Αύξηση ή Μείωση της Αγροτικής Παραγωγής;

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ*










Σε μια περίοδο κατά την οποία το έλλειμμα και οι πολιτικές αντιμετώπισης του είναι στην ημερήσια διάταξη για κυβέρνηση, δημόσιες υπηρεσίες και ΜΜΕ οι Έλληνες πολίτες θα περίμεναν δραστηριοποίηση των υπευθύνων για τη χάραξη πολιτικών στην κατεύθυνση της αύξησης της απασχόλησης και της παραγωγής με στόχο τη μείωση του ελλείμματος. Για να αυξηθεί όμως η παραγωγή πρέπει να υπάρχουν κίνητρα και εγγυήσεις για τους αγρότες ότι οι επιπλέον πόροι που αναγκαστικά θα διαθέσουν και η πιο επιμελημένη εργασία τους θα δώσουν ένα εισόδημα που θα εξασφαλίζει την αξιοπρεπή διαβίωση της οικογένειας και τη συνέχιση της παραγωγικής δραστηριότητας. Οι εγγυήσεις αυτές πρωταρχικά αφορούν τους τομείς: α) του ελέγχου των τιμών στα αγροτικά εφόδια (σπόροι, λιπάσματα, καύσιμα κ.λπ.), β)τιμών με βάση το κόστος για τα προϊόντα των παραγωγών που θα είναι γνωστές πριν από την έναρξη της καλλιεργητικής περιόδου, γ) των κινήτρων για την ανάπτυξη κλάδων της αγροτικής παραγωγής (π.χ. αιγοπροβατοτροφία) και δ) της πλήρους ασφαλιστικής κάλυψης.



Τι γίνεται όμως στην πράξη; Στην πράξη οι επιχειρήσεις παραγωγής εφοδίων οι οποίες δρουν ασύδοτα και αναδιανέμουν προς όφελος τους τον παραγόμενο από τους παραγωγούς - πελάτες τους πλούτο. Ένα παράδειγμα, το 2008 με την αύξηση των διεθνών τιμών του σιταριού οι λιπασματοβιομηχανίες προχώρησαν σε γενναίες αυξήσεις στα λιπάσματα ενόψει της νέας καλλιεργητικής περιόδου χωρίς να δικαιολογείται η αύξηση από αλλαγή των όρων παραγωγής τους. Το υπουργείο Εμπορίου απλώς ενέκρινε την αύξηση κλείνοντας τα μάτια στη σκοπιμότητα των επιχειρήσεων να απαλλοτριώσουν μέρος των αυξημένων εισοδημάτων των παραγωγών του σιταριού.



Στον τομέα των τιμών πώλησης των αγροτικών προϊόντων το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης οχυρώνεται πίσω από τις δεσμεύσεις της ΚΑΠ και αφήνει τους μεγαλέμπορους και τις μεγάλες επιχειρήσεις μεταποίησης αγροτικών προϊόντων να εκβιάζουν και να παρασύρουν τους μεμονωμένους αγρότες σε πώληση των προϊόντων τους σε εξευτελιστικές τιμές. Ενώ κλίνει τον νεολογισμό «διαβούλευση» σε όλες τις πτώσεις δεν μπαίνει στον κόπο να συζητήσει για παράδειγμα με τις βιομηχανίες για τα συμβόλαια που υπογράφουν με τους αγρότες καλλιεργητές βιομηχανικής ντομάτας.



Δεν αμφιβάλλουμε ότι το ζήτημα των τιμών απαιτεί αλλαγές με τις οποίες έχει πάρει διαζύγιο η νεοφιλελεύθερη πια κυβέρνηση του κ. Παπανδρέου. Ωστόσο, όταν ο περιορισμός τους ελλείμματος είναι επιτακτικός δεν πρέπει να αφήνει το υπουργείο τους ριζοπαραγωγούς, για παράδειγμα έρμαια στα παιχνίδια ενός διεθνούς «παίκτη» μεγαλέμπορου από τη μία και στην απροθυμία των μεγάλων σούπερ μάρκετ να συνεργασθούν με ίσους όρους με τους συνεταιρισμούς των παραγωγών για διάθεση του προϊόντος με δίκαιη τιμή. Πρέπει να συνειδητοποιήσει η κυβέρνηση ότι, όταν καίγεται για την κάλυψη των ελλειμμάτων, πρέπει να προσεγγίσει τη μεγάλη μάζα των μικρομεσαίων αγροτών που υπό ορισμένες συνθήκες μπορούν να πεισθούν να διαθέσουν από το υστέρημα τους για να αυξηθεί η ντόπια παραγωγή.



Αντί αυτού το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του μειώνει τον αριθμό των καλλιεργειών που μπορούν να επιλέξουν. Είναι χαρακτηριστική από αυτή την άποψη η συρρίκνωση της τευτλοκαλλιέργειας. Σε μια χώρα με ιδανικές συνθήκες για τευτλοκαλλιέργια η κυβέρνηση της Ν.Δ. έκλεισε δυο ζαχαρουργεία με αποτέλεσμα την εισαγωγή ζάχαρης από Βορειότερες χώρες, ενώ η σημερινή σχεδιάζει να πουλήσει την εναπομείνασα βιομηχανία ζάχαρης σε ιδιώτες. Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης το 2011 έχει αναλάβει να παράξει στο πλαίσιο της Ε.Ε. ένα πλαφόν 50% του προτεινόμενου από τα αρμόδια όργανα που προϋπολογίζει με βάση την παραγωγή προηγούμενων χρόνων. Ενώ έχει φτάσει ο χρόνος της προετοιμασίας της καλλιέργειας οι υποψήφιοι τευτλοπαραγωγοί περιμένουν τους ιθύνοντες του υπουργείου και της βιομηχανίας για τα νέα συμβόλαια με όρους συμφερτικούς για τους μικρομεσαίους αγρότες. Η βραδυπορία στην επίλυση διαδικαστικών προβλημάτων αν δε συνιστά αδυναμία προώθηση της τευτλοπαραγωγής με στόχο τη μείωση των εισαγωγών ζάχαρης, υποκρύπτει τακτική δικαίωσης της ειλημμένης απόφασης να ιδιωτικοποιήσει τη ζαχαρουργία. Η αρνητική συνέπεια αυτής της πολιτικής διπλή: διόγκωση του ελλείμματος λόγω της αυξημένης εισαγωγής ζάχαρης και κίνδυνος να επιβληθεί πρόστιμο απ' την Ε.Ε. αν υποληφθεί η παραγωγή του 2011 του πλαφόν παραγωγής.



Το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης αντί να δώσει κίνητρα (π.χ. επιδότηση ζωοτροφών στην αιγοπροβατοτροφία) προκειμένου να μη διογκώνεται το έλλειμμα εξαιτίας των αθρόων εισαγωγών κρέατος και να εξορθολογήσει τη σχέση τους με τις βιομηχανίες γάλακτος υπέρ των κτηνοτρόφων, σκέφτεται περικοπές αντί ενισχύσεων και αφήνει τους κτηνοτρόφους να τα βγάλουν πέρα με τη μονοπωλιακή κατάσταση που δημιουργήθηκε με τις ευλογίες των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. στη βιομηχανία γάλακτος. Θυμίζουμε ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου ψήφισε τον Μάη του 2010 νόμο για τον ΕΛΓΑ που ενώ αυξάνει την κράτηση υπέρ του ΕΛΓΑ από 3% στο 4% ουσιαστικά περιορίζει την ασφαλιστική κάλυψη των αγροτών από ζημιές.



Φαίνεται ότι η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται για την αύξηση της αγροτικής παραγωγής. Αντίθετα ενδιαφέρεται ζωηρά και προωθεί ουσιαστικά τη μείωση της και το ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων αγροτικών νοικοκυριών.







* Ο Νίκος Παπαδόπουλος είναι μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ, γραμματέας της Ν.Ε. του ΣΥΝ Λάρισας
Share on Google Plus

About kalimerisnikos

Author Details