Tο Μεγάλο Μοναστήρι επαρχίας Καβακλί Αν.Ρωμυλίας
--------------------------------------------------------------------------
H περιοχή του Μεγάλου Μοναστηρίου φαίνεται ότι κατοικούνταν από πολύ παλιά. Ο δάσκαλος στην περιοχή Μιλτιάδης Λουλουδόπουλος (1903:ε΄) χαρακτηρίζει το
Μεγάλο Μοναστήρι «αρχαιότατον». Τη γνώµη αυτή τη στηρίζει στο πλήθος των ευρηµάτων καθώς και σε αρχαία µαρµάρινη στήλη {1}που βρέθηκε στη θέση ‘‘Μάρµαρο’’ στο Μεγάλο Μοναστήρι και στη συνέχεια εντοιχίστηκε σε τοίχο της εκκλησίας. Αργότερα «αποτειχισθείσα» µεταφέρθηκε στη Φιλιππούπολη και βρίσκεται σήµερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της (Μέγας 1911).
Την επιγραφή της στήλης δηµοσίευσε για πρώτη φορά ο ανατολικορωµυλιώτης αρχαιολόγος Χρ. Τσούντας στα τέλη του 19ου αι. στην εφηµερίδα ‘‘Φιλιππούπολις’’, ενώ το 1901 ο καθηγητής των Ζαριφείων ∆ιδασκαλείων της Φιλιππούπολης Μ. Αποστολίδης την ξαναδηµοσίευσε αποκαταστηµένη στις ‘‘Ειδήσεις του Αίµου’’. Επανέρχεται σ’ αυτήν στη µελέτη του ‘Επιγραφαί Φιλιππουπόλεως και των περί αυτήν’ (Αποστολίδης 1935).
Στα µέρη αυτά τοποθετείται η αρχαία πόλη ∆ωδόπαρος που αναφέρεται στην επιγραφή.
Το έθιµο της θυσίας ταύρου (κουρµπάν΄) που γινόταν κάθε χρόνο στο Μεγάλο Μοναστήρι και ο θρύλος ότι ο ταύρος αντικατέστησε τα πολύ παλιά χρόνια ιερό θεόσταλτο ελάφι που ερχόταν κάθε χρόνο να θυσιαστεί αποτελούν κατά τον Σ. Κυριακίδη (1917:197) στοιχεία προχριστιανικής λατρείας.
Η πρώτη µαρτυρία για την περιοχή ανάγεται στις αρχές του 14ου αι. Κατά τη βασιλεία του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328) η ευρύτερη περιοχή έγινε κέντρο ησυχαστών µε την ίδρυση µοναστηριών, σκητών και ησυχαστηρίων.
Η άνθηση του µοναχισµού στην περιοχή έχει πιθανόν σχέση µε την εµφύλια διαµάχη ανάµεσα στους οπαδούς του ησυχασµού (Γρηγόριος Παλαµάς) και τους αντιπάλους τους, που ταλαιπώρησε τα χρόνια αυτά τη βυζαντινή κοινωνία και έληξε µε το θρίαµβο και την καταξίωση του µοναχισµού στην Ανατολική Εκκλησία.
Τα µοναστήρια και τα ησυχαστήρια βρίσκονταν στα Παρόρια και γύρω από στη θέση Μεσοµήλιον, δηλ. στο µέσο των Μηλεώνων .
Ανάµεσα στις µονές προεξάρχουσα θέση είχε η Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου της Κατακεκρυωµένης (Bees 1939) στο Κατακεκρυωµένον όρος, την οποία δηµιούργησε και όπου µόνασε και θάφτηκε µετά τον θάνατό του ο ονοµαστός
ησυχαστής και δάσκαλος Γρηγόριος Σιναΐτης (περίπου 1265-1346), που συγκέντρωσε µεγάλο αριθµό ελλήνων, σέρβων και βουλγάρων µαθητών και του οποίου τον βίο έγραψε ο µαθητής του και µετέπειτα πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος (+1363).
Εκτιµάται (Αποστολίδης 1940) ότι η θέση Μεσοµήλ(ε)ιον βρίσκεται στις νότιες υπώρειες του τρίκορφου βουνού (Μαναστήρ Μπαΐρ, σηµ. Manastirski Văzvishenija) όπου βρίσκεται το Μεγάλο Μοναστήρι, το όνοµα του οποίου αποτελεί ανάµνηση των µοναστηριών ή του µεγάλου µοναστηριού της Υπεραγίας Θεοτόκου της Κατακεκρυωµένης ή άλλου µεγάλου µοναστηριού και οι πληθυσµοί τους προήλθαν από συνάθροιση των ανθρώπων της περιοχής (τους οποίους ο Κάλλιστος στον Βίο Γρηγορίου χαρακτηρίζει «απηγριωµένους και θηριώδεις» και τους οποίους ο Γρηγόριος µε την παρουσία του «εις το ηµερώτερον µετεσκεύασε και ποιµένας εν ταπεινοτέρω κατέστησε σχήµατι»,) που δούλευαν στις µεγάλες εκτάσεις και στα εργαστήρια των µοναστηριών.
Γενικά όµως το πρόβληµα του ακριβούς προσδιορισµού των Παρορίων και των µοναστηριών που ίδρυσε ο Γρηγόριος Σιναΐτης εξακολουθεί να υπάρχει.
Πολλές πάντως γνώµες σηµαντικών µελετητών, µεταξύ των οποίων και του τσέχου γεωγράφου Κ. Jireček, συγκλίνουν προς την παραπάνω άποψη.
Επιπλέον την άποψη αυτή µπορούν να ενισχύσουν:
α) η γειτνίαση του µοναστηριώτικου βουνού µε την τάφρο της Ερκεσίας ή αλλιώς Μεγάλη Τάφρο ή Μεγάλη Σούδα (την οποία και σήµερα επιδεικνύουν οι κάτοικοι του Γκενεράλ Ίνζοβο), δεδοµένου ότι ο Γρηγόριος Σιναΐτης ήθελε να κτίσει τις µονές ανάµεσα σε Έλληνες και Βούλγαρους, β) η ύπαρξη οχυρωµατικού πύργου (καλές) στη µεσαία και ψηλότερη κορυφή του µοναστηριώτικου βουνού, απ’ όπου και η µέχρι σήµερα ονοµασία της Καλέ Μπαΐρ (οι άλλες δύο είναι Τρανή Πέτρα στα δυτικά και Μεσέ Μπαΐρ στα ανατολικά, τοπωνύµια που και σήµερα είναι γνωστά στους βούλγαρους βοσκούς της περιοχής, όπως ο ίδιος διαπίστωσα), όπως αναφέρεται σε κώδικα του 15ου αι. και συντρίµια του οποίου µνηµονεύουν οι παλαιότεροι πληροφορητές και γ) το πολύ κρύο κλίµα που επικρατεί στο βουνό (Κατακεκρυωµένον όρος) και στην περιοχή του. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος ο Γρηγόριος (Βίος Ρωµύλου) «άτε του τόπου εκείνου καθ’ υπερβολήν ψυχροτάτου όντος, ως και τα ύδατα εις λίθου αντιτυπίαν µεταβαλέσθαι τη υπερβολή της πήξεως· η τε χιών και µέχρι του απριλλίου µηνός πολλάκις ή και προς άλυτος διαµένει»
Ενδεχοµένως και το σηµερινό τοπωνύµιο της πολύ κοντινής ορεινής τοποθεσίας Pirgulja βορειοδυτικά της Τρανής Πέτρας να σχετίζεται µε παλιές οχυρώσεις των
παροριακών µονών.
Τα µοναστήρια εγκαταλείφτηκαν οριστικά περίπου το 1360 εξαιτίας των συχνών, όπως φαίνεται, ληστρικών επιδροµών (κυρίως των Τούρκων), που πιθανόν να σχετίζονται µε την προέλαση των Τούρκων στη Θράκη, ενώ οι µοναχοί πριν τα εγκαταλείψουν ειδοποιηµένοι από το φρούραρχο του Σκοπέλου, βυζαντινό φρούριο στον Μικρό Αίµο (Στράντζα), έκαψαν τον πύργο της µονής και κατέφυγαν άλλοι (Έλληνες) στον Άθω και άλλοι (Σλάβοι) στις παραδουνάβιες χώρες. Τα πολλά αγιώνυµα τοπωνύµια (Άγιος Γεώργιος, Άγιος Αθανάσιος, Προφήτης Ηλίας, Άγιος Χριστόφορος, Σωτήρος) µαρτυρούν την ύπαρξη ησυχαστηρίων ενώ η παλιά εκκλησία του Μεγάλου Μοναστηρίου, πριν ξανακτιστεί από τα θεµέλια το 1893, ήταν βυζαντινής τοιχοδοµίας και χωµένη η µισή στο έδαφος όταν επισκέφτηκε το χωριό ο τσέχος ιστορικογεωγράφος K. Jirecek (Αποστολίδης1940).
Οι καλλιεργήσιµες εκτάσεις και τα βοσκοτόπια δόθηκαν πιθανότατα στους ντόπιους κατοίκους. Έτσι µπορούν να εξηγηθούν οι πολύ µεγάλες εκτάσεις που κατείχαν τα χωριά αυτά, συγκεκριµένα 43.000 καλλιεργήσιµη έκταση, 86.000 δασική έκταση και βοσκοτόπια, συνολικά 129.000 στρέµµατα είχε το Μεγάλο Μοναστήρι(Τερζίδης 1980). Αξιοσηµείωτο επίσης και πιθανόν σχετικό µε τα παραπάνω είναι το γεγονός ότι ο ηγούµενος της ιστορικής µονής της Αγίας Τριάδας στο Καβακλί, που ήταν κοσµικός ιερέας, όχι µοναχός εγγεγραµµένος στο µοναχολόγιο της µονής, προερχόταν πάντα από το Μεγάλο Μοναστήρι και διοριζόταν από τα γύρω χωριά για να διαχειρίζεται τις τύχες και τα οικονοµικά της µονής.
Το 1900, κατά την επίσκεψη του έλληνα προξένου Φιλιππούπολης ∆ηµητρίου Πανά µε εντολή του υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας Άθω Ρωµάνου µε σκοπό να έχει η ελληνική πολιτεία πλήρη εικόνα της κατάστασης στην επαρχία Καβακλί, το χωριό είχε 1700 κατοίκους (320 οικογένειες, όλες ελληνικές) και διατηρούσε δηµοτικό πεντατάξιο δηµοτικό σχολείο µε 182 μαθητές και έναν δάσκαλο, όπως επίσης και παρθεναγωγείο µε 80 µαθήτριες και µία δασκάλα. Τα σχολεία αυτά τα έκλεισαν αυθαίρετα οι Βούλγαροι τον Νοέµβριο του 1901 ως αντίποινα για την απόδοση του µοναστηριού της Αγίας Τριάδας του Καβακλί στους Έλληνες..
Το Μικρό Μοναστήρι (ή Αρβανίτες) θεωρείται νεότερο χωριό, που αποικίστηκε από Μεγαλοµοναστηριώτες και πιθανότατα δέχτηκε και κάποιον αριθµό οικογενειών από τα µέρη της Ηπείρου και ενδείξεις γι’ αυτό αποτελούν κάποια επώνυµα (π.χ. ∆εληµπούρας} και που ενδεχοµένως δικαιολογεί και το παρωνύµιό του. Το 1900 είχε σχολείο µε 90 µαθητές και δύο δασκάλους..
-------------------------------
{1}
Πρόκειται για τετράστιχη αναθηµατική επιγραφή στον Φοίβο πάνω σε µαρµάρινη στήλη σχήµατος βωµού. Η αποκαταστηµένη µορφή, όπως τη δηµοσιεύει ο Κ.Μ. Αποστολίδης είναι:
«Τόνδε ποτέ ἱδρύσαντο Θεῷ <π>ερικαλλεῖ Φοίβῳ
Ἀπ<ο>λλωνίς <ἠδέ> κασίγνητοι, παῖδες Αὐλουζένεω.
<Ἔσκε δέ> τῶν πατρῶος ἀνά Σαπαϊκήν ἐρίβωλον,
<α>ὐτ<άρ> οἱ στήσαντο κατά χθόνα ∆ωδοπάροιο»
που σηµαίνει: «Αυτόν εδώ (ενν. τον βωµό) εγκαθίδρυσαν κάποτε αφιερωµένο στον Θεό, τον πανέµορφο Φοίβο, η Απολλωνίς και οι αδερφοί της, παιδιά του Αυλοζένη. Ήταν δικός τους πατρικός στην εύφορη Σαπαϊκή (η παραθαλάσσια πεδιάδα της ∆. Θράκης) και µετά αυτοί τον έστησαν στη γη της ∆ωδοπάρου».
----------------------------------------------------
{Το γλωσσικό ιδίωμα των Μοναστηριωτών περιοχής Καβακλί Ανατολικής Ρωμυλίας } -Αλμπανούδης Παύλος
--------------------------------------------------------------------------
H περιοχή του Μεγάλου Μοναστηρίου φαίνεται ότι κατοικούνταν από πολύ παλιά. Ο δάσκαλος στην περιοχή Μιλτιάδης Λουλουδόπουλος (1903:ε΄) χαρακτηρίζει το
Μεγάλο Μοναστήρι «αρχαιότατον». Τη γνώµη αυτή τη στηρίζει στο πλήθος των ευρηµάτων καθώς και σε αρχαία µαρµάρινη στήλη {1}που βρέθηκε στη θέση ‘‘Μάρµαρο’’ στο Μεγάλο Μοναστήρι και στη συνέχεια εντοιχίστηκε σε τοίχο της εκκλησίας. Αργότερα «αποτειχισθείσα» µεταφέρθηκε στη Φιλιππούπολη και βρίσκεται σήµερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της (Μέγας 1911).
Την επιγραφή της στήλης δηµοσίευσε για πρώτη φορά ο ανατολικορωµυλιώτης αρχαιολόγος Χρ. Τσούντας στα τέλη του 19ου αι. στην εφηµερίδα ‘‘Φιλιππούπολις’’, ενώ το 1901 ο καθηγητής των Ζαριφείων ∆ιδασκαλείων της Φιλιππούπολης Μ. Αποστολίδης την ξαναδηµοσίευσε αποκαταστηµένη στις ‘‘Ειδήσεις του Αίµου’’. Επανέρχεται σ’ αυτήν στη µελέτη του ‘Επιγραφαί Φιλιππουπόλεως και των περί αυτήν’ (Αποστολίδης 1935).
Στα µέρη αυτά τοποθετείται η αρχαία πόλη ∆ωδόπαρος που αναφέρεται στην επιγραφή.
Το έθιµο της θυσίας ταύρου (κουρµπάν΄) που γινόταν κάθε χρόνο στο Μεγάλο Μοναστήρι και ο θρύλος ότι ο ταύρος αντικατέστησε τα πολύ παλιά χρόνια ιερό θεόσταλτο ελάφι που ερχόταν κάθε χρόνο να θυσιαστεί αποτελούν κατά τον Σ. Κυριακίδη (1917:197) στοιχεία προχριστιανικής λατρείας.
Η πρώτη µαρτυρία για την περιοχή ανάγεται στις αρχές του 14ου αι. Κατά τη βασιλεία του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328) η ευρύτερη περιοχή έγινε κέντρο ησυχαστών µε την ίδρυση µοναστηριών, σκητών και ησυχαστηρίων.
Η άνθηση του µοναχισµού στην περιοχή έχει πιθανόν σχέση µε την εµφύλια διαµάχη ανάµεσα στους οπαδούς του ησυχασµού (Γρηγόριος Παλαµάς) και τους αντιπάλους τους, που ταλαιπώρησε τα χρόνια αυτά τη βυζαντινή κοινωνία και έληξε µε το θρίαµβο και την καταξίωση του µοναχισµού στην Ανατολική Εκκλησία.
Τα µοναστήρια και τα ησυχαστήρια βρίσκονταν στα Παρόρια και γύρω από στη θέση Μεσοµήλιον, δηλ. στο µέσο των Μηλεώνων .
Ανάµεσα στις µονές προεξάρχουσα θέση είχε η Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου της Κατακεκρυωµένης (Bees 1939) στο Κατακεκρυωµένον όρος, την οποία δηµιούργησε και όπου µόνασε και θάφτηκε µετά τον θάνατό του ο ονοµαστός
ησυχαστής και δάσκαλος Γρηγόριος Σιναΐτης (περίπου 1265-1346), που συγκέντρωσε µεγάλο αριθµό ελλήνων, σέρβων και βουλγάρων µαθητών και του οποίου τον βίο έγραψε ο µαθητής του και µετέπειτα πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος (+1363).
Εκτιµάται (Αποστολίδης 1940) ότι η θέση Μεσοµήλ(ε)ιον βρίσκεται στις νότιες υπώρειες του τρίκορφου βουνού (Μαναστήρ Μπαΐρ, σηµ. Manastirski Văzvishenija) όπου βρίσκεται το Μεγάλο Μοναστήρι, το όνοµα του οποίου αποτελεί ανάµνηση των µοναστηριών ή του µεγάλου µοναστηριού της Υπεραγίας Θεοτόκου της Κατακεκρυωµένης ή άλλου µεγάλου µοναστηριού και οι πληθυσµοί τους προήλθαν από συνάθροιση των ανθρώπων της περιοχής (τους οποίους ο Κάλλιστος στον Βίο Γρηγορίου χαρακτηρίζει «απηγριωµένους και θηριώδεις» και τους οποίους ο Γρηγόριος µε την παρουσία του «εις το ηµερώτερον µετεσκεύασε και ποιµένας εν ταπεινοτέρω κατέστησε σχήµατι»,) που δούλευαν στις µεγάλες εκτάσεις και στα εργαστήρια των µοναστηριών.
Γενικά όµως το πρόβληµα του ακριβούς προσδιορισµού των Παρορίων και των µοναστηριών που ίδρυσε ο Γρηγόριος Σιναΐτης εξακολουθεί να υπάρχει.
Πολλές πάντως γνώµες σηµαντικών µελετητών, µεταξύ των οποίων και του τσέχου γεωγράφου Κ. Jireček, συγκλίνουν προς την παραπάνω άποψη.
Επιπλέον την άποψη αυτή µπορούν να ενισχύσουν:
α) η γειτνίαση του µοναστηριώτικου βουνού µε την τάφρο της Ερκεσίας ή αλλιώς Μεγάλη Τάφρο ή Μεγάλη Σούδα (την οποία και σήµερα επιδεικνύουν οι κάτοικοι του Γκενεράλ Ίνζοβο), δεδοµένου ότι ο Γρηγόριος Σιναΐτης ήθελε να κτίσει τις µονές ανάµεσα σε Έλληνες και Βούλγαρους, β) η ύπαρξη οχυρωµατικού πύργου (καλές) στη µεσαία και ψηλότερη κορυφή του µοναστηριώτικου βουνού, απ’ όπου και η µέχρι σήµερα ονοµασία της Καλέ Μπαΐρ (οι άλλες δύο είναι Τρανή Πέτρα στα δυτικά και Μεσέ Μπαΐρ στα ανατολικά, τοπωνύµια που και σήµερα είναι γνωστά στους βούλγαρους βοσκούς της περιοχής, όπως ο ίδιος διαπίστωσα), όπως αναφέρεται σε κώδικα του 15ου αι. και συντρίµια του οποίου µνηµονεύουν οι παλαιότεροι πληροφορητές και γ) το πολύ κρύο κλίµα που επικρατεί στο βουνό (Κατακεκρυωµένον όρος) και στην περιοχή του. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος ο Γρηγόριος (Βίος Ρωµύλου) «άτε του τόπου εκείνου καθ’ υπερβολήν ψυχροτάτου όντος, ως και τα ύδατα εις λίθου αντιτυπίαν µεταβαλέσθαι τη υπερβολή της πήξεως· η τε χιών και µέχρι του απριλλίου µηνός πολλάκις ή και προς άλυτος διαµένει»
Ενδεχοµένως και το σηµερινό τοπωνύµιο της πολύ κοντινής ορεινής τοποθεσίας Pirgulja βορειοδυτικά της Τρανής Πέτρας να σχετίζεται µε παλιές οχυρώσεις των
παροριακών µονών.
Τα µοναστήρια εγκαταλείφτηκαν οριστικά περίπου το 1360 εξαιτίας των συχνών, όπως φαίνεται, ληστρικών επιδροµών (κυρίως των Τούρκων), που πιθανόν να σχετίζονται µε την προέλαση των Τούρκων στη Θράκη, ενώ οι µοναχοί πριν τα εγκαταλείψουν ειδοποιηµένοι από το φρούραρχο του Σκοπέλου, βυζαντινό φρούριο στον Μικρό Αίµο (Στράντζα), έκαψαν τον πύργο της µονής και κατέφυγαν άλλοι (Έλληνες) στον Άθω και άλλοι (Σλάβοι) στις παραδουνάβιες χώρες. Τα πολλά αγιώνυµα τοπωνύµια (Άγιος Γεώργιος, Άγιος Αθανάσιος, Προφήτης Ηλίας, Άγιος Χριστόφορος, Σωτήρος) µαρτυρούν την ύπαρξη ησυχαστηρίων ενώ η παλιά εκκλησία του Μεγάλου Μοναστηρίου, πριν ξανακτιστεί από τα θεµέλια το 1893, ήταν βυζαντινής τοιχοδοµίας και χωµένη η µισή στο έδαφος όταν επισκέφτηκε το χωριό ο τσέχος ιστορικογεωγράφος K. Jirecek (Αποστολίδης1940).
Οι καλλιεργήσιµες εκτάσεις και τα βοσκοτόπια δόθηκαν πιθανότατα στους ντόπιους κατοίκους. Έτσι µπορούν να εξηγηθούν οι πολύ µεγάλες εκτάσεις που κατείχαν τα χωριά αυτά, συγκεκριµένα 43.000 καλλιεργήσιµη έκταση, 86.000 δασική έκταση και βοσκοτόπια, συνολικά 129.000 στρέµµατα είχε το Μεγάλο Μοναστήρι(Τερζίδης 1980). Αξιοσηµείωτο επίσης και πιθανόν σχετικό µε τα παραπάνω είναι το γεγονός ότι ο ηγούµενος της ιστορικής µονής της Αγίας Τριάδας στο Καβακλί, που ήταν κοσµικός ιερέας, όχι µοναχός εγγεγραµµένος στο µοναχολόγιο της µονής, προερχόταν πάντα από το Μεγάλο Μοναστήρι και διοριζόταν από τα γύρω χωριά για να διαχειρίζεται τις τύχες και τα οικονοµικά της µονής.
Το 1900, κατά την επίσκεψη του έλληνα προξένου Φιλιππούπολης ∆ηµητρίου Πανά µε εντολή του υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας Άθω Ρωµάνου µε σκοπό να έχει η ελληνική πολιτεία πλήρη εικόνα της κατάστασης στην επαρχία Καβακλί, το χωριό είχε 1700 κατοίκους (320 οικογένειες, όλες ελληνικές) και διατηρούσε δηµοτικό πεντατάξιο δηµοτικό σχολείο µε 182 μαθητές και έναν δάσκαλο, όπως επίσης και παρθεναγωγείο µε 80 µαθήτριες και µία δασκάλα. Τα σχολεία αυτά τα έκλεισαν αυθαίρετα οι Βούλγαροι τον Νοέµβριο του 1901 ως αντίποινα για την απόδοση του µοναστηριού της Αγίας Τριάδας του Καβακλί στους Έλληνες..
Το Μικρό Μοναστήρι (ή Αρβανίτες) θεωρείται νεότερο χωριό, που αποικίστηκε από Μεγαλοµοναστηριώτες και πιθανότατα δέχτηκε και κάποιον αριθµό οικογενειών από τα µέρη της Ηπείρου και ενδείξεις γι’ αυτό αποτελούν κάποια επώνυµα (π.χ. ∆εληµπούρας} και που ενδεχοµένως δικαιολογεί και το παρωνύµιό του. Το 1900 είχε σχολείο µε 90 µαθητές και δύο δασκάλους..
-------------------------------
{1}
Πρόκειται για τετράστιχη αναθηµατική επιγραφή στον Φοίβο πάνω σε µαρµάρινη στήλη σχήµατος βωµού. Η αποκαταστηµένη µορφή, όπως τη δηµοσιεύει ο Κ.Μ. Αποστολίδης είναι:
«Τόνδε ποτέ ἱδρύσαντο Θεῷ <π>ερικαλλεῖ Φοίβῳ
Ἀπ<ο>λλωνίς <ἠδέ> κασίγνητοι, παῖδες Αὐλουζένεω.
<Ἔσκε δέ> τῶν πατρῶος ἀνά Σαπαϊκήν ἐρίβωλον,
<α>ὐτ<άρ> οἱ στήσαντο κατά χθόνα ∆ωδοπάροιο»
που σηµαίνει: «Αυτόν εδώ (ενν. τον βωµό) εγκαθίδρυσαν κάποτε αφιερωµένο στον Θεό, τον πανέµορφο Φοίβο, η Απολλωνίς και οι αδερφοί της, παιδιά του Αυλοζένη. Ήταν δικός τους πατρικός στην εύφορη Σαπαϊκή (η παραθαλάσσια πεδιάδα της ∆. Θράκης) και µετά αυτοί τον έστησαν στη γη της ∆ωδοπάρου».
----------------------------------------------------
{Το γλωσσικό ιδίωμα των Μοναστηριωτών περιοχής Καβακλί Ανατολικής Ρωμυλίας } -Αλμπανούδης Παύλος
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου