ΕΠΟΙΚΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ

 ΕΠΟΙΚΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ*



 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡ. ΧΑΡΙΖΑΝΗΣ

 Η Βυζαντινή αυτοκρατορία ως συνέχεια της Ρωμαϊκής, με χαρακτηριστικά συστατικά στοιχεία τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και τη χριστιανική πίστη, θεωρούσε πρωταρχική αποστολή της τη διαφύλαξη και διατήρηση των συνόρων που κληρονόμησε από το ρωμαϊκό imperium1 . Βέβαια στο πέρασμα των αιώνων, τα σύνορα αυτά δεν έμειναν τα ίδια, αλλά μεταβλήθηκαν. Λαοί εχθρικοί προς το Βυζάντιο πραγματοποιούσαν κατά καιρούς επιδρομές, λεηλατούσαν, κατακτούσαν και απέκοπταν περιοχές του, προξενώντας μεγάλες ή μικρές εδαφικές απώλειες. Σε άλλες περιπτώσεις, οι λαοί αυτοί εκμεταλλεύονταν την αδυναμία ή την ανοχή του Βυζαντινού κράτους, προχωρούσαν σε εγκαταστάσεις στα εδάφη του, δέχονταν την επικυριαρχία του βυζαντινού αυτοκράτορα, εντάσσονταν στο βυζαντινό διοικητικό σύστημα και αν όλα εξελίσσονταν ομαλά, με την πάροδο του χρόνου, αφομοιώνονταν. Άλλοτε πάλι το Βυζαντινό κράτος επέτρεπε – ύστερα από συμφωνία (συνθήκη) – την εγκατάσταση τέτοιων αλλόφυλων πληθυσμών στα εδάφη του, γιατί είχε ανάγκη από αγροτικά χέρια, προκειμένου να καλλιεργηθούν χέρσες και εγκαταλελειμμένες γαίες. Σε εδάφη της αυτοκρατορίας εγκαθίσταντο όχι μόνο ξένοι και αλλόφυλοι, αλλά κατά καιρούς και υπήκοοι του κράτους, όταν αποφάσιζε η κεντρική εξουσία να μετοικίσει υποχρεωτικά εγχώριους πληθυσμούς, από μία περιοχή σε μία άλλη, προκειμένου να τονώσει πληθυσμιακά περιοχές που είχαν πληγεί από εχθρικές επιδρομές ή άλλες αιτίες (π.χ. λοιμούς και επιδημίες). Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, ο χώρος της Θράκης, με την ευρύτερη έννοια της πρωτοβυζαντινής διοικήσεως Θράκης (dioecesis Thraciae), είχε (ήδη  από τη ρωμαϊκή εποχή) ως βόρειο σύνορο τον ποταμό Δούναβη (Ίστρο), ο οποίος ήταν συγχρόνως και το βόρειο σύνορο (limes) του Βυζαντινού κράτους2 . Ο χώρος αυτός επηρεάσθηκε από τη λεγόμενη μετανάστευση των λαών3 και δέχθηκε αλλεπάλληλα κύματα ξένων εισβολέων. Τον 4ο αιώνα στην περιοχή του Δούναβη επικίνδυνος αντίπαλος για το Βυζάντιο ήταν τα γερμανικά φύλα των Γότθων. Ο αυτοκράτορας Ουάλης ή Βάλης (364-378) έδωσε τη δυνατότητα στους Γότθους (Βησιγότθους) που τους πίεζαν από το βορρά οι Ούννοι να εγκατασταθούν στην περιοχή νότια του Δούναβη, στα βόρεια της θρακικής διοικήσεως. Όμως οι Γότθοι λεηλατούσαν τα γειτονικά εδάφη της αυτοκρατορίας και δημιουργούσαν προβλήματα στο κράτος. Ο αυτοκράτορας έσπευσε από το περσικό μέτωπο για να τους αντιμετωπίσει και στη μάχη που έγινε στις 9 Αυγούστου του 378 στην πεδιάδα της Αδριανούπολης, ο βυζαντινός στρατός ηττήθηκε, ενώ ο Ουάλης βρήκε το θάνατο στο πεδίο της μάχης4 . Ο διάδοχος του Ουάλη, αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας (379-395) ακολούθησε διαφορετική τακτική απέναντι στο γοτθικό ζήτημα και προτίμησε την πολιτική της ειρηνικής συμβίωσης. Υπέγραψε με τους Γότθους συνθήκη (foedus) το 382 και επέτρεψε στους Βησιγότθους να εγκατασταθούν στη θρακική επαρχία της Κάτω Μοισίας (Moesia inferior, secunda), μεταξύ του Αίμου (σημ. Stara Planina) και του Δούναβη. Ως φοιδεράτοι (foederati) οι Γότθοι απολάμβαναν φορολογικής ατέλειας και σε αντάλλαγμα είχαν την υποχρέωση να συμβάλλουν στην άμυνα της αυτοκρατορίας, εντασσόμενοι στις βυζαντινές στρατιωτικές δυνάμεις5 . Ο ρήτορας και πολιτικός Θεμίστιος (317-388) σε έναν από τους λόγους του το 383 πανηγυρίζει για την πολιτική του Μεγάλου Θεοδοσίου, διότι η Θράκη με τον  τρόπο αυτόν αντί να γεμίσει νεκρούς και πτώματα, γέμισε με ειρηνικούς γεωργούς, που καλλιεργούσαν τη χέρσα γη, καθώς οι Γότθοι χρησιμοποιούσαν το μέταλλο των ξιφών και των θωράκων για να φτιάξουν δικέλλες και δρεπάνια6 . Όμως η αθρόα είσοδος βαρβάρων στο βυζαντινό στρατό (που ενισχύθηκε και έγινε περισσότερο αξιόμαχος), καθώς και κατ’ επέκταση στην κρατική διοίκηση, όπου συχνά Γότθοι καταλάμβαναν ανώτατες θέσεις, προκάλεσε έντονη αντίδραση και ένα ισχυρό αντιγοτθικό ρεύμα στη βυζαντινή πρωτεύουσα7 . Από την άλλη πλευρά συχνές ήταν οι εξεγέρσεις και οι λεηλασίες των Γότθων στη Θράκη. Τελικά η αυτοκρατορία απαλλάχθηκε από τον γερμανικό κίνδυνο στρέφοντας τους Γότθους προς τη Δύση8 . Κατά το α΄ μισό του 5ου αιώνα και κυρίως στη δεκαετία μετά το 440, το Βυζάντιο δοκιμάσθηκε από έναν νέο σοβαρό εξωτερικό κίνδυνο, τους Ούννους, που με αρχηγό τον Αττίλα, λεηλάτησαν και ερήμωσαν όχι μόνο τη Θράκη, αλλά ολόκληρη τη χερσόνησο του Αίμου. Ο θάνατος του Αττίλα το 453 απάλλαξε οριστικά τη Βυζαντινή αυτοκρατορία από τον ουννικό κίνδυνο9 . Οι Ούννοι διαλύθηκαν και διασκορπίσθηκαν προς την κεντρική Ευρώπη, ενώ μικρότερες ομάδες ουννικών φύλων μαζί με τα γερμανικά φύλα των Ρούγων και των Σκίρων υποτάχθηκαν στον αυτοκράτορα Μαρκιανό (450-457) και εγκαταστάθηκαν στη διοίκηση Θράκης10 . Δεν είχε πλήρως ολοκληρωθεί η μεγάλη μετανάστευση των γερμανικών φύλων, όταν νέοι εχθρικοί λαοί εμφανίσθηκαν στο βόρειο σύνορο της αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερη σοβαρότητα είχε η κάθοδος των Σλάβων, οι οποίοι από την εποχή του Ιουστινιανού (527-565), τον 6ο αιώνα, έκαναν συχνά επιδρομές στη χερσόνησο του Αίμου11 . Οι Σλάβοι δεν αρκέσθηκαν μόνο σε επιδρομές και λεηλασίες, αλλά προχώρησαν κατά τα τέλη του 6ου και κυρίως στις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα σε μόνιμες εγκαταστάσεις σε εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, δημιουργώντας τις λεγόμενες σκλαβηνίες12 . Ειδικότερα, την εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641), σλαβικά φύλα, υπό την πίεση των Αβάρων, εισέβαλαν στη διοίκηση Θράκης και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στις επαρχίες της Κάτω Μοισίας και Μικράς Σκυθίας. Επρόκειτο πιθανότατα για τὰς λεγομένας ἑπτὰ γενεάς και τους Σεβέρεις, που υποτάχθηκαν αργότερα στους Βουλγάρους13 . Άλλο γνωστό σλαβικό φύλο  που ήταν εγκατεστημένο στη Θράκη ήταν οι Σμολαίνοι ή Σμολιάνοι, οι οποίοι ζούσαν στην περιοχή της κοιλάδας του άνω Άρδα και του μέσου-άνω Νέστου, στην οροσειρά της δυτικής Ροδόπης, όπου υπάρχει μέχρι σήμερα η πόλη Smoljan στη νότια Βουλγαρία14 . Τα σλαβικά φύλα (οι λεγόμενες Επτά γενεές και οι Σεβέρεις), που βρίσκονταν ήδη μεταξύ της οροσειράς του Αίμου και του ποταμού Δούναβη, υποτάχθηκαν – όπως αναφέραμε– σε νέους εισβολείς, που έκαναν την εμφάνισή τους στην περιοχή κατά το β΄ μισό του 7ου αιώνα, τους Βουλγάρους. Οι Βούλγαροι, λαός ασιατικός, νομαδικός, ουννικής ή τουρκικής καταγωγής15 , αφού αποτίναξαν την εξουσία των Αβάρων και κέρδισαν την ελευθερία τους, δημιούργησαν με επικεφαλής τον Κοβράτο ή Κροβάτο, κατά το α΄ μισό του 7ου αιώνα, τη λεγόμενη Μεγάλη ή Παλαιά Βουλγαρία στην περιοχή βόρεια της Μαιώτιδας λίμνης (Αζοφικής θάλασσας) 16 . Στη συνέχεια ένα τμήμα τους υπό τον Ασπαρούχ (635/640-700) μετακινήθηκε και εγκαταστάθηκε στον Όγλο, τοποθεσία ανάμεσα στις εκβολές του Δούναβη και τον ποταμό Δνείπερο, από όπου διενεργούσε επιδρομές σε βυζαντινά εδάφη17 . Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Δ΄ Πωγωνάτος (668-685) επιχείρησε να σταματήσει τους Βουλγάρους, όμως στην εκστρατεία που πραγματοποίησε το 680 στην περιοχή των εκβολών του Δούναβη, ο βυζαντινός στρατός ηττήθηκε και υποχώρησε. Ο αυτοκράτορας αναγκάσθηκε ἐπ’ αἰσχύνῃ Ῥωμαίων να συνθηκολογήσει με αυτό τὸ μυσαρὸν καὶ νεοφανὲς ἔθνος και να καταβάλλει ετήσια πάκτα (= χορηγίες).  Έτσι οι Βούλγαροι βρήκαν την ευκαιρία, εγκαταστάθηκαν μεταξύ της οροσειράς του Αίμου και του ποταμού Δούναβη, δηλαδή στις επαρχίες της Μικράς Σκυθίας και Κάτω Μοισίας της διοικήσεως Θράκης, υπέταξαν –όπως αναφέραμε– τα εκεί πολυαριθμότερα σλαβικά φύλα και έθεσαν τις βάσεις για την ίδρυση ενός σλαβοβουλγαρικού κράτους, του λεγόμενου Α΄ Βουλγαρικού, το οποίο οι Βυζαντινοί υποχρεώθηκαν να αναγνωρίσουν το 68118 . Υπήρξαν ο πιο επικίνδυνος αντίπαλος για το Βυζάντιο στη χερσόνησο του Αίμου, αλλά συγχρόνως και ο πιο πιστός μιμητής του, ιδιαίτερα μετά τον εκχριστιανισμό τους το 86419 . Ό,τι απέμεινε από την άλλοτε θρακική διοίκηση, δηλαδή τα εδάφη νότια της οροσειράς του Αίμου οργανώθηκαν από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία στρατιωτικά, στο θέμα Θράκης (680-687), το οποίο αργότερα διαιρέθηκε και σε μικρότερα θέματα20 . Το Α΄ Βουλγαρικό κράτος καταλύθηκε το 971 από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή (969-976)21 , ενώ το κράτος που δημιούργησε ο τσάρος Σαμουήλ τα αμέσως επόμενα χρόνια, υποτάχθηκε πλήρως το 1018 στον αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ Βουλγαροκτόνο (976-1025)22 . Τότε τα σύνορα της αυτοκρατορίας έφθασαν και πάλι ως τον Δούναβη. Περί τα μέσα περίπου του 11ου αιώνα ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος (1042-1055) έδωσε την άδεια σε ένα τμήμα ενός λαού νομαδικού, τουρκικής καταγωγής, που βρισκόταν ήδη στο βόρειο σύνορο της αυτοκρατορίας, τους Πετσενέγους ή Πατζινάκες, υπό τον φύλαρχο Κεγένη, να εγκατασταθεί σε βυζαντινά εδάφη κοντά στον ποταμό Δούναβη (1046). Ο Κεγένης, ο οποίος έλαβε τον  τίτλο του πατρικίου, καθώς και οι ομόφυλοί του βαπτίσθηκαν χριστιανοί23 . Επιπλέον, γενικότερα σε περιοχές της χερσονήσου του Αίμου, αλλά και στη Θράκη κατοικούσε και ένας άλλος ποιμενικός, νομαδικός λαός, που για πρώτη φορά μνημονεύεται το 976 από τον Ιωάννη Σκυλίτζη, οι γνωστοί Βλάχοι24 . Οι συγκεκριμένοι ήταν πιθανόν εκλατινισμένοι Θράκες, οι οποίοι κάτω από την πίεση των Σλάβων και των Βουλγάρων μετακινήθηκαν από τις αρχικές τους εστίες (πριν από τον 10ο αιώνα) προς τις ορεινές περιοχές της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας25 . Η ονομασία Βλάχοι δεν είχε μόνο φυλετικό χαρακτήρα, αλλά σήμαινε γενικά τις ποιμενικές φυλές. Κατά τα τέλη του 12ου αιώνα ονόμαζαν, εκτός των άλλων, Βλάχους τους κατοίκους της παλαιάς επαρχίας Μοισίας, δηλαδή του Παριστρίου θέματος, μεταξύ του Δούναβη και της οροσειράς του Αίμου26 . Στην ίδρυση του Β΄ Βουλγαρικού κράτους το 1185, στην περιοχή νότια του Δούναβη, εκτός από τους Βουλγάρους, έπαιξαν ρόλο και οι Βλάχοι, αλλά και οι Κου-μάνοι, ένας τουρκόφωνος, τουρανικός λαός που στο β΄ μισό του 11ου αιώνα και τον 12ο αιώνα πραγματοποιούσε επιδρομές και λεηλασίες στη χερσόνησο του Αίμου και ειδικότερα στη Θράκη27 . Αργότερα, από τα μέσα του 14ου αιώνα οι Οθωμανοί Τούρκοι, αφού κατέλαβαν το 1354 την Καλλίπολη, άρχισαν την κατάκτηση της Θράκης και την εγκατάστασή τους στην περιοχή28 , όπως και σε άλλες βυζαντινές περιοχές και σε έναν περίπου αιώνα, το 1453, εκπόρθησαν και την πρωτεύουσα του Βυζαντίου, την Κωνσταντινούπολη. Εκτός από την εγκατάσταση αλλοεθνών πληθυσμών, στη Θράκη έγιναν κατά καιρούς για διάφορους λόγους με αποφάσεις της κεντρικής εξουσίας και υποχρεωτικοί εποικισμοί και μετεγκαταστάσεις πληθυσμών, που ήταν υπήκοοι της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ή προέρχονταν από παραμεθόριες περιοχές της. Όταν ο Αναστάσιος Α΄ (491-518), ύστερα από σκληρό αγώνα, έκαμψε οριστικά το 498 την αντίσταση των Ισαύρων, ενός πολεμικού λαού από την ορεινή κεντρική Μ. Ασία, που είχε παίξει σπουδαίο ρόλο στα πολιτικά πράγματα στα χρόνια των προηγούμενων αυτοκρατόρων, του Ζήνωνα (476-491) και του Λέοντα Α΄ (457-474), ο αυτοκράτορας μετακίνησε και εγκατέστησε μαζικά στη διοίκηση Θράκης από τη Μ. Ασία μεγάλα πλήθη Ισαύρων, προκειμένου με αυτόν τον τρόπο να τους εξουδετερώσει29 . Έτσι απαλλάχθηκε ο Αναστάσιος από έναν εχθρό, ενώ συγχρόνως οι νέοι έποικοι, οι Ίσαυροι, ήταν χρήσιμοι στη Θράκη για την αντιμετώπιση των βαρβαρικών επιδρομών και για την καλλιέργεια της γης, καθώς είχε μειωθεί σημαντικά εκεί ο αριθμός των αγροτών. Την ίδια τακτική της μετακίνησης πληθυσμών ακολούθησε και ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος (582-602), ο οποίος, επειδή η χερσόνησος του Αίμου και ειδικότερα η Θράκη είχε ερημωθεί από τις επιδρομές των βαρβάρων στα τέλη του 6ου αιώνα, μετέφερε στην περιοχή πληθυσμούς από την Αρμενία30 .  Περί τα μέσα του 8ου αιώνα η Θράκη αντιμετώπιζε δημογραφικό πρόβλημα, τόσο εξαιτίας των Βουλγαρικών επιδρομών, όσο κυρίως λόγω του μεγάλου λοιμού που είχε πλήξει την περιοχή, όπως και άλλα μέρη της αυτοκρατορίας, το 746/7. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ (741-775) έλαβε αποφασιστικά μέτρα για την τόνωση του πληθυσμού. Την ίδια χρονιά (746) σε εκστρατεία του εναντίον των Αράβων στη βόρεια Συρία κατέλαβε τη Γερμανίκεια (σημ. Μαράς) και μετέφερε πολλούς αιρετικούς μονοφυσίτες Σύρους στη Θράκη31 . Επιπλέον, για να ενισχύσει αμυντικά την περιοχή απέναντι στους Βουλγάρους, ανοικοδόμησε τις πόλεις και τα κάστρα της Θράκης και εγκατέστησε σε αυτά το 756 Σύρους και Αρμένιους, που προέρχονταν από τις πόλεις της Μελιτηνής και της Θεοδοσιούπολης (Ερζερούμ), της ανατολικής Μ. Ασίας. Οι πληθυσμοί αυτοί ήταν αιρετικοί, μονοφυσίτες ή Παυλικιανοί32 . Όταν οι Βούλγαροι διαμαρτυρήθηκαν και ζήτησαν πάκτα (= χρηματικές χορηγίες) διὰ τὰ κτισθέντα κάστρα και μάλιστα επεχείρησαν ληστρική επιδρομή στη Θράκη, ο Κωνσταντίνος επιτέθηκε και τους έτρεψε σε φυγή33 . Η πολιτική της ενίσχυσης της Θράκης και των βορείων συνόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας με τη μεταφορά πληθυσμών (αιρετικών) από τη Μ. Ασία συνεχίσθηκε και στα χρόνια του Λέοντα Δ΄ του Χαζάρου (775-780), ο οποίος το 777/8 εγκατέστησε στη Θράκη Ιακωβίτες μονοφυσίτες Σύρους, προερχόμενους από την περιοχή της Γερμανίκειας, οι οποίοι συνεργάζονταν με τους Άραβες34 . Με τον εποικισμό τους ο Λέων θέλησε να εξουδετερώσει αυτόν τον κίνδυνο από την Ανατολή. Η ίδια πολιτική ακολουθήθηκε και στις αρχές του 9ου αιώνα, συγκεκριμένα το 806/7, όταν ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄ (802-811) για να ενισχύσει τον πληθυσμό της Θράκης, που είχε αραιώσει πάλι λόγω των Βουλγαρικών επιδρομών, αλλά και να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα, έλαβε μέτρα εποικισμού και μετέφερε στην περιοχή πληθυσμούς από τη Μ. Ασία πάντα προσήλυτον καὶ πάροικον35 . Αλλά και ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής (969-976), ύστερα από αίτημα του πατριάρχη Αντιοχείας Θεοδώρου, μετέφερε από τις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας τους Μανιχαίους (Παυλικιανούς), που διενεργούσαν εκεί προσηλυτισμό και τους εγκατέστησε το 974/5 στη Θράκη, στην περιοχή της Φιλιππούπολης (σημ. Plovdiv)36 . Η μετακίνηση τέτοιων αιρετικών πληθυσμών έκρυβε κινδύ-νους για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μπορεί οι πληθυσμοί αυτοί να ήταν ικανοί πολεμιστές και να συνέβαλαν (αρχικά) στην αποτελεσματική άμυνα του κράτους από το βορρά, συγχρόνως όμως ήταν απείθαρχοι, ασκούσαν προσηλυτιστική δράση, κακομεταχειρίζονταν τους εκεί ορθόδοξους πληθυσμούς και συνεργάζονταν με άλλους εχθρούς του Βυζαντίου, τους Πετσενέγους και Κουμάνους37 . Η Άννα Κομνηνή τονίζει χαρακτηριστικά ότι τὰ κύκλῳ Φιλιππουπόλεως πάντα ἦσαν αἱρετικοί38 , εννοώντας τους Μανιχαίους (Παυλικιανούς Βογόμιλους), τους Ιακωβίτες και τους Αρμένιους. Ο πατέρας της, αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός (1081- 1118) ανέλαβε δράση και το 1113/4, αφού πέρασε πρώτα από το μοναστικό κέντρο του Παπικίου39 , μετέβη στη Φιλιππούπολη, προκειμένου να έχει θεολογικές συζητήσεις με τους εκεί Μανιχαίους, με στόχο τη μεταστροφή τους στην ορθόδοξη πίστη. Πράγματι η αποστολή του στέφθηκε με επιτυχία, καθώς πολλοί αιρετικοί μεταστράφηκαν στην ορθοδοξία και βαπτίσθηκαν40 . Οι τρεις αρχηγοί τους (Κουλέοντας, Κούσινος και Φώλος) στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και τέθηκαν υπό περιορισμό41 . Νωρίτερα και ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος (976-1025) κατά τη διάρκεια του πολέμου εναντίον του τσάρου Σαμουήλ μετέφερε επανειλημ-μένα στη Θράκη (το 1003 και 1015) και συγκεκριμένα στην περιοχή του Βολερού, μεταξύ των ποταμών Νέστου και Έβρου, στη σημερινή Δυτική Θράκη, τους κατοίκους μακεδονικών φρουρίων που δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη, όπως για παράδειγμα των Βοδηνών (σημ. Έδεσσας), ή τις βουλγαρικές φρουρές κάστρων της Θεσσαλίας που κατακτούσε ο αυτοκρατορικός στρατός42 . Ανακεφαλαιωτικά θα λέγαμε τα ακόλουθα: 1. Ήταν πάγια η Βυζαντινή πολιτική μεταφοράς και εγκατάστασης πληθυσμών από μία περιοχή σε μία άλλη. 2. Η ανωτέρω εποικιστική πολιτική εξυπηρετούσε γενικότερους σκοπούς: τη δημογραφική πύκνωση του πληθυσμού, την κρατική ασφάλεια και άμυνα, την παγίωση της εσωτερικής κοινωνικής τάξης και τη θρησκευτική γαλήνη, την αγροτική και οικονομική πολιτική του Βυζαντίου, με την καλλιέργεια των χέρσων γαιών και την είσπραξη φόρων43 . 3. Ο μετακινούμενος πληθυσμός, ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για αλλοεθνή φύλα, παρέμενε συνήθως συμπαγής στη νέα του εγκατάσταση, ώστε να είναι πιο εύκολος ο έλεγχός του. Είχε την υποχρέωση στρατιωτικής συνδρομής και η αναγνώριση της βυζαντινής κυριαρχίας εκδηλωνόταν με την καταβολή ορισμένου φόρου. Το Βυζαντινό κράτος, ακολουθώντας τη ρωμαϊκή παράδοση, επεδίωκε, σε πνεύμα ανεκτικότητας44 , την ομαλή ένταξη των αλλόφυλων στην πολιτική και οικονομική ζωή, επιτρέποντας σε αυτούς τη διατήρηση της κοινωνικής τους οργάνωσης και των θρησκευτικών τους δοξασιών (για παράδειγμα ο εκχριστιανισμός των Σλάβων πραγματοποιήθη κε αιώνες μετά την εγκατάστασή τους στη Βυζαντινή επικράτεια). 4. Τέλος, οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας, κάτοικοι παραμεθόριων επαρχιών, υποχρεώνονταν σε μετεγκατάσταση σε άλλη περιοχή, όταν κρίνονταν επικίνδυνοι εξαιτίας του θρησκευτικού προσηλυτισμού που ασκούσαν ή της συνεργασίας τους με γειτονικούς λαούς-εχθρούς του Βυζαντίου (χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των αιρετικών Μανιχαίων-Παυλικιανών, που συνεργάζονταν με τους Άραβες) 45 .

Share on Google Plus

About kalimerisnikos

Author Details