Το ημερολόγιο έδειχνε 2 Αυγούστου 1913 και οι δείκτες του ρολογιού 10:25 το πρωί. Οι Ελβετοί Frederic Boissonnas και Daniel Baud-Bovy και ο Έλληνας οδηγός τους Χρήστος Κάκαλος έγραφαν ιστορία, κατακτώντας, για πρώτη φορά, την ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου, τον Μύτικα (2918μ.).
Σήμερα, έναν αιώνα μετά, ο Όλυμπος, ένα βουνό "δεμένο" με μύθους και θρύλους, κατοικία των δώδεκα αρχαίων θεών και τόπος ασύγκριτου φυσικού κάλλους αποτελεί "μαγνήτη" για χιλιάδες επισκέπτες από κάθε γωνιά της γης, που κατακτώντας τις κορυφές του προσπαθούν να "αγγίξουν" λίγη από τη μαγεία του.
Η πρώτη, ιστορική εκείνη ανάβαση στην ψηλότερη κορυφή του "βουνού των Θεών" έγινε επίσημα γνωστή μερικά χρόνια αργότερα, το 1919, με την έκδοση του βιβλίου "La Grece Immortelle", όπου καταγράφεται το όλο εγχείρημα.
Ο Frederic Boissonnas στον Μύτικα, κατά την πρώτη ανάβαση στις 2 Αυγούστου του 1913 (Πηγή) |
Ήταν Ιούλιος του 1913, όταν ο Ελβετός φωτογράφος-εκδότης Frederic Boissonnas (1858-1946) και ο συμπατριώτης του, συγγραφέας-τεχνοκριτικός Daniel Baud Bovy (1870-1958) φθάνουν στη Θεσσαλονίκη για να παρακολουθήσουν και να φωτογραφίσουν τις πολεμικές επιχειρήσεις, προσκεκλημένοι της ελληνικής κυβέρνησης. Οι δύο Ελβετοί, για να αξιοποιήσουν τις οχτώ ημέρες που μεσολαβούν μεταξύ των δύο υποχρεωτικών εμβολιασμών τους για χολέρα, αποφάσισαν να εξερευνήσουν τον Όλυμπο, εκπληρώνοντας έτσι ένα παλιό τους όνειρο.
Έλληνες ορεινοί κυνηγοί της εποχής. Δεξιά είναι ο Χρήστος Κάκαλος (Πηγή) |
Στις 28 Ιουλίου φτάνουν στο Λιτόχωρο, ερχόμενοι με καΐκι από τη Θεσσαλονίκη και αφού παίρνουν για οδηγό τον κυνηγό αγριοκάτσικων Χρήστο Κάκαλο (1882-1976) ξεκινούν, την επόμενη μέρα, για τη Μονή Αγίου Διονύσιο, όπου φτάνουν το μεσημέρι. Ύστερα από μια μικρή στάση εκεί, ανηφορίζουν το παλιό μονοπάτι, στα βόρεια του μοναστηριού, και κατασκηνώνουν στην Πετρόστρουγκα.
Στις 30 Ιουλίου αφήνουν την Πετρόστρουγκα και το κατεστραμμένο από μεγάλη πυρκαγιά δάσος της, ανηφορίζουν στη Σκούρτα και αφού διασχίσουν τον "λαιμό", φτάνουν στην άκρη του οροπεδίου που το ... βαφτίζουν "Λιβάδι των θεών". Στη συνέχεια, ανεβαίνουν στον Προφήτη Ηλία κι εξερευνούν τη βάση της περιοχής. Την κορυφή αυτή τη βαφτίζουν "Θρόνο του Διός", ενώ στο Σκολιό δίνουν την μάλλον ... περίεργη ονομασία Μαύρη κορυφή¨" (γιατί εκείνη την ώρα ήταν σκοτεινή η πλευρά της προς τα Μεγάλα Καζάνια).
Από το οροπέδιο κατεβαίνουν κάποιες απότομες σάρες και σε δύο ώρες φθάνουν στην άκρη του δάσους, όπου υπήρχε μία καλύβα ξυλοκόπων, εκεί όπου είναι σήμερα το μικρό ξέφωτο, ΒΑ του καταφυγίου "Σπήλιος Αγαπητός", που έχει διαμορφωθεί κατάλληλα για προσγείωση ελικοπτέρου. Εκεί, στην καλύβα συνειδητοποιούν ποιος είναι ο δρόμος για την κορυφή!
Στις 31 Ιουλίου, όλη η ομάδα παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Όμως, κοντά στο μοναστήρι αποφασίζουν να επιχειρήσουν την ανάβαση στην ψηλότερη και απάτητη κορυφή του Ολύμπου. Έτσι, γυρνούν στα Πριόνια, όπου το βράδυ δοκιμάζονται από μία φοβερή θύελλα. Την άλλη μέρα, αρκετά ταλαιπωρημένοι, ανηφορίζουν το Μαυρόλογγο και το απόγευμα φθάνουν στην Καλύβα, όπου και διανυκτερεύουν.
Πριν να ξημερώσει ακόμα, ξεκινούν με ομίχλη, χαλάζι και δυνατό αέρα. Έπειτα από μια κοπιαστική ανάβαση μέσα από μικρές χαραδρώσεις, σάρες και απότομους γλιστερούς βράχους, φτάνουν, με μια τελευταία "έφοδο", πάνω σε μια στενή κορυφογραμμή (από την περιγραφή φαίνεται ότι ανέβηκαν κατευθείαν από τα Ζωνάρια). Σκαρφαλώνοντας συνέχεια μέσα στην ομίχλη - ο Χρήστος Κάκαλος μπροστά, ξυπόλητος, και πίσω οι δύο Ελβετοί δεμένοι με σχοινί - ανεβαίνουν τελικά σε μια "καταφαγωμένη" κορυφή, που νομίζοντας ότι είναι η ψηλότερη τη βαφτίζουν "Κορυφή της Νίκης". Οι Ελβετοί γράφουν λίγα λόγια σε μία κάρτα για την ανάβαση, τη βάζουν μέσα σε ένα μπουκάλι και το τοποθετούν προσεκτικά κάτω από ένα σωρό από πέτρες για να το προστατεύσουν.
Σε ένα ξάνοιγμα, όμως, του καιρού βλέπουν μια άλλη, φοβερότερη κορυφή, ψηλότερα από αυτούς και καταλαβαίνουν το λάθος τους. Απογοητευμένοι, κατεβαίνουν την απόκρημνη κορυφή που τώρα ονομάζουν «Ταρπηία Πέτρα» και παίρνουν το δρόμο προς τα κάτω. Αλλά, όπως γράφει αργότερα ο Boissonnas, στην καρδιά κάθε θνητού βρίσκεται ένα κομματάκι από τη φωτιά του Προμηθέα.
Ο Χρήστος Κάκαλος την εποχή της ανάβασης στον Μύτικα το 1913(Πηγή) |
Ο Χρήστος Κάκαλος, με κατεβασμένο το κεφάλι, αμίλητος, κατεβαίνει την απότομη κόψη. Σταματάει. Μπροστά του, ο κατακόρυφος "διάδρομος", που οδηγεί στην ψηλότερη κορυφή. Απάνω; Ρωτάει. Οι Ελβετοί του γνέφουν "ναι". Είναι η μυστική απόφαση που είχαν πάρει προηγούμενα και οι τρεις τους - ο καθένας για τον εαυτό του - χωρίς να ανταλλάξουν λέξη. Όλοι τους μία σκέψη, μία καρδιά. Χωρίς άλλο λόγο, ο Κάκαλος αφήνει τα φωτογραφικά σύνεργα που κουβαλούσε και ρίχνεται μπροστά, σκαρφαλώνει με πείσμα τους λείους και επικίνδυνους βράχους ακολουθούμενος από τους δύο Ελβετούς και να, σε λίγο, είναι στο τέρμα, δεν πάει παραπάνω, είναι στην κορυφή!
Οι τρεις τους έγραψαν ιστορία και ο Χρήστος Κάκαλος έγινε αργότερα ο πρώτος επίσημος οδηγός του Ολύμπου και για τελευταία φορά ανέβηκε στην ψηλότερη κορυφή το Μύτικα το 1972.
Για τους ανθρώπους που δραστηριοποιούνται στα ορειβατικά δρώμενα, ο Χρήστος Κάκαλος εκτός από μεγάλος ορειβάτης ήταν ο άνθρωπος που έμαθε σε πολλούς άλλους ορειβάτες τα πρώτα ορειβατικά βήματα, μαθαίνοντάς τους πάνω από όλα να σέβονται τη φύση, ενώ παράλληλα αποτελούσε φωτεινό παράδειγμα ακόμη και για τους πλέον έμπειρους, για τον τρόπο με τον οποίο κινούνταν στο "μυθικό" βουνό.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου