Συντεχνίες και Ανατολική Ρωμυλία

Συντεχνίες
εργασία της συνεργάτης μας κ Γεωργία Μπαιράμη...

Το πνεύμα της ανασύστασης των συντεχνιών κατά τον 16ο αι. ήδη έχει οριοθετηθεί. Όμως τι ακριβώς ήταν αυτοί οι οικονομικοί οργανισμοί; Συντεχνίες ονομάζονταν διάφορα εμπορικά σωματεία, η σύσταση των οποίων καθοριζόταν από το ιδιαίτερο επάγγελμα του κάθε εργαζομένου. Το σύστημα της διοίκησης των συντεχνιών δεν ήταν κάτι καινούργιο, αλλά είχε τις ρίζες του στο βυζάντιο. Κατά τη περίοδο εκείνη αποφασίζεται, όπως αναφέρεται και στο Επαρχιακό Βιβλίο του Λέοντος του Σοφού «ο καθαρά επαγγελματικός, τεχνικός και εμπορικός τους σκοπός» . Τούτο σήμαινε ταυτόχρονα και την αποδέσμευσή τους από τον πλήρη κρατικό έλεγχο. Ο μη δεσμευτικός ρόλος πια του κράτους οδηγεί στην ανάπτυξη αυτών των επαγγελματικών σωματίων, συνεταιρισμών ή αλλιώς συντεχνιών. Οι αυστηρές παραδόσεις εφαρμόστηκαν σχεδόν χωρίς ιδιαίτερες διαφορές και στη περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, διατηρώντας παραπλήσιους κανόνες ,άγραφους νόμους και διατάξεις με κείνων που ίσχυαν κατά τη βυζαντινή εποχή . Τα λίγα στοιχεία που υπάρχουν για τη λειτουργία των συντεχνιών πριν από το 16ο αι. φανερώνουν το πλήγμα που δέχτηκαν οι βυζαντινές συντεχνίες από την οθωμανική κατάκτηση. Ωστόσο η μορφή των βυζαντινών συντεχνιών (σώμα, σωματείον, τάξις, τάγμα, συντεχνία, που συνήθως αναφέρονται από τους λόγιους)δεν εξαφανίστηκε ούτε κατά τη μετάβασή της απ’ αυτή τη σκοτεινή περίοδο αφού στοιχεία της συναντούνται τόσο ως εκφράσεις φιλανθρωπικής δράσης, αλληλοϋποστήριξης κι αλληλοβοήθειας, όσο και συνενώσεων ατόμων συνήθως μιας περιοχής με συναφή επαγγελματική δραστηριότητα. Αυτά τα έντονα στοιχεία οδήγησαν σταδιακά σε μια ανασύσταση των οργανώσεων η οποία ήδη παρατηρείται από τον 16ο αι και ύστερα ,ακολουθούμενη από μια περίοδο σταθεροποίησης κατά τον 17ο αι. , ωρίμανσης κατά το 18ο αι. , έως μέχρι και το 19ο αι όπου σταδιακά αρχίζει να γίνεται ορατή η αποσύνθεσή τους .
Τα χαρακτηριστικά που παρουσιάζει ο θεσμός των συντεχνιών κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας είναι διαμορφωμένα σε σχέση με το φυσικό γεωγραφικό χώρο όπου αυτές υφίσταντο. Οι συντεχνίες είναι κατ’ εξοχήν συστάσεις ενώσεων που δρουν και υφίστανται στις αστικές περιοχές .Σταδιακά ωστόσο επήλθε η διάχυσή τους ως λειτουργικό μέσο οργάνωσης και στην ύπαιθρο .Η ενσωμάτωση τους στα πλαίσια της κοινότητας λειτουργεί ανταποδοτικά αλλά και δεσμευτικά μια και υπόκειντο στις περιοριστικές δεσμεύσεις των κοινοτικών θεσμών οι οποίοι ρυθμίζουν την τοπική αγορά . Ο συμβιβασμός των οργανώσεων αποτελεί και θέμα επιβίωσής τους. Στόχος τους να διατηρηθεί η βιοτεχνική παραγωγή σε σταθερά επίπεδα αποφεύγοντας κάθε είδους ανταγωνισμό. Οι συντεχνίες προσπαθούν να διατηρήσουν, τις οικονομικές εκείνες ισορροπίες οι οποίες διαφυλάττουν την τάξη αποφεύγοντας τις συγκρούσεις .Η έμμεση σύνδεσή τους με την κρατική εξουσία διαμορφώνει το πνεύμα της λειτουργίας τους. Υποχρεωμένες να συμβάλλουν στη φοροεισπρακτική πρακτική του οθωμανικού κράτους συναλλάσσονται με τους διάφορους διαμεσολαβητές εκτελώντας έτσι συγκεκριμένο ρόλο. Οι λειτουργίες της έτσι καθορίζονται από μια άτυπη αρχικά νομοτέλεια η οποία προς το τέλος θα δομηθεί με τη μορφή ακόμα και γραπτών κανόνων-νόμων.Βασικοί σκοποί των λειτουργιών της είναι ο έλεγχος «της κάθετης κινητικότητας στο εσωτερικό κάθε βιοτεχνικού τομέα», να καθορίζουν το κόστος παραγωγής από τη πρώτη φάση παραγωγής του προϊόντος έως την τελική του βιοτεχνική επεξεργασία, να κατανέμουν τις αγορές ,να έχουν «τον έλεγχο των πηγών εφοδιασμού σε πρώτες ύλες» , να καθορίζουν σε συνεργασία με τη κρατική και την κοινοτική εξουσία τις μέγιστες τιμές όπως αυτές θα εξαχθούν στην τοπική αγορά και τέλος να διατηρούν τις παραδοσιακές μεθόδους στην κατασκευαστική φάση του προϊόντος .
Ως θεσμός με συγκεκριμένες λειτουργίες δε θα μπορούσε να μη διέπεται κι από εσωτερικές λειτουργίες, δηλαδή, από εκείνες που ορίζουν τη φυσική της υπόσταση και ύπαρξη. Μια συντεχνία ή αλλιώς όπως ονομαζόταν στα χρόνια εκείνα «με τις αραβοπερσικές και τουρκικές ονομασίες ισνάφ, ή εσνάφ, ή ενσάφ (ισνάφι-συνάφι) και τις αραβικές ρουφέτ, ή ροφέτ, ή ρουφίτ (ρουφέτι)με τις αραβοπερσικές και τούρκικες ονομασίες ισνάφ ή εσνάφ» , αποτελούνταν από μέλη τα οποία ασκούσαν συνήθως την ίδια τέχνη. Η οργάνωση και οι κανόνες στους οποίους στηρίζεται κάθε ισνάφι δείχνει πως επιθυμία τους είναι να περιφρουρήσουν τα επαγγελματικά κι εμπορικά τους συμφέροντα διατηρώντας την ενότητά τους και συνάφεια. Γι αυτό το λόγο τα πολυμελή σινάφια προσέφευγαν στη λύση της διάσπασής σε άλλα μικρότερα όπως η συντεχνία των αργυροχρυσοχόων της Κωνσταντινούπολης που μετρούσε 25 υποσυντεχνίες. Από την άλλη ολιγομελή ισνάφια συνενώνονται σε ένα για λειτουργικούς λόγους όπως στη Κοζάνη οι τουφεκτζήδες με τους χαλκιάδες, καλαϊτζήδες και αλμπάνηδες το 1789. Στις περισσότερες πόλεις τα εργαστήρια βρίσκονταν συγκεντρωμένα σ’ ένα δρόμο που ονομαζόταν αγορά ή ταρσί ή χάνι ή μπεζεστένι. Τούτο βοηθούσε την οθωμανική Πύλη στον έλεγχο των συντεχνιών. Τα πιο πολλά σινάφια αποτελούνταν από ομόδοξους κι απαγορευόταν αυστηρά η εισροή αλλόθρησκων. Παρ΄ όλα αυτά υπήρχαν κάποια όπως αυτό των σαράφηδων(τραπεζιτών) της Πόλης που περιλάμβανε μαζί με τους Έλληνες, Αρμένιους κι Εβραίους ή των επαιτών από Έλληνες και Τούρκους . Στα ισνάφια συμμετέχουν επί το πλείστον μόνο άντρες αλλά υπάρχουν και μερικά όπως συμβαίνει με τη γυναικεία συντεχνία των σαπουνοποιών των Τρικάλων, που συμμετέχουν μόνο γυναίκες και μάλιστα με το ρητό κανόνα «άνδρες να μην ανακατώνονται εις το ρουφέτιον» . Στα εργαστήρια («κιρχανέδες») εργάζονται κάτω από την επίβλεψη του επικεφαλή μάστορα (αφεντικό του εργα¬στηρίου ένας αριθμός τεχνιτών τους οποίους ελέγχει πλήρως .Ο μάστορας συντονίζει την παραγωγή και αναλαμβάνει τη προώθηση του προϊόντοςτην αμοιβή των τεχνιτών και είναι ο μόνος που μπορεί να γίνει μέλος της συντεχνίας έχοντας το δικαίωμα του εκλέγειν αλλά και του εκλέγεσθαι. Κάτω από το μάστορα στο εργαστήρι εργάζεται ο Κάλφας ο οποίος είναι τεχνίτης. Τον Κάλφα και το μάστορα βοηθούν τα τζιράκια (καλφούδι, μαστορόπουλο, κοπέλι, μαθητούδι κλπ). Τα μαθητούδια καταπιάνονται και όλες τις άλλες κουραστικές δου¬λειές του εργαστηρίου. Η μεγάλη πλειοψηφία των τζιρακιών έρχεται στο εργαστήρι από τη παιδική ηλικία με σκοπό να μάθουν τη τέχνη κι απώτερο σκοπό να γίνουν κάποια στιγμή και τα ίδια μαστόροι κάτι μάλλον πολύ δύσκολο αφού οι κανόνες όριζαν πως ιεραρχικά αυτή η θέση ανήκε στους γιούς των μαστόρων .Η ζωή τους ήταν πολύ δύσκολη και στα πρώτα χρόνια δε πληρώνονταν παρά μόνο από τα φιλοδωρήματα των πελατών. Ο μάστορας είχε την υποχρέωση να τους παρέχει τροφή και ένδυση. Οι Καλφάδες αμοίβονταν με μισθό που ονομαζόταν ρόγα. Για κάθε προαγωγή που ο μάστορας επιθυμούσε να κάνει έπρεπε να ενημερώσει πρώτα τη συντεχνία ώστε να την εγκρίνει. Ήταν μέλημα της συντεχνίας να ελέγχει τον αριθμό των εργαστηρίων ώστε να μην υπερβούν το επιτρεπόμενο όριο . Η διοίκηση του ρουφετιού αποτελείται από ένα συμβούλιο γερόντων κάτι που παραπέμπει στην αρχαία Ελλάδα και τη βουλή. Αριθμούσε από 3-12 μέλη με επικεφαλή τον πρωτομάστορα. Ο πρωτομάστορας ελέγχεται από τη Γενική Συνέλευση (λόντζα) της συντεχνίας που την αποτελούν οι μάστορες όλων των εργαστηρίων. Σε σπάνιες περιπτώσεις όπου ο πρωτομάστορας διοριζόταν από το κράτος έπαιρνε την ονομασία Κεχαγιάς .
Το κατάστιχο της Φιλιππούπολης
Καθώς η δράση των ισναφιών γινόταν ολοένα και εξαπλώνεται, τα μέλη τους πληθαίνουν και δημιουργούνται προβλήματα. Οι παραβάσεις οδηγούν στην αναγκαιότητα ύπαρξης γραπτών κανόνων ,καταστατικών. Τα κατασταστικά εγκρίνονταν από τη Γενική Συνέλευση του ρουφετιού και τυπικά επικυρώνονταν από την εκκλησία. Τουρκική παρέμβαση δεν υπήρχε . Το παλαιότερο κατάστιχο το οποίο έχει διασωθεί είναι εκείνο της συντεχνίας των αμπατζήδων της Φιλιππούπολης. Στην αρχή του κατάστιχου γίνεται αναφορά σε τρία χαρακτηριστικά : συμφωνία, υποταγή κι ένωσις. Αυτά αποτελούν το θεμέλιο λίθο της οργάνωσης της συντεχνίας. Είναι χαρακτηριστικά που όλα τα μέλη-μάστοροι έχουν αποδεχθεί από τη στιγμή της συμμετοχής τους σ’ αυτήν. Η αναφορά τους άρα δεν είναι τίποτα άλλο από μια υπενθύμιση των ήδη συμφωνηθέντων μεταξύ τους. Ένα τέταρτο στοιχείο που προστίθεται είναι «η ευσπλαχνία του Θεού». Πέρα από την εμφανή αναφορά όπου καταδεικνύει μια ομάδα ανθρώπων με θρησκευτικό αίσθημα η επικύρωση αν και τυπική του κατάστιχου θα γινόταν από τον μητροπολίτη ,έτσι κι η αναφορά έχει τη δική της σημασία. Στη συνέχεια αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο αποφασίστηκε να συνταχθεί το επίσημο αυτό έγγραφο. Οι παραβιάσεις των άγραφων κανόνων από ορισμένους οι οποίοι δε σέβονται και δε τηρούν τις παραδόσεις της συντεχνίας. Έτσι λοιπόν ο θεσμός κινδυνεύει να εκφυλιστεί με αντίκτυπο τον αφανισμό των μαστόρων. Ακολουθούν οι κανόνες οι οποίοι θα καταφέρουν να σώσουν απ΄ όλα τα παραπάνω τους μαστόρους και το ρουφέτι . Ουσιαστικά πρόκειται για τους άγραφους νόμους κανόνες που παραδοσιακά ίσχυαν και γνώριζαν όλοι. Ο πρώτος κανόνας επικυρώνει το σεβασμό και την αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη και την να πράττει ο ένας μάστορας εις βάρος κάποιου συνάδελφού του. Η ομόνοια και σύμπνοια διατηρούσαν την ευταξία και την ισότητα . Η δύναμη του κανόνα έχει ισχύ και πέρα από τα σύνορα όχι μόνο στα όρια της πατρίδας. Η αναφορά σε μεγάλους μαστόρους και μικρούς δίνει το στίγμα της ανομοιογένειας της συντεχνίας ωστόσο η ισότητα επιτυγχάνεται με την τήρηση του κανόνα που ορίζει πως οι μικροί θα πρέπει να σέβονται τους μεγάλους κι οι μεγάλοι οφείλουν να βοηθούν τους μικρούς. Ο δεύτερος κανόνας αναφέρεται στη Γενική Συνέλευση και στον τρόπο που κάθε μάστορας θα πρέπει να συμπεριφέρεται. Κανένας μάστορας δεν πρέπει να μιλάει στη συνέλευση με γνώμονα το δικό του συμφέρον αλλά στη σκέψη του θα πρέπει να προέχει το καλό όλων. Αυτό σημαίνει πως το ατομικό συμφέρον έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Εκείνο που έχει σημασία είναι το συμφέρον της συντεχνίας. Μιλά επίσης για το σεβασμό των νεότερων προς στους γηραιότερους της συνέλευσης. Οι αποφάσεις της συνέλευσης δε πρέπει ν αμφισβητούνται αλλά να τηρούνται ευλαβικά απ’ όλους. Στο τέλος του κανόνα προστίθενται οι ποινές που περιμένουν όλους εκείνους που απέχουν από τα καθήκοντά τους ως μέλη της συντεχνίας. Επιβάλλεται τιμωρία για την αδικαιολόγητη απουσία τους . Στον τρίτο κανόνα ορίζεται το χρηματικό ποσό που πρέπει να καταβάλλει κάποιος που επιθυμεί να γίνει μάστορας. Ο διαχωρισμός που γίνεται εδώ είναι ανάμεσα στους γιούς των μαστόρων και στους υπόλοιπους που θεωρούνται μάλιστα ως ξένοι. Στους γιους των μαστόρων δίδονται περισσότερα προνόμια αφού το αντίστοιχο χρηματικό ποσό που πρέπει να καταβάλει κάποιος άλλος είναι ακριβώς το διπλάσιο. Ωστόσο αν και δυσκολεύουν κάποιον ξένο να αναλάβει το ρόλο του μάστορα δεν τον αποκλείουν. Εκείνους που αποκλείουν είναι όσους δεν ανήκουν στο ίδιο σινάφι και τους αλλόφυλους. Στο τέταρτο κανόνα ορίζεται η συμπεριφορά που θα πρέπει να έχει ένας μάστορας όσον αφορά την κοινωνική του συμπεριφορά. Αυτή η συμπεριφορά ορίζεται την επαγγελματική του θέση και κατάσταση. Απαγορεύεται η φανερή ή μυστική συναναστροφή μάστορα με άλλους μαστόρους οι Καλφάδες που δεν ανήκουν στο δικό του ισνάφι παρά μόνο σε περίπτωση που ο άλλος μάστορας είναι συγγενής του π.χ γιός του αλλά κι αυτό θα πρέπει να το γνωρίζει πρώτα η συντεχνία για να του δώσει την άδεια. Η συντεχνία εδώ φαίνεται πως λειτουργεί σα μια κλειστή κοινωνία η οποία προσπαθεί να προστατεύσει την παρουσία της και να διαφυλάξει τις ισορροπίες της. Η επαφή με άλλα σινάφια προφανώς θα έφερνε προσμίξεις ιδεών κι νοοτροπιών που ίσως ανέτρεπαν την τάξη στη συντεχνία. Ο 5ος κανόνα προσπαθεί να ελέγξει τις πηγές εφοδιασμού σε πρώτες ύλες. Η απαγόρευση του ίδιου μάστορα να πηγαίνει ο ίδιος στη πηγή τροφοδοσίας των πρώτων υλών αποσκοπούσε στη διατήρηση της ισότητας και στην αποφυγή του συναγωνισμού . Ο μάστορας θα έπρεπε να περιμένει τον έμπορο να φέρει τις πρώτες ύλες στο εργαστήριο του και να προμηθευτεί την ορισμένη ποσότητα από τη συντεχνία. Μ’ αυτό τον τρόπο επιτυγχάνονταν η ισότητα αφού όλοι οι μάστορες είχαν τη δυνατότητα να προμηθευτούν την ίδια ποσότητα υλικών και ν’ αποφεύγεται η αδικία. Όσοι δε από τους μάστορες είχαν τη δυνατότητα να επισκεφθούν τις αγορές για τη προμήθεια υλικών αναγκάζονταν να δώσουν μέρος του αγορασμένου υλικού σε όποιον άλλο μάστορα του ισναφιού του ζητούσε. Η συντεχνία μ’ αυτό τον τρόπο κατάφερνε να έχει τον ολικό έλεγχο της αγοράς .Ο έκτος κανόνας απαγορεύει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα μέλη- μαστόρους του ίδιου ισναφιού. Κανείς μάστορας δε πρέπει να χαλάει τη δουλειά του συνάδελφου του. Ο 7ος κανόνας αφορούσε το εργασιακό καθεστώς των μαθητευομένων και των Καλφάδων στα εργαστήρια. Το σημαντικό στοιχείο σ’ αυτή τη παράγραφο είναι προς το τέλος που απαγορεύει άλλο μάστορα να δεχθεί να δουλέψει στο εργαστήριό του κάποιον που εργαζόταν πριν σε άλλο μάστορα χωρίς τη συγκατάθεσή του. Κι εδώ αποτρέπεται ο αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ των μαστόρων κι αποφεύγονται οι συγκρούσεις μεταξύ των. Η συντεχνία επιθυμεί την ισορροπία. Ο τελευταίος κανόνας απαγορεύει τις μυστικές συναλλαγές , τις μυστικές προαγωγές των Καλφάδων σε μάστορες χωρίς την σύμφωνη γνώμη του πρωτομάστορα της Συνέλευσης .Όλα θα πρέπει να εκτελούνται κάτω από την έγκριση της συντεχνίας .Οι ατομιστικές ενέργειες καταδικάζονται και είναι απαγορευτικές και κατακριτέες .Τα μέλη οφείλουν να λειτουργούν ως σύνολο και ποτέ ως άτομα αυτόβουλα εν τη ελευθερία τους. Όλα είναι ορισμένα κι ως τέτοια πρέπει ν ακολουθούνται πιστά και χωρίς παραστρατήματα. Οτιδήποτε ξεφεύγει τον έλεγχο αποτελεί κίνδυνο για τη συντεχνία. Στο τέλος το κατάστιχου ορίζονται οι τιμωρίες για όσους τολμήσουν να αθετήσουν τους κανόνες που ορίστηκαν .Σωφρονισμός και κατάρες περιμένουν τους μη νομιμόφρονες στο σύστημα .Και το κατάστιχο τελειώνει όπως άρχισε με θρησκευτική αναφορά.
συμπέρασμα
Το εμπορικό δαιμόνιο χαρακτηριστικό του κατακτημένου λαού ,κληρονομιά της καταγωγής του, τον ακολουθεί διαμορφώνοντας μια ιδιαίτερη πορεία αφού αξιοποιεί συνάμα τις δυνατότητες που του προσφέρει η ανεκτικότητα του οθωμανικού κράτους. Η προσαρμοστικότητα στα νέα δεδομένα τον οδηγεί σε νέες κατευθύνσεις με κύριο μέλημα τη βελτίωση του επιπέδου διαβίωσής του. Οι οικονομικές δραστηριότητες που επιφέρουν αλλαγές στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής έχουν αντίκτυπο και σε κοινωνικό επίπεδο. Ο καταμερισμός της εργασίας με τη μορφή της οικοτεχνίας ,τη μετακίνηση ολόκληρων ομάδων εργατικού δυναμικού έως τις συντεχνιακού τύπου οργανώσεις υποδηλώνουν τον αγωνιστικό χαρακτήρα μιας κοινωνίας η οποία βρίσκει τον τρόπο να επιβάλει την παρουσία της στο χώρο.
Ο θεσμός των συντεχνιών εντάσσεται σε μια ευρύτερη κοινωνία εκείνη του οθωμανικού κόσμου. Λειτουργεί και άγεται με τον τρόπο που ορίζει τούτη η κοινωνία. Η ύπαρξή του εναρμονίζεται για την επιβίωσή της στο συνολικό πνεύμα της εποχής που βιώνει αξιοποιώντας όσο περισσότερο μπορεί τις περιορισμένες δυνατότητες που τις παρέχονται. Το σημαντικό είναι πως καταφέρνει να διατηρήσει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της αποφεύγοντας την ολοκληρωτική της αλλοτρίωση.
Βιβλιογραφία
• Αγγελική Χατζημιχάλη,Μορφές από τη σωματειακή οργάνωση των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία: Οι συντεχνίες - Τα ισνάφια, Πηγή: L'Hellenisme Contemporain, Αθήναι 1953
• Ευδοκία Ολυμπίτου, «Τεχνικές και επαγγέλματα. Μια εθνολογική προσέγγιση», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ. 1, Αθήνα 2003,
• Ευθυμίου Μαρία, «Οι συντεχνίες. Η Κρατική οργάνωση τεχνών και επαγγελμάτων», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τόμ. 2, Αθήνα 2003,
• Ε.Σπαθάρη-Μπεγλίτη, «Παραδοσιακή Τέχνη και Τεχνολογία» στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, ΕΑΠ, Πάτρα 2002,
Share on Google Plus

About kalimerisnikos

Author Details