ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ ΣΤΟΝ ΕΘΙΜΙΚΟ ΒΙΟ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

Στα έθιμα τής Θράκης, το μαντήλι αποτελεί ένα σταθερό λαογραφικό στοιχείο. Η τεχνική τής ύφανσής του, το χρώμα, τα διακοσμητικά Θέματα, Η ποικιλτική του, Η κεντητική του τελειότητα, Η καλλιτεχνική του έκφραση, όλα τείνουν ν’ αναδείξουν την ψυχική σχέση πού έχει το μαντήλι με τον άνθρωπο του λαού αυτού του τόπου. Το συναντούμε συχνά στις παραδόσεις και στις προλήψεις εμψυχωμένο με δύναμη και ιδιότητα μαγική.
Στην Βόρεια και Ανατολική Θράκη και σε χωριά του Τριγώνου όπως ό Πεντάλοφος του Έβρου, το μαντήλι έχει ένα ενεργό παρόν από την ώρα πού θα γεννηθή κανένας ως την ύστατη στιγμή τής ζωής του, σε χαρές και λύπες. Είναι μία σχέση πού περιέχει πολύτιμα στοιχεία για να κατανοήση ό ερευνητής τις ψυχικές αντιδράσεις του λαού τής Θράκης, την ευαισθησία του και τον βαθμό τής σκέψης του. Μέσα στο πλαίσιο του λαϊκού μας πολιτισμού γίνεται ένα σύμβολο με αισθητή υπόσταση και με πολύπλευρη λειτουργικότητα, πού προσδιορίζει την κοινωνική συμπεριφορά και συνιστά ζωντανή εικόνα τής ζωής του Θρακιώτη.
Ξεκινώντας ό άνθρωπος του λαού από την αρχή ότι το περιβάλλον πού ζει είναι διαποτισμένο από μιά υπερφυσική δύναμη, προσπαθεί να προφυλαχθή ή να πάρη μέρος σ’ αυτή τη δύναμη. Έτσι το μαντήλι του γίνεται ένα μέσο και μαζί άμεσος συμβολισμός.
Το χρυσοκέντητο μαντήλι επισημοποιεί τον αρραβώνα, και άλλαγμα μαντηλιών ανάμεσα στις δυό οικογένειες πού αποφασίζουν να παντρέψουν τα παιδιά τους, σημαίνει οριστική συμφωνία πού κατά το έθιμο χαιρετίζεται από την πλευρά του γαμπρού με ντουφεκιές για ν’ ακουστή «το καλό χαμπέρι».
Στους Θρακιώτες όπως και στους Σαρακατσάνους τα σημάδια του αρραβώνα —φλουρί, βασιλικός, καραμέλες— σκαλώνονται σε κόκκινο μαντήλι.
Πιστεύουν ότι το κόκκινο χρώμα συμβολίζει το αίμα, που ‘ναι η ίδια η ζωή.
Μαντήλι σημαίνει και σκέπη —νυφική καλύπτρα— και σκέπασμα πού καλύπτει το σινί με τα δώρα του γαμπρού και της νύφης• μαντήλι είναι ο τετράγωνος ή στενόμακρος τσεβρές πού υφαίνει και κεντά στο «μάγγανο» η κοπέλα με πολύ μεράκι για να το δώση, σαν έρθη η ώρα η καλή, με τα σημάδια του αρραβώνα στο παλληκάρι.
Την είδα που κιντούσι
στου μαγγανούδ(ι) κιντσούσι,
τραγουδά ό νιος στο Τρίγωνο του Έβρου.
Με μιά φυσιοκρατική διάθεση κεντά λουλούδια και πουλιά για νάναι η ζωή τους χαρούμενη και τραγουδισμένη και στον περίγυρο του μαντηλιού βάζει τις πούλιες ή τη θαυμαστή μπιμπίλα με τα λουλούδια και τούς καρπούς. Όλ’ αυτά γίνονται μ’ εξαίρετα υλικά. Το υφαντό, μεταξωτό, λιναρίσιο ή μεταξοβάμβακο, κεντιέται με μετάξια βαμμένα σε φυτικά χρώματα πού δίνουν απαλούς τόνους και με χρυσοκλωστές. Από μαθητούδια ακόμα τα κορίτσια κρατούν το «μάγγανο» στο χέρι και μαθαίνουν να κεντούν την διπρόσωπη βελονιά πού κι από τις δύο μεριές του υφαντού είναι το ίδιο.
Σ’ ένα τραγούδι του Πεντάλοφου ρωτά η δασκάλα την κοπελούδα:
Πούναι καλό μ’ το κέντημα σ’
Πούνι καλό μ’ ό νους σου;
και κείνη απαντά:
Το κέντημά μου στου μαντήλ(ι)
Κι’ ο νους μ’(ου) πέρα στις διάστρις.
Παραπλήσια είναι η εικόνα σε γαμήλιο τραγούδι της Αίνου:
Παρακαλώ σε κυρ γαμπρέ, τη νύφη που σου δίνου(μ)
μη τη μαλώσης τίπουτι την έχ’ αφέντι τς (της) μονάχη
κι’ η μάνα τς (της) ακριβώτερη. Την έστειλι στη Βενετιά
να πάη να μάθη γράμματα κι γράμματα δεν έμαθι μόν’ έμαθι κι
ξόμπλιαζι τάστρι με τον αυγερινό πά στο μαντήλι το χρυσό.
Ακόμα, τη νιά πού πονά κι’ αναστενάζει και φωνάζει όλους τούς γιατρούς να την γιατρέψουν ένας απ’ αυτούς έτσι την παρηγορεί:
Να σι στείλου ένα μαντήλι
το μαντήλι νάχει κόμπο
νάχει μέσα ένα λόγο.
Το μαντήλι του αρραβώνα με τα κεντήδια και τ’ αρχικά γράμματα από τα ονόματα των αρραβωνιασμένων μένει στο σινί επάνω με τα σημάδια και τα δώρα του γαμπρού, και της νύφης 3 μέρες για να τα δουν και τ’ ασημώσουν οι συγγενείς και φίλοι. Ύστερα τοποθετείται για 40 μέρες στο εικονοστάσι και στη συνέχεια διπλώνεται και μπαίνει στην κασέλα. Στην βόρεια Θράκη (Καβακλί) σ’ αυτό το μαντήλι συνήθιζαν να κεντούν τη χρονολογία του γάμου με τ’ αρχικά γράμματα από τα ονόματα του ζευγαριού καθώς και τη χρονολογία τής γέννησης του κάθε παιδιού τους. Με το μαντήλι αυτό δένει η μάνα το κεφαλάκι του πρώτου παιδιού της και πάλι το φυλάει στο βάθος τής κασέλας ως τη μοιραία ώρα του οικοδεσπότη ή τής οικοδέσποινας, οπότε θα μπή στη νεκρόκασα κάτω από τα χέρια τους.
Στο εικονοστάσι μπαίνει και το μαντήλι του αρραβώνα των Σαρακατσάνων σκαλωμένο πίσω από το εικόνισμα και λέγεται «εικονομάντηλο». Με το χρυσοκέντητο μαντήλι σέρνει πρώτος το χορό ό γαμπρός. Αυτό θα δέση στο λαιμό ή στη μέση του και θα καμαρώση για την αξιοσύνη τής γυναίκας πού θα πάρη.
Την εικόνα ενός τέτοιου παλληκαριού μας θυμίζει το δημοτικό δίστιχο στις Εκλογές του Ν. Πολίτη:
λεβέντης εροβόλογε από τα κορφοβούνια
με το μαντήλι στο λαιμό το βαριοκεντημένο.
Κι η νύφη πρωτοβάζει τη μέρα του γάμου της πλάϊ στο ζωνάρι της το πιο όμορφο μαντήλι πού κέντησε. Και σαν ενδεικτικό τής παντρεμένης πια γυναίκας θα το φορά πάντα με τη γιορτερή της φορεσιά.
Η κοπέλα τής Θράκης, εκτός από τα μαντήλια του αρραβώνα της, ετοιμάζει κι αυτά πού θα δωρίση στο σύντεκνο (κουμπάρο), στους μπράτιμους, στους συγγενείς και φίλους, σ’ όλους τούς καλεσμένους, αμέσως μετά τη στέψη της. Στον δεξί ώμο του καθένα θα σκαλώσει το μεγάλο — μαντήλι ή υφαντή πετσέτα— για να μη είναι κανένας αδώρητος όταν θ’ αραδιαστούν στο χορό.
Σε προικοσύμφωνα τής Αδριανούπολης του 1882 πού δημοσιεύθηκαν στο 2ο τόμο των Θρακικών (σελ. 25) διαβάζουμε: «. . . 20 υποκάμισα, 20 τσεβρέδες, 5 τσεμπέρια κλπ.».
Παράλληλα με τα κεντητά μαντήλια υφαίνει τις ριγωτές, σπαθάτες, ψηφωτές, καραμελωτές, τις μαρμαροδίμητες πετσέτες γιατί ξέρει ότι θα τις χρειασθούν στο γάμο της.
Τόσο μεγάλη είναι η χρήση του μαντηλιού στ’ αρραβωνιάσματα και στο γάμο πού η τελετή αυτή με τα δώρα καθιερώθηκε να λέγεται «μαντηλώματα». Σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν το έθιμο και ό όρος, αλλά τα μαντηλώματα στο περιεχόμενό τους έχουν διαφοροποιηθή. Μπορεί να χαρίζονται και μαντήλια κεντημένα άλλα πολλά να είναι κι τα είδη καθημερινής ανάγκης —κάλτσες, γραβάτες, πουκάμισα κ.ά.
Στη Μάδυτο τραγουδώντας τη μελλόνυμφη οι φίλες της την προπαραμονή του γάμου όταν την «κνιάζουν» τής λεν:
Βάλε κινά στα χέρια σου
στα πέντε δάκτυλά σου
που κάτσαν και κεντήσανε
τής προύκας τα μαντήλια.
Απ’ αυτά δυστυχώς τα χρυσοκέντητα μαντήλια του αρραβώνα πού υφαίνονταν με άβραστα λεπτότατα μετάξια, στην περίοδο τής μεγάλης ακμής στο 18ο, 19ο αιώνα, ελάχιστα ίχνη απόμειναν.
Η συνήθεια να τα βάζουν κάτω από τα χέρια του νεκρού, σαν ένα από τα προσφιλέστερα αντικείμενα τής ζωής του, είναι και η αιτία πού εξέλειπαν.
Στη Θράκη όμως παράλληλα με τα χειροποίητα ντόπια μαντήλια παρατηρούμε ότι χρησιμοποιούνταν και ξένης προέλευσης. Στην ίδια αυτή περίοδο πού ό Ελληνισμός με την ανάπτυξη του εμπορίου και τής ναυτιλίας κυριαρχούσε πολιτιστικά και οικονομικά σ’ όλη την έκταση τής Ευρωπαϊκής Τουρκίας, οι καραβοκύρηδες έφερναν μαζί με τ’ άλλα αγαθά και ολομέταξα ή βαμβακερά χρωματιστά μαντήλια. Αυτά ήταν γνωστά με τ’ όνομα του τόπου πού κατασκευάστηκαν (Λαχούρια από τη Λαχώρη, τής Ιβγένας από την Βιέννη κλπ.). Αυτά ήταν περισσότερο διακοσμητικά και χρησιμοποιούνταν για να σκεπάσουν το σινί με τα δώρα του γαμπρού στη νύφη και τής νύφης στον γαμπρό. Και η χρήση του μαντηλιού συνεχίζεται.
Το βάζουν στα όργανα, κλαρίνο, βιολί, γκάϊντα, νταούλι, δένοντας σε κόμπο και το μπαξίσι όταν αυτά παίζουν• το δένουν στο φλάμπουρο του γάμου οι Σαρακατσάνοι. Μαντήλι έχουν στην τσότρα με το κρασί πού κρατά ό πρώτος χορευτής, και με χρωματιστά μαντήλια στολίζουν τα χάμουρα των αλόγων πού σέρνουν τ’ αμάξι με τα προικιά. Στο χωριό Φυλαχτό μαντήλι κόκκινο δένουν στο μπαϊράκι. Ο μπαϊρακτάρης το κρατά ψηλά και το χορεύει όλη την ώρα πού κνιάζουν τη νύφη. Εκείνη η κοπέλα πού θα καταφέρη να πάρη το μαντήλι είναι πολύ χαρούμενη: πιστεύει ότι αυτό θα τής φέρη γούρι και θα παντρευτή σύντομα.
Την ώρα πού παίρνουν τη νύφη αρχίζουν το χορό γύρω από το μπαϊράκι. Εκεί στην κορυφή του δένουν άσπρο μαντήλι με δύο σειρές σταφίδες και παρακάτω κόκκινο με δύο σειρές πατλάκες (ψημένα καλαμπόκια). Οι δύο αυτοί καρποί πάνω στο άσπρο μαντήλι τής παρθενιάς και στο κόκκινο τής ζωής και τής χαράς, είναι συμβολικοί για την γονιμότητα των νεονύμφων.
Η παρουσία του μαντηλιού είναι συχνότατη και σ’ άλλες στιγμές του εθιμικού βίου.
Στ’ Αναστενάρια το μαντήλι-αμανάτι, μέγα και ιερότατο κειμήλιο των αναστενάρηδων, ταυτίζεται με τα εικονίσματα, πού αυτοί λατρεύουν και προσκυνούν. Όπως με τα εικονίσματα έτσι και με το αμανάτι χρίζεται άρχοντας κι αρχιαναστενάρης εκείνος πού το κατέχει. Επίσης το συναντούμε στο έθιμο του Κιοπέκ-Μπέη. Μαζί με τα διάφορα μπαξίσια πού οι χωρικές θα δέσουν στο σχοινί τού βοϊδάμαξου θα ‘ναι και τα μαντήλια, οι υφαντές πετσέτες. Αυτά στην τελευταία φάση του δρώμενου χρησιμεύουν σαν έπαθλα για τούς νταήδες πού θα παλαίψουν στην πλατεία του χωριού και θα νικήσουν.
Σε πολλά χωριά της Θράκης (Χαντρά Διδυμοτείχου) διατηρούν ακόμα τη συνήθεια ν’ αφιερώνουν το μαντήλι —κεντημένο ή υφαντή πετσέτα— στις εκκλησιές και τη Μεγάλη Πέμπτη να το βάζουν επάνω στη Σταύρωση. Τώχουν σε καλό. «Είναι, λεν, πράμα ευλογημένο από τον ίδιο το Χριστό». Και μ’ αυτό εννοούν την ιερή παράδοση για το «Άγιο Μανδήλιο πού η Εκκλησία μας γιορτάζει στις 16 Αυγούστου».
Το μαντήλι λειτουργεί σαν άγραφος νόμος στο λαϊκό Δίκαιο. Στο Τρίγωνο του Έβρου, πού υπάρχει κτηνοτροφία με μεγάλα ζώα (βόδια, αγελάδες), το βλέπουμε στις αγοραπωλησίες των ζωεμπόρων. Την στιγμή πού θα κλείση μιά συμφωνία, δένεται το μαντήλι στα κέρατα του ζώου και η εμπορική αυτή πράξη κατακυρώνεται.
Μιά τραγουδιστή επίκληση στον ήλιο πού σκοτεινιάζει έχουν στη Φιλιππούπολη, όπου υπογραμμίζεται η δύναμη του μαντηλιού:
Ήλιε μου παρήλιε μου
χρυσό μου παλληκάρι
έβγαλε τα μαύρα σου
κα βάλε τα χρυσά σου
χτύπα τα μαντήλια σου
ν’ ανάψουν τα καντήλια σου.
Μέσα από τούς στίχους των τραγουδιών για το χαμένο μαντήλι, καταλαβαίνουμε πόση σημασία έχει αυτό για τη ζωή τους και πόσο ψυχολογικά την επηρεάζει:
Έχασα το μαντήλι μου
καϋμό πώχουν τα χείλη μου
Το χρυσοκεντημένο
μιά χαρά ήταν το καϋμένο
όπου μου το κεντήσανε και με το τραγουδήσανε
τρία πάρθενα κοράσια σαν του Μάη τα κεράσια.
Το χαμένο χρυσοκέντητο μαντήλι του κλαίει κι’ ό Σαρακατσάνος:
Βλέπεις κείνη τη μεριά μαυρομάτα μου ήταν μιά κρύα βρύση
κι ότι έσκυψα να πιω νερό
μούπεσε το μαντήλι μου το χρυσοκεντημένο.
Η αξία του δε μετριέται σε παράδες ούτε σε φλουριά.
Από τη Φιλιππούπολη ως τα Βοδενά
έχασα μαντήλι μ’ εκατό φλουριά
Δός μου το μαντήλι, κράτα τα φλουριά
τόχει κεντημένο μιά νοικοκυρά
πώχει μαύρα μάτια κι ξανθιά μαλλιά
και στο μάγουλό της μιά χρυσή ελιά.
Το μαντήλι πού σ’ όλες τις στιγμές του βίου λειτουργεί δε σταματά και
να υφαίνεται• το βλέπουμε σ’ ένα τραγούδι από τα Μάλγαρα:
Μιά κόρη μιά διαβάτισα μιά μικροπαντρεμένη
πολύ μικρή παντρεύτηκε κατ’ τον γιαλό αγναντεύει
ψηλά υφαίν και τραγουδεί
τ’ αντρού τσου τα μαντήλια.
Και το παρακάτω στον Πεντάλοφο. Όταν ό αγαπημένος της κοπέλας βρίσκεται στην ξενητειά, εκείνη δείχνει το μέτρο του καϋμού της πάνω στο μαντήλι:
Τι να σι στείλου ξένι μου
τι’ να σι προυγουδίσω;
Να στείλου μήλου δεν πααίν(ει)
τριαντάφυλλου μαδιέτι
Να στείλου για τα δάκρυα μ’ σ’ ένα χρυσό μαντήλι
τα δάκρυα μ’ είνι καυτηρά κι καίνι το μαντήλι.
Όμως το μαντήλι έχει και στιγμές πού μπορεί στα χέρια κακόβουλου ανθρώπου να φέρη δυστυχία σε κάποιον. Ο Απ. Οικονομίδης στα λαογραφικά της Καλλίπολης, στον Γ’ τόμο του Αρχείου του Λαογραφικού Θησαυρού, γράφει ότι όταν επρόκειτο να νυμφευθή κάποιος, μιά εβδομάδα πριν από τη στέψη τύλιγε τη μέση του μ’ ένα κομμάτι δίχτυ. Και τούτο για να μη τον πιάσουν τα μάγια. Γιατί μερικοί την ώρα του γάμου «έδεναν 3 κόμπους στις 3 άκρες του μαντηλιού τους» επειδή πίστευαν ότι αυτό θάκανε ανίκανους τούς νεόνυμφους. Ο δεμένος τότε γαμπρός λύνονταν με την εξής μαγγανεία. Γινόταν νυκτερινή λειτουργία όπου ψάλλονταν η ακολουθία τής Πεντηκοστής, γράφονταν ό ειρμός τής όγδοης ωδής «λύει τα δεσμά» σ’ ένα χαρτί πού ξεπλύνονταν, έπινε ό γαμπρός πού υπέφερε το διαβασμένο νερό κι’ έτσι γλύτωνε από το δαιμονικό αυτό δέσιμο.
Το μαντήλι δένεται και με τα νεκρικά έθιμα.
Στον Πεντάλοφο, στο Τρίγωνο του Έβρου, πού οι κάτοικοί του προέρχονται από τα περίχωρα τής Κωνσταντινούπολης, συγγενείς και φίλοι κατευοδώνουν τον νεκρό μ’ ένα μαντήλι πού τ’ «απιθώνουν» μαζί με τον τελευταίο ασπασμό επάνω στη νεκρόκασα και έτσι απανωτά όπως θα είναι θα ταφούν μαζί του. Εδώ, το μαντήλι γίνεται κρίκος πού συνδέει το ζωντανό με τον νεκρό. Αυτή η νεκρώσιμη προσφορά κλείνει πολύ τρυφερότητα και αίσθημα. Δεν αφήνει το αγαπημένο πρόσωπο να φύγη από κοντά τους με μιά ψυχρή τυπική τελετή.
Στην ίδια περιοχή υπάρχει ακόμα μιά ιδιαίτερη φροντίδα για τη μνήμη του νεκρού. Στις 40 μέρες πού θα γένη το καθιερωμένο μνημόσυνο η οικογένεια του πεθαμένου ετοιμάζει τόσα μαντήλια όσοι θάναι και οι καλεσμένοι πού θα συμπροσευχηθούν στην εκκλησία για την ανάπαυση τής ψυχής του. Ύστερα από την επιμνημόσυνη δέηση, τα μαντήλια αυτά θα μοιραστούν σε όλους με την παράκληση «μη τούν αλησμονάτε». Στον στενότερο συγγενή ή φίλο, ή οικογένεια μαζί με το μαντήλι δίνει κι ένα λαγήνι. Όλο αυτό το τελετουργικό αποτελεί μιά έντονα γραφική και γεμάτη συναισθηματισμό σκηνή στην ώρα του αποχωρισμού και στην προσπάθεια να μη ξεχασθή από τούς ζωντανούς εκείνος πού φεύγει.
Δεν τρέφω την αυταπάτη ότι εξάντλησα την έρευνα επάνω σ’ αυτό το λαογραφικό στοιχείο, ένα από τα ανθεκτικότερα του εθιμικού βίου. Όλες οι πληροφορίες οφείλονται σ’ επιτόπιες έρευνες πού έκανα στην περιοχή τής Θράκης.
Πολλά λαογραφικά στοιχεία αποτελούν και σήμερα μιά ζωντανή πραγματικότητα, και η σχέση τους με τον άνθρωπο του λαού, παρ’ όλη την ραγδαία εξέλιξη, δεν παύει να είναι μιά σχέση μ α γ ι κ ή.
Πηγή: Η εισήγηση της κυρίας Ελένης Φιλιππίδη στο Γ’ Συμπόσιο Λαογραφίας Βορειοελλαδικού Χώρου που έγινε στην Αλεξανδρούπολη, 14-18 Οκτωβρίου 1976, και κυκλοφορούν από τις εκδόσεις του ΙΜΧΑ (Θεσσαλονίκη 1979).
Share on Google Plus

About kalimerisnikos

Author Details