ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2014: Το www.neomonastiri.net επέλεξε και παρουσιάζει Μιὰ δραματουργικὴ ὀπτικὴ τοῦ μύθου τῆς Ἀσπαλίδος του Γιάννη Τράντα
τοῦ Ἰωάννη Τ. Τράντα
«Το ιερό είναι ένα θεσμισμένο ομοίωμα του απύθμενου. Δεν έχω ανάγκη από ομοιώματα και η μετριοφροσύνη μου με οδηγεί στη σκέψη πως αυτό που μπορώ εγώ από την άποψη αυτή, το μπορούν όλοι. Πίσω από τις ερωτήσεις σας υπάρχει η ιδέα πως μόνο ένας μύθος θα μπορούσε να θεμελιώσει τη συνοχή της κοινωνίας με τους θεσμούς της. Ξέρετε πως αυτό ήταν ήδη ιδέα του Πλάτωνος: Το θείον ψεύδος. Αλλά το θέμα είναι απλό. Από τη στιγμή που γίνεται λόγος για θείον ψεύδος, το ψεύδος μένει ψεύδος και ο χαρακτηρισμός θείον δεν αλλάζει τίποτα» Κορνήλιος Καστοριάδης
(Ἀντωνίνου Λιβεράλις*: Ἀσπαλίς, Ἱστορεῖ Νίκανδρος Ἑτεροιουμένων β΄.)
Ο συγκεκριμένος μύθος, αν και στενά τοπικής εμβέλειας, εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που απαιτούνται για την συγκρότηση και σύνθεση ενός ποιητικού δράματος και δη τραγωδίας, και ως προς την δομή και ως προς το περιεχόμενο. Εμφανής επίσης είναι η τελετουργική και ιεροτελεστική εξέλιξή του:
Διὸς καὶ νύμφης Ὀθρηίδος ἐγένετο παῖς Μελιτεύς.
Απ τον Δία και την νύμφη Οθρηίδα γεννήθηκε ένα παιδί, ο Μελιτεύς,
Ο Δίας, πατέρας θεών κι ανθρώπων, ως γενάρχης σε ανθρωπογονικό επίπεδο και ιδιαίτερα στην περιοχή της Φθίας συναντάται ως πατέρας σπουδαίων απογόνων και συγκεκριμένα: Με την Πανδώρα γέννησε τον Γραικό, που είναι γενάρχης των Γραικών, με την Πύρρα τον Έλληνα, που είναι γενάρχης των Ελλήνων, με την Φθία τον Αχαιό, που είναι γενάρχης των Αχαιών, με την Ευρυμέδουσα τον Μυρμιδόνα, που είναι γενάρχης των Μυρμιδόνων. Στον συγκεκριμένο μύθο του Αντωνίνου Λιβεράλις ο Δίας παρουσιάζεται ως γεννήτορας του Μελιτέα από την τοπική νύμφη Οθρηίδα, ώστε ο Μελιτεύς να ανήκει στους διογενέες και διοτρεφέες βασιλήες, που αυτομάτως νομιμοποιούν τις κατά τόπους βασιλικές εξουσίες «ελέω θεού».
Αυτός ο σκοπός μεθοδεύεται μυθολογικά, καθώς ο κορυφαίος θεός της επίσημης λατρείας διασυνδέεται με προολυμπιακούς θεούς ή τοπικούς θεούς που εξέπεσαν σε ήρωες, με οικιστές και επώνυμους ήρωες πόλεων και με επώνυμους ήρωες φυλών, σε εθνική κλίμακα: μικρότερη (Κρής, Αρκάς, Μακεδών) ή μεγαλύτερη (Αχαιός, Γραικός, Έλλην).
τοῦτον ἡ μήτηρ ἐξέθηκεν εἰς τὴν ὕλην κατὰ δέος Ἥρας, ὅτι αὐτῇ Ζεὺς ἐμίχθη,
που η μάνα του τον εγκατέλειψε στο δάσος από φόβο προς την Ήρα, αφού η νύμφη αυτή με τον Δία είχε σμιχτεί.
Η Ήρα, σύζυγος του Διός, ως προστάτις της μητρότητας και της γονιμότητας είναι παράλληλα σκληρή τιμωρός κι εκδικητική για όσους δεν σέβονταν τη δύναμή της. Έτσι η νύμφη Οθρηίδα παραδειγματίζει δια του μύθου, «κατὰ δέος Ἥρας», κι αφήνει έκθετον, στους κινδύνους του δάσους, τον παράνομο καρπό τού έρωτά της με τον Δία, με την ασπλαχνία του αφανισμού του. Η εγκατάλειψη κ’ η έκθεση παιδιών είναι σύνηθες φαινόμενο στην μεσογειακή μυθολογία, (Δίας, Μωϋσής, Οιδίπους, κ.ά.), όπως και στην Ινδική (Μαχαμπαράτα), που στην συνέχεια τα παιδιά αυτά εξελίσσονται σε ήρωες, ημίθεους ή και θεούς.
ὁ δὲ παῖς Διὸς βουλῇ οὐκ ἠφανίσθη ἀλλ᾿ ηὔξετο τρεφόμενος ὑπὸ μελισσῶν.
Το δε παιδί, Θεού βουλή, δεν αφανίστηκε, αλλά μεγάλωνε τρεφόμενο από μέλισσες.
Τον Δία, ως κρυμμένο βρέφος στο όρος Ίδη της Κρήτης, έτρεφε η αίγα Αμάλθεια και σμήνος μελισσών– εξ ου και Ζεύς Μελιττεύς, τον Μελιτέα έτρεφαν οι μέλισσες στην Όθρυ. Το γάλα και το μέλι, ένα θεϊκό δίδυμο τροφής, που ως τις μέρες μας διασώζεται στα κάλαντα της χριστιανικής πρωτοχρονιάς, «το μέλι τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες…», αλλά και στον καθημερινό λόγο: «όλα μέλι - γάλα», δηλώνουν την ξεχωριστή ανωτερότητα του τρεφόμενου υποκειμένου, αλλά παράλληλα για τον συγκεκριμένο Διογενή οικιστή Μελιτέα εμφανώς δηλώνει και τον τοτεμικό χαρακτήρα της φυλής των παροικούντων την πόλη, αφού στα νομίσματα της Μελίτης – Μελιταίας αποτυπώνεται ως χαρακτηριστικό έμβλημα: η μέλισσα.
ἐνέτυχε δὲ αὐτῷ ποιμένων πρόβατα Φάγρος ὁ Ἀπόλλωνος καὶ Ὀθρηίδος νύμφης, ἥτις ἔτεκε Μελιτέα τὸν ἐν τῇ ὕλῃ παῖδα.
Έτυχε όμως να το βρει, καθώς βοσκούσε πρόβατα κοντά εκεί, ο Φάγρος, που ‘χε πατέρα τον Απόλλωνα και μάνα του την νύμφη Οθρηίδα, την ίδια αυτή που γέννησε και τον Μελιτέα, του δάσους το παιδί.
θαυμάσας δὲ πρὸς τὸν ὄγκον τοῦ σώματος καὶ ἔτι πλέον πρὸς τὰς μελίσσας ἀνείλετο καὶ ἐπήνεγκεν εἰς τὰ οἰκία καὶ ἔτρεφεν [ἐν] πολλῇ σπουδῇ θέμενος αὐτῷ Μελιτέα ὄνομα, διότι ὑπὸ μελισσῶν ἐτράφη:
Κι αφού πολύ εθαύμασε το σώμα του παιδιού και πολύ περισσότερο ότι το τρέφαν μέλισσες, το σήκωσε από κει, στο σπίτι παίρνοντάς το, όπου με περισσή φροντίδα το ανέτρεφε, το όνομα Μελιτέας δίνοντάς του, γιατί από τις μέλισσες είχε τραφεί.
ὑπῆλθε <γὰρ> αὐτὸν καὶ χρησμός, ἐν ᾧ ποτε θεὸς εἶπε σῴζειν ὁμόγνιον ὄντα τὸν ὑπὸ τῶν μελισσῶν τρεφόμενον.
Στον νου του όμως ήρθε και «χρησμός» που είπε κάποτε ο θεός: πως θα ‘σωζε «ομόγνιον», από την ίδια μάνα, αδελφόν, αυτόν, «τον τρεφόμενον υπό των μελισσών».
Όσο για το γάλα, είναι δευτερευόντως εμφανές ως υπάρχον, αφού ο Φάγρος που συντυχαίνει και περιθάλπει εις τα «οικία» του το παιδί, είναι ποιμήν προβάτων «καὶ ἔτρεφεν [ἐν] πολλῇ σπουδῇ». Ο θεογενής βοσκός Φάγρος, «ὁμόγνιος» του Μελιτέα, γιός της ίδιας νύμφης Οθρηίδος ή Οσρηίδος, είχε πατέρα του τον Απόλλωνα που παλαιά είχε χρησμοδοτήσει για την εύρεση και σωτηρία του Μελιτέα, «ὑπῆλθε <γὰρ> αὐτὸν καὶ χρησμός».
Ο Απόλλωνας, δίδυμος αδελφός της Αρτέμιδος, που την μητέρα τους Λητώ κατέτρεχε επίσης η ζήλεια της Ήρας για τους ίδιους εξωγαμικούς λόγους με την Οθρηίδα, ήρθε ως χρησμός – σωτήρ του Μελιτέα, ώστε να αποκατασταθεί η τάξη της ζωής, αφού ο Απόλλων εκπροσωπεί το φως, την αρμονία, τον λόγο και την τάξη του κόσμου. Εξ άλλου η Μελιταία και οι Απολλώνιοι Δελφοί είχανε ισχυρές ιεροπολιτικές – αμφικτιονικές σχέσεις ως πόλεις – κράτη επί μακρόν και ειρήσθω εν παρόδω, Μέλισσες ονομάζονται και οι ιέρειες του Απόλλωνα στους Δελφούς, (Πίνδαρος, Πύθια 4,60). Ο Φάγρος δε, ως «ποιμαίνων πρόβατα» έχει χαρακτήρα νομαδικό, σε αντιδιαστολή με τον ιδρυτή – οικιστή πόλεως, Μελιτέα. Το ύπαιθρο σε αντίθεση με τον κόσμο του άστεως, εδώ βρίσκεται σε ισορροπία «αγροτοκτηνοτροφική», αφού οι της πόλεως σίγουρα ασχολούνταν και με την γεωργία. Η λέξη πρόβατον, που δηλώνει το κοπάδι, είναι αρκετά χαρακτηριστική: σημαίνει στην κυριολεξία, αυτό που περπατά, που αλλάζει τόπο. Η διατύπωση κειμήλιον και πρόβασις (που δείχνει, μέσα από την αντινομία του κείμαι = είμαι ξαπλωμένος, και του προβαίνω = προχωρώ, τις δυό πλευρές της περιουσίας στο σύνολό της) υπογραμμίζει καθαρά την αντίθεση ανάμεσα στον πλούτο, που «κείται» στο σπίτι, και στον πλούτο που «τρέχει» στο ύπαιθρο, (η αντίστοιχη αντινομία επίσης του Βιβλικού διδύμου Κάϊν – Άβελ, αλλά εδώ με φόνο). Ο θαυμασμός του Φάγρου ως προς το δέμας και την ρώμη του «θείου» βρέφους Μελιτέα, μας φέρνει στον νού κι άλλο θαυμάσιο βρέφος, κι αυτό κυνηγημένο από την Ήρα: τον Ηρακλή που έπνιξε στην κούνια του τα φίδια, αλλά και τον Ερμή, που βρέφος ων, έκλεψε το τόξο και τα βόδια του Απόλλωνα.
ὁ δὲ παῖς ἐπεὶ τάχιστα ἠνδρώθη, ἀνὴρ ἐγένετο γενναῖος καὶ πλείστων ἦρξε περιοίκων καὶ πόλιν ἔκτισεν ἐν τῇ Φθία προσαγορεύσας Μελίτην.
Το δε παιδί επειδή γρήγορα ήταν ν’ ανδρωθεί, άντρας έγινε γενναίος κι όλων των περιοίκων αρχηγός και «πόλιν έκτισεν» στην Φθία, που την ονόμασε «Μελίτην».
Με την λογική της θεϊκής καταστρατήγησης του χρόνου, ο Μελιτεύς τάχιστα ανδρώθηκε, έγινε αρχηγός των περιοίκων, έκτισεν πόλιν και την ονοματοδότησε με το όνομά του: Μελίτη, προσφιλής συνήθεια κτιτόρων έως τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Μεγάλου Κωνσταντίνου. «πόλιν ἔκτισεν ἐν τῇ Φθία», [Πόλις: α) σύνολο μεγάλου αριθμού οικημάτων, που αποτελούν δικό τους συνοικισμό. β) γενέτειρα, πατρίδα. γ) κράτος, πολιτεία, ιδίως η δημοκρατία. δ) τα καθήκοντα ή και τα δικαιώματα του πολίτη,- police = τήρηση της τάξης…].
ἐν ταύτῃ τῇ Μελίτῃ τύρρανος ἐγένετο βίαιος καὶ ὑβριστής, ὅν οἱ μὲν ἐπιχώριοι οὐδ᾿ ὀνομάζουσιν, ὑπὸ δὲ τῶν ξένων Τάρταρος ἐκαλεῖτο.
Όμως σε τούτην την Μελίτη «τύραννος βίαιος» έγινε και «υβριστής» κι οι κάτοικοι δεν λέγανε ούτε το όνομά του, οι ξένοι όμως, Τάρταρο, τον είχαν ονομάσει.
Στην πόλη αυτή λοιπόν διαπράττει την «Ὕβριν» ο Μελιτεύς, διασαλεύοντας βασικά την τάξη που η οργανωμένη «πόλις» απαιτεί, καίτοι διογενής, όπως εξ άλλου κι ο Ηρακλής που τιμωρήθηκε με τρέλα κι αργότερα με ολοκαύτωμα, στην κοντινή τής Όθρυος, Οίτη.
Ο «βίαιος τύραννος» δρα κατά το δοκούν, σχεδόν σαν δύναμη απρόσωπη της βαθειάς ανεικονικής Ανατολής, και δεν ονοματίζεται καν απ τους κατοίκους – ο αρχέγονος τρόμος δεν έχει όνομα – κι οι ξένοι τον αποκαλούνε Τάρταρο, ίδιο όνομα με την τρομερή άβυσσο, που απέχει από την γη τόσο, όσο ο ουρανός απ αυτήν, και που σ’ αυτήν καταβαραθρώθηκαν οι εχθροί των θεών, οι Τιτάνες και μέσα της ζούνε σκιές χωρίς συνείδηση. Σπερματική δημοκρατική συνείδηση του μυθοπλάστη λαού η αντιπάθεια στην δεσποτική τυραννία, δεν της δίνει χώρο και ύπαρξη στο λεξιλόγιό της, καθιστώντας δια παντός εξόριστη μια τέτοια λογική αποδοχής.
οὗτος εἴ τις διαβοηθείη παρθένος ἐπὶ κάλλει τῶν ἐγχωρίων, ἀπῆγεν αὐτὴν καὶ ἐμίγνυτο πρὸ γάμου κατὰ βίαν.
Κι αυτός, όποια στον τόπο ξακουστή παρθένα ήταν με κάλλη, την βίαζε με απαγωγή προτού αυτή να παντρευτεί.
Η «πρὸ γάμου κατὰ βίαν» σχέση τυράννου και κόρης, ως πράξη επιβολής, παραδειγματισμού κι ουσίας για το σύνολο της «πόλεως», επιβεβαιώνει και τον οριστικό θάνατο της μητριαρχίας, που η πάλαι ποτέ αίγλη της μεταφέρεται στην τωρινή λατρεία της θηλυκής θεότητας και εν προκειμένω στην Ασπαλίδα Αρτέμιδα. Απ’ το μυητικό της χάριτος του γάλακτος και του μέλιτος ο Μελιτεύς περνάει στο τελετουργικό των αδαμάστων ηδονών του εγωϊσμού και της διακόρευσης των προ του γάμου τους εντοπίων κορασίδων, όπου κατ’ εξακολούθησιν διαπράττει ύβριν και προσβολή του υμεναίου, και φυσικά της προστάτιδος των παρθένων Αρτέμιδος, αλλά και κατά της Ήρας, προστάτιδος του νομίμου γάμου και της οικογενείας.
Ο Μελιτεύς διάγει βίον «κατά βωμών τε και εστιών» στην κυριολεξία, που αυτό ερωτικά επιτρεπότανε μόνον για τον Δία. Αναφορά σε δικαίωμα του άρχοντα στην «πρώτη νύχτα» της νύφης γίνεται ίσως με το στοιχείο του εραστή Δία, που ο ίδιος παντρεύει την ερωμένη του με κάποιον ευνοούμενό του (την Ευρώπη με τον Αστέριο, την Αστερία με τον Περσέα και την Ιοδάμα με τον Ώγυγο), ή σμίγει μαζί της «τη προτεραία ή τη αυτή νυκτί» (Αλκμήνη, Λήδα). Βεβαίως, εμμέσως πλην σαφώς, αυτό σημαίνει πως υπήρχαν σπερματικοί γόνοι του Μελιτέα στην περιοχή και άρα και θρονικοί διεκδικητές εξ αίματος θεογονικού και δη εκ των «οὐκ ἀσήμων». Η εξουσία, που επικυρώνει και διαχειρίζεται τους «μύθους» στην τελική και κυρίαρχη εκδοχή τής «αφήγησής» τους, μεθοδεύει και μεριμνά ώστε να υπάρχουν στους ταξικούς κόλπους της έστω και μπάσταρδοι μεν, «θεογενείς» δε, διάδοχοι επικυριαρχίας, κάτι σαν τις εξ Οθωμανών «Πασαλίνες» της νεώτερης ιστορίας μας…
τότε δ᾿ οὖν εἴρητο πρὸς τοὺς θέραπας ἀπάγειν Ἀσπαλίδα τὴν θυγατέρα τὴν Ἀργαίου τῶν οὐκ ἀσήμων. ἡ δὲ παῖς, ὡς ἔκπυστος ὁ λόγος ἐγένετο, πρὶν ἀφικέσθαι τοὺς ἀπάξοντας ἀνήρτησεν ἑαυτήν.
Τότε λοιπόν διέταξε τους δούλους του να φέρουν την Ασπαλίδα, που ήτανε κόρη, μιάς όχι ασήμαντης φαμίλιας, του Αργαίου. Μα το κορίτσι, ως το ‘μαθε, και πριν οι απαγωγείς της φτάσουν αποφάσισε να κρεμαστεί.
Ο Μελιτεύς συναντάται με το πεπρωμένο του στο πρόσωπο της οικογενείας των Αργαίων, «των ουκ ασήμων» και δη στης Κόρης Ασπαλίδος. (; Άργος, Αργώ = ταχύτατη. Επίσης Αργαίοι ονομάζονται κάποιοι βασιλείς των Μακεδόνων και κατά τον Όμηρο οι Αργείοι είναι άλλη ονομασία των Ελλήνων που στον εν λόγω μύθο ίσως δηλοί την αρχέγονη καταγωγή των εντοπίων Μελιταίων μιάς και οι Έλληνες κατώκησαν στην Μελιταία και επί πλέον ο Στράβων γράφει «ότι στην αγορά της πόλης Μελιταίας δείχνονταν επί των ημερών του ο τάφος του Έλληνα»). Η «παῖς» Ασπαλίς, η οποία, με το που εδόθη για την ίδια η εντολή του βιασμού της και πριν οι απαγωγείς της φτάσουν, απαγχονίστηκε «ἀνήρτησεν ἑαυτήν». Είναι γνωστό ότι η αυτοκτονία στον αρχαίο Ελληνικό και Ρωμαϊκό κόσμο ήταν καθήκον κάθε ελεύθερου ανθρώπου, ιδιαίτερα προς αποφυγήν ατιμωτικού θανάτου. Διαφωνία στο θέμα της αυτοκτονίας έχει εκφράσει ο Σωκράτης (Πλάτ. Φαιδ. 62b). Σ’ ένα από τα έργα του Ιπποκράτη επιβεβαιώνεται ότι στα πρώτα στάδια της εφηβείας, εποχή κατά την οποία παντρεύονταν τα κορίτσια, δημιουργούνταν προβλήματα υστερίας και τάσεις αυτοκτονίας. Η συνταγή κι η θεραπεία για τα κορίτσια είναι η εγκυμοσύνη, (Ιπποκράτους Περί Παρθενίων).
τῆς δὲ πράξεως οὔπω διαβοηθείσης ἀδελφὸς ὁ τῆς Ἀσπαλίδος Ἀστυγίτης ὤμοσεν, ὅτι πρότερον τίσεται τὸν τύρρανον ἢ τὸ σῶμα καθαιρήσει τὸ τῆς ἀδελφῆς.
Και πριν ακόμα μαθευτεί η πράξη της αυτή, της Ασπαλίδας ο αδελφός, ο Αστυγίτης, ορκίστηκε: πως πρώτα θα εκδικιότανε τον τύραννο κι ύστερα θα ξεκρέμαγε της αδελφής το σώμα.
Ταχύτατη σκέψη, βούληση και έργο διαστέλλουν τον χρόνο ώστε ο τύραννος να θανατωθεί προτού οι θεράποντες απαγωγείς επιστρέψουν σ’ αυτόν άπραγοι. Δηλαδή: α) λόγος – εντολή. β) εκούσιος απαγχονισμός. γ) ειδήσεις, «πράξεως διαβοηθείσης». δ) όρκος θανάτου του αδελφού και υπέρβαση των νόμων του κάτω κόσμου, που απαιτούν την τιμή στο νεκρό σώμα, ενώ εδώ εξαιρείται διότι η πορεία του δράματος αποσκοπεί στα Θεοφάνια της ηρωίδας.
ἐνδὺς δὲ τάχιστα τὴν στολὴν τῆς Ἀσπαλίδος καὶ κρύψας παρὰ τὴν εὐώνυμον πλευρὰν τὸ ξίφος ἔλαθε πρὸς τὴν ὄψιν ἀντίπαις ὤν:
Και γρήγορα την φορεσιά φορεί της Ασπαλίδος, κρύβοντας στ’ αριστερό πλευρό του ένα ξίφος κι έμοιαζε λες στην όψη του ίδιος η αδελφή του.
Ε) μεταμόρφωση σε κορίτσι «παῖς – ἀντίπαις». Στις τελετές, το να μεταμφιέζεται κάποιος με ρούχα του αντίθετου φύλου χαρακτήριζε συνήθως μια σημαντική αλλαγή, όπως λόγου χάρη τη μετάβαση απ την εφηβεία στην ενηλικίωση. Μπορεί να ειπωθεί ακόμα ότι η μεταμφίεση σημαδεύει αυτόν που θα καταστραφεί, όπως συνέβη στην περίπτωση του Πενθέα στις Βάκχες του Ευριπίδη.
Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, η αλλαγή των ρούχων βοηθάει, οπωσδήποτε, ν’ αποκτηθεί από προνομιακή θέση μια γνώση που θα ήταν, κάτω από κανονικές συνθήκες, απρόσιτη, (κοριτσοντυμένοι υπήρξαν επίσης ο Αχιλλέας κι ο Θησέας). Στην Φαιστό υπήρχε η εορτή «Εκδύσια», προς τιμήν της Λητούς, μητέρας των διδύμων Απόλλωνος – Αρτέμιδος, (Νίκανδρος παρ’ Anton. Lib. 17).
παρελθὼν δ᾿ εἰς τὰ οἰκία γυμνὸν ὄντα καὶ ἀφύλακτον τὸν τύρρανον κτείνει.
Και περνώντας μες στου τύραννου το σπίτι, γυμνωμένον και αφύλαχτο ως τον ήβρε, ευθύς τον εκτελεί.
Στ) κρυμμένο ξίφος και γυμνός βασιλιάς, η λύσις του δράματος δια του αίματος, χαρακτηριστικό στοιχείο της τραγωδίας στον δρόμο προς την κάθαρση, αλλά και θάνατος του παλαιού βασιλιά στα εποχικά δράματα. Στο μεσοποταμιακό Πανηγύρι του Νέου Χρόνου, βλέπουμε τον Αρχιερέα να γυμνώνει τον βασιλιά από τα εμβλήματά του κι έτσι να τον καθαιρεί, «γυμνὸν ὄντα καὶ ἀφύλακτον τὸν τύρρανον κτείνει».
οἱ δὲ Μελιτεῖς τὸν μὲν Ἀστυγίτην ἐστεφάνουν καὶ μετὰ παιάνων προέπεμπον, τὸ δὲ σῶμα τοῦ τυρράνου κατεπόντωσαν εἰς ποταμὸν ἐμβαλόντες, ὃν ἔτι νῦν ἐξ ἐκείνου τοῦ χρόνου Τάρταρον καλοῦσι:
«Οι δε Μελιτείς τον μεν Αστυγίτην εστεφάνουν» και με παιάνες τον συνόδευαν πομπή, «το δε σώμα του τυράννου» καταπόντισαν στον ποταμό πετώντας, τον οποίο μέχρι σήμερα από κείνα κει τα χρόνια Τάρταρο τον ονομάζουν.
Ζ), θάνατος και καταποντισμός, η τυραννοκτονία ως νόμιμα αποδεκτή αποκαθιστά το δίκαιο του δήμου, καταποντίζοντας τον Τάρταρο στα «τάρταρα» της μνήμης μέσω ονοματοδοσίας ενός εντόπιου παρακείμενου ποταμού, ίσως το ότι ο Τάρταρος των αρχαίων ελλήνων συνδέεται με τον χαλκό, να μην είναι τυχαίο ότι στην Μελιταία υπήρχαν και υπάρχουν μεταλλεία χαλκού. Έτσι στην πόλη υπάρχουν κι οι δύο όψεις του σαν ονόματα που σημαδεύουν τον τόπο: Μελιτεύς οικιστής και Τάρταρος τύραννος και βία-στής. Το ρίξιμο ενός ομοιώματος στα νερά παρουσιάζεται και ως στοιχείο του διονυσιακού δράματος πρώτα στην παράσταση του Διονύσου που καταφεύγει στην αγκαλιά της Θέτιδος μέσα στη θάλασσα κι’ ύστερα στον μύθο που ο Περσέας τον σκότωσε πετώντας τον μέσα στα βάλτα της Λέρνας, κι επίσης συναντιέται στις τελετές των αλεξανδρινών Αδωνίων. Το πόντισμα τούτο – αρχικά πόντισμα ενός Δένδρου – και πράξη ομοιοπαθητικής μαγείας, φέρνει το γονιμικό στοιχείο της υγρασίας που είναι αντιπροσωπευτικό στοιχείο της Βλάστησης. Η) στεφάνωμα – πομπή – παιάν, ο Αστυγίτης (; Άστυ – άστεος) καταλύτης και νέος «εποχικός βασιλεύς». Η ισορροπία πάντως εγκαθίσταται ως νόμος δικαίου συγκροτημένης πόλεως. Ο παιάνας σημαίνει την έναρξη της νέας ζωής και δίνει το χαρμόσυνο μήνυμα και σήμα για να αρχίσει η ετήσια γιορτή μνήμης που οπωσδήποτε συνοδεύει «πομπή» προς το ιερό. Η Στέψη, «ἐστεφάνουν», και η Πομπή, «προέπεμπον», είναι βασικές τελετές του Εποχικού Δράματος, ο περιφερόμενος λουλουδιασμένος Επιτάφιος την Άνοιξη προετοιμάζει την Ανάσταση ψυχών τε και σωμάτων.
τὸ δὲ σῶμα τὸ τῆς Ἀσπαλίδος ἐξερευνῶντες πάντα τρόπον, ὅπως κηδεύσωσιν ἐπισήμως, οὐκ ἠδυνήθησαν εὐρεῖν: ἀλλά τοῦτο μὲν ἠφανίσθη κατὰ θεόν, ἀντὶ δὲ τοῦ σώματος ἐφάνη ξόανον παρὰ τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἑστηκός.
Το σώμα όμως της Ασπαλίδας, που παντού τ’ αναζητούσαν να του κάνουνε επίσημη κηδεία, δεν μπορούσαν να το βρούν, γιατί αυτό εξαφανίσθηκε από θέλημα θεού, κι αντί για σώμα εμφανίστηκε ένα ξόανο στημένο πλάϊ σε κείνο της Αρτέμιδος.
Θ) αναζήτηση, μνήμη και θυσία με ένα άσπερμο τραγάκι. «Θεού ζήτησις»: Όλοι αναζητούν παντού το εξαφανισθέν σώμα της Ασπαλίδος «εξερευνώντες πάντα τρόπον», αλλά δεν το βρίσκουν διότι «ἠφανίσθη κατὰ θεόν» και με το θέλημά του. Μια «ζήτηση» της Θεάς, μαρτυρά η χρονιάτικη αναζήτηση της Αστάρτης, η αναζήτηση της Κόρης απ την Δήμητρα, η αναζήτηση της Αρμονίας στην Σαμοθράκη, η Ίσις γυρεύει τον Όσιρι, η Ιστάρ τον Ταμμούζ, η χαναναία Ανάτ τον Βάαλ, η Αστάρτη τον Άδωνι, ενώ οι χετταίοι θεοί για να βρουν τον Τιλιπινού στέλνουν μια μέλισσα (!) η οποία και τον βρίσκει. Η αναζήτηση και το βρέσιμο του θεού είναι στοιχείο πολλών Μυστηριακών τελετών, ελληνικών, μεσοποταμιακών, κ.ά., ακόμη κι οι Μυροφόρες (και στο 4ο Ευαγγέλιο οι Μαθητές) έρχονται αναγυρεύοντας το λείψανο του Εσταυρωμένου. Ι) εύρεση και Επιφάνια, μετά την «αναζήτηση», με επικλήσεις ή ανακλήσεις, η, εν προκειμένω Ασπαλίς, «φανερώνεται» ως «ξόανον» δίπλα σ’ αυτό της Αρτέμιδος και άρα στον ναό της και μ’ αυτόν τον τρόπο προσκολλάται ως προσωνύμιον, και άρα μορφή της Άρτεμης.
Το ξόανον έχει θηκόμορφο σχήμα, με πόδια και χέρια κολλημένα στο σώμα. Το βρέτας και το ξόανον είναι σχεδόν πάντα, όπως φαίνεται, κινητά αντικείμενα: τα περιφέρουν, τα μεταφέρουν σε πομπή, ή και τα κρατούν στα χέρια ο ιερέας ή η ιέρεια, είναι είδωλα που θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε «φορητά»*. *= το ξόανο της Άρτεμης Ορθίας, στη Σπάρτη, το κρατά στα χέρια η ιέρεια, κατά την τελετή της μαστίγωσης των εφήβων, το είδωλο είναι μικρό και ελαφρό, (Παυσανίας,3,16,10-11).
ὀνομάζεται δὲ παρὰ τοῖς ἐγχωρίοις τοῦτο τὸ ξόανον Ἀσπαλὶς Ἀμειλήτη Ἐκαέργη,
Κι ονομάζεται απ τους ντόπιους το ξόανο αυτό: Ασπαλίδα Αμειλήτη Εκαέργη, Ασπαλίδα η Αμείλικτη που δρα από μακριά,
Τα προσωνύμια του ξοάνου της Ασπαλίδος: «Ἀμειλήτη Ἐκαέργη» είναι φυσικά ιδιότητες της Αρτέμιδος και το μεν Αμειλήτη, σημαίνει την Αμείλικτη, το δε Εκαέργη, αυτήν που ενεργεί από μακριά (ἐκὰς+ἔργο), επίθετο που προσδίδεται και στον δίδυμό της Απόλλωνα.
ᾧ καθ᾿ ἕκαστον ἔτος αἱ παρθένοι χίμαρον ἄθορον ἐκρήμνων, ὅτι καὶ ἡ Ἀσπαλὶς παρθένος οὖσα ἑαυτὴν ἀπηγχόνισεν.
και προς χάριν του οποίου κάθε χρόνο οι παρθένες, ένα άσπορο τραγάκι απαγχονίζουν, γιατί κι η Ασπαλίς παρθένος ήταν όταν τον εαυτό της «απηγχόνισεν».
Η Θυσία διά απαγχονισμού - κρεμάσματος, «ἐκρήμνων», άσπερμου χρονιάρικου τραγιού, «χίμαρον ἄθορον» (θορός, θορή = το σπέρμα του άρρενος), είναι διακόνημα των εντοπίων παρθένων κοριτσιών ως μέρος της ετήσιας – εποχικής – γιορτής – ιεροτελεστίας. Βέβαια οι σπαραχτικές επιθανάτιες κραυγές του δύστυχου τραγακίου δεν είναι και ό,τι καλύτερο άκουσμα και θέαμα για τις, ὁμαδὸν ὑπὸ μύησιν, νεαρές παρθένες… Στην Άρτεμη σαν «Κυρά των αγρίων ζώων» ή προστάτρια όλων των τοτεμικών γενεών προσφερόταν κάθε χρόνο ζωντανό ολοκαύτωμα από τοτεμικά ζώα, πουλιά και φυτά και άλλη θυσία αναφέρεται από την Ιεράπολη, όπου κρεμούσαν τα θύματα από τα δέντρα τεχνητού δάσους μέσα στο ναό της θεάς, (Λουκιανός Περί προς Συρίης θεού 41). «Η Άρτεμις η Απαγχομένη», είχε ιερό στον Κονδυλαία της Αρκαδίας. Σκοτεινοί μύθοι, οι οποίοι αφηγούνται ότι θεές ή παρθένες, που τις υπηρετούσαν, κρεμάστηκαν σε δένδρα, αποτελούν προειδοποίηση εναντίον της απόψεως ότι η «λατρεία των δένδρων» είναι απλώς πρόδρομος της λατρείας των θηλυκών θεών. Ανέκαθεν κρεμούσαν στα δένδρα προσφορές, όπως τα δέρματα των θηραμάτων σύμφωνα με πανάρχαιο κυνηγετικό έθιμο, αλλά και δίσκους, oscilla (= αιώρες), που τα κινούσε ο αέρας, για την μυθική φαντασία ή παράδοση, αυτά ήσαν απαγχονισμοί – θυσίες.
Η νέα αρχή του έτους, κατά τον μήνα Ανθεστηριώνα στην Αττική, υποδηλώνονταν με αγώνες. Μια ιδιαιτερότητα για τα παιδιά, ιδίως για τα κορίτσια, αποτελούσε κατ’ αυτήν την ημέρα η κούνια. Αγγειογραφίες δείχνουν επανειλημμένως αυτήν την αιώρα σε τελετουργικό πλαίσιο, για το οποίο τα κείμενα σιωπούν. Στον σκοτεινό μύθο της Ηριγόνης, που απαγχονίστηκε, ως εξιλέωση για το φριχτό αυτό γεγονός, τα κορίτσια της Αθήνας το επαναλαμβάνουν με την ακίνδυνη μορφή τώρα της αιώρας, (λέγεται πως η Ηριγόνη αποτέλεσε για τον Σοφοκλή τον αρχαϊκό πυρήνα για την, επίσης απαγχονισθείσα, «Αντιγόνη» του, που ως κεντρικό θέμα έχει την τιμή του νεκρού αδερφού). Ο θάνατος της κοπέλας φέρνει στο φως μια σκοτεινή πλευρά του «ιερού γάμου». Με την αιώρα των παιδιών όμως υπερισχύει η ζωή που κινείται, στραμμένη μέσα από το μίασμα και τον τρόμο προς το μέλλον, το οποίο υπόσχεται η Άνοιξη.
Ἰωάννης Τριανταφύλλου Τράντας
Ἠθοποιός/Σκηνοθέτης/Μουσουργός
Βιβλιογραφία
Robert Graves, Οι ελληνικοί Μύθοι, μτφ. Λ. Ζενάκος, εκδόσεις Πλειάς-Ρούγκας, Αθήνα 1979
Παναγής Λεκατσάς, Το Θείον Δράμα, εκδόσεις Κείμενα, Αθήνα 1976
Ι. Θ. Κακριδής, Ελληνική Μυθολογία, εκδοτική Αθηνών 1986
Mary R. Lefkowitz, Γυναίκες στον ελληνικό μύθο, μτφ. Αμαλία Μεγαπάνου, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1993
Walter Burkert, Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, μτφ. Ν. Π. Μπεζαντάκος – Αφροδίτη Αβαγιανού, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1993
Λεξικόν Δ. Β. Δημητράκου, εκδόσεις Γιοβάνη, Αθήνα 1957-1970
Liddell–Scott–Jones, Μέγα Λεξικόν Της Ελληνικής Γλώσσης, εκδόσεις Oxford University Press, 1843-1904
* (Antoninus Liberalis): ήταν μυθογράφος του 2ου ή 3ου μ.Χ. αιώνα. Έγραψε στα ελληνικά, βασιζόμενος σε έργα προγενεστέρων του, μια συλλογή σπάνιων μύθων με τίτλο Μεταμορφώσεων Συναγωγή. Κάθε ιστορία φέρει τίτλο και υπότιτλο. Στον υπότιτλο αναφέρεται ο ποιητής ή ο μυθογράφος και το έργο του από το οποίο ο Αντωνίνος άντλησε τα στοιχεία για τον μύθο που διηγείται.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου