ΓΚΡΙΖΑ ΤΡΟΧΗΛΑΤΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΕΠΟΧΗΣ ΣΙΔΗΡΟΥ ΚΑΙ ΑΡΧΑΪΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ:

 ΓΚΡΙΖΑ ΤΡΟΧΗΛΑΤΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΕΠΟΧΗΣ ΣΙΔΗΡΟΥ

ΚΑΙ ΑΡΧΑΪΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ:

ΠΤΥΧΗ ΜΙΑΣ ΜΑΚΡΑΙΩΝΗΣ ΑΙΓΑΙΑΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ*

Ελένη Φρούσσου

Το Νέο Μοναστήρι είναι το βορειότερο χωριό του Νομού Φθιώτιδας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της δυτικής θεσσαλικής πεδιάδας, πλησίον των βορειοδυτικών παρυφών της οροσειράς της Όθρης. Ο πυρήνας του χωριού καταλαμβάνει σήμερα τα νότια χαμηλά πρανή και τμήμα της περιφέρειας μιας μαγούλας της εποχής Χαλκού, η οποία είναι γνωστηστην περιοχή με την ονομασία «Ταψί» (εικ. 1).



Κατά τις τελευταίες δεκαετίες στο Νέο Μοναστήρι έχουν πραγματοποιηθεί από τη ΙΔ΄

Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Φθιώτιδας αρκετές σωστικές ανασκαφές.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ανασκαφών αυτών, η θέση του Νέου Μοναστηριού εξακολούθησε να κατοικείται για πολλούς αιώνες μετά την εποχή Χαλκού, έως τουλάχιστον τις αρχές της Ρωμαϊκής περιόδου. Τα ανασκαφικά δεδομένα επιτρέπουν επίσης να παρατηρήσουμε

ότι οι εγκαταστάσεις της εποχής Σιδήρου και των ιστορικών χρόνων αναπτύχθηκαν κυρίως στη νότια, νοτιοδυτική και νοτιοανατολική πλευρά της μαγούλας, τόσο στις κλιτύες, όσο και στην περιφέρειά της, σε επίπεδο έδαφος

Όσον αφορά στην εποχή Σιδήρου και στους αρχαϊκούς χρόνους, οι υπάρχουσες πληροφορίες για τη θέση του Νέου Μοναστηριού έχουν ακόμη αρκετά αποσπασματικό χαρακτήρα. Για την Πρώιμη εποχή Σιδήρου, ιδίως για το πρώιμο τμήμα της, δεν υπάρχουν προς το πα-

ρόν στοιχεία. Ωστόσο, δεν αποκλείεται η θέση να κατοικήθηκε και κατά το διάστημα αυτό, αφού στο Νέο Μοναστήρι μαρτυρείται η παρουσία τόσο της ΥΕ ΙΙΙΓ και της Υπομυκηναϊκής περιόδου, όσο και της Ύστερης Πρωτογεωμετρικής. Στο έως σήμερα εξετασθέν κεραμικό υλικό από το μεταίχμιο μεταξύ των επιχώσεων της Ύστερης εποχής Χαλκού και αυτών της εποχής Σιδήρου έχουν παρατηρηθεί ορισμένα θραύσματα πρωτοεμφανιζόμενης στο συγκεκριμένο βάθος χονδροειδούς χειροποίητης κεραμικής ερυθρού χρώματος, καθώς και ελάχιστα χειροποίητης αμαυρόχρωμης και τροχήλατης μονόχρωμης, τα οποία ενδεχομένως ανήκουν στο

πρώιμο τμήμα της εποχής Σιδήρου, ενώ η χαρακτηριστική για το θεσσαλοευβοϊκό χώρο γραπτή κεραμική της Ύστερης Πρωτογεωμετρικής εμφανίζεται αμέσως πιο πάνω, σε βάθος που

αντιστοιχεί σε οικιστικά στρώματα χρονολογούμενα αμιγώς στην εποχή Σιδήρου, με περιορισμένο αριθμό κεραμικών θραυσμάτων. Ασφαλώς, ένα μέρος της γραπτής κεραμικής με πρω-τογεωμετρικά διακοσμητικά θέματα είναι δυνατόν να αντιστοιχεί σε επιχώσεις του 9ου αι. π.Χ.

γενικότερα, αφού τα χαρακτηριστικά της πρωτογεωμετρικής κεραμικής της «θεσσαλοευβοϊκής» ομάδας αποτυπώνονται στη θεσσαλική κεραμική ολόκληρου του 9ου αι. π.Χ. και, όπως

έχει επισημανθεί, επιβιώνουν σχεδόν έως τα μέσα του 8ου αι. π.Χ.1 Από την άλλη πλευρά, στο

εξετασθέν κεραμικό υλικό από τη θέση δεν έχει παρατηρηθεί άμεση ανάμειξη των διακοσμητικών θεμάτων του «πρωτογεωμετρικού ρυθμού» της Θεσσαλίας με αυτά της Γεωμετρικής περιόδου, τα οποία τοποθετούνται στον 8ο αι. π.Χ. και αντιγράφουν νοτιότερα πρότυπα2. Όσον αφορά στην κεραμική την προερχόμενη από τις επιχώσεις του 7ου αι. π.Χ., διαπιστώνεται η συνέχιση της παρουσίας των χαρακτηριστικών της Ύστερης Γεωμετρικής για άγνωστο διάστημα, ενώ, παράλληλα, δεν γίνονται αμέσως αντιληπτά τα νέα στοιχεία3. Για το λόγο αυτό, με τα σημερινά δεδομένα τουλάχιστον, δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί ένα σαφές όριο μεταξύ της Ύστερης Γεωμετρικής και της Πρώιμης Αρχαϊκής περιόδου επί τη βάσει της κεραμικήςΣτο κεραμικό υλικό της εποχής Σιδήρου και των αρχαϊκών χρόνων από το Νέο Μοναστήρι, εκτός από τη μονόχρωμη και τη γραπτή, την έντριπτη και τη χονδροειδή χειροποίητη, περιέ-

χεται και αρκετή γκρίζα τροχήλατη κεραμική. Η παρουσία της τελευταίας στο Νέο Μοναστήρι δεν είναι ασύνδετη με την εμφάνισή της σε άλλες θεσσαλικές θέσεις, όπως και σε άλλες περιοχές του αιγαιακού χώρου κατά το ίδιο διάστημα. Επιπλέον, δεν πρόκειται για ένα είδος κεραμικής που εμφανίζεται ξαφνικά και χωρίς προηγούμενο κατά την εποχή Σιδήρου. Στη συνέχεια του κειμένου αυτού, με στόχο την καλύτερη προσέγγιση και κατανόηση της γκρίζας τροχήλατης κεραμικής από το Νέο Μοναστήρι και την περιοχή της Θεσσαλίας, εστιάζουμε κατ’αρχήν στις διαφορετικές εκφάνσεις της γκρίζας κεραμικής στο Αιγαίο, με έμφαση στον ελλα-

δικό χώρο, και, ακολούθως, σε ζητήματα που αφορούν ειδικότερα στη θεσσαλική γκρίζα τροχήλατη κεραμική, στην προέλευσή της, στη χρονική στιγμή της διάδοσής της στην περιοχή

της Θεσσαλίας, στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.

Η ΓΚΡΙΖΑ ΤΡΟΧΗΛΑΤΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΣΤΟ ΝΕΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ (εικ. 2-9)



Στο Νέο Μοναστήρι, η γκρίζα τροχήλατη κεραμική εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα

σε ορισμένα οικιστικά στρώματα της εποχής Σιδήρου και της Αρχαϊκής περιόδου. Για τη χρονική στιγμή της πρώτης εμφάνισής της στη θέση δεν υπάρχουν στοιχεία. Η έλλειψη πληροφοριών για τις πρώτες φάσεις της Πρωτογεωμετρικής περιόδου στο Νέο Μοναστήρι οδηγεί κατ’ ανάγκη στην αναζήτηση στοιχείων για την παρουσία της κεραμικής αυτής στη θέση από την Ύστερη Πρωτογεωμετρική και μετά. Όσον αφορά στο διάστημα αυτό, σημαντικά είναι τα στοιχεία που προέκυψαν από τη μελέτη του κεραμικού υλικού του προερχόμενου από την

ανασκαφή στα οικόπεδα των Κ. Βουλτσίδη και Α. Βουλκούδη24, όπως και από την κεραμικήτων ελάχιστων τάφων εποχής Σιδήρου που έχουν ανασκαφεί στη θέση25.

Από τα μέχρι στιγμής στοιχεία δεν επιβεβαιώνεται η παρουσία γκρίζας τροχήλατης κεραμικής στο Νέο Μοναστήρι κατά την Ύστερη Πρωτογεωμετρική. Είναι χαρακτηριστικό ότιη κεραμική αυτή δεν αντιπροσωπεύεται στο μικρό θολωτό τάφο του τέλους της Ύστερης

Πρωτογεωμετρικής που ανασκάφηκε στη θέση, αν και αυτός περιείχε 11 ακέραια αγγεία, τα περισσότερα από τα οποία είναι τροχήλατα μονόχρωμα26. Ασφαλώς, δεν αποκλείεται κατά

την Ύστερη Πρωτογεωμετρική και την Πρώιμη Γεωμετρική η γκρίζα κεραμική να εμφανίζεται στη θέση με έναν μικρό αριθμό αγγείων, με αποτέλεσμα η παρουσία της κατά το διάστημα

αυτό να μην είναι εύκολα ανιχνεύσιμη.

Στο Νέο Μοναστήρι, εκτός από τον προαναφερόμενο θολωτό έχουν έρθει στο φως δύο ακόμη τάφοι εποχής Σιδήρου, ένας μικρός θολωτός, ο οποίος βρέθηκε κατεστραμμένος, και ένας κιβωτιόσχημος. Από τον θολωτό συλλέχθηκε μία πρόχους (εικ. 2, αριστερά), ενώ στον κιβωτιόσχημο βρέθηκαν τρία αγγεία, μία πρόχους (εικ. 2, δεξιά) και δύο κύπελλα (εικ. 3). Ο πηλός και των τεσσάρων αυτών αγγείων είναι γκρίζος. Κοινά χαρακτηριστικά των πρόχων από τους δύο τάφους είναι η επίπεδη βάση, ο στενός και υψηλός λαιμός και η μαστοειδής απόφυση στον ώμο, ενώ στις διαφορές τους συγκαταλέγονται το σχήμα του σώματος, η λαβή και

το στόμιο, στη μία οπισθότμητο, στην άλλη λοξότμητο. Αρκετές λεπτομέρειες των δύο πρόχων υπενθυμίζουν τις γκρίζες πρόχους από τον τάφο του Καπακλή, ορισμένες άλλες διαφέρουν. Αν και το σχήμα του σώματος δεν αποτελεί απολύτως ασφαλές κριτήριο χρονολόγησης, αξίζει να παρατηρηθεί ότι οι πρόχοι από τον τάφο του Καπακλή έχουν σφαιρικό, πεπιεσμένο σφαιρικό ή ωοειδές σώμα, με το κέντρο βάρους στο ανώτερο τμήμα του σώματος ή στο

μέσον του σώματος αντίστοιχα, ενώ αυτές από το Νέο Μοναστήρι έχουν μεν επίσης σφαιρικό και πεπιεσμένο σφαιρικό σώμα αλλά το κέντρο βάρους είναι μετατοπισμένο στο μέσον και

στο κάτω μέρος του σώματος αντίστοιχα. Η μετατόπιση του κέντρου βάρους του σώματος

προς τα κάτω ενδεχομένως αποτελεί ένδειξη χαμηλότερης χρονολόγησης. Επιπλέον, η πρόχους από το θολωτό τάφο έχει οριζόντιο χείλος, το οποίο στρέφεται ελαφρώς προς τα έξω

στην άκρη και απολήγει σε πάχυνση κυκλικής τομής, μία λεπτομέρεια που δεν παρατηρείται

στη γκρίζα τροχήλατη κεραμική από το Νέο Μοναστήρι πριν από την Ύστερη Γεωμετρική ή

ίσως πριν από τον πρώιμο 7ο αι. π.Χ. Έτσι, η συγκεκριμένη πρόχους μάλλον δεν είναι πρωιμό-τερη της Ύστερης Γεωμετρικής.



Στη χρονολόγηση της άλλης πρόχου, όπως και των δύο κυπέλλων με τα οποία αυτή βρέθηκε, βοηθά μία περόνη, η οποία είναι το μοναδικό άλλο εύρημα από τον κιβωτιόσχημο τάφο (εικ. 4). Η περόνη ομοιάζει ως προς τον τύπο με μία σειρά από περόνες από το ιερό της Ενοδίας στις Φερές, τις οποίες ο K. Kilian τοποθετεί με μεγαλύτερη πιθανότητα από την

Ύστερη Γεωμετρική έως την Υπο-Γεωμετρική27. Μάλιστα, αυτή πλησιάζει περισσότερο τις περόνες της Υπο-Γεωμετρικής. Κατά συνέπεια, και τα αγγεία του τάφου πιθανότατα τοποθετούνται στο ίδιο χρονικό πλαίσιο. Χωρίς την περόνη η χρονολόγηση των αγγείων θα ήταν αρκετά πιο δύσκολη, αφού αφ’ ενός η τυπολογική εξέλιξη των σχημάτων της γκρίζας τροχήλατης κεραμικής στη Θεσσαλία δεν είναι γνωστή και, αφ’ ετέρου, ορισμένα επιμέρους χαρακτηριστικά των αγγείων αυτών εμφανίζονται ήδη σε πρωιμότερο στάδιο της Γεωμετρικής περιόδου. Όπως και η υπόλοιπη κεραμική της εποχής Σιδήρου από τη Θεσσαλία, η γκρίζα κεραμική παρουσιάζει αργή εξέλιξη και διατηρεί για μεγάλο διάστημα ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της. Οι μεγαλύτερες αλλαγές εισάγονται από την Ύστερη Γεωμετρική και μετά. Αν και, όπως προκύπτει από τη μελέτη του κεραμικού υλικού από τις οικιστικές επιχώσεις, ο αριθμός των σχημάτων αρχίζει να αυξάνεται ήδη από τη Μέση Γεωμετρική, περισσότερα νέα σχήμα-τα εμφανίζονται κυρίως κατά την Ύστερη Γεωμετρική και τον 7ο αι. π.Χ. Τα νέα σχήματα δεν

αντικαθιστούν τα παλαιότερα αλλά για κάποιο διάστημα τουλάχιστον φαίνεται ότι εξελίσσονται παράλληλα με τα περισσότερα από αυτά.

Τα δύο κύπελλα που βρέθηκαν στον κιβωτιόσχημο τάφο ανήκουν στους δύο συνηθέστερους τύπους κυπέλλων της γκρίζας τροχήλατης κεραμικής από το Νέο Μοναστήρι. Ο τύπος του ενός (εικ. 3, δεξιά) είναι ο πλέον συνήθης και με τη μεγαλύτερη διάρκεια χρήσης. Τα κύπελλα του τύπου αυτού συντίθενται από δύο τμήματα. Το κατώτερο τμήμα είναι άλλοτε ημισφαιρικό αβαθές και άλλοτε σχεδόν κωνικό και το ανώτερο χοανοειδές, με τοιχώματα άλλο-

τε σχετικά χαμηλά και με μεγάλη κλίση προς τα έξω, άλλοτε υψηλότερα και πιο όρθια, άλλοτε ευθεία και άλλοτε κοιλόκυρτα, με χείλος στραμμένο προς τα έξω, βραχύ ή πεπλατυσμέ-

νο, εν είδει περιχειλώματος. Η διαφοροποίηση των επιμέρους χαρακτηριστικών του κυπέλλου αυτού συνδέεται με την τυπολογική του εξέλιξη28. Το δεύτερο κύπελλο (εικ. 3, αριστερά)

ανήκει σε έναν νεότερο τύπο, ο οποίος διαμορφώθηκε μάλλον στη διάρκεια του 8ου αι. π.Χ. ή

κατά την Ύστερη Γεωμετρική. Κύρια χαρακτηριστικά του είναι το βαθύ ημισφαιρικό έως κυλινδρικό σώμα, με τα σχεδόν κάθετα τοιχώματα, το μη διακεκριμένο ή το εν είδει δακτυλίου

χείλος και η σειρά των οριζόντιων αυλακώσεων που σχηματίζουν διακοσμητικούς δακτυλίους

στο μέσον περίπου του σώματος.

Άλλα ακέραια αγγεία γκρίζας τροχήλατης κεραμικής από το Νέο Μοναστήρι είναι δύο θήλαστρα που παραδόθηκαν στη ΙΔ΄ Εφορεία από ιδιώτη και προφανώς προέρχονται από τάφο (εικ. 5). Παρουσιάζουν αρκετή ομοιότητα μεταξύ τους. Παράλληλα, χαρακτηριστική είναι η τυπολογική τους ομοιότητα με προχοΐσκη της “Black Slip Ware” από το Λευκαντί, που χρονολογείται στην Ύστερη Πρωτογεωμετρική29. Εκτός από την εκροή, διαφοροποιού-

νται από την προχοΐσκη ελάχιστα ως προς τη λαβή και το κέντρο βάρους του σώματος, το οποίο στα θήλαστρα βρίσκεται σχετικά πιο χαμηλά. Ο συντηρητικός χαρακτήρας της θεσσαλικής γκρίζας τροχήλατης κεραμικής και η μικρή μετατόπιση του κέντρου βάρους του σώματος προς τα κάτω δείχνουν προς μία χρονολόγηση χαμηλότερη από αυτή της προχοΐσκης.

Λόγω των μικρών διαφορών τους όμως από αυτή, τοποθετούνται πιθανότατα στη διάρκειατου 9ου αι. π.Χ., ενδεχομένως, μάλιστα, πριν από το β΄ μισό του.

Ένα ακόμη γκρίζο αγγείο βρέθηκε στο οικόπεδο Βουλκούδη, σε οικιστικό στρώμα της

εποχής Σιδήρου. Πρόκειται για μία μικρή πρόχου, ελλιπή κατά το χείλος και τη λαβή (εικ. 6).

Το σχήμα της είναι ιδιότυπο. Η βάση της είναι επίπεδη και το σώμα πολυγωνικό, ενώ οι επιμέρους κάθετες επιφάνειες του σώματος διαχωρίζονται μεταξύ τους με κάθετες νευρώσεις30.

Η λαβή της ήταν πεπλατυσμένη ταινιόσχημη και κατέληγε στο ανώτερο τμήμα του σώματος. Δεν σώζονται ίχνη του χείλους. Το σχήμα του αγγείου υπενθυμίζει εκείνο του ροδιού. Το

αγγείο είναι τροχήλατο αλλά οι κατασκευαστικές δυσκολίες ενός τόσο περίτεχνου σχήμα-τος οδήγησαν στο σχηματισμό άνισων επιφανειών, με αποτέλεσμα να ομοιάζει εξωτερικά με

χειροποίητο. Ο πηλός του είναι γκρίζος, ενώ η επιφάνεια καλύπτεται με σχεδόν μελανό χρώμα που απολεπίζεται. Σύμφωνα με τις ενδείξεις της υπόλοιπης κεραμικής από το ίδιο στρώμα,

πρέπει να ανήκει στη Μέση Γεωμετρική.

Περισσότερα στοιχεία για τα χαρακτηριστικά και την εξέλιξη της γκρίζας τροχήλατης κεραμικής από το Νέο Μοναστήρι προέρχονται από τη μελέτη των θραυσμάτων της κεραμικής

αυτής από τις οικιστικές επιχώσεις της εποχής Σιδήρου και των αρχαϊκών χρόνων. Στο οικόπεδο Βουλτσίδη εντοπίσθηκαν επιχώσεις της εποχής Σιδήρου και του 7ου αι. π.Χ. Παρατηρήθηκαν

τρία διαδοχικά οικιστικά στρώματα, τα οποία αντιστοιχούσαν στο διάστημα αυτό. Τα ελάχιστα θραύσματα διακοσμημένης κεραμικής, τα οποία συλλέχθηκαν από το κατώτερο στρώμα,

χρονολογούν το στρώμα αυτό από το τέλος της Ύστερης Πρωτογεωμετρικής και σε τμήμα του 9ου αι. π.Χ. Στο ίδιο στρώμα βρέθηκαν λίγα μόνο θραύσματα γκρίζας κεραμικής, προερχόμενα

από μη χαρακτηριστικά τμήματα αγγείων, ενώ τα θραύσματα της μονόχρωμης κεραμικής με

καστανομέλανη βαφή είναι διπλάσια σε αριθμό. Αυτή η αντιστοιχία μεταξύ γκρίζας και μονόχρωμης κεραμικής αντιστρέφεται στο αμέσως ανώτερο στρώμα. Αν και στο στρώμα αυτό δεν

βρέθηκε ιδιαιτέρως χαρακτηριστική κεραμική και σχεδόν απουσιάζει η διακοσμημένη, αυτό

πιθανότατα αντιστοιχεί στη Μέση Γεωμετρική. Στο επόμενο, ανώτερο στρώμα, αναμειγνύονται χαρακτηριστικά της Ύστερης Γεωμετρικής και των πρώιμων αρχαϊκών χρόνων. Στο στρώ-

μα αυτό η γκρίζα κεραμική συγκροτεί ποσοτικά τη μεγαλύτερη κατηγορία τροχήλατης κεραμικής, ενώ η διακοσμημένη περιορίζεται σε μικρό αριθμό κεραμικών θραυσμάτων. Παρόμοια εικόνα εμφανίζει και η κεραμική από το οικόπεδο Βουλκούδη. Στο οικόπεδο αυτό βρέθηκε και

κεραμική του 6ου αι. π.Χ., στην οποία, ωστόσο, περιέχεται ελάχιστη γκρίζα κεραμική και από

κάποιο σημείο και μετά αυτή φαίνεται να εξαφανίζεται εντελώς, ενώ, αντίθετα, σημαντική αύ-ξηση παρουσιάζει η διακοσμημένη και μελαμβαφής κεραμική. Από την παρατήρηση της πο-

σοτικής αντιπροσώπευσης της γκρίζας κεραμικής στις επιχώσεις της εποχής Σιδήρου και των

αρχαϊκών χρόνων προκύπτει ότι η κεραμική αυτή στο Νέο Μοναστήρι είχε τη μέγιστη ακμή

της κατά την Ύστερη Γεωμετρική και τον 7ο αι. π.Χ.

Μέχρι σήμερα δεν έχει πραγματοποιηθεί πετρογραφική ανάλυση της γκρίζας τροχήλατης κεραμικής από το Νέο Μοναστήρι. Η μακροσκοπική παρατήρησή της επιτρέπει να διαπι-

στώσουμε μία αρκετά μεγάλη ποικιλία, όσον αφορά στην επεξεργασία και στο χρώμα της επι-

φάνειας. Σε αρκετές περιπτώσεις η εικόνα της κεραμικής αυτής έχει επηρεασθεί από την τα-

φονομία και τη συγκέντρωση ιζήματος στην επιφάνειά της. Ωστόσο, με προσεκτικότερη παρατήρηση διαπιστώνεται η ύπαρξη επιμέρους ομάδων. Υπάρχουν θραύσματα που φέρουν πυκνό αλείφωμα όμοιου χρώματος με τον πηλό και η επιφάνειά τους είναι στιλπνή και σαπω-

νοειδής στην αφή, ενώ το χρώμα τους είναι συνήθως γκρίζο, ανοιχτό γκρίζο ή και γκριζοκάστανο. Αρκετά από αυτά παρουσιάζουν ίχνη στίλβωσης, τα οποία συνήθως περιορίζονται σε

ορισμένα σημεία της επιφάνειας. Σε μία-δύο περιπτώσεις, μεταξύ των θραυσμάτων που εξετάσθηκαν, έχει σχηματισθεί αμελώς με το στιλβωτήρα αβαθής τεθλασμένη γραμμή στη στιλπνή επιφάνεια, η οποία είναι λίγο πιο σκουρόχρωμη και δίνει την εντύπωση μάλλον γραπτής παρά εγχάρακτης διακόσμησης. Κάποια άλλα θραύσματα έχουν γκρίζο πηλό και σκούρα γκρίζα έως σχεδόν μελανή επιφάνεια, η οποία δεν είναι σαπωνοειδής στην αφή αλλά αρκετά συχνά παρουσιάζει μία «θαμπή λάμψη». Στην περίπτωση αυτή το σκούρο γκρίζο χρώμα

καλύπτει την επιφάνεια του αγγείου ομοιογενώς, με ένα πολύ λεπτό στρώμα, το οποίο είναι

πολύ σταθερό και στην τομή των θραυσμάτων δεν διακρίνεται από τον πηλό. Μερικές φορές

απολεπίζεται μαζί με τον υποκείμενο πηλό. Στην επιφάνεια των θραυσμάτων αυτών δεν πα-ρατηρούνται ίχνη γραμμών από τη χρήση του τροχού ή ίχνη στιλβωτήρα. Υπάρχει μία ακόμη,

μεγαλύτερη σε αριθμό ομάδα θραυσμάτων, των οποίων η επιφάνεια είναι γκρίζα και αρκετά

στιλπνή, αλλά είναι προφανές ότι αυτή δεν έχει δεχθεί καμία επεξεργασία, ενώ συνήθως είναι ευδιάκριτα τα ίχνη των γραμμών από τη χρήση του τροχού και στις δύο όψεις των θραυ-

σμάτων. Ακόμη, υπάρχουν ορισμένα θραύσματα, η επεξεργασία της επιφάνειας των οποίων

έχει έναν μεταβατικό χαρακτήρα, ιδίως μεταξύ των δύο τελευταίων ομάδων. Αυτά παρουσιάζουν διαφορετική μορφή επεξεργασίας στις δύο όψεις ακόμη και όταν προέρχονται από ανοι-

χτά αγγεία. Επίσης, ορισμένα θραύσματα της τρίτης ομάδας φέρουν στην εξωτερική επιφάνεια στοιχεία γραπτής διακόσμησης μελανού ή λευκού χρώματος, που είναι συνήθως πλατιές οριζόντιες ταινίες στο χείλος ή στο σώμα. Παρά το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις

θραύσματα και των τριών ομάδων εμφανίζονται στο ίδιο βάθος, η ποσοτική αντιπροσώπευσή τους στα επιμέρους οικιστικά στρώματα υποδεικνύει ότι τα περισσότερα θραύσματα της

πρώτης προηγούνται χρονικά των δύο άλλων, ότι η δεύτερη εμφανίσθηκε σε ενδιάμεσο χρόνο και ότι τα θραύσματα της τρίτης ομάδας προέρχονται κυρίως από τις επιχώσεις του 7ου αι.

π.Χ. Αντιστρόφως ανάλογα, τα θραύσματα της τελευταίας ομάδας, με τη λιγότερο επιμελημένη επιφάνεια, παρουσιάζουν καθαρότερο πηλό και σκληρότερη όπτηση. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, ο πηλός της γκρίζας τροχήλατης κεραμικής από το Νέο Μοναστήρι είναι καθαρός, σκληρά ψημένος και συμπαγής έως ελάχιστα πορώδης. Όταν το χρώμα του πυρήνα διαφοροποιείται, είναι συνήθως ανοιχτότερο γκρίζο και μάλιστα στα θραύσματα της τρίτης ομά-

δας είναι συχνά γαλάζιο-γκρίζο.



Τα πλέον συνήθη σχήματα της γκρίζας τροχήλατης κεραμικής από το Νέο Μοναστήρι εί-

ναι η πρόχους και τα κύπελλα. Στα ανοιχτά σχήματα, εκτός από τους δύο τύπους κυπέλλων

της εικ. 3, περιλαμβάνονται αρκετοί ακόμη τύποι κυπέλλων. Εμφανίζονται, επίσης, σκύφοι,

φιάλες, φιαλίσκες (εικ. 7) και ελάχιστα παραδείγματα κρατήρων και σκυφοειδών κρατήρων.

Στα κλειστά σχήματα, εκτός από τις πρόχους διαφόρων τύπων και τα θήλαστρα, πιθανώς περιλαμβάνονται και άλλα σχήματα, τα οποία δεν στάθηκε δυνατόν να ταυτισθούν ανάμεσα στα

θραύσματα από το σώμα κλειστών αγγείων που εξετάσθηκαν έως τώρα. Υπάρχουν ακόμη αρκετά ιδιότυπα σχήματα, όπως αυτό της μικρής πολυγωνικής πρόχου της εικ. 7. Ενδεχομένως

οι λεπτές, αραιά τοποθετημένες κάθετες νευρώσεις στην επιφάνεια των κλειστών αγγείων

της Γεωμετρικής περιόδου εξελίχθηκαν στις πυκνές πλαστικές νευρώσεις που παρατηρούνται

στο σώμα κλειστών αγγείων από την Ύστερη Γεωμετρική και μετά, ενώ το πυκνό ανάγλυφο

ριπιδωτό κόσμημα ή οι πυκνές κάθετες αυλακώσεις που εμφανίζονται στο σώμα κλειστών αγγείων των αρχαϊκών χρόνων ίσως να οφείλονται στην επίδραση της Κορινθιακής μελαμβα-

φούς κεραμικής ή της σύγχρονης αιολικής γκρίζας κεραμικής, στην οποία παρατηρείται επίσης παρόμοια ριπιδωτή διακόσμηση (εικ. 8). Οι λαβές των πρόχων είναι συνήθως ραβδωτές,

ελλειπτικής τομής, ή φέρουν αυλάκωση στο κέντρο της εξωτερικής επιφάνειας. Είναι αξιοσημείωτο ότι μόνο κλειστά αγγεία φαίνεται να φέρουν ραβδωτές λαβές και πιθανώς αυτά είναι

μόνο πρόχοι. Άλλοι τύποι λαβών της γκρίζας κεραμικής είναι οι λεπτές κάθετες ορθογώνιας τομής, οι κάθετες και οριζόντιες ταινιωτές, ενώ υπάρχουν και ιδιότυπες λαβές-αποφύσεις

(εικ. 9). Οι βάσεις των αγγείων είναι εντελώς επίπεδες, επίπεδες υπερυψωμένες, ελαφρώς κοίλες στην κάτω επιφάνεια και επίπεδες εξωτερικά, δακτυλιόσχημες με επίπεδη την επιφάνεια στήριξης. Η γκρίζα κεραμική κοσμείται συχνά με οριζόντιες εγχάρακτες γραμμές ή αυλα-

κώσεις, οι οποίες τις περισσότερες φορές καταλαμβάνουν τμήμα του σώματος κυρίως ανοι-

χτών αγγείων και δίνουν την εντύπωση δακτυλίων, ενώ σπανίως χρησιμοποιούνται και πλα-

στικοί δακτύλιοι. Κατά τη Γεωμετρική περίοδο φαίνεται να συνηθίζονται περισσότερο οι λε-πτές εγχάρακτες γραμμές, ενώ από την Ύστερη Γεωμετρική και μετά επικρατούν οι αυλακώ-

σεις. Άλλη μορφή διακόσμησης είναι αυτή των πλαστικών κάθετων νευρώσεων στην επιφά-

νεια των κλειστών αγγείων, όπως και των πυκνών κάθετων αυλακώσεων ή ραβδώσεων, για

τις οποίες έγινε ήδη λόγος. Τα θραύσματα που φέρουν γραπτή διακόσμηση είναι ελάχιστα και

τοποθετούνται στους αρχαϊκούς χρόνους.



Η σημαντική ποσοτική αύξηση της γκρίζας τροχήλατης κεραμικής στο Νέο Μοναστήρι

κατά την Ύστερη Γεωμετρική και τον 7ο αι. π.Χ. συμπίπτει με την αξιοσημείωτη αύξηση του πάχους και της έκτασης των αντίστοιχων οικιστικών στρωμάτων που εντοπίζονται στη θέση. Αν

αυτή η οικιστική ανάπτυξη υποδηλώνει την παράλληλη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξητων αντίστοιχων εγκαταστάσεων, όπως υποθέτουμε, τότε είναι άξιο παρατήρησης ότι, όσον

αφορά στην κεραμική παραγωγή, η ανάπτυξη αυτή εκφράσθηκε κατ’ εξοχήν από τη γκρίζα τροχήλατη κεραμική.

Share on Google Plus

About kalimerisnikos

Author Details