.Οι υπέρ Ελευθερίας αγώνες της Επαρχίας Δομοκού -Χρήστος Δελημπούρας σχολικός σύμβουλος Π.Ε

 Χρήστος Δελημπούρας σχολικός σύμβουλος Π.Ε

.Οι υπέρ Ελευθερίας αγώνες της Επαρχίας Δομοκού 



Χρήσιμη είναι μια αναδρομή στα περασμένα. Περιέχει τη δυνατότητα για την απαραίτητη σύγκριση με το παρόν, την επιβαλλόμενη εκτίμηση του πολύτιμου αγαθού της ελευθερίας και την αισιόδοξη ενατένιση του μέλλοντος.

 Όσο περισσότερη ευλάβεια αφιερώνουμε στο παρελθόν, με τόσο περισσότερη αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη αντικρίζουμε το μέλλον. 

Η Θεσσαλία, όπως είναι γνωστό, στην οποία ανήκε και η επαρχία περιφέρεια Δομοκού από τους ομηρικούς ήδη χρόνους, έμεινε σκλαβωμένη στους Τούρκους επί πεντακόσια-500-περίπου χρόνια, ήτοι από 1393 ως το 1881. 

Είναι απαραίτητο, βέβαια, να υπενθυμίσουμε εδώ, ότι από το 1378 μέχρι το 1393 οι περιφέρειες Δομοκού και Φαρσάλων ήταν στην κατοχή επικράτεια των Σέρβων. Γι’ αυτό η υποδούλωσή της δεν άρχισε στις 29 Μαϊου 1453, ημέρα πτώσης της Κωνσταντινούπολης, πρωτεύουσας του Βυζαντίου, αλλά το 1393, όταν για πρώτη φορά οι Τούρκοι του Βαγιαζήτ Α΄ πάτησαν τα χώματα της περιοχής μας. Κατά το 1393 είχαν συγκεντρωθεί γύρω από το Δομοκό στρατεύματα του Δούκα των Αθηνών Γόδωνα Ντελαρός και του γιου του Σαίντ-Ομέρ, με σκοπό να καταλάβουν το Δομοκό, εκδιώκοντας τους Σέρβους και ύστερα να προχωρήσουν προς την Ήπειρο. 

Όμως, ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Α΄, με τη συνοδεία και ενός ασήμαντου ηγεμονίσκου ονόματι Θεόδωρος κατέλαβε τα Φάρσαλα και το Δομοκό και επικράτησε στην περιοχή απομακρύνοντας και το Σέρβο διοικητή Στέφανο Δούκα Χλαπηνό, αντιπρόσωπο του « βασιλιά των Μετεώρων Ιωσήφ », ο οποίος κατευθύνθηκε προς τα μέρη της Ναυπλίας. 

Σημαντικό όμως, ρόλο στη συντριβή του Ελληνισμού στη Θεσσαλία έπαιξε ο Χασάν Μπαμπά. Επίσης, πρέπει ν’ αναφερθεί ότι λίγα χρόνια πριν, το 1386, είχαν καταλάβει οι Τούρκοι τον Πλαταμώνα και το Κίτρος. Ο Βαγιαζήτ Α΄ γρήγορα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Θεσσαλία και να στραφεί κατά του Τιμούρ-Λαν ή Ταμερλάνου.

 Στα τέλη του 14ου αιώνα η αυτοκρατορία του Τσέγκις-Χαν, που είχε διαλυθεί μετά το θάνατό του, ξαναβρήκε τη δύναμή της με την ηγεσία του Τιμούρ-Λαν (= Τιμούρ ο κουτσός) ή Ταμερλάνου, όπως είναι πιο γνωστός. Ο νέος ηγέτης άπλωσε την κυριαρχία του στη Νότιο Ρωσία, στιςΙνδίες, Μεσοποταμία, Συρία καταστρέφοντας τα πάντα. 

Μετά τη Συρία οι ορδές των Μογγόλων εισέβαλαν στη Μικρά Ασία. Ο Βαγιαζήτ Α΄ προχώρησε να τον αντιμετωπίσει με μεγάλες δυνάμεις. Η τρομερή για την αγριότητά της μάχη έγινε κοντά στην Άγκυρα (1402) και τελείωσε με πανωλεθρία των Τούρκων. Ο Βαγιαζήτ Α΄ πιάστηκε αιχμάλωτος και πέθανε στην αιχμαλωσία. Ο Ταμερλάνος δεν προχώρησε δυτικότερα, γιατί ήταν ανάγκη να εκστρατεύσει στην Κίνα. Πέθανε όμως κατά την πορεία και το απέραντο κράτος του διαλύθηκε.

 Η καταστροφή των Τούρκων έδωσε στο Βυζάντιο μισό ακόμα αιώνα ζωής. Ήταν όμως τόσο μεγάλη η εξάντληση του κράτους, ώστε ούτε και τη Θεσσαλονίκη, που την είχαν ξαναπάρει, μπόρεσαν να κρατήσουν. Το 1430 η πόλη έπεσε στα χέρια των Τούρκων. 

Γρηγορότερα, όμως, το 1425, ανακαταλαμβάνεται η Θεσσαλία από τον Τούρκο στρατάρχη Τουραχάν Βέη και η περιοχή εποικίζεται από τους Τούρκους Κονιάρους (καταγόμενους δηλαδή από το Ικόνιο), στους οποίους οφείλονται και τα τοπωνύμια Αμαρλάρ, Ασλανάρ, Τσουφλάρ κ.τ.λ.

 Η έναρξη ,λοιπόν, της Τουρκοκρατίας στην περιοχή μας το 1393 και το τέλος της το 1881, είχε ως αποτέλεσμα η Θεσσαλία και ένα μικρό τμήμα της Άρτας, ύστερα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις με την Υψηλή Πύλη, προσαρτήθηκαν στο ελληνικό κράτος μόλις τον Απρίλιο του 1881. 

Στις 6 Ιουλίου 1827, υπογράφεται η συνθήκη του Λονδίνου. Ουσιαστικά επαναλαμβάνεται το πρωτόκολλο της Πετρούπολης (23-3/4-4-1826) που ήταν το πρώτο διπλωματικό έγγραφο που αναγνώριζε πολιτική ύπαρξη και ονομασία στην Ελλάδα. Σημαντικό το μυστικό ΄΄συμπληρωματικό΄΄ άρθρο, που καθόριζε τα μέσα εξαναγκασμού των μερών για συμμόρφωση με τους όρους της συνθήκης.

 Ακολουθούν και άλλα πρωτόκολλα του Λονδίνου (1828-29-1830-32), που ρύθμιζαν τα σύνορα του ελληνικού κράτους. Οριστική γραμμή ορίζεται Παγασητικός – Αμβρακικός κόλπος. Δυστυχώς η Θεσσαλία, όπως και η περιφέρεια Δομοκού μαζί με τις βορειότερες ελληνικές επαρχίες-περιφέρειες παρέμειναν έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους.

 Κατά το μακρύ αυτό διάστημα των -500- περίπου χρόνων η περιοχή μας έμεινε κάτω από το βαρύτατο οθωμανικό ζυγό. Στο διάστημα αυτό έγιναν πολλές απελευθερωτικές προσπάθειες, μερικές από τις οποίες ήταν αξιόλογες στον υπόδουλο ελλαδικό χώρο και ιδιαίτερα στη Θεσσαλία και τη Ρούμελη με τους ανάλογους αντίκτυπους και στην περιφέρεια Δομοκού. Θα παρουσιάσουμε πολύ περιληπτικά τους απελευθερωτικούς αγώνες στην περιφέρεια-επαρχία Δομοκού από το 1821 ως το 1881.


1.Ο απελευθερωτικός αγώνας το 1821 


Πριν αρχίσουμε την περιγραφή των απελευθερωτικών αγώνων τηςεπαρχίας-περιφέρειας Δομοκού, καλό είναι να υπενθυμίσουμε τις παλαιότερες προσπάθειες του επισκόπου Τρίκκης Διονυσίου Φιλοσόφου, του Γεωργίου Παπάζολη, του Θεοδώρου Ορλώφ, του Λάμπρου Κατσώνη και του Ανδρίτσου, πατέρα του Ανδρούτσου, του παπαθύμιου Βλαχάβα και του Νικοτσάρα, του Ρήγα Βελεστινλή, των διαφόρων κλεφταρματωλών των Αγράφων και της Όθρης. 

Η ιστορική παράδοση του ελληνικού έθνους, η πνευματική και οικονομική άνοδος του παροικιακού και του υπόδουλου ελληνισμού κατά τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας, η διάδοση των φιλελεύθερων ιδεών της εποχής, η οργανωτική προετοιμασία από τη Φιλική Εταιρεία και οι ετοιμοπόλεμες δυνάμεις των κλεφτών και των αρματολών, υπήρξαν τα θεμέλια, πάνω στα οποία στηρίχτηκε η επανάσταση του 1821. 

Ο αγώνας δεν ήταν εύκολος, η Οθωμανική αυτοκρατορία, παρά τα συμπτώματα παρακμής, διατηρούσε ακόμη τη δύναμή της και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, συνασπισμένες στην Ιερή Συμμαχία, ήταν αποφασισμένες να καταπνίξουν κάθε επαναστατικό κίνημα, που θα απειλούσε την ευρωπαϊκή ισορροπία. Παρά τις δυσμενείς εξωτερικές συνθήκες, το σάλπισμα της ελευθερίας βρήκε τους Έλληνες συσπειρωμένους για την αποτίναξη του ζυγού. 

Κάτω από τη σημαία της επανάστασης ενώθηκαν προύχοντες και αγρότες, κλεφταρματολοί και καπεταναίοι, εξέχουσες μορφές της διασποράς και οι εκκλησιαστικοί άντρες με την απόφαση να ανακτήσει το έθνος « την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν », όπως τονιζόταν στη λακωνική διακήρυξη της Πρώτης Εθνικής Συνέλευσης, τον Ιανουάριο του 1822.

 Την προπαρασκευή των κατοίκων της περιοχής είχαν αναλάβει διάφοροι κλεφταρματολοί, φιλικοί, κληρικοί και μοναχοί των μοναστηριών (Αντινίτσης, Ξενιάς, Ομβριακής κ.τ.λ.) και άλλοι ανυπότακτοι και ένοπλοι που κατέβαιναν από τα γειτονικά Άγραφα. 

Η επαρχία-περιφέρεια Δομοκού μέχρι τις παραμονές της επανάστασης του 1821 βρισκόταν κάτω από την εξουσία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και μετά το θάνατό του, περιήλθε στα χέρια του Ομέρ Βρυώνη και του Μαχμούτ πασά Δράμαλη, γνωστών από το ρόλο που έπαιξαν στον εθνικό μας αγώνα.

 Η πόλη του Δομοκού ήταν έδρα Τούρκου πασά και υπήρχε σ’ αυτόν πάντα ισχυρή φρουρά. Η πόλη χτισμένη σε μια από τις θεαματικότερες κορυφές της Όθρης, στη θέση της αρχαίας πόλης του Θαυμακού, απ’ όπου κατοπτεύετε πανοραμικά ο απέραντος θεσσαλικός κάμπος -θάλασσα ακύμαντη- μέχρι τα θεσσαλικά Άγραφα και τον Κόζιακα, απολησμονημένη, μέσα στα βάθη των αιώνων, με τους αρχαίους ανθρώπους, τα βαθύρριζα και πολύκλαδα δέντρα και τα πυκνά συνταρακτικά ιστορικά γεγονότα καταπληγωμένη από βαρβάρους λαούς και πλημμυρισμένη από αγώνες και φως, γαλήνη και ωραίους στοχασμούς, πόσα έχει να μας διηγηθεί από τα περασμένα: τα δύσκολα χρόνια, τους οργισμένους καιρούς και τις λαμπρές δόξες. 

Κι επάνω της, κορώνα και στολίδι, το θρυλικό κάστρο της, αναδυόμενο μέσ’ από τους πόνους και τα δάκρυα. «Πανώριο το αγνάντεμα στου Δομοκού το κάστρο, χωρίς αντάρα στην ψυχή και γύρω με ηλιοφώς», υμνεί ο άξιος παιδαγωγός κι εμπνευσμένος συγγραφέας αλησμόνητος Αθ. Ζορμπάς.

 Κατά την εποχή της επανάστασης του 1821, το συντονισμό του αγώνα είχαν οι δύο διακεκριμένοι Φαναριώτες, ο Κων.Θ.Καρατζάς και ο Θεόδ. Νέγρης. Γενικός υπεύθυνος όμως της Φιλικής Εταιρείας ήταν ο Χριστόφορος Περραιβός. Επίσημος οπλαρχηγός στην επαρχία Ζητουνίου με επιρροή στην επαρχία Δομοκού ήταν ο Δυοβουνιώτης, όπου και κήρυξε την επανάσταση στις 13 Απριλίου 1821

. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών σύμφωνα με τις πληροφορίες του Πουκεβίλλ, ήταν φόρου υποτελείς στον πασά Λαρίσης και είχαν το δικαίωμα να φέρουν όπλα, προκειμένου να φυλάσσονται από τους πολλούς ληστές που διέτρεχαν την περιοχή. 

Μια εγκύκλιος του ιερού κλήρου της περιοχής κατά την έκρηξη του αγώνα του 1821 καλούσε τους κατοίκους σε επανάσταση κατά των Τούρκων, η οποία βρήκε ανταπόκριση μεταξύ των κατοίκων. Πολλοί απ’ αυτούς προσέτρεξαν να πλαισιώσουν τους διάφορους οπλαρχηγούς και καπεταναίους που εμφανίστηκαν. 

Άλλοι μετέφεραν πληροφορίες και άλλοι εξυπηρετούσαν με άλλους τρόπους τον αγώνα. Από έγγραφα του Αρχείου των Αγωνιστών, διαπιστώνεται ότι πολλοί κάτοικοι της περιοχής πλαισίωσαν ως ένοπλοι όχι μόνο τους Κοντογιανναίους, αλλά και τον Αθανάσιο Διάκο, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον αρχιστράτηγο της Ρούμελης Γεώργιο Καραϊσκάκη και συμμετείχαν στο θρίαμβο της Αράχωβας και στους αγώνες της Ακρόπολης μαζί με άλλους Ρουμελιώτες.

 Μεγαλύτερη όμως ακτινοβολία στους κατοίκους της περιοχής είχε ο Μήτσος Κοντογιάννης, οπλαρχηγός της Υπάτης. Ακόμη και οι καπεταναίοι του Αλμυρού Βελέντζας, Μπασδέκης, Γριζάνος κ. ά. προσέλκυσαν πολλούς κατοίκους της γειτονικής κυρίως πλευράς.

 Βέβαια, ο Χουρσίτ πασάς που πολιορκούσε τότε τον Αλή Πασά στα Ιωάννινα, έστειλε εναντίον των επαναστατών -8000- πεζούς και -800- ιππείς με αρχηγούς τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη, για να καταπνίξουν την επανάσταση. Οι οπλαρχηγοί Δυοβουνιώτης, Πανουργιάς και Κοντογιάννης προσπάθησαν να παρεμποδίσουν το πέρασμα των Τούρκων προς τη Νότια Ελλάδα, στήνοντας καρτέρι στο χωριό Καλαμάκι (Δερβέν Φούρκας), οι οποίοι όμως αναγκάστηκαν μπροστά στο μεγάλο όγκο των Τούρκων να υποχωρήσουν προς την Οίτη. 

Μια άλλη, κάπως γνωστή, μάχη έγινε κοντά στο χωριό Μακρυρράχη (Καΐτσα) τον Ιούλιο του 1821, στην οποία έλαβαν μέρος πολλοί κάτοικοι του χωριού (γνωστοί από τα Αρχεία τους) και εκδίωξαν τους Κονιάρους. Η ελευθερία δεν ήρθε όμως και οι αγώνες έπρεπε να συνεχιστούν. Οι κάτοικοι της επαρχίας-περιφέρειας Δομοκού, γεωργοί και κτηνοτρόφοι, πιστοί και ευσυνείδητοι, σεμνοί αγωνιστές της ζωής και της ελευθερίας, καταδικάστηκαν να συνεχίσουν τη ζωή της δουλείας, έτοιμοι πάντα για νέες εξορμήσεις. 

Στα μαύρα και πολυτάραχα χρόνια της σκλαβιάς, η ψυχή τους πλημμυρισμένη απ’ το θείο κρασί της πίστης, αδιάφορη στις δοκιμασίες, έμεινε αδούλωτη και ολοφώτεινη. Ιδανικοί και πονεμένοι, γενναίοι και περήφανοι, κράτησαν σταθερή τη δάδα της τραγικής πορείας τους μέσα στο χρόνο. 

2. Ο απελευθερωτικός αγώνας το 1854 


Ο νέος απελευθερωτικός αγώνας του 1854 ξεκίνησε στις αρχές του έτους και είχε διάρκεια τεσσάρων -4- μηνών. 

Διοργανώθηκε ουσιαστικά από το βασιλιά Όθωνα με επιτελείς και πρωτεργάτες τους ζώντες ακόμη αγωνιστές του 1821. 

Οι στρατιωτικοί ηγέτες του 1821, Κίτσος Τζαβέλας, Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, Ευάγγελος Κοντογιάννης, Θεόδωρος Ζιάκας, Παπακώστας Τζαμάλας, Νικόλαος Φιλάρετος κ.ά., με τη δραστήρια και φλογερή συμμετοχή του Σπύρου Καραϊσκάκη, ανθυπολοχαγού και γιου του στρατάρχη της Ρούμελης Γεωργίου Καραϊσκάκη, του επιλοχία Νικ. Λεωτσάκου και των γενναίων οπλαρχηγών της Θεσσαλίας: Καταραχιά, Ζητουνιάτη, Φαρμάκη, Βελέντζα, Καραούλη και άλλων εξόρμησαν, με τα επαναστατικά τμήματά τους, για την απόκτηση της ελευθερίας. 

Στις 16 Φεβρουαρίου 1854, ο οπλαρχηγός Γεώργιος Καταραχιάς εισέβαλε από το παραμεθόριο χωριό Ασβέστης στο τουρκικό έδαφος, έδιωξε την αλβανική φρουρά από 17 άντρες που υπήρχε στο χωριό Μακρυρράχη (Καΐτσα) και κατέβηκε στο θεσσαλικό κάμπο. Άλλοι οπλαρχηγοί κατέλαβαν χωριά του Δομοκού κι έφθασαν στις θεσσαλικές περιοχές (Δρανίστα, Σμόκοβο, Ανάβρα κ.ά.), όπου ύψωσαν την επαναστατική σημαία και προκάλεσαν ρίγη συγκίνησης και ενθουσιασμού στον υπόδουλο λαό. 

Στις 19 Φεβρουαρίου 1854 έγινε σφοδρή μάχη στη Φιλιαδόνα (Χιλιαδού) μεταξύ των από-400-άντρες τμημάτων των οπλαρχηγών Θ. Δυοβουνιώτη, Ι. Καραχάλιου, και Π. Διστομίτη και της από-30-40-αλβανικής φρουράς και 70-Τούρκους στρατιώτες, τμήματος που προσέτρεξε σε βοήθεια. Οι Τούρκοι ηττήθηκαν και αποσύρθηκαν προς τα Φάρσαλα ντας πίσω-15-νεκρούς συντρόφους. Οι ίδιοι επαναστάτες συμπαραστατούμενοι και από πολλούς κατοίκους συνήψαν νέα μάχη στη θέση «Σάββα Βρύση», κοντά στο Νεοχώρι Δομοκού εναντίον άλλων Τουρκαλβανών που έρχονταν από τον Αλμυρό.

 Ο Ηπειρώτης Κώτσιος Καλλουτζής με τους άντρες του κατέλαβε το χωριό Παλαμάς Δομοκού και σ’ αυτό λίγο αργότερα συγκρότησε ο Ευάγγελος Χορμόβας, το από-300-περίπου Βορειοηπειρώτες «Σώμα Δήμου Λιούλια ». Οι αγωνιστές Αναγνώστης Ζητουνιάτης και Ευθύμιος Τσιμίδης κατέλαβαν την Ανάβρα (Γούρα) στις 19 Φεβρουαρίου και στη συνέχεια 21 Φεβρουαρίου τη Σκοπιά (Ταμπακλί), τη Μαντασιά και τη Σχισμάδα (Καραχασάνι). Ακόμη, κατέλαβαν στις 12 Μαρτίου τη Μελιταία (Αβαρίτσα) και τις Καρυές (Αλήφακα).

 Οι Τούρκοι βλέποντας τον κίνδυνο που προερχόταν από τους επαναστάτες, οχυρώνονται στο Δομοκό, την Ομβριακή, τα Φάρσαλα, τον Αλμυρό, τη Λάρισα κ.ά. 

Στο Δομοκό μάλιστα κατέφθασε και ο δερβέναγας Σουλεϊμάν μπέης Φράσαρης με πολλούς Τουρκαλβανούς και 400 νιζάμηδες από τον Αλμυρό. 

Τελειώνουμε τον αγώνα εκείνον παρουσιάζοντας περιληπτικά τη μάχη στο Δομοκό και στο Θαυμακό (Σκάρμιτσα). Ο Ευάγγελος Κοντογιάννης με 500 άντρες, ο Λεωνίδας Τράκας με 300 άντρες, ο Σιάφακας με 350 άντρες, ο Ευάγγελος Μπαλατσός και άλλοι ανάγκασαν τους Τούρκους της Ομβριακής ν’ αποσυρθούν στο Δομοκό. Οι ίδιοι πολιόρκησαν το Δομοκό στις 28 Μαρτίου, μέσα στον οποίο ήταν 1.800 Τουρκαλβανοί με 600 τουρκικές οικογένειες και λίγες χριστιανικές.

 Η προσέλευση στη συνέχεια των αντρών του Καλαμάρα-Τσουκαλά, του Ιωάννη Φαρμάκη με 200 άντρες από τη Ναύπακτο, του Γιουρούκου με 300 άντρες από την Κόρινθο, του Πλαστήρα και του Κασβίκη με Ευρυτάνες και άλλων ενίσχυσε τους πολιορκητές επαναστάτες.

 Στις 10 Απριλίου, Μεγάλο Σάββατο, με αφορμή την αρπαγή μερικών προβάτων στο Πουρνάρι έγινε επτάωρη μάχη κοντά στο Δομοκό χωρίς όμως αποτέλεσμα, λόγω έλλειψης γενικότερου στρατηγικού σχεδίου και κακού συντονισμού των επαναστατικών δυνάμεων. 

Στις 13 Απριλίου κατέφθασαν 1.000 επαναστάτες με αρχηγό το συνταγματάρχη Παπακώστα Τζαμάλα από τον Αλμυρό για ενίσχυση. Στις 14 Απριλίου όμως εμφανίστηκαν, ερχόμενα από την Καρδίτσα, τουρκικά στρατεύματα από 4.200 άντρες, με ιππείς, άτακτα σώματα και με -4- κανόνια κατευθυνόμενα προς το Θαυμακό (Σκάρμιτσα) με αρχηγό το Ζεϊνέλ πασά και το Νουρεντίν πασά. Στο Θαυμακό (Σκάρμιτσα) ήταν οχυρωμένος ο Ευάγγελος Μ. Κοντογιάννης με 1.000 άντρες. Εκεί έλαβε χώρα άμεση σύγκρουση και έγινε φονική μάχη που κράτησε μέχρι αργά το βράδυ. Οι Τούρκοι έκαναν τρεις επιθέσεις (γιουρούσια), έριξαν -530- βολές πυροβολικού, αλλά στο τέλος δεν κατόρθωσαν να κάμψουν τους ηρωϊκούς άντρες του Κοντογιάννη και αφήνοντας -250- 300- άντρες τους νεκρούς αποσύρθηκαν για την επόμενη μέρα. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν και 200 Έλληνες, μεταξύ τους ο λοχαγός Ι. Βαϊρακτάρης, ο Ντούζος, ο Παπαγγέλης, δυο αδελφοί Μασουρόπουλοι και τρία εξαδέλφια από τη Ναύπακτο. Τη νύχτα εκείνη όμως ο Ευάγγελος Κοντογιάννης, αναμετρώντας τις δυνάμεις του, βλέποντας την έλλειψη εφοδίων και την κόπωση των αντρών του, την εγκατάλειψη της πολιορκίας του Δομοκού από τους άλλους επαναστάτες προς την ανατολική και νότια πλευρά της πόλης και επί πλέον τον κίνδυνο εγκλωβισμού του, αναγκάστηκε να διατάξει υποχώρηση των αντρών του προς τα δυτικά εγκαταλείποντας κατ’ ανάγκη το ένδοξο πεδίο της μάχης. Αυτή ήταν η τελευταία μάχη στην περιοχή.

 Η κατοχή του Πειραιά από τους Αγγλογάλλους και τα άλλα πολιτικά διπλωματικά γεγονότα προκάλεσαν την καταστολή του αγώνα του 1854. Η αγγλογαλλική κατοχή συνεχίστηκε ως το 1857, ενώ ο πόλεμος είχε λήξει με τη συνθήκη ειρήνης του Παρισιού (Μάρτιος 1856). Ο απελευθερωτικός κι αυτός αγώνας δυστυχώς, δε δικαιώθηκε και η δουλεία συνεχίστηκε. 



3.Ο απελευθερωτικός αγώνας τα έτη 1866-1869


 Με την ευκαιρία της έκρηξης της Κρητικής επανάστασης, το 1866, οι υπόδουλοι Θεσσαλοί, Ηπειρώτες και Μακεδόνες άρπαξαν και πάλι τα όπλα στα χέρια τους για την πολυπόθητη ελευθερία τους. 

Ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης, ως υπουργός Εξωτερικών σε συνεννόηση και με το βασιλιά Γεώργιο Α΄ ασφαλώς, πρότειναν οργάνωση επανάστασης και προς τις παραπάνω περιοχές, όπου διατηρούνταν επαναστατικές εστίες για ΄΄πιθανό και προς τα εκεί κέρδος΄΄. Κυρίως, όμως, ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος με το νεαρό τότε υπουργό Εξωτερικών Χαρίλαο Τρικούπη υπέθαλψαν εντατικότερη επαναστατική δραστηριότητα.

 Περιοριζόμαστε σε γεγονότα της περιοχής. Ο Ζήσης Σωτηρίου, ένας λαμπρός πατριώτης, με τριάντα-30-ενόπλους συμπολεμιστές του, επιχειρεί να εισβάλει στις ΄΄κούλιες΄΄ των συνόρων, για να βοηθήσει τον απελευθερωτικό αγώνα της περιοχής Δομοκού, χωρίς να επιτύχει δυστυχώς η προσπάθειά του. Προέκυψε, μάλιστα, διπλωματικό ζήτημα για την ελληνική κυβέρνηση, με την κατηγορία ότι βοηθάει κι ενθαρρύνει τις επαναστάσεις.

 Την άνοιξη του 1866 εκδηλώθηκε επαναστατική δραστηριότητα κυρίως γύρω από την Ανάβρα (Γούρα). Ένας σημαντικός οπλαρχηγός αναδείχτηκε τότε εκεί, ο Κυριάκος Καραμπάσης, με μερικές εκατοντάδες ενόπλους, αλλά και άλλοι, με συνέπεια να εντείνεται ο επαναστατικός αγώνας. 

Πολλές μάχες έγιναν υπό μορφή κλεφτοπολέμου καθ’ όλο το 1866 και στις αρχές του 1867 σε διάφορες τοποθεσίες, όπως στη Φιλιαδόνα, στους Κωφούς, στην Ανάβρα, στη Μελιταία, στο Μακρολείβαδο, στον Παλαμά κ.ά. Κυρίως στον Παλαμά έγινε σφοδρή μάχη, που κράτη σε 5-7 ώρες, όπου διακρίθηκαν οι οπλαρχηγοί Κυρ. Καραμπάσης, Καλαμάρας και Βουλγαράκης. Στη μάχη σκοτώθηκαν-40-Τούρκοι και μόνο-2- Έλληνες. 

Το δυσμενές όμως για την Ελλάδα και τότε ευρωπαϊκό πολιτικό κλίμα υπαγόρευε την κατάπαυση και εκείνου του απελευθερωτικού αγώνα. Η Ελλάδα υποχρεωνόταν να αποφύγει κάθε ενέργεια που θα ενίσχυε προσπάθειες επανάστασης στις κτήσεις του σουλτάνου. Η κυβέρνηση, καθώς η χώρα δεν ήταν προετοιμασμένη στρατιωτικά, αναγκάστηκε να συμμορφωθεί και τα επαναστατικά κινήματα τερματίστηκαν με την ικανοποίηση των αξιώσεων της Υψηλής Πύλης.



4.Ο απελευθερωτικός αγώνας τα έτη 1876-1878 


Ήταν ο τελευταίος απελευθερωτικός αγώνας στην περιοχή Δομοκού, που υπαγόρευσαν οι συγκυρίες της εποχής εκείνης. Τα αντάρτικα σώματα της ελεύθερης και υπόδουλης πατρίδας κινήθηκαν, με καλύτερη, αυτή τη φορά, προετοιμασία, αρτιότερη οργάνωση και προσεκτικότερο συντονισμό ενεργειών, ώστε ν’ αποφευχθούν οι αποτυχίες του παρελθόντος.

 Μεγάλη επαναστατική δραστηριότητα παρουσίασαν τα λεγόμενα καπετανάτα. Σημαντικό ήταν το καπετανάτο στο Νεοχώρι και στην Ανάβρα (Γούρα) που διοικούνταν: 1) από τον ιερέα του Νεοχωρίου Παπαδημήτρη Κανάκη, 2) το Βασίλη Κόκκινο από την Ομβριακή, 3) το Δημήτρη Αβαρτσιώτη ή Γουρνά από τη Μελιταία, και με γραμματέα το Δημήτρη Μάμμο από το Δομοκό.

 Ο ρόλος της τριμελούς επαναστατικής επιτροπής ήταν πολιτικός και στρατιωτικός, αλλά και συγχρόνως και συντονιστικός. Έγιναν σπουδαίες μάχες στη θέση ΄΄Στενά Λιθάρια΄΄ έξω από το Δομοκό, την Ομβριακή και αλλού, απ’ όπου εξεδιώχθηκαν οι Τούρκοι. 

Ο οπλαρχηγός Φούντας, έβαλε φωτιά στο χωριό Πασαλί, κοντά στην Αγόριανη. Ένα επαναστατικό σώμα όμως εγκλωβίστηκε από τους Τούρκους, στη Βαρδαλή και οι ηρωικοί εκείνοι άντρες μη βρίσκοντας άλλον τρόπο διαφυγής, αντί να παραδοθούν, προτίμησαν να σκοτωθούν πολεμώντας. 

Η δραστηριότητα εκείνη των επαναστατικών σωμάτων στην Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία σε συνδυασμό και μ’ εκείνη του τακτικού στρατού με αρχηγό το Σκαρλάτο Σούτσο, που εισέβαλε στη Θεσσαλία στις 21 Ιανουαρίου 1878, ασφαλώς προκάλεσε το ευνοϊκό υπέρ της Ελλάδας και των υποδούλων κλίμα

Στο ιστορικό χωριό Παλαμάς Δομοκού, πραγματοποιήθηκε στις 7 Μαρτίου 1878, μεγάλη σύναξη επαναστατών-πολεμιστών στο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου. Ύψωσαν την ελληνική σημαία, ορκίστηκαν με σύνθημα: ΄΄ Ελευθερία ή θάνατος΄΄, κήρυξαν την επανάσταση εναντίον των Τούρκων, όρισαν επταμελή επαναστατική επιτροπή και συνέταξαν προκήρυξη προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, εκλέγοντας Προσωρινή Διοίκηση της επαρχίας Δομοκού. 

Η Πολιτεία για να τιμήσει, έστω και αργά, με τη συνεργασία των τοπικών συλλόγων κι άλλων παραγόντων, ως εκπλήρωση εθνικού χρέους, προέβη στην ανέγερση ανάλογου και αντάξιου προς την ηρωϊκή πράξη, μνημείου στον ιστορικό αυτό χώρο, που φωτίζει και διαιωνίζει το υψηλό νόημα των αγώνων του έθνους για την κατάκτηση και τη διατήρηση της ελευθερίας του. 

Το ευνοϊκό υπέρ της Ελλάδας και των υποδούλων κλίμα υλοποιήθηκε με τη σύγκληση συνεδρίου στο Βερολίνο των Μεγάλων Δυνάμεων υπό τον καγκελάριο Βίσμαρκ τον Ιούνιο του 1878. Το Συνέδριο του Βερολίνου (1878), ανέτρεψε τις ρυθμίσεις που προβλέπονταν στη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (Φεβρουάριος 1878), και περιόρισε τα σύνορα της Βουλγαρίας. Δυστυχώς η Μακεδονία, η Θράκη και η Ήπειρος παρέμειναν στην Τουρκία.



 Η Θεσσαλία, (συνεπώς και η επαρχία Δομοκού) και ένα μικρό τμήμα της Άρτας, ύστερα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις με την Υψηλή Πύλη, προσαρτήθηκαν στο ελληνικό κράτος μόλις τον Απρίλιο του 1881 (απελευθέρωση Δομοκού: 8η Αυγούστου 1881). Οι απελευθερωτικοί εκείνοι αγώνες όλων των εποχών αποτέλεσαν τους χρυσούς κρίκους της αλυσίδας για την άρση του βαρύτατου οθωμανικού ζυγού της δουλείας 500 περίπου ετών και την απόκτηση της ατίμητης πολιτικής ελευθερίας

Share on Google Plus

About kalimerisnikos

Author Details