Ενδιαφέρουσες, Πολύτιμες Αναλύσεις
Των Martin Čihák και Srobona Mitra
Πολλές είναι οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες προσαρμογής στη νέα Οικονομική Πραγματικότητα
Τα πράγματα για ένα διάστημα πήγαν μια χαρά για τα νέα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης - χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Η συμμετοχή τους στην Ευρωπαϊκή οικογένεια έδωσε ώθηση στην οικονομική και χρηματοοικονομική ολοκλήρωση, οδηγώντας σε ραγδαία οικονομική ανάπτυξη και μεγάλη εισροή κεφαλαίων. Δημιούργησε ακόμη ένα «φαινόμενο φωτοστέφανου» (halo effect), προστατεύοντας κάποιες χώρες από τον ακριβότερο δανεισμό εξωτερικών κεφαλαίων παρά την αυξανόμενη έκθεση σε κινδύνους.
Όμως, οι ρόδινες εποχές δεν κράτησαν. Η αρχική προσαρμοστικότητα των νέων κρατών-μελών στην παγκόσμια οικονομική αναταραχή έδωσε τη θέση της σε μια βαθιά κρίση. Όταν η παγκόσμια κρίση χτύπησε το 2007, η αναδυόμενη Ευρώπη φάνηκε αρχικά απρόσβλητη, καθώς δεν είχε άμεση έκθεση στα προϊόντα υψηλού κινδύνου των ΗΠΑ. Καθώς όμως η κρίση βάθαινε μέσα στο 2008 οι εξαγωγές παρουσίασαν επιβράδυνση και οι εισροές κεφαλαίων ουσιαστικά σταμάτησαν σε ορισμένες χώρες. Δυστυχώς, η οικονομική και χρηματοοικονομική ολοκλήρωση που είχε βοηθήσει τις αναδυόμενες Ευρωπαϊκές χώρες να καλύψουν τη διαφορά από την ανεπτυγμένη Ευρώπη κατά τη διάρκεια της ρόδινης εποχής τις έκανε περισσότερο ευάλωτες απέναντι στην επιδείνωση του παγκόσμιου οικονομικού κλίματος.
Τα νέα μέλη της Ε.Ε. πρέπει τώρα, όχι μόνο να ξεπεράσουν τη σημερινή κρίση, αλλά και να οικοδομήσουν πάνω στα οφέλη των πρόσφατων ετών. Πρέπει να εφαρμόσουν περισσότερο συνετές πολιτικές και αυστηρότερα πλαίσια, ιδιαίτερα όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική και τη χρηματοοικονομική εποπτεία. Και πρέπει να το κάνουν σε ένα κατά πολύ δυσκολότερο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον. Τα καλά νέα είναι ότι η ευελιξία των οικονομιών τους μπορεί να τις βοηθήσει να προσαρμοστούν γρηγορότερα από τις περισσότερο προηγμένες Ευρωπαϊκές χώρες.
Καλύπτοντας την απόσταση, και γρήγορα
Η προσχώρηση οχτώ νέων κρατών-μελών -της Δημοκρατίας της Τσεχίας, της Εσθονίας, της Ουγγαρίας, της Λετονίας, της Λιθουανίας, της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβακίας και της Σλοβενίας- στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004 αντιπροσώπευε τη μεγαλύτερη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης βάσει πληθυσμού (19%) και έκτασης (22%), ενώ παράλληλα η αύξηση σε επίπεδο οικονομικής παραγωγής ήταν μικρότερη (9%). Δύο χώρες ακόμη του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, η Ρουμανία και η Βουλγαρία, εντάχθηκαν το 2007. Για όλες αυτές τις χώρες, η συμμετοχή τους στην Ε.Ε. αντιπροσώπευε το ορόσημο για τη μετάβασή τους στην οικονομία της αγοράς.
Η αυξημένη οικονομική ολοκλήρωση και οι επιτυχημένες μεταρρυθμίσεις οδήγησαν σε ταχύτερη από την αναμενόμενη, βάσει των βασικών οικονομικών δεικτών, ανάπτυξη στα νέα κράτη-μέλη (κατά 1% κατά μέσο όρο). Αυτή η ραγδαία ανάπτυξη επέτρεψε στα νέα μέλη της Ε.Ε. να αυξήσουν το μερίδιό τους στο παγκόσμιο οικονομικό προϊόν. Η αυξημένη πρόσβαση σε δυτικές αγορές οδήγησε σε ταχύτατη αύξηση των εξαγωγών και η βελτιωμένη πρόσβαση σε ξένα χρηματοδοτικά κεφάλαια βοήθησε στην τόνωση της κατανάλωσης.
Η ένταξη στην Ε.Ε. υπήρξε ιδιαίτερα ευνοϊκή για τη Σλοβενία και τη Δημοκρατία της Σλοβακίας, χώρες που πληρούσαν όλα τα κριτήρια του Μάαστριχτ και εντάχθηκαν στην Ευρωζώνη. Η Σλοβενία ήταν το πρώτο από τα νέα κράτη-μέλη που υιοθέτησε το Ευρώ, τον Ιανουάριο του 2007. Το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας, το υψηλότερο μεταξύ των νέων κρατών-μελών, έφτασε περίπου το 80% του μέσου όρου της Ε.Ε. το 2006, τοποθετώντας τη στο ίδιο επίπεδο με την Ελλάδα και υψηλότερα από την Πορτογαλία. Η Δημοκρατία της Σλοβακίας, η πιο πρόσφατη ένταξη στην Ευρωζώνη τον Ιανουάριο του 2009, παρουσίασε μία από τις υψηλότερες οικονομικές αποδόσεις μεταξύ των νέων κρατών-μελών, με την ανάπτυξή της να στηρίζεται στην αυξημένη παραγωγικότητα και στις εξαγωγές. Μαζί με τη Σλοβενία και τη Δημοκρατία της Τσεχίας σήμερα θεωρείται μία μάλλον προηγμένη παρά αναδυόμενη οικονομία.
Τίγρης στη μηχανή
Η συγκριτική επιτυχία των νέων μελών της Ε.Ε. στη σταθεροποίηση και τη μεταρρύθμιση των οικονομιών τους σε συνδυασμό με την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται ότι συνέβαλε στην ταχεία σύγκλιση των επιτοκίων, αν και οι ευνοϊκές παγκόσμιες συνθήκες -χαμηλά επιτόκια, άφθονη ρευστότητα, διευρυμένη βάση επενδυτών για τις αναδυόμενες αγορές- διαδραμάτισαν επίσης θετικό ρόλο. Το γεγονός έδωσε ώθηση σε μαζική εισροή κεφαλαίων στα νέα κράτη-μέλη, με τη μορφή άμεσων επενδύσεων, τραπεζικών δανείων και επενδύσεων χαρτοφυλακίου.
Σήμερα το μερίδιο που κατέχουν ξένες τράπεζες στο τραπεζικό σύστημα των αναδυόμενων Ευρωπαϊκών χωρών είναι υψηλότερο από την προηγμένη Ευρώπη και από αναδυόμενες αγορές σε άλλα σημεία του πλανήτη. Μια χούφτα ξένων τραπεζών που εδρεύουν στην ανεπτυγμένη Ευρώπη διείσδυσε στις νέες αγορές της αναδυόμενης Ευρώπης κυρίως μέσω εξαγορών πρόσφατα ιδιωτικοποιημένων τραπεζών. Αυτές οι ξένες τράπεζες ελέγχουν σήμερα μεγάλο μέρος του τραπεζικού ενεργητικού στα νέα κράτη-μέλη. Το γεγονός ότι τράπεζες υπό ξένη ιδιοκτησία θα μπορούσαν δυνητικά να αντλήσουν από τη δεξαμενή των διαθέσιμων κεφαλαίων των ξένων μητρικών τους ανακούφισε τους άλλους επενδυτές του εξωτερικού στην περιοχή. Μένει τώρα να δούμε κατά πόσο αυτό θα συνεχίσει να ισχύει.
Οι κεφαλαιακές εισροές σε τράπεζες συνοδεύτηκαν από ραγδαία ανάπτυξη πιστώσεων, αν και ο ρυθμός αυτής της ανάπτυξης διέφερε μεταξύ των νέων κρατών-μελών. Ενώ οι τρεις χώρες της Βαλτικής κατέγραφαν ρυθμούς πιστωτικής ανάπτυξης ανώτερους συγκρίσιμων χωρών, ο ρυθμός στα περισσότερα άλλα νέα κράτη-μέλη ήταν σε γενικές γραμμές αντίστοιχος του ρυθμού της οικονομικής τους ανάπτυξης. Η ραγδαία πιστωτική ανάπτυξη οδήγησε επίσης σε ουσιαστική χρηματοοικονομική εντατικοποίηση στα νέα κράτη-μέλη.
Υπερθέρμανση του κινητήρα
Όμως, η αυξημένη οικονομική ολοκλήρωση και οι μεγάλες κεφαλαιακές εισροές που ακολούθησαν οδήγησαν επίσης στην έκθεση σε νέους κινδύνους. Οι εισροές συνέβαλαν στην αύξηση του εξωτερικού χρέους και σε υπέρμετρα ελλείμματα σε αρκετά από τα νέα κράτη-μέλη. Η ραγδαία πιστωτική ανάπτυξη δημιούργησε ανησυχίες για υπερθέρμανση, καθώς ο πληθωρισμός αυξήθηκε, τα ελλείμματα διευρύνθηκαν και διογκώθηκε η φούσκα στον κλάδο της οικοδομής. Η ανησυχία σχετικά με τους κινδύνους των στοιχείων του ισολογισμού ήταν ιδιαίτερα έντονη σε χώρες όπου καταναλωτές και επιχειρήσεις έπαιρναν δάνεια σε Ευρώ και σε άλλα ξένα νομίσματα (κυρίως Ελβετικό φράγκο και γιεν), καθώς το γεγονός δημιουργούσε συναλλαγματικούς κινδύνους. Πράγματι, το ποσοστό του δανεισμού σε ξένα νομίσματα στα περισσότερα από τα νέα κράτη-μέλη υπερέβη τα αντίστοιχα επίπεδα άλλων αναδυομένων αγορών στη Δυτική Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική και την Ανατολική Ασία. Οι συναλλαγματικοί κίνδυνοι αύξησαν την έκθεση του ιδιωτικού τομέα σε πιθανή υποτίμηση και τον πιστωτικό κίνδυνο των τραπεζών.
Η οικονομική ολοκλήρωση οδήγησε και σε αύξηση της έκθεσης της αναδυόμενης Ευρώπης σε κινδύνους που πηγάζουν από άλλες περιοχές. Οι στενότεροι δεσμοί, οι οποίοι προηγουμένως έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη, απειλούσαν να μεγεθύνουν και την επιβράδυνση. Και αν και οι διασυνοριακές εκθέσεις των διεθνών τραπεζών, κυρίως από τις προηγμένες Ευρωπαϊκές χώρες, βοήθησαν στην οικονομική εξομοίωση, δημιούργησαν ταυτόχρονα και νέες διόδους μόλυνσης.
Τέλος της θετικής εικόνας
Παρά το σήμα κινδύνου που έκρουσαν τα αυξανόμενα ελλείμματα και η διόγκωση του δημόσιου χρέους, οι αγορές φαίνεται να υποτίμησαν τους κινδύνους και να διατήρησαν την έκθεσή τους στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη. Αυτή τους η επιλογή αντανακλούσε την άποψη της αγοράς ότι λόγω της συμμετοχής τους στην Ε.Ε. οι χώρες αυτές θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μια κρίση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα περιθώρια των ομολόγων, που αντανακλούν την έκθεση μιας χώρας σε κινδύνους, ήταν χαμηλότερα από αυτά που θα ήταν κάτω από άλλες συνθήκες - φαινόμενο που είναι γνωστό ως «φαινόμενο φωτοστέφανου». Πράγματι, οι αγορές τιμολόγησαν τα κρατικά ομόλογα των νέων κρατών-μελών περίπου 50-100 μονάδες βάσης χαμηλότερα από τα επίπεδα που θα κρίνονταν φυσιολογικά βάσει των τυπικών μακροοικονομικών δεικτών.
Το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης άλλαξε τα πάντα - το «φαινόμενο του φωτοστέφανου» αποδυναμώθηκε και τονίστηκαν οι διαφορές μεταξύ των νέων κρατών-μελών της Ε.Ε. Προς τα τέλη του 2008, με τις εξαγωγές προς τις προηγμένες χώρες να μειώνονται και τις εισροές κεφαλαίων να επιβραδύνονται, η κρίση εξαπλώθηκε στην ουσία σε όλη την αναπτυσσόμενη Ευρώπη. Το κόστος χρηματοδότησης όλων των κρατικών ομολόγων εκτοξεύθηκε στα ύψη. Αν και οι χώρες που πληρούσαν περισσότερο τα κριτήρια του Μάαστριχτ αντιμετώπιζαν μικρότερες αυξήσεις στα περιθώριά τους, δεν ήταν ωστόσο πλήρως θωρακισμένες.
Η κρίση οδήγησε σε εντατικοποίηση του ελέγχου των εξωτερικών ανισορροπιών και της εσωτερικής υπερθέρμανσης των Ευρωπαϊκών κρατών. Η έκθεση Μαΐου 2009 του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Περιφερειακή Οικονομική Πρόβλεψη για την Ευρώπη δείχνει ότι οι χώρες με υψηλότερο πληθωρισμό, με ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και με κεφαλαιακές εισροές σχετιζόμενες με τράπεζες δέχθηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα. Με άλλα λόγια, για κάθε χώρα ο κίνδυνος αιφνίδιας διακοπής των κεφαλαιακών εισροών ήταν τουλάχιστον τόσο σημαντικός όσο και η κάλυψη των κριτηρίων του Μάαστριχτ.
Απότομη επιβράδυνση
Η οικονομική κρίση είχε ως αποτέλεσμα απότομη επιβράδυνση όλων των αναδυόμενων αγορών, περιλαμβανομένων και αυτών της Ευρώπης, με την έκθεση Άνοιξης 2009 του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Παγκόσμιες Οικονομικές Προβλέψεις να προβλέπει συρρίκνωση της τάξης του 3% μέσα στο 2009 για τις παραπάνω χώρες. Οι κίνδυνοι για τα νέα κράτη-μέλη επιδεινώνονται από μακροοικονομικές εξαρτήσεις: επιβράδυνση της ανάπτυξης, αστάθεια στα επιτόκια και στις συναλλαγματικές ισοτιμίες και διορθώσεις στις αποτιμήσεις των αξιών αντανακλούν στο χρηματοοικονομικό τομέα. Ως απάντηση, τα νέα κράτη-μέλη άλλαξαν την κατεύθυνσή τους στους τομείς της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, της δημοσιονομικής πολιτικής και της πολιτικής του χρηματοοικονομικού τομέα.
Τα εθνικά νομίσματα εμφανίζονται όλο και περισσότερο ευάλωτα και οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να δανειστούν από τις χρηματαγορές για να καλύψουν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού, είτε από αδυναμία είτε γιατί το κόστος δανεισμού είναι ιδιαίτερα υψηλό. Ωστόσο, η συμμετοχή στην Ε.Ε. επιτρέπει στην αναδυόμενη Ευρώπη την πρόσβαση σε ορισμένους μηχανισμούς που έχουν αποδειχθεί χρήσιμοι κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ο ένας μηχανισμός είναι το ισοζύγιο πληρωμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει λειτουργήσει ως ζώνη ασφαλείας, και ο άλλος είναι η σύναψη συμφωνιών με όρο επαναγοράς της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας με ορισμένα νέα κράτη-μέλη. Η Ουγγαρία, η Λετονία και η Ρουμανία έχουν ζητήσει την οικονομική στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και η Πολωνία έχει ζητήσει πρόσβαση στις Ευέλικτες Πιστώσεις του ΔΝΤ, μία νέα λύση που έχει σχεδιαστεί για οικονομίες με ισχυρό ιστορικό.
Πιο Ισχυρές και πιο Λιτές
Θα μπορέσουν τα νέα κράτη-μέλη της Ε.Ε. να αναδυθούν ισχυρότερα από την κρίση; Κατά κάποιον τρόπο οι οικονομίες τους είναι περισσότερο ευέλικτες από αυτές της προηγμένης Ευρώπης, γεγονός που διευκολύνει την προσαρμογή τους.
Η κρίση έχει αναδείξει τη σημασία των ορθών πολιτικών και η υιοθέτηση πλαισίων σε Ευρωπαϊκό επίπεδο φαίνεται ότι έχει συμβάλει σε συνετές μακροοικονομικές και διαρθρωτικές πολιτικές. Το στοιχείο αυτό είναι εντονότερο για τις μακροοικονομικές πολιτικές, όπου τα κριτήρια του Μάαστριχτ και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης έχουν λειτουργήσει σαν άγκυρες για τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική.
Η ατζέντα της Λισαβόνας -η στρατηγική της Ε.Ε. για την ανάπτυξη και την απασχόληση- φαίνεται ότι έχει και αυτή αντίκτυπο στα νέα κράτη-μέλη. Τα μικρότερα κράτη της Ε.Ε. και αυτά με την αποτελεσματικότερη δημοσιονομική πολιτική δείχνουν μεγαλύτερη πρόοδο στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Σε σύγκριση με την προηγμένη Ευρώπη, η αναδυόμενη Ευρώπη έχει λιγότερο περιοριστική προστασία της εργασίας, χαμηλότερους κατώτερους μισθούς, λιγότερο συγκεντρωτικές συλλογικές διαπραγματεύσεις και λιγότερο γενναιόδωρα επιδόματα ανεργίας.
Ωστόσο, η ανομοιότητα των οικονομικών αποτελεσμάτων μεταξύ των νέων κρατών-μελών τονίζει τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζουν οι εσωτερικές πολιτικές στην οικονομία τους. Η κρίση έχει μεγεθύνει τον τρόπο που οι αγορές αντιλαμβάνονται τις διαφορές μεταξύ των κρατών και έχει οδηγήσει σε ανατίμηση των κινδύνων κάθε χώρας, όπως αυτοί αντανακλώνται στην αυξημένη διασπορά των περιθωρίων των κρατικών ομολόγων.
Το ιστορικό οικονομικής ευρωστίας των νέων κρατών-μελών ποικίλλει. Τα τραπεζικά τους συστήματα έχουν προβάλλει μέχρι στιγμής αρκετά σθεναρή αντίσταση απέναντι στην παγκόσμια κρίση - χωρίς συστημικά προβλήματα ή γενικευμένη απώλεια της εμπιστοσύνης των καταθετών. Όμως, οι προοπτικές παρουσιάζουν προκλήσεις. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αυξηθούν, καθώς τα εθνικά νομίσματα χάνουν την αξία τους και οι οικονομίες συρρικνώνονται. Οι τράπεζες θα πρέπει να περιορίσουν τη χορήγηση πιστώσεων, καθώς απέτυχαν να θωρακιστούν για τις δύσκολες στιγμές. Τα νοικοκυριά δε θα μπορούν να δανειστούν από τις τράπεζες ακριβώς τη στιγμή που η πτώση των τιμών κατοικίας και οι στενότερες οικονομικές συνθήκες πιέζουν τα εισοδήματα. Αναμφισβήτητη συνέπεια ο περιορισμός της κατανάλωσης που αποτελεί το 60% του ΑΕΠ.
Ποιες πολιτικές θα έπρεπε να υιοθετήσουν τα νέα κράτη-μέλη της Ε.Ε. για να εξέλθουν από την κρίση; Ο τραπεζικός τομέας βρισκόταν στο επίκεντρο της κρίσης και κατά συνέπεια κρατάει το «κλειδί» της ανάκαμψης.
Οι πολιτικές πρέπει να περιλαμβάνουν την υποστήριξη των πιστώσεων, για παράδειγμα μέσω προληπτικής αναδιάρθρωσης των κεφαλαίων των βιώσιμων τραπεζών. Δεδομένου ότι οι περισσότεροι τραπεζικοί κλάδοι βρίσκονται υπό τον έλεγχο ξένων τραπεζών, κάθε προσπάθεια αναδιάρθρωσης κεφαλαίων θα ήταν άκαρπη χωρίς στενή συνεργασία με τους επόπτες των ξένων μητρικών τραπεζών.
Υπάρχουν σημαντικές δυνατότητες για αποτελεσματικότερη εποπτεία σε εθνικό επίπεδο, σύμφωνα με τα υπάρχοντα εποπτικά πλαίσια. Για παράδειγμα, η δυνατότητα επιβολής αυστηρότερης κεφαλαιακής επάρκειας για τις πιο αδύναμες τράπεζες σύμφωνα με το πλαίσιο Basel II και η υιοθέτηση προληπτικών πολιτικών για επισφαλείς απαιτήσεις.
Τα νέα κράτη-μέλη της Ε.Ε. πρέπει να διαφυλάξουν την πρόοδο που πέτυχαν στον τομέα ρύθμισης της οικονομικής τους πολιτικής και να τη θωρακίσουν με ισχυρότερη διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ των κεντρικών τραπεζών των χωρών τους, των εποπτικών αρχών και των υπουργείων οικονομικών.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να εντατικοποιηθούν, για να προληφθεί η μακροπρόθεσμη μείωση της παραγωγής και της ανάπτυξης.
Βάσει των παραπάνω, η στενή συνεργασία μεταξύ της αναδυόμενης και της προηγμένης Ευρώπης θα είναι κρίσιμης σημασίας. Η κρίση αποτελεί μία ευκαιρία για την εγκαθίδρυση σταθερότερων πολιτικών, οικονομικών και χρηματοοικονομικών δεσμών στην περιοχή. Όμως, αν και τα ισχυρά πλαίσια πολιτικής της Ε.Ε. μπορούν να εξασφαλίσουν πολύτιμη στήριξη, οι πολιτικές που θα υιοθετήσει κάθε χώρα θα καθορίσουν τελικά πόσο γρήγορα θα ανακάμψει η αναδυόμενη Ευρώπη από αυτό που αποδείχθηκε η χειρότερη κρίση μετά το Μεγάλο Κραχ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου