ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΆ ΔΟΜΟΚΟΥ

Στο νοτιοανατολικό νεκροταφείο του αρχαίου Θαυμακού (σύγχρονος Δομοκός) μεταξύ άλλων τάφων εντοπίστηκε και η ταφή ενός άνδρα ο οποίος είχε ταφεί σε ύπτια στάση εντός λάκκου. Ο νεκρός συνοδευόταν από έναν μελαμβαφή σκύφο και τέσσερις ληκύθους, μια εκ των οποίων έφερε μελανόμορφη παράσταση μαχόμενων πολεμιστών, ενώ εσωτερικά του αριστερού βραχίονα βρέθηκε σιδερένιο ξίφος, παράλληλα με το σώμα, πάνω στο αριστερό ημιθωράκιο. Η σχετικά πλούσια κτερισμένη ταφή, πιθανότατα, ανήκει σε έναν άνδρα με αριστοκρατική καταγωγή, καθώς τα αγγεία πολυτελείας, αττικής προέλευσης, καθώς και το ξίφος, που συνόδευαν την ταφή προδίδουν την υψηλή κοινωνική στάθμη του νεκρού. Η ταφή χρονολογείται γύρω στο 500-475 π.Χ.
Λήκυθος .=Δοχείο αρωματικού λαδιού, μυροδοχείο σε σχήμα φιάλης, με μια λαβή και με βαθύ στόμιο Στην Αθήνα οι λήκυθοι γίνονταν από οπτή γη. Το σχήμα της ληκύθου χρησίμευε ως τεκτονικό κόσμημα των τάφων. Επήλθε και η συνήθεια της καύσης των νεκρών και επίθεση της τέφρας των νεκρών σε κάλπη.
Τα λευκά αγγεία δεν ήταν τόσο ανθεκτικά στη χρήση όσο τα μελανόμορφα και τα ερυθρόμορφα με τον ανεξίτηλο διάκοσμό τους, επειδή το λευκό τους επίχρισμα και τα χρώματά τους ξεθώριαζαν και απολεπίζονταν σχετικά εύκολα. Για τον λόγο αυτό τέτοια αγγεία δεν κατασκευάζονταν σε μεγάλους αριθμούς. Μοναδική εξαίρεση είναι οι λευκές λήκυθοι, οι οποίες είχαν αποκλειστικά ταφική χρήση. Οι λήκυθοι είναι αγγεία που περιείχαν μυρωμένο λάδι και τις τοποθετούσαν συχνά ως κτερίσματα στους τάφους, γιατί άλειφαν τους νεκρούς με αρώματα. Από το δεύτερο τέταρτο του 5ου αιώνα (από τη δεκαετία 470-460 π.Χ.) επικράτησε στην Αθήνα η συνήθεια να προσφέρουν στους νεκρούς λευκές ληκύθους διακοσμημένες με πολύχρωμες παραστάσεις που εικονίζουν τους ίδιους τους νεκρούς, τους τάφους τους ή σκηνές από τον κάτω κόσμο. Σε ένα χωρίο του σχολιαστή του Πλατωνικού Ιππία Ελλάτονος (368c)5 , «λήκυθοι» ονομάζονται τα αγγεία με τα οποία έφερναν μύρο στους νεκρούς. Ακόμη, στο γνωστό χωρίο από τις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη (στ. 996), το ανώνυμο παλικάρι αποκαλεί εραστή μιας ηλικιωμένης γυναίκας τον καλύτερο από τους ζωγράφους των ληκύθων των νεκρών. Η κατασκευή αγγείων «λευκού βάθους», δηλαδή αγγείων των οποίων η επιφάνειά τους έχει καλυφθεί από λευκό (αλλά στην ουσία κιτρινωπό) καολίνη πηλό, εισάγεται στον αττικό Κεραμεικό στο τελευταίο τέταρτο του 6ου αι.
π.Χ
Ο σκύφος ήταν είδος αρχαίου ελληνικού αγγείου, ένα είδος πλατιού («ευρύστομου») ποτηριού με δυο λαβές («δίωτον»). Ήταν μια από τις πιο δημοφιλείς μορφές κυπέλλου στην αρχαία Ελλάδα. Για τα αγγεία αυτής της μορφής χρησιμοποιούνταν περιστασιακά και οι ονομασίες κοτύλη ή κότυλος, αν και αυτή φαίνεται να ήταν μια γενική ονομασία για διάφορες μορφές κυπώλων.[1].
Μια παραλλαγή του σκύφου με κωνικό σώμα και θηλή αντί για πόδι, ένα σχήμα που παραπέμπει σε γυναικείο στήθος, ονομαζόταν μαστός. Η παραλλαγή του μαστού με επίπεδη βάση, χείλος που προεξέχει και λαβές να καμπυλώνουν προς τα επάνω αποκαλείται μαστοειδές κύπελλο[2]
Ο σκύφος κατασκευαζόταν ανάλογα με την οικονομική δύναμη του κατόχου, δηλαδή από ξύλο ή πηλό, (κεραμικό) ή από ευγενές μέταλλο, ασήμι ή χρυσό. Συνήθως έφερε ανάγλυφες παραστάσεις. Στην αρχαιότητα ήταν και μέσον δια του οποίου επιχειρούσαν ειδική μαντική τέχνη, τη σκυφομαντεία.
Το σκεύος αυτό έφθασε μέχρι τη σημερινή εποχή με το νεοελληνικό κοινό όνομα «τάσι» ή «καυκί».
Share on Google Plus

About kalimerisnikos

Author Details