Η ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία (1885) - Η σύμβαση του Τοπχανέ (1886)


 Η ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία (1885) - Η σύμβαση του Τοπχανέ (1886) 

Η αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και η συρρίκνωση της Μεγάλης Βουλγαρίας, θεωρήθηκε από το βουλγαρικό λαό ως ιστορική αδικία η οποία έπρεπε να αναιρεθεί στον μέλλον. Ως πρώτο βήμα για την πραγματοποίηση αυτού του ονείρου ήταν η προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας και έπειτα της Μακεδονίας (τα βιλαέτια Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και μέρος του βιλαετιού του Κοσσόβου), περιοχές οι οποίες κατοικούνταν ως επί το πλείστον από βουλγαρικό πληθυσμό, κατά την αντίληψη των Βουλγάρων.24 Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό γιατί η Ανατολική Ρωμυλία, ενώ θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα ενός πολιτισμένου κράτους βασισμένο στη συνύπαρξη των λαών, παρά τον φιλελεύθερο Οργανικό της Κανονισμό δεν μπόρεσε, τελικά, να επιβιώσει. Ήδη από το 1881, κατά την ανανέωση της Συμμαχίας των Τριών Αυτοκρατοριών, η Γερμανία, η Αυστρο-Ουγγαρία και η Ρωσία συμφώνησαν να προσαρτηθεί η Ανατολική Ρωμυλία στη Βουλγαρία, με τη προϋπόθεση ότι η τελευταία δεν θα επεκτεινόταν στη Μακεδονία25. Τα ίδια τα κόμματα της Ανατολικής Ρωμυλίας, όντας ευθυγραμμισμένα με αυτά της Βουλγαρίας, το Λαϊκό (Συντηρητικοί) και το Φιλελεύθερο (Φιλελεύθεροι), ανάμεσα στους κυριότερους στόχους τους συμπεριλάμβαναν την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία. Οι Συντηρητικοί (Λαϊκό Κόμμα) έχοντας ως σύνθημα την εν λόγω ένωση, κέρδισαν πανηγυρικά τις εκλογές το 1884 στην Ανατολική Ρωμυλία, αλλά δεν μπόρεσαν να την πραγματοποιήσουν, λόγω των κακών ρωσο-βουλγαρικών σχέσεων εκείνης της περιόδου. Ωστόσο, ήταν πλέον γνωστό ότι η ιδέα είχε ωριμάσει στο μυαλό του λαού και τίποτα δεν μπορούσε να αποτρέψει την ένωση των "Δύο Βουλγαριών"26 . Στις 10 Φεβρουαρίου 1885 ιδρύεται στη Φιλιππούπολη η "Μυστική Κεντρική Επαναστατική Επιτροπή" υπό τον Ζαχαρή Στογιάνωφ με άμεσο στόχο την ένωση. Υποεπιτροπές της οργάνωσης συγκροτήθηκαν σε όλη την Ανατολική Ρωμυλία, διοργανώθηκαν συλλαλητήρια και μέσω των βουλγαρικών εφημερίδων έγινε προσπάθεια για εκλαΐκευση της ιδέας της ένωσης. Στο κίνημα προσχώρησε ο ηγέτης των Φιλελευθέρων Γκεόργκυ Στράνσκυ και αποφασίστηκε η ένωση να γίνει υπό την αιγίδα του Μπάτενμπεργκ27. 

Πράκτορες αυτής της επιτροπής διέτρεχαν τον Αύγουστο και τον Σεπτέβριο του 1885 όλη την Ανατολική Ρωμυλία, οργανώνοντας τη συνομωσία28. Μέχρι τον Σεπτέμβριο, όλη η ηγεμονία είχε βυθιστεί σε εθνικιστική έξαρση λόγω της επικείμενης ένωσης. Τότε, καθώς ήταν σχεδόν σίγουρο ότι δεν επρόκειτο να υπάρχουν ενστάσεις από τις Μεγάλες Δυνάμεις, εκδηλώθηκε το πραξικόπημα. "Από τις 2/15 Σεπτεμβρίου εκδηλώθηκαν οι πρώτες ενέργειες του πραξικοπήματος. Στο χωριό Παναγιούριστε κάποιοι άρχισαν να διαδηλώνουν υπέρ της ένωσης με τη Βουλγαρία. Την επόμενη ημέρα οι ταραχές εξαπλώθηκαν και σε δύο ακόμα χωριά κοντά στη Φιλιππούπολη. Η Κυβέρνηση έστειλε δύο αντιπροσώπους για να κατευνάσουν την ένταση, ο ένας όμως συνελήφθη από τους εξεγερθέντες και κρατήθηκε. Έτσι στις 5/18 Σεπτεμβρίου η Κεντρική Επιτροπή των συνομοτών εξέδωσε διαταγές που προέβλεπαν τη συγκρότηση ομάδων σε διάφορα σημεία κοντά στη Φιλιππούπολη και προώθησή τους προς την πρωτεύουσα. Αξιοσημείωτο είναι ότι σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος της εθνοφυλακής ήταν υπό τον έλεγχο των συνομοτών. Στις 6/19 Σεπτεμβρίου 1885 οι ταραχές εξαπλώθηκαν με το πρόσχημα της επιβολής νέων φόρων."29 Στις 6 Σεπτεμβρίου εξεγερμένος όχλος και τμήματα του στρατού κατάλαβαν την κατοικία του Κυβερνήτη Κρέστεβιτς, τον οποίο καθαίρεσαν από το αξίωμά του και τον φυλάκισαν. Αυτός με τη σειρά του, παρόλο που είχε το δικαίωμα να καλέσει τον οθωμανικό στρατό να επιβάλει την τάξη, υπογράμμισε την βουλγαρική του ταυτότητα και αποδέχτηκε την κατάσταση. Με τους εξεγερμένους συνεργάστηκε το Λαϊκό Κόμμα (Συντηρητικοί), κηρύσσοντας την ένωση υπό την Αιγίδα του Μπάτενμπεργκ. Έπειτα, συγκροτήθηκε προσωρινή κυβέρνηση με πρόεδρο τον ηγέτη των Φιλελευθέρων, που είχε προσχωρήσει στο κίνημα, Γκεόργκυ Στράνσκυ και αντιπρόεδρο τον Στογιάν Τσομάκωφ. Στις 8 Σεπτεμβρίου ο Μπάτενμπεργκ, παρόντων του πρωθυπουργού Καραβέλωφ, του προέδρου της Βουλής Στέφαν Σταμπουλώφ και δύο βουλευτών από την Τοπαρχιακή συνέλευση της Φιλιππούπολης, συμφώνησε με το έργο που του είχε ανατεθεί. Την επομένη, ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας μετέβη στην Φιλιππούπολη, όπου είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου για να τον υποδεχτεί, και κήρυξε την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία. Αποτέλεσμα αυτής της κίνησης, ήταν να αυξηθεί η συμπάθεια του βουλγαρικού λαού απέναντι στο πρόσωπο του Μπάτενμπεργκ. Πλέον, αναμενόταν η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων ως προς την 27 Σπυρίδωνα Σφέτα, ό.π., σ. 71 28 Γεωργίου Τ. Τσερεβελάκη, Ξένες επεμβάσεις στην Ελλάδα από τον Καποδίστρια έως τη Χούντα, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα, 2009, σ. 64 29 Γεωργίου Τ. Τσερεβελάκη, ό.π., σ. 64 21 διεθνή αναγνώριση της ένωσης. Η Αγγλία, όπως και η Αυστρο-Ουγγαρία, όντας ικανοποιημένες από την ψύχρανση των ρωσοβουλγαρικών σχέσεων και την προώθηση των οικονομικών τους συμφερόντων, αποδέχθηκαν την ένωση. Η Ρωσία αρχικά εξέφρασε την δυσαρέσκειά της αλλά τελικά υποστήριξε την Βουλγαρία, με την προϋπόθεση να απομακρυνθεί άμεσα ο ηγεμόνας και να διατηρηθεί το status quo στην Μακεδονία30. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντέδρασε δυναμικά, αλλά όχι αμέσως. Ο βεζίρης Σαΐντ Πασάς συγκάλεσε το Υπουργικό Συμβούλιο στην Κωνσταντινούπολη, αμέσως μόλις αντιλήφθηκε ότι η Ρωσία δεν είχε καμία ανάμιξη στο πραξικόπημα. Στο Συμβούλιο αποφασίσθηκε να σταλούν 6.000 άνδρες και να καταλάβουν την Φιλιππούπολη. Ωστόσο, ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ δεν υπέγραψε την απόφαση γιατί ανέμενε την εξουσιοδότηση των Μεγάλων Δυνάμεων31. Τελικά, ο Σουλτάνος αντέδρασε με μια απλή διαμαρτυρία, αλλά επρόκειτο να διαπραγματευτεί την ένωση αργότερα, προωθώντας τότε ορισμένα συμφέροντα του. Δεν κήρυξε πόλεμο για την αποκατάσταση της παλαιάς τάξης, μετά από αίτημα της Ρωσίας. Σφοδρές ήταν οι αντιδράσεις της Σερβίας και της Ελλάδας στην ένωση. Ο ηγεμόνας της Σερβίας, φοβούμενος μια βουλγαρική επέκταση στη Μακεδονία και διεκδικώντας μια αντίστοιχη σερβική επέκταση το 1881, υποκινούμενος από την Αυστρο-Ουγγαρία, κήρυξε επιστράτευση για έναν πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στις τελευταίες στιγμές της προετοιμασίας, δήλωσε ότι ο πόλεμος πρόκειται να είναι κατά της Βουλγαρίας ως τιμωρία και με σκοπό την αποκατάσταση της ισορροπίας δυνάμεων32. Αποτέλεσμα αυτής της στροφής, καθώς και πολλών άλλων παραγόντων, κυρίως της σερβικής αναποτελεσματικότητας του στρατού, ο σερβικός στρατός ηττήθηκε παταγωδώς στη Σλίβνιτσα (Νοέμβριος 1885). Ο βουλγαρικός στρατός πέρασε άμεσα στην αντεπίθεση με αποτέλεσμα να κινδυνεύσει η ίδια η σερβική πρωτεύουσα. Το παλαιό εδαφικό καθεστώς ανάμεσα στις δύο χώρες αποκαταστάθηκε μετά από τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. (Φεβρουάριος 1886) Η Ελλάδα αντέδρασε στην ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας, θεωρώντας πως δέον ήταν να της αποδοθεί η Κρήτη ή η Ήπειρος, ως "αποζημίωση" για την αλλαγή του status-quo στα Βαλκάνια. Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη κήρυξε επιστράτευση, για να πιέσει με αυτόν τον τρόπο πιο δυναμικά τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Οθωμανική 30 Σπυρίδωνα Σφέτα, Ελληνοβουλγαρικές αναταράξεις 1880-1908, εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα, 2008, σ. 87-88 31 Γεωργίου Τ. Τσερεβελάκη, Ξένες επεμβάσεις στην Ελλάδα από τον Καποδίστρια έως τη Χούντα, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα, 2009, σ. 64 32 Σπυρίδωνα Σφέτα, Ελληνοβουλγαρικές αναταράξεις 1880-1908, εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα, 2008, σ. 88 22 Αυτοκρατορία, αλλά κανείς δεν πείστηκε. Αγγλικός στόλος προέβη σε αποκλεισμό του λιμανιού του Πειραιά, προκειμένου να μην προχωρήσει ο ελληνικός στρατός σε σύγκρουση με τον οθωμανικό. Οι λεονταρισμοί της κυβέρνησης Δηλιγιάννη, ο "ψευτοπόλεμος" όπως ονομάστηκε αυτή η συντήρηση ενός πολεμικού κλίματος στην Ελλάδα, δεν απέδωσαν καρπούς στη διεθνή διπλωματία. Μετά τις αρχές Απριλίου 1886, ο στρατός αποδεσμεύτηκε και ο Τρικούπης κέρδισε τον Μάιο τις εκλογές.33 Τελικά, στις 5 Απριλίου 1886 υπογράφτηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις η Σύμβαση του Τοπχανέ, η οποία προέβλεπε την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία. Ενώ η Σύμβαση προέβλεπε ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας να ασκεί την εξουσία στην Ανατολική Ρωμυλία, χάρη στην παρέμβαση της Ρωσίας, στην οποία ήταν αντιπαθής ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας Μπάτενμπεργκ, δεν αναφερόταν πουθενά το όνομά του Μπάτενμπεργκ. Ο Γενικός Διοικητής της Ανατολικής Ρωμυλίας, στην προκειμένη περίπτωση ο Μπάτενμπεργκ, θα συνέχιζε να καταβάλει φόρο υποτέλειας στην Υψηλή Πύλη. Η Ανατολική Ρωμυλία παρέμενε de jure (από νομική άποψη) ως οθωμανική επαρχία, αλλά de facto (στην πράξη) γινόταν τμήμα του βουλγαρικού κράτους34. Τα εδαφικά οφέλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν η προσάρτηση ορισμένων μικρών περιοχών στην Ροδόπη, στα νότια σύνορα της Βουλγαρίας, οι οποίες αξίζει να σημειωθεί ότι από την αρχή της δημιουργίας της Ανατολικής Ρωμυλίας, δεν αναγνώρισαν την εξουσία αυτή, όντας Μουσουλμάνοι (Πομάκοι), και σχημάτισαν μια ομοσπονδία 21 χωριών, τη λεγόμενη "Δημοκρατία του Ταμράς". Όσον αφορά τους Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας, από τα πρώτα γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά τη Σύμβαση του Τοπχανέ ήταν ο εξοβελισμός της ελληνικής γλώσσας και de jure. Απαγορεύτηκε η ανάρτηση της ελληνικής σημαίας στα Ζαρίφεια της Φιλιππούπολης, με εξαίρεση μόνο τις εθνικές εορτές35. Πλέον, το βουλγαρικό κράτος προχώρησε σε έναν εντονότερο εκβουλγαρισμό του ανήμπορου ελληνικού στοιχείου: Οι υφαρπαγές σχολείων και εκκλησιών έγιναν πολύ συχνότερες. Ως προς τα μοναστήρια, ο πρόξενος Φιλιππουπόλεως εξέτασε ορισμένα σενάρια ώστε να 33 Για την αντίδραση της Ελλάδας στην ένωση βλ. Το Βήμα / Ιστορία, Ο Μακεδονικός Αγώνας και τα γεγονότα στη Θράκη 1904-1908, 'Α Μέρος, Αρχεία Γενικού Επιτελείου Στρατού, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, Αθήνα, 2014, σ. 51-53, Γεωργίου Τ. Τσερεβελάκη, Ξένες επεμβάσεις στην Ελλάδα από τον Καποδίστρια έως τη Χούντα, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα, 2009 σ. 65, Σπυρίδωνα Σφέτα, Ελληνοβουλγαρικές αναταράξεις 1880-1908, εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα, 2008, σ. 88-91, Σπυρίδωνα Σφέτα, Εισαγωγή στη Βαλκανική Ιστορία, Τόμος Α', Από την Οθωμανική κατάκτηση των Βαλκανίων μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1354-1918), εκδ. Βανιάς, Θεσσαλονίκη, 2009, σ. 327-329 34 Σπυρίδωνα Σφέτα, Ελληνοβουλγαρικές αναταράξεις 1880-1908, εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα, 2008, σ. 89 35 Σπυρίδωνα Σφέτα, ό.π., σ. 97 23 περάσουν οι κυριότητες των μονών σε ιδιώτες, ούτως ώστε να μην μπορούν να χαθούν. Ωστόσο, η βουλγαρική κυβέρνηση φρόντισε, ώστε να μην βρεθούν συμβολαιογράφοι που να αναλάβουν αυτές τις υποθέσεις. Τότε ο Μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως εξέτασε το σενάριο για υπαγωγή αυτών των μονών στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης και τη παράλληλη δημιουργία εικονικού χρέους, το οποίο, σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία, απαγορεύει την οικειοποίηση της ιδιοκτησίας, πριν την αποπληρωμή του χρέους36. Δεν είναι γνωστό κατά πόσο αυτός ο ελιγμός παρέτεινε την διάρκεια κατοχής των μονών από τους Έλληνες. Αργά ή γρήγορα, όμως, η συντριπτική πλειοψηφία των μονών περιήλθε σε βουλγαρικά χέρια.  



Η περίπτωση της Ανατολικής Ρωμυλίας Εργασία στο μάθημα της κα Ναξίδου «Οι Ελληνοβουλγαρικές σχέσεις μετά την ίδρυση του βουλγαρικού κράτους» ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΥΡΙΔΗΣ  

Share on Google Plus

About kalimerisnikos

Author Details