώτιδαςήτο ανατεθειμένη εις Τουρκαλβανούς δερβεναγάδες, ελάμβανον ούτοι ορισμένον ποσόν χαρτσίου (σιτηρεσίου) και απεδέχοντο την ευθύνην ν’ αποζημιώσωσιν τους εν τη δικαιοδοσία των ληστευομένους, υπηκόους οθωμανούς, και επειδή εστρατόλογον δυσανάλογον με τας ανάγκας της καταδιώξεως αριθμόν οπλιτών χάριν οικονομίας ηναγκάζοντο να συνθηκολογώσι μετά των καταφυγόντων εν Τουρκία, εξ Ελλάδος ληστών, ίνα μη υποκύπτωσιν εις ζημίας, ελάμβανον δε υπέρ αυτών και μερίδιον εκ των ληστρικών λαφύρων, και τούτου ένεκεν υπεθάλποντο οι λησταί αναφανδόν, εντός των οικιών των κατοίκων. » 

Δεν καταδιώκουν λοιπόν οι Τουρκαλβανοί ει μη μόνον εκείνας τας ληστρικάς συμμορίας, αίτινες ή δεν τοις έδιδον μερίδιον εκ των ληστρικών λαφύρων ή διέπραττον ληστείας εν τη δικαιοδοσία των. Από οκτώ ήδη μηνών, ότε ανετέθη η καταδίωξις εις τον τακτικόν στρατόν, εχαλαρώθη αύτη έτι μάλλον η κατάστασις, διότι οι Τουρκαλβανοί ήσαν μεν αισχροκερδείς, αλλ’ επιτήδειοι εις την καταδίωξιν, και οπόταν ήθελον ή ηναγκάζοντο υπό της εξουσίας, έβλαπτον τους ληστάς. Αλλά οι αντικαταστήσαντες αυτούς χουντοπιέδες (τακτικός στρατός) καίτοι ενεργούντες ειλικρινώς και προθύμως την υπηρεσίαν των, εισίν όμως εντελώς ανίκανοι εις την καταδίωξιν, διότι ούτε την Ελληνικήν γλώσσαν λαλούσιν, οι πλείστοι εξ αυτών δια να εξηγώνται μετά των έξω ομογενών, ούτε τον τόπον γνωρίζουσι, οι δε στερούμενοι των δύο τούτων, προσόντων, ουδέν κατά της ληστείας δύνανανται να κατορθώσωσι… » Πριν ήδη καταλήξω την παρούσαν κρίνω χρέος μου να μη αποσιωπήσω ότι εν μόνον μέσον της ταχείας εξαλείψεως της ληστείας ενυπάρχει εισέτι το ακόλουθον. Πολλοί των λησταρχών απελπισθέντες ήδη να τύχωσιν άλλο μέσον σωτηρίας, επιθυμούν να μεταβώσιν εις άλλο κράτος με εβεβαίωσαν τινές των συγγενών και φίλων των, αλλά δεν είναι εύκολος η εξ Ελλάδος εις Τουρκίαν αναχώρησίς των. Εάν δε ούτοι αναχωρήσωσι, θέ αναχωρήσει και οι οπαδοί των, αναλογιζόμενοι ότι θέλουν καταστραφή ταχέως μένοντες μόνοι. Εάν η Οθωμανική Κυβέρνησις δεν συναινέση εις τον διορισμόν του Χουσνή πασά149, προς καταδίωξιν των, η δε διευκόλυνσις της αναχωρήσεως δεν θεωρηθή ως απάδουσα εις την πολιτικήν πορείαν του Υπουργείου, ευκτέον ίνα πραγματοποιηθή το προηγούμενον μέτρον προς ταχείαν απαλλαγήν της Στερεάς Ελλάδος από της επαράτου ληστείας»150. 

Ο φόνος του αρχιληστή Κώστα Πατσαούρα στο Αυλάκι Στυλίδας Στις 27 Φεβρουαρίου 1871 εντοπίστηκε η ληστοσυμμορία του Κώστα Πατσαούρα να κρύπτεται στη θέση «Ιτιές» στο χωριό Αυλάκι της Στυλίδας από τον αποσπασματάρχη Αϊβαλιώτη. 

Ο αποσπασματάρχης αμέσως ενημέρωσε στη Στυλίδα τον ταγματάρχη Τζίμο και το διοικητή του 3ου  συντάγματος Π. Αλεξάνδρου στη Λαμία. Αμέσως έτρεξαν από τη Στυλίδα ο ταγματάρχης Τζίμος, ο συνταγματάρχης Κωστής Δημητριάδης και ο Δήμαρχος Φαλάρων με πολίτες, στον τόπο όπου κρύβονταν οι ληστές. Από τη Λαμία έσπευσαν ο συνταγματάρχης Π. Αλεξάνδρου, ο μοίραρχος Σπυρίδης, ο υπομοίραρχος Στεργιόπουλος με χωροφύλακες, ο ανθυπίλαρχος Νούριος με το ιππικό, ο γραμματέας και υπογραμματέας της Νομαρχίας Κωνσταντινίδης και Θωμόπουλος αντίστοιχα, ο αστυνόμος και ο υπαστυνόμος με αστυνομικούς και πολλοί πολίτες, για να παρευρεθούν στο τόπο της συμπλοκής με τους ληστές. 

Ύστερα από μία ώρα ο Δήμαρχος Φαλάρων ειδοποίησε το Νομάρχη ότι οι ληστές πολιορκούνται από τα μεταβατικά αποσπάσματα. Ο «γερο Νομάρχης», Πέτρος Βακάλογλου, έχοντας μαζί του και τον εισαγγελέα, έδωσε εντολή να χτυπήσουν τα τύμπανα της Εθνοφυλακής στην Πλατεία «Ομονοίας» της Λαμίας, για να συγκεντρωθούν οι πολίτες. Κατόπιν ο Νομάρχης, ο Δήμαρχος και οι οπλισμένοι πολίτες έσπευσαν και αυτοί στο μέρος της συμπλοκής. Όταν όμως έφτασαν στη θέση «Μαυρομαντήλα», πληροφορήθηκαν από το συνταγματάρχη Π. Αλεξάνδρου και το μοίραρχο Σπυρίδη ότι κατά τη σύγκρουση με τους ληστές στις «Ιτιές», σκοτώθηκε ο αρχιληστής Κώστας Πατσαούρας και ο γαμπρός του Κωστόπουλος, ενώ οι άλλοι ληστές διέφυγαν και κρύβονται στο βάλτο. Για τον εντοπισμό τους διατάχτηκε περιπολία στους βάλτους των χωριών Αυλακίου και Μεγάλης Βρύσης για ανεύρεσή τους151. 

Η τοπική εφημερίδα «Φάρος της Όθρυος» που μας διασώζει τα σχετικά γεγονότα, καταλήγει: «Αληθώς η χθεσινή ημέρα (26 Φεβρουαρίου 1871) ήτο ημέρα εορτής δια την Λαμίαν και την Στυλίδα, ο δημόσιος αμαξιτός δρόμος τριων ωρών μήκος, ήτο πλήρης ενόπλων στρατιωτών και πολιτών ως και αόπλων περιέργων πολιτών πάσης τάξεως. Η προθυμία ην έδειξαν άπαντες οι πολίται, όταν επληροφορήθησαν ότι ενεφανίσθησαν λησταί και επολιορκίθησαν είναι λίαν αξιέπαινος, καθώς έδραμον ένοπλοι και κάτοικοι των παρακειμένων χωρίων Μεγάλης Βρύσης Αυλακίου και Αγίας Μαρίνης εγκαταλείποντες τας εργασίας των…»152. 

Η κινητοποίηση τόσων αρχών και τόσων ενόπλων στρατιωτών και πολιτών αλλά και πολλών αόπλων και φιλοπερίεργων πολιτών από τα παρακείμενα χωριά κατά την ανακάλυψη του κρυψώνα των ληστών, εκφράζει το αίσθημα της αγανάκτησης και της εκδίκησης κατά των ληστών για τα πολλά και επώδυνα παθήματα αλλά και τις ασφυκτικές πιέσεις και τους εκβιασμούς που υφίσταντο οι κάτοικοι κυρίως της υπαίθρου. Εξάλλου ήταν πρόσφατη η απαγωγή και ο φόνος των παιδιών του Γαρδικίου και τα εγκλήματα των λησταρχών Αρβανιτάκηδων στο Δήλεσι, τα οποία συγκινούσαν και εξαγρίωναν την κοινή λαϊκή συνείδηση κατά των ληστών, που ζητούσε ικανοποίηση αλλά και ανακούφιση συγχρόνως από τις ωμότητες των λησταρχών και των ληστών. 

Η ληστεία στην Επαρχία της Φθιώτιδας 

 Νέα στρατιωτική οργάνωση Δυστυχώς όμως η ληστεία δεν έπαυε να συνεχίζει το καταστροφικό της έργο και να καταδυναστεύει τον τόπο και ιδίως τις παραμεθόριες επαρχίες μεταξύ των οποίων είχε την κακή τύχη να συμπεριλαμβάνεται και η παραμεθόρια Φθιώτιδα. 

Ο έμπειρος Νομάρχης της Φθιωτιδοφωκίδας Π. Βακάλογλου, στις 28 Μαρτίου 1872, σε αναφορά του για την αδυναμία της Κυβέρνησης να εξαλείψει τη ληστεία, επισημαίνει: «…Τον εν χρήσει σύστημα της καταδιώξεως (της ληστείας) είναι πλημμελέστατον, διότι ενώ οι λησταί οδοιπορούσι πάντοτε τας νύκτας, τα μεταβατικά αποσπάσματα διανυκτερύουσιν εν τοις χωρίοις. ενώ εκείνοι διημερεύουσι τας ημέρας εντός των δασών ή εις πρίοπτον θέσιν, αυτά οδοιπορούσι μεταβαίνοντα δια των δημοσίων οδών από χωρίου εις χωρίον, προς σίτησίν των. Εντεύθεν και μόνον εξηγείται, ότι δια του συστήματος τούτου είναι φύσει αδύνατον να συναντηθώσι ταύτα μετά των ληστών, και επιβαρύνουσι μόνον δι’ αυτού, επί ματαίω τους πολίτας, οίτινες εκτός των ζημιών της σιτήσεώς των αναγκάζονται να αρνηθώσι και τας οικίας των, οσάκις καταλύουσιν εν αυταίς στρατιώται, προς φιλοξένησίν των, και δια να μη ενοχλησώσι τας συζύγους ή τας θυγατέρας των…». Μεταξύ των μέτρων που προτείνει, συνεχίζοντας την αναφορά του, είναι: «Να τοποθετηθή είς λόχος εις το χωρίον Μπράλος, όπως χορηγή τους αναγκαίους οπλίτας, προς εξασφάλισιν της εκ Λαμίας εις Άμφισσαν αγούσης δημοσίας οδού, εφ’ ης διεπράχθησαν πολλάκις ληστοπραξίαι κατά των διαβατών. Να διαταχθώσι δε ίνα επιλαμβάνωνται της καταδιώξεως της ληστείας μετά των κατοίκων οι οπλίται του αυτόθι τοποθησομένου λόχου, οσάκις αναφαίνονται λησταί εις την δικαιοδοσίαν των. Να κατασκευασθή μία καλύβη εις την θέσιν Ρουμελίου (;) των Θερμοπυλών, χωρητικότητος 15 ανδρών, και να τοποθετηθή ισάριθμος αριθμός (πολιτών) αυτόθι των εν Μώλω και Μενδενίτσης τοποθετησομένου λόχου, δια να εξασφαλίζη τους διαβαίνοντας εκ των στενών των Θερμοπυλών, ένθα διεπράχθησαν πολλάκις ληστείαις»153.

 Για την καλύτερη αντιμετώπιση της ληστείας ήδη από το 1866 είχαν συσταθή τρία Αρχηγεία στις παραμεθόριες επαρχίες. Ένα στο Νομό Φθιωτιδοφωκίδας με αρχηγό το συνταγματάρχη Σκαρλάτο Σούτσο, που ανακλήθηκε από τη διαθεσιμότητα, με έδρα τη Λαμία, δεύτερο στο Νομό Αιτωλοακαρνανίας με έδρα τον Καρβασαρά (Αμφιλοχία) και το τρίτο στα Επτάνησα με έδρα την Κέρκυρα154. Το 1872 καταργήθηκαν τα τρία Αρχηγεία και η ασφάλεια της χώρας ανατέθηκε στα τάγματα πεζικού και ευζώνων. Όσον αφορά στη Φθιώτιδα και στην Ευρυτανία οι δύο αυτές επαρχίες διαιρέθηκαν σε τέσσερα τμήματα για την καλύτερη φύλαξή τους. Το πρώτο τμήμα περιλαμβάνει τους ανατολικούς δήμους με έδρα τη Στυλίδα και διοικητή τον ταγμα504 Θωμάς Γ. Καλοδήμος τάρχη Μακρή, το δεύτερο τάγμα με έδρα τη Λαμία περιλαμβάνει τους δήμους Λαμίας, Ηρακλειτών (Μοσχοχωρίου) και Παραχελωιτών (Λιανοκλαδίου) με διοικητή τον αντισυνταγματάρχη Π. Αλεξάνδρου, το τρίτο με έδρα την Υπάτη με τους δήμους Υπάτης, Μακρακώμης και Σπερχειάδας με διοικητή το συνταγματάρχη Ν. Μπουκουβάλα και το τέταρτο με έδρα το Καρπενήσι και τους δήμους Καρπενησίου και Τυμφρηστού υπό τον αντισυνταγματάρχη Νταγκλή155. Στο μεταξύ άσχημες ειδήσεις έρχονται από το Τουρκικό, όπου οργιάζει η ληστεία και καταμαστίζει τους κατοίκους των τουρκικών μεθορίων: «Αλλεπάλληλοι εκ των μεθορίων της γείτονος Επικρατείας επαρχιών ειδήσεις τεκμηριούσι δυστυχώς σύμπασαι ότι αι επιφορτισμέναι την προστασίαν της δημοσίας ασφαλείας Αρχαί εγκληματικήν τηρούσι προς τους ληστάς ακηδίαν (…), αναφανδόν δε οι λησταί αθώους Χριστιανούς κατασφάζουσι, λεηλατούσι και αιχμαλωτίζουσι, συντρεχόμενοι υπό της των Οθωμανικών Αρχών αδρανείας». Και συνεχίζοντας διερωτάται ο συντάκτης της εφημερίδας: «Έως πότε όμως ερωτώμεν θέλει εξακολουθήσει η κατάστασις και αισχρά αύτη των οργάνων της οθωμανικής Κυβερνήσεως διαγωγή; Επί πότε ολίγα φαυλόβια όργανα μιας αχαρακτηρίστου Κυβερνήσεως θέλουσι εμπορεύεσθαι την ασφάλειαν των αθλίων ραγιάδων και την ησυχίαν και την τιμήν της πατρίδος; Η Κυβέρνησις μας οφείλει να διατυπώση ταύτα πάντα εις τας Δυνάμεις, και, ει δυνατόν, να ζητήση την σύστασιν ανακριτικής εκ ξένων Επιτροπής, ήτις εις τας παραμεθορίους της Ελλάδος και της Τουρκίας επαρχίας ανακρίνουσα, θέλει μάθει φοβερά και ανήκουστα εγκλήματα»156. Όσα μέτρα λοιπόν και αν λάβει η Ελληνική Κυβέρνηση και όσες αναδιοργανώσεις των καταδιωκτικών δυνάμεών της και αν κάνει, αν δε σταματήσει στο Τουρκικό η υπόθαλψη και το εμπόριο της ληστείας μεταξύ των δερβεναγάδων και των ληστών που γίνονται με την ανοχή της Υ.Π., δεν είναι δυνατό να ησυχάσουν οι παραμεθόριες ελληνικές επαρχίες. Ο Μεχμέτ Αλή πασάς Γενικός Δερβέναγας της Θεσσαλίας Δυστυχώς οι ληστείες δεν έλειψαν και κατά το επόμενο έτος 1873. Στις αρχές του έτους οι αρχιληστές Ευαγ. Σπανός, Τάκος (Αρβανιτάκης;) και Ντατσογιάννης με 25 ληστές δρούσαν στα μεθόρια. Μάλιστα μετέβησαν στο τουρκικό Οθωμανικό χωριό στην Όθρυ Βρύναινα και όλη τη νύχτα γλέντησαν και χόρεψαν με τους κατοίκους και με τους χουντουπιέδες (τακτικούς στρατιώτες που φύλαγαν την τουρκική παραμεθόριο) «μετ’ εγχωρίου μουσικής». Στο χορό μάλιστα πήρε μέρος και ο οθωμανός δερβέναγας Αλή αγάς157! Ο λήσταρχος Ευαγ. Σπανός με τη συμμορία του μπαινόβγαινε στο Ελληνικό και παντού σκορπούσε το φόβο και τον τρόμο στους κατοίκους της Φθιώτιδας. Γι’ αυτό «η καταστροφή του Η ληστεία στην Επαρχία της Φθιώτιδας 505 ληστού αυτού ισοδυναμεί, αν ουχί απάσης της ληστείας, άφευκτα όμως του ημίσεως (sic) αυτής»158. Στις αρχές Ιουλίου του 1873 διορίζεται Γενικός Δερβέναγας της Θεσσαλίας ο Μεχμέτ Αλή πασάς, ο οποίος καταδίωξε με ζήλο και ειλικρίνεια τη ληστεία στο Τουρκικό και κατόρθωσε να την περιορίσει κατά πολύ159. Ο Νομάρχης Φθιωτιδοφωκίδας Π. Βακάλογλου με έγγραφό του προς το Μεχμέτ πασά, υπό ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1873, γράφει: «Η εξάλειψις ολοσχερώς των ληστών εκ των μεθορίων θέλει θεωρηθή υπό των κατοίκων αυτών το όγδοον θαύμα του κόσμου, το δε όνομα ημών θα ευλογήται απ’ αυτών και θα σημειωθή εις τας δέλτους της ιστορίας. Ευτυχώς δε θέλει λογισθή και εγώ αν κατά τι συντελέσω εις την απαλλαγήν των εκ της αιμοχαρούς ληστείας, ήτις καταλυμαίνεται αυτάς προ αιώνων»160. Στις 5 Οκτωβρίου 1873, ύστερα από πρόσκληση του Μεχμέτ Αλή πασά προς το Νομάρχη Π. Βακάλογλου, γίνεται συνάντηση των δύο αντρών στο συνοριακό σταθμό του Δερβέν Φούρκα στο Τουρκικό για τη συζήτηση διαφόρων μεθοριακών θεμάτων και πρωτίστως για τη ληστεία. Κατόπιν οι δύο αξιωματούχοι με τις ακολουθίες τους μετέβησαν στο Ελληνικό στη Μονή Αντίνιτσας, όπου τους παρατέθηκε πλούσιο γεύμα και ανταλλάχτηκαν φιλόφρονες και θερμές προπάσεις για την υγεία του Βασιλιά και του Σουλτάνου αντίστοιχα. Η τοπική εφημερίδα που διασώζει τα σχετικά γεγονότα, γράφει: «Των ανωτέρων αξιωματικών η όψις ην φαιδρά και υπέφαινε την οποίαν ενδομύχως συνησθάνοντο χαράν δια την σπουδαίαν υπηρεσίαν την οποίαν ανέλαβον προς αποκατάστασιν της δημοσίας ασφαλείας υπέρ της οποίας αι απαρχαί εισί όχι ευάριθμα κατορθώματα μέχρι τούδε. Ο αντιστράτηγος Μεχμέτ πασάς υπερήφανος ωσεί υπό αγώνος εξερχόμενος και την επίλυσιν του ζητήματος της καταστροφής της ληστείας προσεγγίζουσα, θεωρών, εξεδήλωσεν οιωνεί ευγνομόνως (sic), ότι “ο Αρχηγός κ. Δαγκλής εχειράγωγησε (sic) λίαν επιτυχώς τας ενεργείας του, αλλά την επιτυχίαν κατά τα δύο τρίτα οφείλει προς τον Νομάρχην κ. Βακάλογλου ανεπιφυλάκτως”. την εξήγησιν ταύτην ποιησάμενος υπέρ των Ελλήνων ανωτέρων υπαλλήλων… Ο πολιτικός διοικητής Λαρίσσης (sic) Αζίζ Πασσάς (sic) είναι ανήρ κάτοχος παιδείας, κοσμοπολίτης, γιγνώσκων κάλλιστα την Γαλλικήν γλώσσαν, λίαν ευγενούς συμπεριφοράς»161. Χάρη στη συστηματικότητα και στην ειλικρινή καταδίωξη της ληστείας από το δερβέναγα Μεχμέτ Αλή πασά και στη συνεργασία των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών της Φθιώτιδας η ληστεία άρχισε να γονατίζει ύστερα από πολλά χρόνια και να αναπνέει η ληστόπληκτη Φθιώτιδα, γιατί σταμάτησε το αισχρό παιχνίδι μεταξύ των ληστών και των δερβεναγάδων της τουρκικής μεθορίου. 

 Τιμές στο Μεχμέτ Αλή πασά Στις 15 Μαΐου 1874 ο εξοχότατος Μεχμέτ Αλή πασάς επισκέφτηκε τη Λαμία, για να συζητήσει με το Νομάρχη τον περαιτέρω συντονισμό για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της ληστείας στις παραμεθόριες περιοχές τους, όπου του επιφυλάχτηκε μεγαλοπρεπής υποδοχή από τις αρχές της Λαμίας. Οι Οθωμανοί αξιωματούχοι επιβιβάστηκαν σε πλοίο στο λιμάνι του Βόλου και κατέπλευσαν στη Στυλίδα, όπου τους έγινε θερμή υποδοχή από το Δήμαρχο των Φαλάρων Δρόσο Μανσόλα, τον αρχηγό των καταδιωκτικών αποσπασμάτων των ανατολικών δήμων συνταγματάρχη Δημήτριο Τζίρο και πλήθος κόσμου

. Αμέσως ο Μεχμέτ Αλή πασάς με άμαξες αναχώρησε για τη Λαμία. Στο χωριό Μεγάλη Βρύση τον υποδέχτηκε έφιππος με 20 ευζώνους ο αρχηγός των δυτικών δήμων της Φθιώτιδας συνταγματάρχης Δαγκλής, ενώ ο διοικητής και φρούραρχος Λαμίας Χαρώνης και ο μοίραρχος Φωτοβάσιος έφιππος τον υποδέχτηκαν στην είσοδο της πόλης. Ο Νομάρχης, ο Δήμαρχος και ο λαός υποδέχτηκαν τον υψηλό επισκέπτη με τη δεκαπενταμελή συνοδεία του στην «Πλατεία της Αγοράς», όπου κατέφτασε με τις άμαξες. 

Τον επίσημο ξένο προσφώνησε πρώτος ο Δήμαρχος της πόλης με πολύ θερμή προσφώνηση, λέγοντας: «Κύριε Αντιστράτηγε! Ο Δήμος Λαμιέων ασμένως δίδει φιλοξενίαν τω ευγενεί Στρατηγώ, φίλης και ομόρου δυνάμεως εκτιμών τας αρετάς αυτού και τας πολυτίμους υπηρεσίας του εν τη δημοσίω ασφαλεία, σχετιζομένη με την ευημερίαν των κατοίκων των μεθορίων επαρχιών αμφοτέρων των γειτνιαζουσών Επικρατειών. Ο Δήμος δι’ εμού και του εκπροσωπούντος αυτόν Συμβουλίου πιστώς διερμηνευόντων τα αισθήματα των πολιτών χαίρει εγκαρδίως επί τη ενταύθα ελεύσει της υμετέρας εξοχότητος, ευγνωμονών δια τε την τιμήν της επισκέψεως και τας ακαμάτους και αποτελεσματικάς ενεργείας επί του σπουδαιοτάτου αντικειμένου της δημοσίας ασφαλείας». Μετά το Δήμαρχο προσφώνησε τον αντιστράτηγο ο Νομάρχης Φθιωτιδοφωκίδας Πέτρος Βακάλογλου γερμανιστί, γιατί ο πασάς ήταν γερμανικής καταγωγής και ανατροφής, εξωμότης Χριστιανός, και δε γνώριζε την Ελληνική, ως εξής: 

«Η Ελλάς Στρατηγέ! και ιδίως αι μεθόριοι επαρχίαι εκφράζουσιν υμίν απείρους ευχαριστίας δι’ όσους καταβάλλετε κόπους, όπως συντελέσητε εις την εξόντωσιν της ληστείας. Εστέ βέβαιοι Στρατηγέ! ότι η Ελλάς δεν θα λησμονήση το όνομά σας, διότι πραγματικώς εσυντελέσατε εις την απελευθέρωσιν αμφοτέρων ομόρων κρατών, εκ των ληστών, των εχθρών αυτών, πάσης ανθρωπίνης κοινωνίας, και εις την εδραίωσιν της δημοσίου ασφαλείας. Είθε Στρατηγέ! η θεία πρόνοια Σας φυλάττοι από παντός κακού». Και καταλήγοντας η εφημερίδα που μας διασώζει τις προσφωνήσεις, Η ληστεία στην Επαρχία της Φθιώτιδας 507 γράφει: «Ο Μεχμέτ Αλή πασάς, γνωρίζων την αποστολήν του, τιμάται υπό της ελληνικής κοινωνίας, και εξυμνούνται αι αγαθαί πράξεις αυτού υπό του Δημοσίου ελληνικού τύπου, όστις υπήρξεν αυστηρός επικριτής της νωθρότητος, αβελτερίας και κακής πίστεως των προκατόχων αυτού, οίτινες ουχί μόνον δεν εκαταδίωκον, ως ώφειλον την ληστείαν, αλλά δια των οργάνων των την περιέθαλπον αυτήν»162. Ήδη η Ελληνική Κυβέρνηση είχε τιμήσει το Μεχμέτ Αλή πασά κατά τον προηγούμενο μήνα Απρίλιο με το Παράσημο των «Ανωτέρων Ταξιαρχών», για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στην καταπολέμηση της ληστείας163. Η μεγαλειώδης υποδοχή που επιφυλάχτηκε στο δερβέναγα Μεχμέτ Αλή πασά και οι πολύ κολακευτικές προσφωνήσεις δεν αποτελούν τυπικές φιλοφρονήσεις που γίνονται σε ανάλογες περιπτώσεις, αλλά ευχαριστίες και ευγνωμοσύνη εκ βαθέων ενός λαού, που επιτέλους έβλεπε να καταδαμάζεται το φοβερό τέρας της ληστείας και να ανακουφίζεται ο μαρτυρικός τόπος από τα κακουργήματα και τα πλήγματα των ληστών. 

Ήρθε μάλιστα ο Μεχμέτ Αλή πασάς σε προσωπική συνάντηση με τους αρχιληστές Σπανό, Βελούλα και Ζήκα και τους υποσχέθηκε ότι, αν προσκυνήσουν και υποστούν εθελούσια φυλάκιση δύο ετών στο Τουρκικό, κατόπιν θα αφεθούν ελεύθεροι από τις τουρκικές αρχές. Οι αρχιληστές επιφυλάχτηκαν να απαντήσουν και ζήτησαν μια προθεσμία για να σκεφτούν την πρότασή του και να αποφασίσουν164. Το θαύμα έγινε! Χάρη στα μέτρα και στην πολιτική που εφάρμοσε ο Μεχμέτ Αλή πασάς κατά των ληστών στο Τουρκικό το θαύμα έγινε! 

Οι λήσταρχοι στα μεθόρια βρέθηκαν σε δύσκολη θέση και αναγκάστηκαν να προσκυνήσουν. Στις 12 Δεκεμβρίου στην περιφέρεια της Μονής Ξενιάς του Αλμυρού στο Τουρκικό παρουσιάστηκαν και παραδόθηκαν στους απεσταλμένους αξιωματικούς του Μεχμέτ Αλή πασά οι αρχιληστές Σπανός και Βελούλας με τους οπαδούς τους Ιωάννη Βαζούρα, Κώστα Αθανασάκη, Κωστούλα και Δημήτριο Σανίδα. 

Αμέσως, σύμφωνα με την υπόσχεση του Μεχμέτ Αλή, μεταφέρθηκαν στις φυλακές της Λάρισας, για να εκτίσουν τη διετή εκουσία φυλάκισή τους. Σε θριαμβευτικό ύφος τοπική εφημερίδα γράφει: «Ιδού η Ελλάς τέλος πάντων απηλλάγη της ληστρικής μάστιγος! Ιδού οι πόθοι πάντων των Ελλήνων εξεπληρώθησαν. Ιδού εξετελέσθη το μέγα κατόρθωμα, όπερ προ τεσσαρακονταετίας άπασαι αι Ελληνικαί Κυβερνήσεις επιμόνως επεδίωξαν, εις δε το Υπουργείον του Κυρίου Βούλγαρη εναπέκειτο η μεγάλη αυτή τιμή και δόξα, διότι απήλλαξε την πατρίδα από τους ληστάς Προκρούστας και Πυτιοκάμπτας165, από τα τρομερά εκείνα τέρατα, δια την καταστροφήν των οποίων επί της αρχαιότητος εδέησε να αναφανή  εις Ήρως, ημίθεος. Ιδού διατί θεωρούμεν μέγα κατόρθωμα της καταστροφής της ληστείας… » 

Αι μεθόριαι επαρχίαι της τε Ελλάδος και της Τουρκίας εκφράζουσαι την άπειρον ευγνωμοσύνην των εις αμφοτέρας των ομόρων επικρατειών τας Κυβερνήσεις δια τα σωτήρια μέτρα, άπερ από κοινού έλαβον προς τον σκοπόν της εξαλείψεως της ληστείας, ουδέποτε θέλουσι λησμονήσει, ότι ο εξοχώτατος Μεχμέτ Αλή Πασιάς υπήρξεν Ήρως όστις εκατόρθωσε το μέγα τούτο κατόρθωμα. Του Ήρωος δ’αυτού το όνομα ενεγράφη ήδη ανεξαλείπτοις γράμμασι εις τας καρδίας αυτών, και θέλει διαδοθή από γενναιάς εις γενναιάν (sic). » Συγχαίρομεν από καρδίας την Υ.Π., διότι μεταξύ των πολλών στρατηγών και λοιπών ανωτέρων αξιωματικών συγκαταριθμείται ο εξοχώτατος στρατηγός Μεχμέτ Αλή Πασιάς, όστις δια των πολλών προτερημάτων και αρετών του, ηξιώθη τοιαύτης τιμής και δόξης, οίαν ολίγοι ευτύχησαν να αποκτήσουν. Επί την εκτέλεσιν του μεγάλου αυτού έργου, δεν πρέπει να αρνηθώμεν, ουκ ολίγον συνέδραμον τον εξοχώτατον Μεχμέτ Αλή Πασιά αι γνώσεις, η πείρα και αι οδηγίαι του Νομάρχου Φθιωτιδοφωκίδος Κυρίου Π. Βακάλογλου, όπερ ουδ’ αυτός ο Μεχμέτ Αλή Πασιάς αρνείται, αλλ’ επισήμως ομολογεί, και το κηρύττει»166. Κάνοντας η τοπική εφημερίδα της Φθιώτιδας «Φάρος της Όθρυος» απολογισμό του παρελθόντος έτους 1874, μεταξύ των άλλων, γράφει: «Κατά το έτος λοιπόν το παρελθόν (1874) συνέβη εις το Ελληνικόν κράτος το πολλού λόγου άξιον γεγονός, ήτοι η παντελής εξάλειψις της ληστείας, όπερ μέλλει να πρωτοκολληθή εις τας δέλτους της Ελληνικής ιστορίας»167. Έτσι η ληστεία δέχτηκε βαριά χτυπήματα και ανακουφίστηκαν οι παραμεθόριες περιοχές των ομόρων χωρών και γι’ αυτό εκφράζονται δημόσια οι έπαινοι προς το Μεχμέτ Αλή πασά, ο οποίος έδωσε το καίριο χτύπημα στη ληστεία που καταλυμαινόταν τον τόπο εδώ και σαράντα χρόνια, έπαινοι με δόση υπερβολής αλλά δικαιολογημένοι από τη συναισθηματική κατάσταση του κοινού της εποχής αυτής που τόσα είχε υποφέρει από τη ληστεία.

 Μετά το 1874 Μετά το 1874 που η ληστεία δέχτηκε ένα ισχυρό χτύπημα χάρη στη συνεργασία του Μεχμέτ Αλή πασά και στον έμπειρο Νομάρχη της Φθιωτιδοφωκίδας Π. Βακάλογλου, άρχισε να παίρνει απειλητικές διαστάσεις η ζωοκλοπή και τα κλοπιμαία ζώα μεταφέρονταν από το Ελληνικό στο Τουρκικό και το αντίθετο168. Και δεν έκλεβαν μόνο πέντε ή δέκα ζώα, αλλά ολόκληρα κοπάδια από πενήντα ως εκατό ζώα169. Πέρα όμως από τις ζωοκλοπές από το 1876 άρχισαν να εμφανίζονται πάλι μερικά κρουσματα ληστοπραξιών. Μάλιστα στις 19 προς 20 Μαρτίου του 1876 μια ληστρική συμμορία εισήλθε τη νύχτα στο χωριό Κομποτάδες και, αφού σκότωσε το σύζυγο, τη σύζυγο και το δεκαπεντάχρονο παιδί μιας οικογένειας, πήραν όσα χρήματα βρήκαν και έφυγαν.170 Τα ληστρικά κρούσματα δεν έλειψαν, έστω και σποραδικά, στη Φθιώτιδα και κατά το 1877. 

Στη θέση «Βαγενόρεμα» Στυλίδας στη δημόσια οδό από Στυλίδα προς Λαμία ενέδρευαν ληστές και λήστεψαν την κυρία Νάκου Οικονομίδου και τις δύο κόρες της που ανέβαιναν στη Λαμία, παίρνοντας από αυτές 168 δραχμές που βρέθηκαν επάνω τους171. Προς αποφυγή ληστοπραξιών απαγορεύτηκε η μετάβαση από τη Στυλίδα προς Λαμία και το αντίθετο από τη δύση έως την ανατολή του ήλιου172.

 Επειδή τα ληστρικά κρούσματα αυξάνονταν, αποφάσισε η Κυβέρνηση να φέρει στη Βουλή προς ψήφιση το νόμο για τη δίωξη των ληστών και την εκτόπιση των συγγενών αυτών. Τοπική εφημερίδα σχολιάζοντας την επαναφορά αυτών των νόμων, επιδοκιμάζει το μέτρο και γράφει: «Κατοικούντες εν τη μεθορίω επαρχία Φθιώτιδι και εν τη πόλει της Λαμίας, είμεθα εις θέσιν να διαβεβαιώσωμεν ότι κατά το μέγιστον μέρος περί καταδιώξεως των ληστών και την δι’ αυτού εκτόπισιν των συγγενών των ληστών, και διότι ένεκα των κακοπαθειών, ας υπέστησαν αι καταπιεζόμεναι οικογένειαι των συγγενών των ληστών και καταστροφής των περιουσιών αυτών, ηναγκάσθησαν ούτοι οι συγγενείς τους μεν των ληστών να καταδείξωσιν εις την στρατιωτικήν δύναμιν, ήτις άλλους συνέλαβεν, άλλους εφόνευσε, τους δε να παύσωσιν ίνα προσέλθωσιν εις τας οθωμανικάς αρχάς, και ούτω εξηλήφθη (sic) καθολοκληρίαν η ληστεία…»173.

 Στις 29 προς 30 Ιουνίου 1880 οκτώ ληστές μετέβησαν στο χωριό Αχλάδι της Κρεμαστής Λάρισας (Πελασγίας) και λήστεψαν την οικία Νικολάου Ζιάκα. Ο Νικόλαος Ζιάκας174 απουσίαζε και στην οικία του ήταν η κόρη του και η γυναικαδέλφη του Αναστασία Ολυμπίου. Οι ληστές υπό την απειλή των όπλων πήραν όσα χρήματα βρήκαν, διάφορα κοσμήματα, χάλκινα σκεύη και άλλα αντικείμενα και έφυγαν175. 

Το 1880 ο Υπουργός των Εσωτερικών επαναφέρει το νόμο περί καταδιώξεως της ληστείας, διότι «έκτακτοι περιστάσεις, εν αις διατελούμεν υπαγορεύουσιν εις την Κυβέρνησιν την λήψιν προληπτικών μέτρων κατά της πιθανής ανακυψάσης και πάλιν εις τας μεθορίους επαρχίας ληστείας»176. Ποιες όμως ήταν οι έκτακτες περιστάσεις που αντιμετώπιζε η Ελληνική Κυβέρνηση; Ήταν ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος του 1877 – 1878 και τα επαναστατικά κινήματα στις υπόδουλες ελληνικές περιοχές της Θεσσαλίας, Ηπείρου, Μακεδονίας και Κρήτης, που είχαν ως αποτέλεσμα την παραχώρηση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου στην Ελλάδα177.

 Στα  επαναστατικά αυτά κινήματα έλαβαν μέρος και πολλοί ληστές και πολέμησαν γεναία εναντίον των Τούρκων. Μετά τη λήξη των επαναστατικών κινημάτων και την επανάκληση των επαναστατών στην Ελλάδα, οι ληστές που πολέμησαν εναντίον των Τούρκων έμειναν μετέωροι, διότι ούτε στο Τουρκικό μπορούσαν να παραμείνουν, αφού πήραν τα όπλα και στράφηκαν εναντίον τους, ούτε και στην Ελλάδα να γυρίσουν μπορούσαν, γιατί εκκρεμούσαν σε βάρος τους καταδικαστικές αποφάσεις για διάφορες ληστρικές πράξεις τους. Επομένως δεν υπήρχε άλλη διέξοδο γι’ αυτούς που δε χωρούσαν πουθενά εκτός από τη ληστεία!178 Κατά το 1881 επικρατεί ησυχία παντού και δεν αναφέρεται κανένα ληστρικό κρούσμα στη Φθιώτιδα και γι’ αυτό και τοπική εφημερίδα διερωτάται, γιατί ακόμα εξακολουθεί η απαγόρευση των αμαξών από Στυλίδα προς Λαμία και το αντίθετο μετά τη δύση του και μέχρι την ανατολή του ηλίου, που ίσχυσε μετά τη ληστοπραξία στο «Βαγενόρεμα» Στυλίδας που συνέβη το 1877179. Με τη λήξη του 1881 και την προσάρτηση της Θεσσαλίας και μέρος της Ηπείρου – τα σύνορα της Ελλάδας έφτασαν στον Άραχθο ποταμό και στον Όλυμπο – άλλαξαν πολλά πράγματα για τη Φθιώτιδα που έπαυσε να είναι παραμεθόρια περιοχή και να μπαινοβγαίνουν οι διάφορες ληστοσυμμορίες με την ανοχή, αν όχι με τη παρακίνηση και την παρότρυνση των δερβεναγάδων, που είχαν αναγάγει τη ληστεία ως το πιο επικερδές εμπόριο. Τελειώνοντας πρέπει να τονίσουμε ότι το φαινόμενο της ληστείας δεν ήταν μόνο ελληνικό, αλλά μια γενικότερη κατάσταση την εποχή εκείνη που παρουσιάζεται και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, ενώ στις απέραντες εκτάσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν πλέον ενδημική κατάσταση180. Εκείνος που έδωσε τη χαριστική βολή στη ληστεία ήταν η Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1928 με τα μέτρα που έλαβε. Μάλιστα προεκλογικά είχε υποσχεθεί και τήρησε την υπόσχεσή της, ότι: «Κύριος σκοπός της Κυβερνήσεώς μου, θα είναι η εξόντωσις της ληστείας. Εάν εις το σημείον αυτό αποτύχω, θα θεωρήσω υποχρέωσίν να παραιτηθώ, έστω και αν επιτύχω εις όλα τα άλλα σημεία του προγράμματός μου»181. Ό,τι απέμεινε από τη ληστεία εξαφανίστηκε με το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο182 και ο τόπος, ιδίως η ύπαιθρος, ησύχασε και έπαυσε να πληρώνει τον ηθικό και υλικό φόρο προς τις διάφορες ληστοσυμμορίες, που ξεφύτρωναν κάθε μέρα σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας. Τα αίτια της ληστείας 

Το φαινόμενο της ληστείας στη Φθιώτιδα δεν είναι κατιτί το απομονωμένο και ανεξάρτητο από το γενικό φαινόμενο που παρατηρείται στην Ελλάδα κατά την περίοδο που εξετάζουμε. Για το λόγο αυτό θα εξετάσουμε το φοβερό αυτό φαινόμενο γενικότερα, που επέφερε πολλές υλικέκαι ηθικές καταστροφές στην Ελλάδα, κομμάτι της οποίας είναι και η επαρχία της Φθιώτιδας. Στην πορεία της μελέτης μας έμμεσα, πολλές φορές, αναφερθήκαμε στα αίτια της ληστείας, τώρα όμως θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τα κύρια αίτια της γένεσης αλλά και της διαιώνισης της ληστείας. Στην αρχή επισημάναμε ότι η κύρια αιτία που δημιουργήθηκε το ληστρικό πρόβλημα στην Ελλάδα ήταν η διάλυση των ατάκτων στρατευμάτων πρώτα από τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και κατόπιν από την Αντιβασιλεία και η οργάνωση των ταγμάτων. Όσοι αγωνιστές της Ελευθερίας έμειναν έξω από την οργάνωση των ταγμάτων, είτε επειδή αποκλείστηκαν είτε γιατί αρνήθηκαν να καταταγούν, πήραν το δρόμο της φυγής και της αποστασίας και επέστρεψαν πάλι στα παλιά τους κλέφτικα λημέρια τόσο στο Τουρκικό όσο και στο Ελληνικό, στρεφόμενοι εναντίον της εξουσίας του Ελληνικού Κράτους. 

Όμως παράλληλα προς το βασικό αυτό αίτιο υπήρχαν και άλλα αίτια και παράγοντες που συντέλεσαν στην έξαρση και στη γιγάντωση της ληστείας από την οποία κινδύνευσε και η ίδια η υπόσταση του νεοσύστατου ελεύθερου Ελληνικού Κράτους. Ο βουλευτής Σωτήριος Σωτηρόπουλος που συνελήφθη από τους ληστές στις 28 Ιουλίου 1866 και έμεινε αιχμάλωτός τους 36 μέρες, μας διασώζει τα λόγια και τα παράπονα του ληστή Μήτρου Λαφαζάνη. Ο Μήτρος Λαφαζάνης μιλώντας προς αυτόν του λέγει: «Και τι είναι τα ιδικά μας εγκλήματα (…) απέναντι των ιδικών σας. Καθείς από εμάς ή επλήγωσεν ή εφόνευσε κανένα ασυνείδητον άνθρωπον, ο οποίος μας κυνηγούσε και μας κατέτρεχεν αδίκως, ενώ σεις (δηλ. οι μεγάλοι Βουλευτές και Υπουργοί) εκάμετε μίαν επανάστασιν, ερρίψατε από τον θρόνον του ένα Βασιλιά183, εσκοτώσατε τόσους ανθρώπους, εδυστυχήσατε τόσας οικογενείας και εφονεύσατε το έθνος με μεγάλα χρέη, τα οποία δεν θα ημπορέση να πληρώση ποτέ. » Και όμως σεις κάθεσθε ως καλοί νοικοκυραίοι και απολαμβάνετε όλα τα αγαθά, ημείς καταδιώχθημεν ως άγρια θηρία και τα μεταβατικά αποσπάσματα έφαγον τα πρόβατά μας, κατέστρεψαν τα σπίτια μας, ατίμησαν τας αδελφάς μας και μας έφεραν εις την ανάγκην να γένωμεν λησταί και να τρέχωμεν εις τα βουνά, για να γλυτώσωμεν από την λαιμητόμον και να απεθάνωμεν ως άνδρες: δεν μας λέγεις δια ποίον λόγον οι καπελάδεςοι πολιτικοί δεν καταδιώκονται, μήπως τάχα τους αμνήστευσεν εκείνους κανείς;… Εις τας επαρχίας έγιναν πολλά κακά από τους τρανούς και όμως κανείς δεν τους κυνηγάει, πολλοί δε από αυτούς είναι Βουλευταί αι φυλακαί και η λαιμητόμος είναι μόνον δια τους φτωχούς και τους μικρούς, δια τούτο και ημείς όσον καιρό ζήσομεν, έχομεν σκοπόν να τους κυνηγούμεν τους πολιτικούς»184. 

 Στα λόγια του ληστή Μήτρου Λαφαζάνη έρχονται να προστεθούν και οι παρατηρήσεις του Π. Κορωναίου, του αρχηγού των καταδιωτικών αποσπασμάτων στη Δυτική Στερεά, το 1869: «Είπον και επαναλαμβάνω (…) ότι εις χείρας της εξουσίας κείται η εμπέδωσις της πλήρους τάξεως εάν θέλη και ηξεύρη να κάμη χρήσιν των εις τας χείρας της μέσων (…) τουτέστιν η διοίκησις να μην φατριάζη, τα δικαστήρια να ανήκωσιν εις την δικαιοσύνην και μόνον, τα όργανα της εκτελέσεως να είναι επιτήδεια και το δυνατόν τέλεια (…), η δικαιοσύνη αντί να απονέμη το δίκαιον, απονέμει την αδικίαν και την ανισότητα, διότι όλα τα βάρη εμπίπτουν εις την τελευταίαν τάξιν του λαού και διότι η δεσπόζουσα φατρία πιέζει παντοιοτρόπως την άλλην. Ως και τα εγκλήματα τα υπ’ αυτών πραττόμενα, αποδίδει εις την άλλην. Ο ισχυρός της ημέρας όλα τα διαπράττει ατιμωρητί, ο δε ανίσχυρος όλον αναγκάζεται να υπομένη. » Η απληστία αυτή ωθεί τους κατοίκους εις το τελευταίον άρκον το της αυτοδικίας και της εκδικήσεως κατά της κοινωνίας, ήτις τοσούτον αδικεί… Η αδυναμία της εξουσίας παρέχει νέα αίτια εις την αύξησιν του κακού. Κακοποιημένοι τινές και μη ευρίσκοντες υπεράσπισιν και ικανοποίησιν υπό της εξουσίας δια της ενεργείας, τον Νόμον (…) καταφεύγουν εις την αυτοδικίαν και ούτω, κακοποιούντες και ούτοι και φοβούμενοι τας συνεπείας επιδίδονται εις τον ληστρικόν βίον… Η ατιμωρησία κατέστησε, δυνάμεθα να είπωμεν, τους πλείστους ληστάς»185. Η εφημερίδα «Αιών» σε κύριο άρθρο της κάνοντας λόγο για τα αίτια της ληστείας, γράφει: «Λέγομεν ότι η ληστεία από το 1833 έχει διπλήν την γέννησιν, το Σύστημα και τα Μεθόρια. Εις το σύστημα περιέχονται, και στρατός, και στρατολογικός νόμος και δημοτικός νόμος και χωροφυλακή και Οροφυλακή και αμνηστεύσεις και χάριτες και οδηγοί και διανομή εθνικής γης και έλλειψις συμπνοίας και τα τοιαύτα. εις τα μεθόρια περιλαμβάνονται και Ευρώπη και Τουρκία και αποτυχίαι… » Ως προς το σύστημα (…) εάν δεν διελύετο ο εθνικός στρατός θα έπληθε τότε η Ελλάς από των ληστών; Εάν δ’ οι κάτοικοι διετέλουν ευχαρίστως εις την πολιτικήν γραμμήν των Αντιβασιλέων, ηδύνατο ποτέ να διατηρηθή επί πολύ η ληστεία;… Αιτία της ληστείας είναι η μεθόριος που χρειάζεται δέκα έως δέκα πέντε χιλιάδες στρατόν, δια να φρουρηθή λόγω της ακαταλλήλου χαράξεώς της»186. 

Ο αξιωματικός Δ. Κ. Αντωνόπουλος, που διετέλεσε αρχηγός του Επιτελείου της Ανατολικής Ελλάδας κατά το 1867, πρότεινε το εξής σχέδιο για την καταπολέμηση της ληστείας, το οποίο εφαρμοζόμενο στη Φθιώτιδα θα μπορούσε να αποτελέσει το πρότυπο και για τις άλλες παραμεθόριες επαρχίες: Να καταληφθή η παραμεθόρια γραμμή από περισσότερο στρατό, που θα κατανέμεται σε στρατωνίσκους και θα απέχουν μεταξύ τους μία ώρα περίπου και θα επανδρώνεται ο καθένας από 60 άντρες. 

Από τη δύναμη των 60 αντρών του κάθε στρατωνίσκου το 1/6 θα περιπολεί και θα ενεδρεύει αριστερά και το άλλο 1/6 δεξιά του γειτονικού στρατωνίσκου θα περιπολεί και θα ενεδρεύει και ούτω καθ’ εξής. Έτσι κατ’ αυτό τον τρόπο διασταυρωνόμενοι οι περίπολοι και οι ενέδρες θα σχηματισθεί μία αλυσίδα, ένα δίχτυ ασφαλείας, που θα αποθαρρύνει τους ληστές και δε θα εισέρχονται στο Ελληνικό, αλλά και θα ενθαρρύνει τους κατοίκους να καταδιώκουν οι ίδιοι τους ληστές. Προτείνει επίσης να σχηματισθεί μια δεύτερη γραμμή ανάσχεσης της ληστείας στο ύψος της Βαρυμπώπης (Μακρακώμης), Λαμίας και Γαρδικίου (Πελασγίας), η οποία θα αποτελείται από 20 σταθμούς και 24 τουλάχιστο άντρες ο κάθε σταθμός, που θα περιπολούν και θα ενεδρεύουν και θα προστρέχουν μόλις ακούσουν τουφεκισμούς ή έχουν πληροφορίες για ληστές. Τέλος προτείνει και τρίτη γραμμή ανάσχεσης (αφού βέβαια καλυφθούν οι διαβάσεις του Σπερχειού) στο ύψος της Υπάτης, Αγά (Σπερχειάδας) και Μαυρίλου με 20 σταθμούς και 15 έως 20 άντρες ο κάθε σταθμός. Τα τάγματα θα εδρεύουν στην Υπάτη, στη Λαμία και στη Στυλίδα. Και καταλήγοντας ο έμπειρος αξιωματικός, γράφει:

 «Δια της ειρημένης διατάξεως και ενεργείας της υπηρεσίας πιστεύω εντός βραχέος διαστήματος να εξαλειφθή η στυγερά αύτη μάστιξ της ληστείας εκ της ωραίας επαρχίας της Φθιώτιδος, εάν επί κεφαλής των ουλαμών και των αποσπασμάτων διορισθώσιν άνδρες μη φειδόμενοι κόπων δια τε τας περιπολίας και ενέδρας»187. Το σοφό αυτό σχέδιο για την απαλλαγή των παραμεθορίων περιοχών δεν υιοθετήθηκε από την Κυβέρνηση, κατά τη γνώμη μας, διότι συνεπαγόταν πολλές στρατιωτικές δυνάμεις με μεγάλες δαπάνες που αδυνατούσε να επωμιστεί το Κράτος. Και έτσι το κακό συνεχίστηκε έως το 1881. Στη συνείδηση του λαού ο ληστής θεωρείται ήρωας188 και η ληστεία ηρωική πράξη189. 

«Η δόξα του αρχαίου κλέφτου “του προμάχου της πατρίδος” αντανακλάται αμυδρώς και επί του σημερινού κοινού ληστού, δια τούτο δε και μόνης υφαρπάζεται από του θανάτου», γράφει το 1877 ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Κάρολος Τάκερμαν190. Εξάλλου από τον παλιό κλέφτη των προεπαναστατικών χρόνων ο ληστής πήρε ένα μεγάλο μέρος από την ιεραρχία, τους νόμους, τον τρόπο ζωής, τα πολεμικά διδάγματα, τις παραδόσεις και τα έθιμά του. Έτσι ο Έλληνας δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον παλιό από το νέο κλέφτη - ληστή191, αν και υπάρχει μια βασικότατη διαφορά μεταξύ τους, διότι ο κλέφτης ο προεπαναστατικός μάχεται για την ελευθερία, ενώ ο μετεπαναστατικός «κλέφτης» μάχεται εναντίον της κοινωνικής αδικίας192. «Το ληστεύειν εθεωρήθη ηρωισμός και μέσον παραγωγής έντιμον»193 και γι’ αυτό η στάση του λαού απέναντι στους ληστές ήταν αμφιθυμική,  φόβος και τρόμος για τις κακουργίες που διέπρατταν αλλά και θαυμασμός για την προκλητική τους στάση απέναντι στην εξουσία. 

Η αμφιθυμική αυτή στάση έγερνε περισσότερο προς το θαυμασμό και βρήκε την έκφρασή της στα ληστρικά τραγούδια που συνέθεσε ο ανώνυμος λαός, για να εξυμνήσει τα κατορθώματα, τα παθήματα και το θάνατο των ληστών194. Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο λαός που θεωρεί τους ληστές επιγόνους των κλεφτών, δεν τους αποκαλεί ληστές αλλά κλέφτες195. Πώς όμως εξηγείται ο θαυμασμός του λαού προς τους ληστές, ενώ διέπρατταν φοβερά εγκλήματα; Πέρα από το κοινό μίσος που ένιωθαν οι ληστές και ο λαός προς την εξουσία, ο θαυμασμός του λαού προς τους ληστές οφείλεται και στο γεγονός ότι οι ληστές στην Ελλάδα είχαν και ορισμένες «ηθικές αρχές», έναν κώδικα συμπεριφοράς και δικαιοσύνης απαράβατο, αποτελούμενο από τέσσερα άρθρα: 1. Να κυνηγούν και να σκοτώνουν όλους εκείνους που τους κατατρέχουν και επιδιώκουν την εξόντωσή τους. 2. Να κόβουν τις μύτες και τα αυτιά αυτών που τους προδίδουν στην εξουσία και να τους αφήνουν να ζουν σημειωμένοι, για να τους βλέπει ο κόσμος και να αποφεύγει την προδοσία. 3. Να παίρνουν χρήματα από όσους έχουν, για να ζουν αυτοί και να βοηθούν και κανέναν φτωχό. 4. Να σκλαβώνουν τους μεγάλους και τους πλουσίους και να ζητούν εξαγορά, και αν δεν τη λάβουν να αποκεφαλίζουν αυτούς και να στέλνουν τα κεφάλια τους στους συγγενείς τους196. Αυτή την «ηθική ανωτερότητα» των Ελλήνων ληστών επιβεβαιώνει και εκφράζει και ο Κάρολος Τάκερμαν, γράφοντας: 

«Οι περιηγηταί όσοι υπέκυψαν εις τοιούτου είδους περιπετείας (αιχμαλωσίας) ομολογούσι την απέριττον αγαθότητα, αν μη τον σεβασμόν, ην επεδείξατο αυτοίς οι Έλληνες λησταί καθ’ όλη αυτήν την αιχμαλωσίαν. Ως προς τούτο και ως προς τινά άλλα ο Έλλην ληστής δέον να μη τίθεται εις την αυτήν κατηγορίαν μετά των εις την Νότιον Ιταλίαν, Σικελίαν, Ισπανίαν και Ουγγαρίαν ληστών»197. Οι ληστές παρ’ όλη την τραχύτητα και την αγριότητα που τους χαρακτήριζε είχαν και μερικές κοινωνικές ευαισθησίες, που εκδηλώνονται με την ενίσχυση ορφανών, την προικοδότηση ορφανών κοριτσιών, το χτίσιμο εκκλησιών, την ανακαίνιση μοναστηριών, τη βάφτιση παιδιών κ.ά.198 Μετά την παρένθεση που ανοίξαμε, είναι καιρός να επανέλθουμε πάλι στα αίτια της ληστείας. Ο τρόπος της στράτευσης που γινόταν με το σύστημα της κλήρωσης των στρατευσίμων από τους καταλόγους που κατάρτιζαν οι Δήμαρχοι και οι νοθείες που γίνονταν κατά την κλήρωση μεταξύ των υποψηφίων στρατιωτών και οι σχετικές μεροληψίες οδήγησαν μερικούς στη ληστεία για να αποφύγουν τη στράτευση199. Ακόμα οικογενειακές διαμάχες, ανθρωποκτονίες, προερχόμενες από διαμάχες ή και από μέθη, αποφυγή φυλάκισης εξαιτίας της διάπραξης κάποιου εγκλήματος, η δίψα για την απόκτηση «χρυσίου» και η επιθυμία για την απόκτηση περιουσίας είναι μερικές από τις αιτίες που έκαναν κάποιους, ακόμα και φιλήσυχους, να βγουν στο κλαρί και να κηρύξουν πόλεμο κατά της εξουσίας.200 

Τέλος η καταφυγή των διωκομένων ληστών από το Ελληνικό στο Τουρκικό και η υπόθαλψή τους από τους δερβεναγάδες της ελληνοτουρκικής παραμεθορίου201, η λήψη καταδιωκτικών μέτρων κατά των ληστών από τις Ελληνικές Κυβερνήσεις και όχι η λήψη κοινωνικών και οικονομικών μέτρων που θα περιόριζαν τη ληστεία202 και ακόμα οι τεταμένες σχέσεις με την Τουρκία, τα αλυτρωτικά κινήματα των υποδούλων Ελλήνων, η σύγκρουση ενός παραδοσιακού κόσμου με το εθνικό ελληνικό Κράτος, το οποίο αλλοίωνε τις παραδοσιακές οικονομικές και κοινωνικές δομές203 και η στήριξη και η τροφοδοσία που έβρισκαν οι ληστές από τους διάφορους βλαχοποιμένες που μετακινούνταν από τους κάμπους στα βουνά και τανάπαλιν, όλα αυτά, συμπληρώνουν τον κατάλογο των αιτιών που οδηγούσαν πολύ κόσμο στη ληστεία204.

 Ειδικότερα για την επαρχία της Φθιώτιδας, πέρα από τα παραπάνω αίτια που αναφέραμε για την ύπαρξη και διαιώνιση της ληστείας υπήρχαν και ειδικότερα αίτια που ανατροφοδοτούσαν το πρόβλημα της ληστείας στην περιοχή αυτή, που χαρακτηριζόταν ως η εστία της ληστείας205. Η επαρχία της Φθιώτιδας δεν ήταν απλώς μία από τις παραμεθόριες επαρχίες, αλλά η επαρχία που είχε εκτεταμένα σύνορα μεταξύ των δύο επικρατειών, που άρχιζαν από τον Παγασητικό Κόλπο στο χωριό Μιντσέλα (Αμαλιάπουλη) και έφταναν ως του Ζαχαράκη, μια απόσταση πάνω από 150 χιλιόμετρα206, και ήταν δύσκολη η φρούρηση των συνόρων λόγω του ορεινού και δασώδους εδάφους της που απαιτούνταν πολλές χιλιάδες στρατιωτών, τις οποίες δεν μπορούσε να διαθέσει η μικρή τότε Ελλάδα207. 

Σχετικά γράφει ο Παύλος Καλλιγάς: «Πολλά συνετέλεσαν ώστε η επαρχία της Φθιώτιδος να μαστίζηται σταθερώς υπό της ληστείας, προπάντων όμως το δυσφύλακτον των ορίων, τα οποία δεν εστηρίχθησαν εις υψηλά και δύσβατα όρη»208. Και δεν ήταν μόνο η εκτεταμένη και η ορεινή δασώδης οροθετική γραμμή της Φθιώτιδας που δυσκόλευαν την καταπολέμηση της ληστείας, ήταν και το ληστρικό καθεστώς που επικρατούσε στην παραμεθόριο. Οι ληστές που κινούνταν κατά μήκος της τουρκικής μεθορίου εισέρχονταν στο Ελληνικό και διέπρατταν διάφορες ληστοπραξίες. Καταδιωκόμενοι από τα ελληνικά μεταβατικά αποσπάσματα κατέφυγαν στο Τουρκικό, όπου στην κυριολεξία είχαν το άσυλό τους. Οι Τουρκαλβανοί δερβεναγάδες όχι μόνο δεν τους καταδίωκαν, αλλά αντίθετα τους περιέθαλπαν και, πολλές φορές, τους κατέτασσαν στα στρατιωτικά τους σώματα, διαμοιράζοντας τη ληστρική τους λεία μεταξύ τους209. Λόγω των ληστρικών επιδρομών η επαρχία της Φθιώτιδας ήταν πάντοτε σχεδόν ανάστατη, υποφέροντας τόσο από τους ληστές όσο και από τη συμπεριφορά των μεταβατικών αποσπασμάτων, που κατατυραννούσαν και ζημίωναν τους κατοίκους με τα καταλύματα και την τροφοδοσία τους. 

Η εφημερίδα «Αιών», παίρνοντας αφορμή από τα θλιβερά γεγονότα της Γλύφας το 1852, γράφει: «Από το 1844, ότε το σύστημα διαφθοράς διέπει την τύχην της Ελλάδος η Φθιώτις υπήρξεν το θέατρον των τρομερωτέρων παρανομιών της εξουσίας και των ωμοτέρων πράξεων των ληστών…»210. Ύστερα από όσα αναφέραμε παραπάνω, μπορούμε να επισημάνουμε τα αίτια που οδήγησαν πολλούς ανθρώπους στη ληστεία με όλα τα αρνητικά αποτελέσματά της. Σαν πρωταρχικό αίτιο θεωρούμε τον ακούσιο ή εκούσιο αποκλεισμό των αγωνιστών του 1821 από το σχηματισμό του τακτικού στρατού με τη δημιουργία των ταγμάτων πρώτα από τον Ι. Καποδίστρια το 1830 και κατόπιν από την Αντιβασιλεία το 1833. 

Όσοι αποκλείστηκαν, πήραν το δρόμο για τα γνωστά τους κλέφτικα λημέρια και άρχισαν τις ληστείες, για να επιβιώσουν. Στην έξαρση και στη διαιώνιση του ληστρικού φαινομένου που καταδυνάστευε τη χώρα, έρχονται, με την πάροδο του χρόνου, να προστεθούν και άλλα δευτερογενή αίτια: Η ακαταλληλότητα και η αδυναμία φρούρησης των ελληνοτουρκικών συνόρων λόγω της βατότητας και της δασώδους οροθετικής γραμμής, που απαιτούσε πολλές στρατιωτικές δυνάμεις (10000 με 15000 άντρες), τις οποίες αδυνατούσε να διαθέσει το μικρό και νεοσύστατο ελληνικό Κράτος. Η αδυναμία φρούρησης της μεθορίου από την Ελλάδα είχε ως αποτέλεσμα την είσοδο και την έξοδο των ληστοσυμμοριών από το Τουρκικό στο Ελληνικό και το αντίθετο, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται η ληστεία. Κατά την είσοδο ή την έξοδο των ληστοσυμμοριών στις δύο γειτονικές Επικράτειες οι ληστές υποθάλπονταν τόσο στο Τουρκικό από τους Τουρκαλβανούς ή Τούρκους δερβεναγάδες, είτε με την ανοχή της τουρκικής Κυβέρνησης για να εξασθενίζει την Ελλάδα, είτε με την προστασία των δερβεναγάδων με τους οποίους διαμοίραζαν οι διάφορες λυστοσυμμορίες τα λάφυρά τους, όσο όμως και στο Ελληνικό όχι μόνο από τους βλαχοποιμένες και τους κατοίκους της υπαίθρου που εξαναγκάζονταν να τους υποθάλπουν, αλλά και από τους «τρανούς» που τους προστάτευαν δια ίδιο όφελος και για να εκδικηθούν τους αντιπάλους τους. Οι τεταμένες σχέσεις με την Τουρκία και τα διάφορα επαναστατικά κινήματα των αλυτρώτων αδελφών μας στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία εξέτρεφαν τη ληστεία, γιατί πολλοί ληστές λαμβάνοντας μέρος στα επαναστατικά αυτά κινήματα έπαιρναν χάρη και αμνηστεύονταν για την προσφορά τους.

 Η μη εφαρμογή των νόμων και η μεροληπτική εφαρμογή τους υπέρ των ισχυρών και η αυστηρότητά τους έναντι των φτωχών και των αδυνάτων, οδηγούσε πολλούς στο κλαρί και στη διεκδίκηση του δίκιου τους από τους ίδιους και όχι από τη δικαιοσύνη. Οι ληστές, κατά κανόνα, τιμωρούσαν και ζητούσαν λύτρα από τους πλούσιους, τους δανειστές και τους καταπιεστές του λαού, δηλαδή από τους έχοντες, και όχι από το φτωχό λαό. Τιμωρούσαν φτωχούς ανθρώπους μόνον σε περιπτώσεις αντεκδίκησης και προδοσίας. 

Έτσι η εικόνα του ληστή εξιδανικεύεται στη συνείδηση του λαού και ο ληστής ηρωοποιείται και αποτελεί πρότυπο προς μίμηση για τα ζωηρά και ανήσυχα άτομα. Ο ληστής λοιπόν έχει κάτι από την αίγλη των κλεφτών του 1821 και ο λαός τους θαυμάζει και τους εξυμνεί με τα ληστρικά τραγούδια, που έχουν την ίδια τεχνοτροπία και την ίδια μουσική απόδοση με τους άμεσους προγόνους τους τα κλέφτικα τραγούδια. Αυτή τη δόξα ζήλεψαν πολλοί ληστές και αρχιληστές και πήραν το δρόμο του ληστρικού βίου. Στη συνείδηση του λαού οι ληστές δεν ήταν μόνο ήρωες αλλά και, κατά κάποιο τρόπο, και κοινωνικοί συμπαραστάτες. ενίσχυαν ορφανά, προικοδοτούσαν φτωχά κορίτσια, έχτιζαν εκκλησίες και ανακαίνιζαν μοναστήρια, πράξεις που εξευγένιζαν τις ληστοπραξίες και τα εγκλήματά τους και τύγχαναν της επιδοκιμασίας του λαού, και γι’ αυτό τους απέκρυπτε, τους τροφοδοτούσε και τους φύλαγε από τα μεταβατικά αποσπάσματα.

 Η αποφυγή της στράτευσης και ο τρόπος της κλήρωσης των στρατευσίμων, που γινόταν από τους Δημάχους των Δήμων με διαδικασίες διαβλητές και προσωποληπτικές, ανάγκαζαν μερικούς να γίνουν φυγόστρατοι και στο τέλος να ζητήσουν καταφύγιο στη ληστεία. Η δίψα για απόκτηση «χρυσίου» και περιουσίας εξαιτίας της φτώχειας που επικρατούσε τότε, ωθούσε άλλους στην αποστασία και στην καταφυγή τους στο ληστρικό βίο. Η λήψη καταδιωκτικών και όχι κοινωνικών μέτρων, όπως η αποκατάσταση των ακτημόνων και των φτωχών με τη διανομή σ’ αυτούς των εθνικών γαιών, ήταν μια άλλη σοβαρή αιτία για την παράταση της ληστείας. 

Η κακή συμπεριφορά των μεταβατικών καταδιωκτικών αποσπασμάτων προς τους κατοίκους της υπαίθρου με τους ξυλισμούς, τους βασανισμούς με ζεστό λάδι και βούτυρο στις μασχάλες τους, με τα ανέξοδα καταλύματά τους και την τροφοδοσία τους εις βάρος των χωρικών και γενικά οι αυθαιρεσίες και οι καταπιέσεις τους προς τους κατοίκους της  υπαίθρου για την απόσπαση πληροφοριών σχετικά με τους ληστές και άλλες φορές για προσωπική τους αργυρολογία προκαλούσαν την αγανάκτηση και την οργή των κατοίκων, και κατέφυγαν στη ληστεία, στον ελεύθερο αέρα, για να εκδικηθούν την εξουσία και τους βασανιστές τους.

 Τέλος το γεγονός ότι ο ληστής είναι το ηρωικό ίνδαλμα των αγροτικών μαζών και ότι η ληστεία είναι ένδειξη ηρωισμού και παλικαρισμού, σαγήνευε τη φαντασία και την ψυχή πολλών φιλόδοξων και ζωηρών νέων, που έβλεπαν να πραγματοποιείται το όνειρό τους, φορώντας τη λερωμένη φουστανέλα, τη βαριά κάπα και τα όπλα του ληστή και του ληστάρχου. Ειδικότερα για την επαρχία της Φθιώτιδας εκτός από τους παραπάνω λόγους που αναφέραμε για τα αίτια της ληστείας, η Φθιώτιδα είχε το θλιβερό προνόμιο να είναι όχι μόνο μια παραμεθόρια περιοχή, αλλά μια παραμεθόρια επαρχία με εκτεταμένα σύνορα που άρχιζαν από τον Παγασητικό Κόλπο και έφταναν ως τις υπώρειες του Τυμφρηστού, μια οριογραμμή πάνω από 150 χιλιόμετρα με πολλά δάση και πολλές διόδους που διευκόλυναν, ανάλογα με τις περιστάσεις, να εισέρχονται και να εξέρχονται οι διάφορες ληστοσυμμορίες. Αν στη μεγάλη έκταση της οριογραμμής με τις πολλές διόδους προσθέσουμε και την ανεπάρκεια των καταδιωκτικών δυνάμεων, τότε αντιλαμβανόμαστε τους λόγους για τους οποίους η ακριτική τότε Φθιώτιδα ήταν η κατεξοχήν ληστόπληκτη επαρχία της Ελλάδας


Υποσημειώσεις: 

1. Ιω. Βορτσέλα, Φθιώτις, Αθήνα 1907, σ. 455. Με το δ/γμα 12/6(18)/4/1833 της Αντιβασιλείας ιδρύθηκαν 10 Νομοί, μεταξύ των οποίων και ο Νομός της Φωκίδας και Λοκρίδας με πρωτεύουσα τα Σάλωνα (Άμφισσα) και επαρχίες: επαρχία Φθιώτιδας αποτελούμενη από τις πρώην επαρχίες Ζητουνίου και Πατρατζικίου με πρωτεύουσα το Ζητούνι, επαρχία Λοκρίδας προερχόμενη από τις πρώην επαρχίες Ταλαντίου, Βουδουνίτσας με πρωτεύουσα το Ταλάντιον (Αταλάντη), επαρχία Δωρίδας προερχόμενη από τις επαρχίες Λοιδωρικίου και Μαλανδρίνου με πρωτεύουσα το Λοιδωρίκι, και επαρχία Παρνασσίδας αποτελούμενη από τις επαρχίες Σαλώνων και Γαλαξιδίου με πρωτεύουσα τα Σάλωνα (Άμφισσα). Με το δ/γμα 28/21-6-1836 καταργήθηκαν οι Νομαρχίες και οι επαρχίες και δημιουργήθηκαν 30 διοικήσεις και 18 υποδιοικήσεις. Ο Νομός μας αποτέλεσε τη διοίκηση της Φθιώτιδας, περιλαμβάνοντας τις επαρχίες της Φθιώτιδας και της Λοκρίδας με έδρα τη Λαμία. Τώρα η Λαμία επανέκτησε το αρχαίο όνομά της εγκαταλείποντας το όνομα Ζητούνι. Το 1845 με το δ/γμα 32/8-12-1845 καταργήθηκαν οι διοικήσεις και επανήλθε το σύστημα των Νομών, οπότε ιδρύθηκε ο Νομός Φθιώτιδας και Φωκίδας, που περιλάμβανε τις επαρχίες Φθιώτιδας, Λοκρίδας, Παρνασσίδας και Δωρίδας. Αυτή ήταν η διοικητική διαίρεση της χώρας ως το 1881 που θα μας απασχολήσει στην εισήγησή μας (Παναγιώτης Ι. Τσιώνης, Ο Νομός Φθιώτιδος, Αθήνα 1983, σσ. 116 – 117). 2. Απόστολ. Ε. Βακαλόπουλου, Τα Ελληνικά στρατεύματα του 1821, β’ έκδ. Θεσ/νίκη 1970, σ. 264. 3. Υπουργείον Στρατιωτικών, Ιστορικόν Υπόμνημα, Αθήνα 1904, σ. 34. 4. Φρειδ.Τιρς, Η Ελλάδα του Καποδίστρια (Μετάφραση Α. Σπήλιου, εισαγωγή, επιμέλεια, σχόλια Τάσου Βουρνά), Λειψία 1833, τ. Β’, σ. 9. 5. Υπουργείον Στρατιωτικών, ό.π., σ. 35. 6. Ν. Κασομούλη, Ημερολόγιον (Επιμέλεια, σχόλια, εισαγωγή Εμμ. Πρωτοψάλτη), Η ληστεία στην Επαρχία της Φθιώτιδας 519 Αθήνα 1968, σσ.15 κ.ε. 7. Σπ. Μαρκεζίνη, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τ. Β’, Αθήνα 1966, σ. 122. 8 Ν. Κασομούλη, Απομνημονεύματα της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821 – 1833 (Πρόλογος Εμμ. Πρωτοψάλτη, εισαγωγή, σχόλια Γιάννη Βλαχογιάννη), τ. Γ’, σσ. 617 – 618. 9. Τάσου Βουρνά, Το Ελληνικό 1848, Αθήνα 1983, σ. 29. 10. Θωμά Γ. Καλοδήμου, Η ληστεία στη Φθιώτιδα, ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ, τ. 108ο (1978), σ. 15/175. 11. Ό.π., σ. 16/176. Του ιδίου, Η Φθιώτιδα κατά τη χάραξη των Ελληνικών συνόρων στα 1832, Πνευματική Ρούμελη, τ. 10ο (1981), σ. 40. 12. Ο Thomas Gordon από τη Σκωτία, υπήρξε φιλέλληνας και έλαβε μέρος στην Επανάσταση του 1821. Μετά την Επανάσταση επέστρεψε στην Αγγλία και γύρισε πάλι στην Ελλάδα το 1835 και ανέλαβε την εξόντωση της ληστείας. (Ν. Κασομούλη, Ημερολόγιον, ό.π., σ. 57). 13. Γ. Φίλνεϋ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (Επιμέλεια, εισαγωγή, σχόλια Τάσου Βουρνά), τ. Β’, σσ. 322 κ.ε. 14. Εφημ., Αθηνά, φ. 253/26-6-1835. 15. Οθώνειον Αρχείον, Υπουργείον Εσωτερικών, Φ. 162/1835 16. Ό.π., Φ. 162, 10 Οκτωβρ. 1835. 17. Γ. Φίνλεϋ, ό.π., σσ. 324 κ.ε. 18. Ο Θεσσαλός Δρόσος Μανσόλας (1779 – 1860), σπουδασμένος στην Ευρώπη, διαδραμάτισε σπουδαίο πολιτικό ρόλο, τόσο κατά την Επανάσταση όσο και αργότερα. Διατέλεσε πληρεξούσιος της επαρχίας Ζητουνίου, γερουσιαστής, υπουργός Εσωτερικών Οικονομικών, Εξωτερικών και Εκκλησιαστικών και είχε κτήματα και σπίτι στην Αγία Μαρίνα. 19. Γ. Φίλνεϋ, ό.π., σ. 327. 20. Εφημ. Αθηνά, φ. 227 / 28 Σεπτεμβρίου 1835. 21. Ό.π., φ. 296 / 11 Δεκεμβρίου 1835. 22. Δ. Απέργης – Κ. Εμμανουήλ, Νέα Γενική Ιστορία των Ελλήνων, Αθήνα 1972, τ. ΙΑ’, σ. 113. 23. Ό.π., σ. 112. 24. Ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος από το χωριό Βερτενίκο του Ασπροποτάμου έλαβε μέρος στην Επανάσταση του 1821. Προήχθηκε στο βαθμό του στρατηγού, διατέλεσε αρχηγός των επαναστατών που εισήλθαν στη Θεσσαλία το 1854 και διακρίθηκε κατά τις συγκρούσεις με τους Τούρκους στη Θεσσαλία. 25. Εφημ. Αθηνά, φ. 330/25 Απριλίου 1836. 26. Δ. Απέργης – Κ. Εμμανουήλ, ό.π., σ. 113. 27. Ο Βάσσος Μαυροβουνιώτης (1795 – 1847) καταγόταν από το Μαυροβούνιο της Σερβίας και έλαβε μέρος κατά την Επανάσταση σε διάφορες μάχες κατά των Τούρκων στην Εύβοια, στο Μοριά και στη Στερεά Ελλάδα. Κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα πήρε το βαθμό του συνταγματάρχη και του ανατέθηκε η καταδίωξη της ληστείας. Περισσότερα Βλ., Χρ. Στασινόπουλου, Λεξικό της Επαναστάσεως του 1821, τ. Γ’, σσ. 56 κ.ε. εκδόσεις Δεδεμάδη. 28. Ο Ιμίν πασάς είναι γιος του Κιουταχή πασά, που διαδέχτηκε τον πατέρα του μετά το θάνατό του το 1834 και έγινε πασάς της Θεσσαλίας. Η απάτη και ο δόλος χαρακτηρίζουν όλες τις ενέργειές του. Το 1836 προσπάθησε να εξοντώσει με δόλο όλους τους Κλεφταρματολούς της Θεσσαλίας, αλλά δεν τα κατάφερε. (Περισσότερα Βλ. Χριστόφ. Περραιβού, Ελληνική Επανάστασις, τ. Α’, Αθήναι 1956, σσ. 74 κ.ε.). 29. Ν. Κασομούλη, Ημερολόγιον, Επιμέλεια, εισαγωγή, σχόλια Εμμ. Πρωτοψάλ – Αθήνα 1968, σσ. 130 – 131. 30. Εφημ. Κυβερνήσεως, 64/10 (22) Νοεμβρίου 1836. 31. Ο Ιωάννης Κλίμακας (1794 – 1877) καταγόταν από τη Θήβα και υπηρέτησε ως μπουλουξής υπό τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Ιωάννη Νοταρά και το Βάσσο Μαυροβουνιώτη. Αποστρατεύτηκε με το βαθμό του υποστρατήγου. (Ν. Κασομούλη, Ημερολόγιον, ό.π., σσ. 43 κ.ε. 520 Θωμάς Γ. Καλοδήμος 32. Ο Δήμος Λιούλος (1799 – 1867) καταγόταν από τη Χορμόβα και έλαβε μέρος στην Επανάσταση του 1821, ό.π., σ. 73. 33. Εφημ. Αθηνά, φ. 518/23 Μαρτίου 1838. 34. Ό.π., φ. 516/16 Μαρτίου 1838. 35. Ό.π., φ. 524/20 Απριλίου 1838. 36. Οθώνειον Αρχείον, Φ 164/12(26) Μαΐου 1838. 37. Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 37/6(18) Μαΐου 1838. 38. Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 1840, τ. Α’, σ. 506; 39. Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 1/8(20) Ιανουαρίου 1840. 40. Εφημ. Αιών, φ. 335/4 Μαρτίου 1842. 41. Εφημ. Αιών, φ. 489/1 Δεκεμβρίου 1843. 42. Ό.π., φ. 493/15 Δεκεμβρίου 1843. 43. Ό.π., φ. 576/11 Νοεμβρίου 1844. 44. Ό.π., φ. 653/5 Σεπτεμβρίου 1845. 45. Ο Θοδωράκης Γρίβας (1797 – 1862) από την Πρέβεζα είχε υπηρετήσει στα Γιάννενα τον Αλή πασά (1744 – 1822) και κατά την Επανάσταση είχε λάβει μέρος σε διάφορες μάχες, αλλά γενικά η διαγωγή του δεν υπήρξε καλή, γι’ αυτό θεωρείται «ο πιο άστατος και ο πιο ανέντιμος του μεγάλου Αγώνα» Περισ. Βλ., Χρ. Στασινόπουλου, Λεξικό της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, τ. Α’, εκδ. Δεδεμάκη, σσ. 435 κ.ε. 46. Ο Νικόλαος Κριεζώτης (1785 – 1853) έλαβε και αυτός μέρος στο μεγάλο Αγώνα. Γεννήθηκε στην Καρυστία της Εύβοιας και πέθανε αυτοεξόριστος στην Προύσσα της Μ. Ασίας, ό.π., τ. Β’, σσ. 402 κ.ε. 47. Ο Ιωάννης Φαρμάκης από τα Κράβαρα της Ναυπακτίας έλαβε μέρος στην Επανάσταση στη Δυτική Ελλάδα και πέθανε ως συνταγματάρχης το 1855. 48. Ο Γιάννης Μακρυγιάννης (1797 – 1864) από τη Δωρίδα έλαβε ενεργό μέρος στην Επανάσταση όσο και αργότερα κατά τον ελεύθερο εθνικό βίο, πρωτοστατώντας σε διάφορους κοινωνικούς, εθνικούς και συνταγματικούς αγώνες και μας άφησε τα περίφημα «Απομνημονεύματά» του. Ό.π., τ. Γ’, σσ. 21 κ.εξ. 49. Ο Α. Βοζαΐτης αναδείχτηκε ως αξιωματικός κατά τον ελεύθερο εθνικό μας βίο. 50. Ο Ιωάννης Μαμούρης (1797 – 1867) κατάγεται από την Παρνασίδα, έλαβε μέρος σε διάφορους αγώνες κατά την Επανάσταση και αποστρατεύτηκε με το βαθμό του αντιστρατήγου. Ό.π., τ. Γ’, σσ. 33 κ.ε. 51. Τάσου Βουρνά, Το Ελληνικό 1848, Αθήνα 1983, β’ έκδο., σσ. 33 κ.ε. 52. Ο Παπακώστας Τζαμάλας (1815 – 1885) καταγόταν και αυτός από την Παρνασίδα και ήταν παπάς. Πήρε μέρος στην Επανάσταση και αργότερα έφτασε ως το βαθμό του συνταγματάρχη. Ό.π., τ. Γ’, σσ. 327 κ.ε. 53. Ο Γιάννης Βελέντζας από τον Αλμυρό της Θεσσαλίας πολέμησε εναντίον του Ιμπραήμ στο Νιόκαστρο αλλά και σε άλλες μάχες. Πέθανε το 1852 στον πύργο που είχε φκιάσει στο χωριό Φτελιά της Φθιώτιδας. Ό.π., τ. Α’, σ. 237. 54. Ο Ευάγγελος Κοντογιάννης (1800 – 1875), γιος του κλεφταρματολού της Υπάτης Μήτσου Κοντογιάννη έλαβε μέρος σε διάφορες μάχες του Αγώνα μαζί ή χωριστά από τον πατέρα του. Ό.π., τ. Β’, σ. 325. 55. Ο Δημήτριος Ταρκαζίκης παλιός λήσταρχος και τώρα καπετάνιος. 56. Ο Αθανάσιος Μπαλατσός αναφέρεται κατά τον ελεύθερο εθνικό μας βίο. 57. Εφημ. Αθηνά, φ. 1484/28 Μαρτίου 1848. 58. Ο Γ. Περρωτής παρουσιάζεται μετά την Επανάσταση του 1821. 59. Γόνος της γνωστής οικογένειας των Ρέντηδων στην Κορινθία. 60. Ο Γεώργιος Λύκος ή Χελιώτης έλαβε μέρος στην Επανάσταση και πολέμησε κατά των Τούρκων στο Μοριά και στη Ρούμελη, ό.π., τ. Β’, σσ. 551 κ.ε. 61. Τάσου Βουρνά, Το Ελληνικό 1848, ό.π., σ. 90. 62. Εφημ. Αιών, φ. 810/13 Σεπτεμβρίου 1847. 63. Τάσου Βουρνά, Το Ελληνικό 1848, ό., σσ. 69 – 70. 64. Ό.π., σσ. 113 – 114. Ο Γαρδικιώτης Γρίβας (; - 1855), αδερφός του Θοδωράκη Γρίβα, δεν έμοιαζε στη συμπεριφορά του με τον αδερφό του, έλαβε μέρος στην Επανάσταση στο Μοριά και στη Ρούμελη και διατέλεσε υπασπιστής του βασιλιά Όθωνα, ό.π., Η ληστεία στην Επαρχία της Φθιώτιδας 521 Χρ. Στασινόπουλου, Τ. Β’, σσ. 434 κ.ε. 65. Εφημ. Αιών, φ. 865/25 Απριλίου 1848. 66. Ό.π., φ. 866/28 Απριλίου 1848. 67. Τάσου Βουρνά, Το Ελληνικό 1848, ό.π., σσ. 113 – 114. 68. Εφημ. Αιών, φ. 870/12 Μαΐου 1848. 69. Τάσου Βουρνά, Το Ελληνικό 1848, ό.π., σ. 117. 70. Δημητρίου Αινιάνος, Άπαντα. Απομνημονεύματα Καραϊσκάκη και άλλων αγωνιστών, Επιμέλεια Γεωργίου Βαλέτα, Αθήνα 1962, σσ. 96 κ.ε. 71. Τάσου Βουρνά, Το Ελληνικό 1848, ό.π., σσ. 118 – 119. 72. Ό.π., σ. 73. 73. Εφημ. Αιών, φ. 872/19 Μαΐου 1848. Πρβλ. Σπύρου Λ. Μπρέκη, Το 1848 στην Ελλάδα, Αθήνα 1984, σσ. 153 κ.ε. 74. Τάσου Βουρνά, Το Ελληνικό 1848, ό.π., σ. 89. 75. Εφημ. Αιών, φ. 904/9 Σεπτεμβρίου 1848. 76. Ό.π., φ. 1021/28 Μαρτίου 1850. 77. Σπύρου Λ. Μπρέκη, ό.π., σ. 155. 78. Εφημ. Αιών, φ. 1146/23 Μαρτίου 1851. 79. Οθώνειον Αρχείον, Φ 171/…………. 1850. 80 Εφημ. Αιών, φ. 1295/24 Σεπτεμβρίου 1852. 81. Γιάννη Κολιόπουλου, Ληστές, Αθήνα 1979, σ. 60. 82. Πρακτικά της Βουλής, τ. Β’, 19 Σεπτεμβρίου 1852, σσ. 551 κ.ε. 83. Ό.π., σ. 552. 84. Εφημ. Αιών, φ. 1295/24 Σεπτεμβρίου 1852. 85. Γιάννη Κολιόπουλου, ό.π., σ. 60. 86. Εφημ. Αθηνά, φ. 1911, 23 Σεπτεμβρίου 1852. 87. Γιάννη Κολιόπουλου, ό.π., σ. 60. 88. Εφημ. Αθηνά, φ. 1911/23 Σεπτεμβρίου 1852. 89. Εφημ. Αιών, φ. 1295/24 Σεπτεμβρίου 1852. 90. Εφημ. Αθηνά, φ. 1911/23 Σεπτεμβρίου 1852. 91. Γιάννη Κολιόπουλου, ό.π., σ. 61. 92. Εφημ. Αιών, φ. 1295/24 Σεπτεμβρίου 1852. 93. Γιάννη Κολιόπουλου, ό.π., σσ. 59 κ.ε., Εφημ. Αιών, φ. 1295/24 Σεπτεμβρίου 1852 και εφημ. Αθηνά, φ. 1911/23 Σεπτεμβρίου 1852. 94. Εφημ. Αθηνά, φ. 1911/23 Σεπτεμβρίου 1852. 95. Πρακτικά της Βουλής, ό.π., σ. 552, 24 Σεπτεμβρίου 1852. 96. Για τα επαναστατικά κινήματα κατά την έναρξη του Κριμαϊκού Πολέμου και για το ρόλο της Λαμίας Βλ. Δημητρίου Γ. Κουτρούμπα, Η Επανάστασις του 1854 και εν Θεσσαλία, ιδία, επιχειρήσεις, Αθήνα, 1976, σσ. 60 κ.ε. 97. Γιάννη Κολιόπουλου, ό.π., σ. 93. 98. Εφημ. Αιών, φ. 1453/21 Απριλίου 1854. 99. Ό.π., φ. 1455/28 Απριλίου 1854. 100. ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ Α.Ε., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ’, σ. 165. 101. Γιάννη Κολιόπουλου, ό.π., σ. 94. 102. Εφημ. Αθηνά, φ. 2354/22 Δεκεμβρίου 1855. 103. Αιμίλιος Αθηναίος, Ιστορία των ληστών, τ. Β’, Αθήνα 1904, σ. 1140. 104. Εφημ. Αθηνά, φ. 2258/11 Μαΐου 1855. 105. Ό.π., φ. 22235/16 Μαρτίου 1855. 106. Εφημ. Φάρος της Όθρυος, φ. 1/21 Απριλίου 1856. 107. Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Νόμος ΤΛΑ’, 3/15 Ιουνίου 1856. 108. Οθώνειον Αρχείον, Φ 174, 25 Ιανουαρίου 1857. 109. Μάλλον πρόκειται για τον αρχιληστή Κίτσο Νιβίτσα που έδρασε στην Αττική κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. 110. Εφημ. Αιών, φ. 1516/22 Απριλίου 1857. 111. Ο Χρήστος Νταβέλης και ο Γεώργιος Ντρέλλας ήταν λήσταρχοι που έδρασαν στη δεκαετία του 1850 στη Στερεά Ελλάδα. Ο Νταβέλης σκοτώθηκε στη μάχη στο Ζεμενό 522 Θωμάς Γ. Καλοδήμος μεταξύ Αράχοβας και Διστόμου στις 12 Ιουλίου 1856 από το καταδιωκτικό απόσπασμα του υπολοχαγού Ιωάννη Μέγα. 112. Εφημ. Φάρος της Όθρυος, φ. 144/24 Ιανουαρίου 1859. 113. Εφημ. Φάρος της Όθρυος, φ. 135/22 Νοεμβρίου 1858. 114. Γιάννη Κολιόπουλου, ό.π., σσ. 142 κ. εξ. και 146 κ.ε. 115. Εφημ. Φάρος της Όθρυος, φ. 135/22 Νοεμβρίου 1858. 116. Εφημ. Φωνή των Μεθορίων, φ. 21/4 Ιουνίου 1860. 117. Ό.π., φ. 29/6 Αυγούστου 1860. 118. Εφημ. Φωνή της Όθρυος, φ. 226/10 Σεπτεμβρίου 1860. 119. Ό.π., φ. 225/3 Σεπτεμβρίου 1860. 120. Γιάννη Κολιόπουλου, ό.π., σ. 148, Εφημ. Φωνή των Μεθορίων, φ. 68/29 Απριλίου 1861; 121. Αρχείον Γ. Βλαχογιάννη Α’, Φ 178/21 Αυγούστου 1863. 122. Εφημ. Παλιγγενεσία, φ. 626/8 Απριλίου 1865. 123. Ό.π., φ. 731/31 Αυγούστου 1865. 124. Αρχείον Γ. Βλαχογιάννη Α’, Φ 178/23 Μαρτίου 1865. 125. Ό.π., Φ 178, 183 16186/11 Ιουνίου 1866. 126. Εφημερίς της Κυβερνήσεως 18/10 (22) Ιανουαρίου 1866, Ν. ΡΜΗ’. Το άρθρο 6 της προηγούμενης συνθήκης είχε ως εξής: «Οι λειποτάκται (sic) του στρατού θατέρας των δύο Επικρατειών, παρουσιαζόμενοι ή καταφεύγοντες εις την άλλην, εν ουδεμία περιπτώσει θέλουσι γίνει δεκτοί. Εξ εναντίας, θέλουσιν υποχρεωθή να εγκαταλείψωσι την χώραν και θέλουσιν ειδοποιηθή, ότι, εάν ποτέ ανακαλυφθώσι κατοικούντες κρυφίως εν εκείνη των δύο Επικρατειών, εξ ης ήθελεν αποσπασθή, θέλουσι συλληφθή και αποδοθή». 127. Εφημ. Αιών, φ. 2272/4 Σεπτεμβρίου 1867. 128. Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, 25 Οκτωβρίου 1867, σσ. 135 κ.ε. 129. Δήμαρχος Λαμιέων κατά την εποχή αυτή ήταν ο Δ. Παπαβασιλείου, που εξελέγη κατά το χρονικό διάστημα 1866 – 1870. Βλ., Χρήστου Ν. Καραγεωργίου, Παλαιά Λαμιώτικα Έγγραφα, Λαμία 1961, σ. 13. 130. Ιστορικόν Αρχείον Λαμίας, Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Δήμου Λαμιέων του έτους 1867. 131. Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, 25 Οκτωβρίου 1857, σσ. 135 κ.ε. 132. Εφημ. Εύριπος, φ. 118/21 Οκτωβρίου 1867. 133. Περισσότερα Βλ. Τάσου Βουρνά, Η σφαγή στο Δήλεσι, έκδ. Φυτράκη, σσ. 14 κ.ε. 134. Πρβλ. Γαρδικιώτικα Χρονικά (1977), τ. 8ο, σσ. 11. 135. Γιάννη Κολιόπουλου, ό.π., σ. 240. 136. Εφημ. Εύριπος, φ. 212/9 Αυγούστου 1869. 137. Γιάννη Κολιόπουλου, ό.π., σ. 240. 138. Εφημ. Εύριπος, φ. 212/9 Αυγούστου 1869. 139. Γαρδικιώτικα Χρονικά, ό.π., σ. 10. 140. Εφημ. Εύριπος / 212 / 9 Αυγούστου 1869. 141. Γαρδικιώτικα Χρονικά, ό.π., σσ. 10 κ.ε. 142. Ό.π., σ. 12. 143. Εφημ. Εύριπος, 212/9 Αυγούστου 1869. 144. Γαρδικιώτικα Χρονικά, ό.π., σ. 12, Γιάννη Κολιόπουλου, ό.π., σ. 240. 145. Επαναλαμβάνω το κείμενο αυτό εδώ, για να απολαύσει ο αναγνώστης ολοκληρωμένη την αγόρευση του Ι. Τσιριμώκου στη Βουλή. 146. Εφημ. Εύριπος, φ. 212/9 Αυγούστου 1869. 147. Δεν πρόκειται για τον αρχιληστή Βασίλη Καλαμπαλίκη που σκοτώθηκε στο χωριό Ζαχαρά στον Ελικώνα το 1858 αλλά για άλλον νεότερο ληστή. 148. Εφημ. Αιών, φ. 2606/1 Οκτωβρίου 1870. 149. Ο Χουσνή πασάς καταδίωξε και εξαφάνισε τη ληστεία το 1855 στο Τουρκικό με τα μέτρα που έλαβε εναντίον αυτής. 150. Αρχείον Π. Βακάλογλου Κ. 24 000520/26 Αυγούστου 1870. 151. Εφημ. Φάρος της Όθρυος, φ. 740/27 Φεβρουαρίου 1871. 152. Ό.π. φ. 740/27 Φεβρουαρίου 1871. Η ληστεία στην Επαρχία της Φθιώτιδας 523 153. Αρχείον Π. Βακάλογλου Κ. 24 (000126), 28 Μαρτίου 1872. 154. Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Δ/γμα 71/31 Οκτωβρίου 1866. 155. Εφημ. Αιών, φ. 2782/11 Μαΐου 1872. 156. Ό.π., φ. 2284/18 Μαΐου 1872. 157. Αρχείον Π. Βακάλογλου, Κ 24 (000537), 4 Ιανουαρίου 1873. 158. Εφημ. Φάρος της Όθρυος, φ. 781/13 Οκτωβρίου 1873. 159 Ό.π., φ. 813 / 9 Ιουνίου 1874. 160. Αρχείον Π. Βακάλογλου Κ 24 (000634) 14 Σεπτεμβρίου 1873. 161 Εφημ. Ανατολική Ελλάς, φ. 209/11 Οκτωβρίου 1873, Αρχείον Π. Βακάλογλου Κ 244(000567). 162. Εφημ. Φάρος της Όθρυος, φ. 810 / 18 Μαΐου 1874. 163. Αρχείον Π. Βακάλογλου Κ 24 (000570) 15 Απριλίου 1874. 164. Εφημ. Φάρος της Όθρυος, φ. 813 / 9 Ιουνίου 1874, Εφημ. Αιών, φ. 3088 / 16 Δεκεμβρίου 1874. 165. Ονομαστοί και μεγάλοι ληστές της Αρχαίας Ελλάδας. 166. Εφημ. Φάρος της Όθρυος φ. 835/14 Δεκεμβρίου 1874. 167. Ό.π., φ. 837/1 Ιανουαρίου 1875. 168. Εφημ. Φάρος της Όθρυος, φ. 865/25 Οκτωβρίου 1875. 169. Ό.π., φ. 907/28 Αυγούστου 1876. 170. Ό.π., φ. 886/20 Μαρτίου 1876. 171. Ό.π., φ. 952/27 Αυγούστου 1877. 172. Εφημ. Ευνομία, φ. 26/10 Σεπτεμβρίου 1877. 173. Εφημ. Φάρος της Όθρυος, φ. 945/18 Ιουνίου 1877. 174. Ο Νικόλαος Ζιάκας ήταν από τη γνωστή οικογένεια των αρματολών των Γρεβενών Ζιακαίων, που εγκαταστάθηκε στο Αχλάδι Φθιώτιδας όπου είχε και το κτήμα του. 175. Εφημ. Φάρος της Όθρυος, φ. 1057/5 Ιουλίου 1880. 176. Εφημ. Ευνομία, φ. 135/8 Νοεμβρίου 1880. 177. ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ Α.Ε., ό.π., σσ. 330 κ.ε. 178. Εφημ. Ευνομία, φ. 55/15 Ιουνίου 1878. 179. Ό.π., φ. 156/7 Οκτωβρίου 1881. 180. Σπ. Μαρκεζίνη, ό.π., σσ. 28 κ.ε. 181. Γ. Ρούσσου, Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού έθνους, 1826 – 1974, Αθήνα 1975, τ. ΣΤ’, σ. 458. 182. Δημ. Χρ. Καλατσά, Ληστρικά Τραγούδια, Αθήνα 2000, 83. 183. Εννοεί την εξέγερση κατά του Όθωνα το 1862 και την εκθρόνισή του. 184. Σωτηρίου Σωτηρόπουλου, Τριάκοντα και εξ ημερών αιχμαλωσία και συμβίωσις μετά των ληστών, Αθήνα 1866, σσ. 12 κ.ε. 185. Π. Κορωναίου, Σκέψεις επί της εμπεδώσεως της τάξεως και των αιτίων των κωλυόντων αυτή, Αθήνα 1869, σσ. 6 κ.ε. 186. Εφημ. Αιών, φ. 1186/18 Αυγούστου 1851. 187. Δ.Κ. Αντωνόπουλου, ό.π., σσ. 3 κ.ε. 188. Δημ. Χρ. Χαλατσά, ό.π., σ. 61. 189. Δ.Κ. Αντωνόπουλου, ό.π., σ. 1. 190. Καρόλου Τάκερμαν, Οι Έλληνες της σήμερον (Μετάφραση Αντωνίου Ζυγομαλά), Αθήνα 1977, σ. 197. 191. Ειρήνης Σπανδωνίδη, Τραγούδια της Αγόριανης (Παρνασού), Αθήνα 1939. 192. Δημ. Χρ. Χαλατσά, ό.π., σ. 61. 193. ΓΑΚ, Υπουργείον Εσωτερικών, Φ 171, Μεσολόγγι, 20 Ιανουαρίου 1857, σ. 311. 194. Γιάννη Κολιόπουλου, ό.π., σ. 188. 195. Ό.π., σ. 211. 196. Σωτηρίου Σωτηρόπουλου, ό.π., σ. 51. 197. Καρόλου Τάκερμαν, ό.π., σ. 202. 198. Δημ. Χρ. Χαλατσά, ό.π., σ. 51. 190. Α.Ι.Ρ. (Ραγκαβής;), Σκέψεις περί καταδιώξεως της ληστείας, Αθήνα 1870, σ. 26. 200. Αιμιλίου Αθηναίου, Ιστορία των ληστών, τ. Α’, Αθήνα 1902, σ. 574. 524 Θωμάς Γ. Καλοδήμος 201. Δ.Κ. Αντωνοπούλου, ό.π., σ. 1, Καρόλου Τάκερμαν, ό.π., σσ. 204 κ.ε. 202. Β.Ι. Φίλια, Κοινωνία και Εξουσία στην Ελλάδα, Αθήνα 1974, σσ. 133 κ.ε. 203. Γιάννη Κολιόπουλου, ό.π., σ. 193. 204. Δ.Κ. Αντωνόπουλου, ό.π., σ. Ι. 205. Γιάννη Κολιόπουλου, ό.π., σ. ΙΙ. 206. Νικ. Κασομούλη, Ημερολόγιον, ό.π., σσ. 42 κ.ε. 207. Πρβλ. Εφημ. Αιών, φ. 1186/18 Αυγούστου 1861. 208. Παύλου Καλλιγά, Θάνος Βλέκας, Αθήνα 1962, σ. 21. 209. Καρόλου Τάκερμαν, ό.π., σ. 204. Π. Κορωναίου, ό.π., σ. 32. 210. Εφημ. Αιών, φ. 1302/18 Οκτωβρίου 1852


Share on Google Plus

About kalimerisnikos

Author Details