Οι τρεις σ΄υντρόφ’σσ΄ις {παραμύθι}
===================
Ν΄άφρα κ’ έναν γκιρό ήταν τρεις σ΄υντρόφ’σσ΄ις. Αιγαπούσαν έναν αιγόρου, του βασ΄ιλ΄ά.
Η ν΄ά είπιν: «Ιγώ άµα τουµ µπάρου του βασ΄ιλ΄ά, α τουν φκ΄άσου ν΄ά πίτα τρανή να φάει ούλου τ’ ασ΄κέρ΄ κι ν’ απουµείν΄ χεµ».
Η άλλ΄ είπιν: «Ιγώ άµα τουµ µπάρου του βασ΄ιλ΄ά, α τουν υφάνου ένα πκάµσου να του µάσ΄ µέσ’ ζ’γκαρυδότσ΄ιφχα». Η τρίτ΄ είπιν κι αυτή: «Ιγώ άµα τουµ µπάρου του βασ΄ιλ΄ά, δα τουν κάµου δυο πιδούδια µι ασ΄ηµέινα κιφαούδια».
Ι βασ΄ιλ΄άς τ’ν άκ’σ΄ιν αυτήν που είπιν δα κάµ΄ δυο πιδούδια µι ασ΄ηµέινα κιφαούδια, ’µ µπαντρεύκιν, ’µ µπήριν στου παλάτ΄.
Κάπουτι, πέρασ΄ιν ι κιρός, φάσ΄κ΄ουσ΄ιν η βασ΄ιλ΄άινα, έκαµιν δυο πιδούδια µι ασ΄ηµέινα κιφαούδια.
Έµαθαν οι σ΄υντρόφ’σσ΄ις ότι η βασ΄ιλ΄άινα είχιν δυο πιδούδια µι ασ΄ηµέινα κιφαούδια, ίνγκαν κατσ΄ιφέλ΄ις, πήραν του ντισάκ΄, έβαουαν δυο κταβούδια µέσα, πήγαν να υρέψ’ν, πάν ζ’ βασ΄ιλ΄άινα. «∆ώσ΄ι µας, κυρά, ένα
σουµούν΄ ψουµί». ’Σ έδικιν. «∆ώσ΄ι µας κι ν΄ά ζγκούρντα τυρί». ’Σ έδικιν. «∆ώσ΄ιµας κι λ΄ίγ΄ αρµεά».
«Ε, η αρµεά είν΄ι στου παλ΄ό του σ΄πίτ΄, ιγώ είµι λ΄ιχώνα, δενγκάµν΄ να πάου». «Ψ΄έµατα είν΄ αυτά, κυρά, µη τα πισ΄τεύς. Τράβα φέρι µας λ΄ιγ΄αρµεά να φάµι».
Πάει η βασ΄ιλ΄άινα να βγάλ΄ αρµεά ’πού του βαρέλ΄, µέχρι να υρίσ΄πήραν τα πιδούδια ’πού του στρώµα, άφκαν τα κταβούδια κι έφκαν. Ύρσ΄ιν η βασ΄ιλ΄άινα, δε ’ζ βρήκιν, πααίν΄ στου στρώµα, τηρά, γλ΄έπ΄ τα κταβούδια. Χίρσ΄ιν να
κλ΄αίει. Πάει ι βασ΄ιλ΄άς, τ’ λ΄έει: «Ιατί κλ΄αίς, βασ΄ιλ΄άινα;». «Να, ήρθαν δυο κατσ΄ιφέλ΄ις, ’ς έδικα ψουµί κι τυρί, πήγα να ’ζ δώσου κι αρµεά, µι πήραν τα πιδούδια
κι µε άφκαν τα κταβούδια». «Ψ΄ιµατάς», λ΄έει ι βασ΄ιλ΄άς, «κταβούδια έκαµις». Κι ’νγκόσ΄αξ΄ιν ι βασ΄ιλ΄άς ντ’ βασ΄ιλ΄άινα. Η βασ΄ιλ΄άινα όµους δεν΄ έφιβγιν, κάθιταν
όξου στου ξ΄ιστρόχ΄. Ι βασ΄ιλ΄άς παντρεύκιν πάλ΄ι µέτα κι πήριν ν΄ά ’πού κείν΄ις ’ςσ΄υντρόφ’σσ΄ις.
Πιρνούσαν ούλ΄, ν’ γκουτσούσαν, τ’ φτούσαν ούλ΄.
Ν΄ά µέρα πέρασ΄ινι βασ΄ιλ΄άς, ’µ µπατεί κι αυτός ν΄ά κουτσ΄ά, ντ’ βρουντά ’που καταή, ίνγκιν η
βασ΄ιλ΄άινα χιλ΄ιδόνα, χίρσ΄ιν να πιτά, σαλντίσ΄κιν ι βασ΄ιλ΄άς να ’µ µπιάσ΄, τ’ν΄έκουψ΄ιν τ’ νουρά, έσταξ΄ιν ν΄ά σταγµαγµατιά ιόµα, κ’ ικεί που έσταξ΄ιν του ιόµα
φύτρουσ΄ιν ν΄ά τραν΄ή µηλ΄ά ουµπρός απού του παλάτ΄. Πήγιν΄ιν ι βασ΄ιλ΄άς έπιρν΄ιν µήουα, έτρουιν, κατέβαζ΄ιν η µηλ΄ά τα κουνάρια, τουν γκανάκιβιν.
Πήγιν΄ιν η βασ΄ιλ΄άινα, σ΄κών΄ιταν ουπάν νό καβάκ΄.
Ούτι ίσ΄κ΄ου έφκ΄αν΄ιν, ούτι µήουαµπουρούσ΄ιν να πάρ΄ να φάει. Λ΄έει ν΄ά µέρα του βασ΄ιλ΄ά: «Βασ΄ιλ΄ά, τουτ΄ά τ’ µηλ΄άνα ’ν γκόψουµι» . «Ιατί;», λ΄έει ι βασ΄ιλ΄άς.
«Τι τ’ θέµι; Ούτι ίσ΄κ΄ου µας φκ΄άν΄, ούτι µήουα τρώµι». «Ε, ας ’ν γκόψουµι». Τ’ν΄ έκουψαν. ’Πόµν΄ιν του κούτσουρου, δεµ µπουρούσαν να του βγάλν.
Ν΄ά µέρα πάει ν΄ά µπάµπου ’κεί ζ’ βασ΄ιλ΄άινα µι τ’ ρόκα τς
κ’ έγν΄ιθιν. «Βασ΄ιλ΄ά», λ΄έει, «τουτουιά του κούτσουρου ιατί δεν ντου βγάν’τι;». «Μ’δε βγαίν΄, µπάµπου». «Α, δα του βγάου ιγώ κι δα του πάρου». «Ιγώ ίφιρα ούλου τ’
ασ΄κέρ΄ κι δε µπόρσαν να του βγάλν, δα του βγάλς ισ΄ύ;». «Άµα του βγάου», λ΄έει ηµπάµπου, «να του πάρου σ΄πίτ΄;». «Βγάλτου κι πάρτου, µπάµπου», λ΄έει ι βασ΄ιλ΄άς,
«άµα µπουρέεις». Χίρσ΄ιν η µπάµπου χίρτ χίρτ µι του δραχτούδ΄, τόβγαλ΄ιν, του πήριν,του πάει σ΄πίτ΄, τόβαλ΄ιν ουπίς σ’ θύρα. Έφτασ΄ιν η Κυριακή, πάει η µπάµπου σ’ν΄ικκλ΄ησ΄ά.
Βήκιν ’πού µέσα ’πού του κούτσουρου ν΄ά καλ΄ή κουπέουα - µα τικουπέουα! - κ’ έσφαξ΄ιν ντ’ µπάµπου ένα πουούδ΄, του ζ΄ιµάτσ΄ιν, του µάτσ΄ιν, φουκάλσ΄ιν, σφουγγάρσ΄ιν, µαέριψ΄ιν, έστρουσ΄ιν κι του σ΄νί κι µόλ΄ις είιδιν απουλνούσ΄ιν η ν΄ικκλ΄ησ΄ά, κρύφκιν η κουπέουα, σ΄έφκιν πάλ΄ι µέσ’ στου κούτσουρου.
Η µπάµπου ’ντά τάειδιν ούλα θαµάσ΄κιν τι τ’ν΄ ήρθιν. «Μπααα! ποιό είν΄ιτουιά του καό του κουρτσούδ΄ που µι φκ΄άν΄ τισά σ’ καλ΄ές ζ’ δλ΄ές κι δεν΄ έριτι να µισ΄τι µαζ΄ί, να µη είµι κι ’γώ µαναχή!». Τ’ν άλλ΄ ’ν Γκυριακή σαµπάλ΄α σαµπάλ΄α η µπάµπου σ΄κώθκιν κι είπιν: «Τώρα δ’ αουάξου κι δα πάου πάλ΄ι σ’ ν΄ικκλ΄ησ΄ά». Η µπάµπου όµους κρύφκιν. Βήκιν η καλ΄ή η κουπέουα πάλ΄ι, χίρσ΄ιν να χουζµιτέβ΄,µόλ΄ις είιδιν ντ’ µπάµπου έριταν, πάει να κρυφτεί, σαλντίσ΄κιν η µπάµπου τόπιασ΄ιν
απαου πίς απού τ’ φούστα. «Σ΄ύ είσ΄ι», λ΄έει, «καό µ’ κουρτσούδ΄, που φκ΄άνς ταχουζµέτια;
∆εν΄ έρισ΄ι δαιά να µη είµι κι ’γώ µαναχή, να ’χουµι παρέια;». «Κουά»,λ΄έει, «µπάµπου, δανά ’ρθου».
Πέρασαν ν΄ά µέρα, δυο µέρις, πουλλ΄ές µέρις, η µπάµπου δεµ µπήγιν΄ιν στου βασ΄ιλ΄ά µι τ’ ρόκα.Λ΄έειντ’βασ΄ιλ΄άινα:
«Τζ΄άµ, η µπάµπου ιατί δεν΄ έριτι να κάτσουµι;». «Βασ΄ιλ΄ά, η µπάµπου έχ΄ ένα κουρίτσ΄, είπαν,
µα πώς δα κάµουµι να του ιδούµι. ∆ε γκιζ΄αρίζ΄ ντίπ, λ΄έει. Ξέρς τι δα φκ΄άεις,βασ΄ιλ΄ά;». «Τι», λ΄έει. «∆α φουνάξουµι
µιντζ΄ά κι δα φουνάξουµι κι ’ζ µπάµπους
του κουρίτσ΄». «Καουά». Πάει η βασ΄ιλ΄άινα, λ΄έει: «Μπάµπου, είπιν ι βασ΄ιλ΄άς να σαλντίεις πόψ΄ι του κουρίτσ΄ σ’ µιντζ΄ά». «Αµ’ δεν ντου σαλντίζου ’γώ του κουρίτσ΄ σ’µιντζ΄ά». «Ιατί;». «Να πεις του βασ΄ιλ΄ά, άµα στρώσ΄ απού τ’ ιµάς ώς τ’ ισάς φχουριά κ’ ικεί π’ δα κάθιτι του κουρίτσ΄, κ’ ικεί φχουριά δανά ’χ΄, τότι δα του σαλντίσου».
Πάει η βασ΄ιλ΄άινα. «Τι σ΄’ είπιν η µπάµπου;». «Μ’ είπιν», λ΄έει, «να στρώσουµι απού ταύτ΄ ώς σ΄ι µάς κ’ ικεί π’ δα κάθιτι του κουρίτσ΄, κ’ ικεί φχουριά να ’ν΄ι κι τότι δα του
σαλντίσ΄». «∆α στρώσουµι», λ΄έει, «βασ΄ιλ΄άινα». Έστρουσαν φχουριά, ν΄ύχτουσ΄ιν,παν ούλ΄ις οι κουπέλ΄ις σ’ µιντζ΄ά. Κάπουτι πάει κι ’ζ µπάµπους του κουρίτσ΄,όµουρφου κι καό, αουαγµένου. Ούλ΄ις είπαν παραµύθια, είπαν τραγούδια, ’ζ µπάµπους
του κουρίτσ΄ δε ζµπόριαζ΄ιν. Λ΄έει ι βασ΄ιλ΄άς:
«Σώπατι, τώρα δα µας πει κι ’ζµπάµπους του κουρίτσ΄ ένα παραµύθ΄». «Ε», λ΄έει του κουρίτσ΄, «’γώ του φκό µ’ του
παραµύθ΄ είν΄ι πουλ΄ύ τρανό. Θέλ΄ να κάθουµισ΄τι όλ΄ νύχτα κι όλ΄ µέρα να του µπιτίσου». «∆α κάτσουµι», λ΄έει ι βασ΄ιλ΄άς, «άµα χρασ΄τεί να του µπιτίεις.
Μαναχά να µας του πεις». Χίρσ΄ιν ’ζ µπάµπους του κουρίτσ΄: «Μεις ν΄ά φουρά κ’ έναν γκιρό
είµασταν τρεις σ΄υντρόφ’σσ΄ις. Αιγαπούσαµι έναν αιγόρου, του βασ΄ιλ΄ά. Η ν΄ά είπιν,άµα τουµ µπάρει, δα τουν φκ΄άσ΄ ν΄ά πίτα να φάει ούλου τ’ ασ΄κέρ΄ κι ν’ απουµείν΄χεµ.
Η άλλ΄ είπιν, άµα τουµ µπάρει του βασ΄ιλ΄ά, δα τουν υφάν΄ ένα πκάµσου να του µάσ΄ µέσ’ σ΄ι ν΄ά καρυδότσ΄ιφχα.
Κι ’γώ είπα, άµα τουµ µπάρου, δα τουν φκ΄άσου δυο
πιδούδια µι ασ΄ηµέινα κιφαούδια».
’Ντά τ’ άκ’σ΄ιν ι βασ΄ιλ΄άς απείκασ΄ιν ότι αυτή
ήταν η βασ΄ιλ΄άινα που έκαµιν τα πιδούδια µι τ’ ασ΄ηµέινα κιφαούδια. Κόσ΄αξ΄ιν ’νγκατσ΄ιφέουα που πήριν κατόπ΄ κι πήριν πάλ΄ι ’ζ µπάµπους του κουρίτσ΄. Κ’ έζησαν
αυτοί καουά κι µεις καλ΄ύτιρα.
----------------------------------
{Το γλωσσικό ιδίωμα των Μοναστηριωτών περιοχής Καβακλή Ανατολικής Ρωμυλίας - Αλμπανούδης Παύλος}
===================
Ν΄άφρα κ’ έναν γκιρό ήταν τρεις σ΄υντρόφ’σσ΄ις. Αιγαπούσαν έναν αιγόρου, του βασ΄ιλ΄ά.
Η ν΄ά είπιν: «Ιγώ άµα τουµ µπάρου του βασ΄ιλ΄ά, α τουν φκ΄άσου ν΄ά πίτα τρανή να φάει ούλου τ’ ασ΄κέρ΄ κι ν’ απουµείν΄ χεµ».
Η άλλ΄ είπιν: «Ιγώ άµα τουµ µπάρου του βασ΄ιλ΄ά, α τουν υφάνου ένα πκάµσου να του µάσ΄ µέσ’ ζ’γκαρυδότσ΄ιφχα». Η τρίτ΄ είπιν κι αυτή: «Ιγώ άµα τουµ µπάρου του βασ΄ιλ΄ά, δα τουν κάµου δυο πιδούδια µι ασ΄ηµέινα κιφαούδια».
Ι βασ΄ιλ΄άς τ’ν άκ’σ΄ιν αυτήν που είπιν δα κάµ΄ δυο πιδούδια µι ασ΄ηµέινα κιφαούδια, ’µ µπαντρεύκιν, ’µ µπήριν στου παλάτ΄.
Κάπουτι, πέρασ΄ιν ι κιρός, φάσ΄κ΄ουσ΄ιν η βασ΄ιλ΄άινα, έκαµιν δυο πιδούδια µι ασ΄ηµέινα κιφαούδια.
Έµαθαν οι σ΄υντρόφ’σσ΄ις ότι η βασ΄ιλ΄άινα είχιν δυο πιδούδια µι ασ΄ηµέινα κιφαούδια, ίνγκαν κατσ΄ιφέλ΄ις, πήραν του ντισάκ΄, έβαουαν δυο κταβούδια µέσα, πήγαν να υρέψ’ν, πάν ζ’ βασ΄ιλ΄άινα. «∆ώσ΄ι µας, κυρά, ένα
σουµούν΄ ψουµί». ’Σ έδικιν. «∆ώσ΄ι µας κι ν΄ά ζγκούρντα τυρί». ’Σ έδικιν. «∆ώσ΄ιµας κι λ΄ίγ΄ αρµεά».
«Ε, η αρµεά είν΄ι στου παλ΄ό του σ΄πίτ΄, ιγώ είµι λ΄ιχώνα, δενγκάµν΄ να πάου». «Ψ΄έµατα είν΄ αυτά, κυρά, µη τα πισ΄τεύς. Τράβα φέρι µας λ΄ιγ΄αρµεά να φάµι».
Πάει η βασ΄ιλ΄άινα να βγάλ΄ αρµεά ’πού του βαρέλ΄, µέχρι να υρίσ΄πήραν τα πιδούδια ’πού του στρώµα, άφκαν τα κταβούδια κι έφκαν. Ύρσ΄ιν η βασ΄ιλ΄άινα, δε ’ζ βρήκιν, πααίν΄ στου στρώµα, τηρά, γλ΄έπ΄ τα κταβούδια. Χίρσ΄ιν να
κλ΄αίει. Πάει ι βασ΄ιλ΄άς, τ’ λ΄έει: «Ιατί κλ΄αίς, βασ΄ιλ΄άινα;». «Να, ήρθαν δυο κατσ΄ιφέλ΄ις, ’ς έδικα ψουµί κι τυρί, πήγα να ’ζ δώσου κι αρµεά, µι πήραν τα πιδούδια
κι µε άφκαν τα κταβούδια». «Ψ΄ιµατάς», λ΄έει ι βασ΄ιλ΄άς, «κταβούδια έκαµις». Κι ’νγκόσ΄αξ΄ιν ι βασ΄ιλ΄άς ντ’ βασ΄ιλ΄άινα. Η βασ΄ιλ΄άινα όµους δεν΄ έφιβγιν, κάθιταν
όξου στου ξ΄ιστρόχ΄. Ι βασ΄ιλ΄άς παντρεύκιν πάλ΄ι µέτα κι πήριν ν΄ά ’πού κείν΄ις ’ςσ΄υντρόφ’σσ΄ις.
Πιρνούσαν ούλ΄, ν’ γκουτσούσαν, τ’ φτούσαν ούλ΄.
Ν΄ά µέρα πέρασ΄ινι βασ΄ιλ΄άς, ’µ µπατεί κι αυτός ν΄ά κουτσ΄ά, ντ’ βρουντά ’που καταή, ίνγκιν η
βασ΄ιλ΄άινα χιλ΄ιδόνα, χίρσ΄ιν να πιτά, σαλντίσ΄κιν ι βασ΄ιλ΄άς να ’µ µπιάσ΄, τ’ν΄έκουψ΄ιν τ’ νουρά, έσταξ΄ιν ν΄ά σταγµαγµατιά ιόµα, κ’ ικεί που έσταξ΄ιν του ιόµα
φύτρουσ΄ιν ν΄ά τραν΄ή µηλ΄ά ουµπρός απού του παλάτ΄. Πήγιν΄ιν ι βασ΄ιλ΄άς έπιρν΄ιν µήουα, έτρουιν, κατέβαζ΄ιν η µηλ΄ά τα κουνάρια, τουν γκανάκιβιν.
Πήγιν΄ιν η βασ΄ιλ΄άινα, σ΄κών΄ιταν ουπάν νό καβάκ΄.
Ούτι ίσ΄κ΄ου έφκ΄αν΄ιν, ούτι µήουαµπουρούσ΄ιν να πάρ΄ να φάει. Λ΄έει ν΄ά µέρα του βασ΄ιλ΄ά: «Βασ΄ιλ΄ά, τουτ΄ά τ’ µηλ΄άνα ’ν γκόψουµι» . «Ιατί;», λ΄έει ι βασ΄ιλ΄άς.
«Τι τ’ θέµι; Ούτι ίσ΄κ΄ου µας φκ΄άν΄, ούτι µήουα τρώµι». «Ε, ας ’ν γκόψουµι». Τ’ν΄ έκουψαν. ’Πόµν΄ιν του κούτσουρου, δεµ µπουρούσαν να του βγάλν.
Ν΄ά µέρα πάει ν΄ά µπάµπου ’κεί ζ’ βασ΄ιλ΄άινα µι τ’ ρόκα τς
κ’ έγν΄ιθιν. «Βασ΄ιλ΄ά», λ΄έει, «τουτουιά του κούτσουρου ιατί δεν ντου βγάν’τι;». «Μ’δε βγαίν΄, µπάµπου». «Α, δα του βγάου ιγώ κι δα του πάρου». «Ιγώ ίφιρα ούλου τ’
ασ΄κέρ΄ κι δε µπόρσαν να του βγάλν, δα του βγάλς ισ΄ύ;». «Άµα του βγάου», λ΄έει ηµπάµπου, «να του πάρου σ΄πίτ΄;». «Βγάλτου κι πάρτου, µπάµπου», λ΄έει ι βασ΄ιλ΄άς,
«άµα µπουρέεις». Χίρσ΄ιν η µπάµπου χίρτ χίρτ µι του δραχτούδ΄, τόβγαλ΄ιν, του πήριν,του πάει σ΄πίτ΄, τόβαλ΄ιν ουπίς σ’ θύρα. Έφτασ΄ιν η Κυριακή, πάει η µπάµπου σ’ν΄ικκλ΄ησ΄ά.
Βήκιν ’πού µέσα ’πού του κούτσουρου ν΄ά καλ΄ή κουπέουα - µα τικουπέουα! - κ’ έσφαξ΄ιν ντ’ µπάµπου ένα πουούδ΄, του ζ΄ιµάτσ΄ιν, του µάτσ΄ιν, φουκάλσ΄ιν, σφουγγάρσ΄ιν, µαέριψ΄ιν, έστρουσ΄ιν κι του σ΄νί κι µόλ΄ις είιδιν απουλνούσ΄ιν η ν΄ικκλ΄ησ΄ά, κρύφκιν η κουπέουα, σ΄έφκιν πάλ΄ι µέσ’ στου κούτσουρου.
Η µπάµπου ’ντά τάειδιν ούλα θαµάσ΄κιν τι τ’ν΄ ήρθιν. «Μπααα! ποιό είν΄ιτουιά του καό του κουρτσούδ΄ που µι φκ΄άν΄ τισά σ’ καλ΄ές ζ’ δλ΄ές κι δεν΄ έριτι να µισ΄τι µαζ΄ί, να µη είµι κι ’γώ µαναχή!». Τ’ν άλλ΄ ’ν Γκυριακή σαµπάλ΄α σαµπάλ΄α η µπάµπου σ΄κώθκιν κι είπιν: «Τώρα δ’ αουάξου κι δα πάου πάλ΄ι σ’ ν΄ικκλ΄ησ΄ά». Η µπάµπου όµους κρύφκιν. Βήκιν η καλ΄ή η κουπέουα πάλ΄ι, χίρσ΄ιν να χουζµιτέβ΄,µόλ΄ις είιδιν ντ’ µπάµπου έριταν, πάει να κρυφτεί, σαλντίσ΄κιν η µπάµπου τόπιασ΄ιν
απαου πίς απού τ’ φούστα. «Σ΄ύ είσ΄ι», λ΄έει, «καό µ’ κουρτσούδ΄, που φκ΄άνς ταχουζµέτια;
∆εν΄ έρισ΄ι δαιά να µη είµι κι ’γώ µαναχή, να ’χουµι παρέια;». «Κουά»,λ΄έει, «µπάµπου, δανά ’ρθου».
Πέρασαν ν΄ά µέρα, δυο µέρις, πουλλ΄ές µέρις, η µπάµπου δεµ µπήγιν΄ιν στου βασ΄ιλ΄ά µι τ’ ρόκα.Λ΄έειντ’βασ΄ιλ΄άινα:
«Τζ΄άµ, η µπάµπου ιατί δεν΄ έριτι να κάτσουµι;». «Βασ΄ιλ΄ά, η µπάµπου έχ΄ ένα κουρίτσ΄, είπαν,
µα πώς δα κάµουµι να του ιδούµι. ∆ε γκιζ΄αρίζ΄ ντίπ, λ΄έει. Ξέρς τι δα φκ΄άεις,βασ΄ιλ΄ά;». «Τι», λ΄έει. «∆α φουνάξουµι
µιντζ΄ά κι δα φουνάξουµι κι ’ζ µπάµπους
του κουρίτσ΄». «Καουά». Πάει η βασ΄ιλ΄άινα, λ΄έει: «Μπάµπου, είπιν ι βασ΄ιλ΄άς να σαλντίεις πόψ΄ι του κουρίτσ΄ σ’ µιντζ΄ά». «Αµ’ δεν ντου σαλντίζου ’γώ του κουρίτσ΄ σ’µιντζ΄ά». «Ιατί;». «Να πεις του βασ΄ιλ΄ά, άµα στρώσ΄ απού τ’ ιµάς ώς τ’ ισάς φχουριά κ’ ικεί π’ δα κάθιτι του κουρίτσ΄, κ’ ικεί φχουριά δανά ’χ΄, τότι δα του σαλντίσου».
Πάει η βασ΄ιλ΄άινα. «Τι σ΄’ είπιν η µπάµπου;». «Μ’ είπιν», λ΄έει, «να στρώσουµι απού ταύτ΄ ώς σ΄ι µάς κ’ ικεί π’ δα κάθιτι του κουρίτσ΄, κ’ ικεί φχουριά να ’ν΄ι κι τότι δα του
σαλντίσ΄». «∆α στρώσουµι», λ΄έει, «βασ΄ιλ΄άινα». Έστρουσαν φχουριά, ν΄ύχτουσ΄ιν,παν ούλ΄ις οι κουπέλ΄ις σ’ µιντζ΄ά. Κάπουτι πάει κι ’ζ µπάµπους του κουρίτσ΄,όµουρφου κι καό, αουαγµένου. Ούλ΄ις είπαν παραµύθια, είπαν τραγούδια, ’ζ µπάµπους
του κουρίτσ΄ δε ζµπόριαζ΄ιν. Λ΄έει ι βασ΄ιλ΄άς:
«Σώπατι, τώρα δα µας πει κι ’ζµπάµπους του κουρίτσ΄ ένα παραµύθ΄». «Ε», λ΄έει του κουρίτσ΄, «’γώ του φκό µ’ του
παραµύθ΄ είν΄ι πουλ΄ύ τρανό. Θέλ΄ να κάθουµισ΄τι όλ΄ νύχτα κι όλ΄ µέρα να του µπιτίσου». «∆α κάτσουµι», λ΄έει ι βασ΄ιλ΄άς, «άµα χρασ΄τεί να του µπιτίεις.
Μαναχά να µας του πεις». Χίρσ΄ιν ’ζ µπάµπους του κουρίτσ΄: «Μεις ν΄ά φουρά κ’ έναν γκιρό
είµασταν τρεις σ΄υντρόφ’σσ΄ις. Αιγαπούσαµι έναν αιγόρου, του βασ΄ιλ΄ά. Η ν΄ά είπιν,άµα τουµ µπάρει, δα τουν φκ΄άσ΄ ν΄ά πίτα να φάει ούλου τ’ ασ΄κέρ΄ κι ν’ απουµείν΄χεµ.
Η άλλ΄ είπιν, άµα τουµ µπάρει του βασ΄ιλ΄ά, δα τουν υφάν΄ ένα πκάµσου να του µάσ΄ µέσ’ σ΄ι ν΄ά καρυδότσ΄ιφχα.
Κι ’γώ είπα, άµα τουµ µπάρου, δα τουν φκ΄άσου δυο
πιδούδια µι ασ΄ηµέινα κιφαούδια».
’Ντά τ’ άκ’σ΄ιν ι βασ΄ιλ΄άς απείκασ΄ιν ότι αυτή
ήταν η βασ΄ιλ΄άινα που έκαµιν τα πιδούδια µι τ’ ασ΄ηµέινα κιφαούδια. Κόσ΄αξ΄ιν ’νγκατσ΄ιφέουα που πήριν κατόπ΄ κι πήριν πάλ΄ι ’ζ µπάµπους του κουρίτσ΄. Κ’ έζησαν
αυτοί καουά κι µεις καλ΄ύτιρα.
----------------------------------
{Το γλωσσικό ιδίωμα των Μοναστηριωτών περιοχής Καβακλή Ανατολικής Ρωμυλίας - Αλμπανούδης Παύλος}
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου