Ένα από τα πιο γνωστά έθιμα της Ανατολικής ρωμυλίας είναι οι καμήλες.
το συγκεκριμένο έθιμο αναβιώνει στο Νέο Μοναστήρι το πρωί ανήμερα της Πρωτοχρονιάς. Με την συνοδεία ντόπιων οργανοπαιχτών στήνεται ένας μεγάλος ενιαίος χορευτικός κύκλος στην πλατεία στον οποίο συμμετέχουν όλοι. Το γλέντι στην πλατεία ολοκληρώνεται αργά το απόγευμα με την μάχη των ντιβιτζίδων με τις καμήλες, αλλά γλέντια και χοροί συνεχίζουν να πραγματοποιούνται όλη την ημέρα στις ταβέρνες του χωριού!!!!! Σας περιμένουμε όλους!!! καλή αντάμωση!!!
Δωδεκαήμερο στο Νέο Μοναστήρι
Από του Αγίου Δημητρίου και μετά, οι εξωτερικές δουλειές γίνονταν όλο και πιο σπάνιες. Τα κρύα δυνάμωναν και κρατούσαν τους ανθρώπους στα σπίτια. Τις βραδιές , δίπλα στο τζάκι, ξεκινούσαν δειλά-δειλά οι πρώτες σάρτες (χορωδίες). Οργανώνονταν για τα τραγούδια των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Κάθε χρόνο δημιουργούνταν και διαφορετικές παρέες για να τραγουδήσουν από σπίτι σε σπίτι,σ ολόκληρο το χωριό, τις παραμονές των Χριστουγέννων και της πρωτοχρονιάς.
Τα τραγούδια της πρωτοχρονιάς με αφορμή τον Αγιο Βασίλειο αναφέρονται σ αυτόν αλλά και σε πολεμικά γεγονότα των
μεσαιωνικών χρόνων. Το μεγαλύτερο μέρος βέβαια το καταλαμβάνουν τα παινέματα που λέγονται για κάθε μέλος της οικογένειας. Πρέπει λοιπόν τα μέλη των χορωδιών όχι μόνο να αποστηθίσουν τα λόγια, αλλά και να κανονίσουν σε ποιά σπίτια θα πάει η κάθε «σάρτα», ποιο παίνεμα θα πούνε σε κάθε σπίτι για κάθε μέλος του, ανάλογα την οικογενειακή κατάσταση των νοικοκυραίων, την ηλικία και το φύλλο των παιδιών τους, αν είχαν συγγενείς στην ξενιτιά Κ.λ.π..
«Στη Βάρνα και στο Δούναβη βαρά βαγμούρα βάζει...» αντηχούν κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς οι δρόμοι του Νέου Μοναστηρίου από τις σημερινές σάρτες που κάθε χρόνο, με ευλάβεια θα έλεγε κανείς, ξαναζωντανεύουν το έθιμο και το διατηρούν μέχρι τις μέρες μας.
Παράλληλα ξεκινούν και οι προετοιμασίες των ντιβιτζήδων. Φτιάχνονται οι καμήλες, επισκευάζονται τα καούκια, συμπληρώνονται τα κουδούνια και τα στολίδια των vτιβιτζήδων. Το έθιμο παραπέμπει στην αρχαιότητα που μεταμφιεσμένοι οι άνθρωποι γιόρταζαν και τιμούσαν τον Θεό Διόνυσο με σάτιρες και χορούς σε «ξέφρενους» ρυθμούς. Με την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας τα έθιμα διαμορφώθηκαν ανάλογα για να μπορέσουν να διατηρηθούν.
Οι ντιβιτζήδες(καμηλιέρηδες, από την λέξη" ντιβέ" που στα αραβικά σημαίνει καμήλα) ήταν οι έμποροι της εποχής που με καραβάνια από καμήλες διακινούσαν το εμπόριο από και προς τις περιοχές αυτές, με περιοχές της Ανατολής και της Αραβίας. Καθώς λοιπόν μετέφεραν Προιόντα. από χώρες της-Ανατολής, το έθιμο συνδέθηκε με τον Aγιο Βασίλειο που φέρνει δώρα, από την Καισάρεια. Οι ντιβιτζήδες ντύνονται με προβιές και φορούν στο κεφάλι το καούκι που είναι καπέλο και μάσκα μαζί. Είναι φτιαγμένο από «κιτσιά»(αρνίσιο μαλλί ζεματισμένο για να κολλήσουν οι ίνες μεταξύ τους)και στολισμένο με καθρεφτάκια (για τον εξορκισμό των πνευμάτων)και πολύχρωμες κορδέλες και στη θέση των δοντιών έχουν «αρμάθες» από ξερά φασόλια. Στη μέση και στα πόδια φορούν μικρά κουδουνάκια που δημιουργούν θόρυβο όταν χορεύουν ή τσακώνονται οι ντιβιτζήδες. Στα χέρια κρατούν το «τοπούζ»(ξύλινο ρόπαλο που το χρησιμοποιούσαν σαν όπλο στα ταξίδια τους)με το οποίο κτυπούν χάμω «εκβιάζοντας» κατά κάποιο τρόπο τη γονιμότητα της γης.
Η καμήλα είναι μια ξύλινη κατασκευή σκεπασμένη με
«τσόλι»(υφαντό από τραγίσιο μαλλί με ένα μακρόστενο λαιμό από προβιά όπως και το κεφάλι της, με κρεμασμένα πολλά μεγάλα μπρούτζινα κουδούνια (τούτσα). Ο θόρυβος των κουδουνιών καθώς η καμήλα κουνιέται συντελεί στο ξύπνημα της φύσης από την χειμωνιάτικη νάρκη. Η καμήλα στερεώνεται με ζωνάρια δεμένα σταυρωτά πάνω στο ανθρώπινο σώμα και ζυγίζεται με τέχνη για να μην γέρνει και κουράζει τον «καμιλτζή». Ο καμιλτζής φροντίζει να φορά τα καθημερινά καφέ πουτούρια του (από δεύτερης ποιότητας μαλλί και όχι τα μαύρα επίσημα ρούχο.
Οι ντιβιτζήδες, η καμήλα, ο γκαϊντατζής ή ο φιουρτζής(παίζει φλογέρα)συνοδεύουν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τις σάρτες από σπίτι σε σπίτι. Οι νοικοκυραίοι αφού ακούσουν τα τραγούδια και τα παινέματά τους κερνούν όλους και δίνουν και κάποιο φιλοδώρημα. Πολλές φορές η καμήλα πέφτει κάτω και κάνει την άρρωστη και σηκώνεται μόλις βγει το κέρασμα. Ανήμερα την Πρωτοχρονιά αμέσως μετά την λειτουργία στην εκκλησία, οι ντιβιτζήδες, οι καμήλες και οι μουσικοί ανοίγουν τον χώρο στην πλατεία του χωριού, όπου συμμετέχουν όλοι οι κάτοικοι χορεύοντας κυρίως ζωναράδικο και συγκαθιστό. Επειδή ο ζωναράδικος χορεύεται σε ανοιχτό χώρο, δεν υπάρχει ανάγκη να κρατιούνται από τα ζωνάρια(για εξοικονόμηση χώρου)και κρατιούνται από τα χέρια. Ο χορός χορεύεται «ντούσκος»(στρωτός) γιατί τα τραγούδια που τον συνοδεύουν είναι στρωτά και όχι γρήγορα.
Το κατ 'εξοχήν τραγούδι της εκδήλωσης αυτής είναι οι «καμήλες» :
Καλές καμήλες, καλές καμήλες,
Καοά κορτσούδια, καοά κορτσούδια(καοά=καλά) Καλές καμήλες, καλές καμήλες
Καοά παλ'κάρια, καοά παλ'κάρια
Καλές καμήλες, καλές καμήλες
Kαοά στουλδούδια, καοά στουλδούδια
Σείς δεν μι ξερ"τι, 'σεις δεν μι ξερ'τι γω ποια 'υρεύου,
Γω ποια 'υρευού ιγώ μάνα 'υρεύου,
Ιγώ μάνα 'υρεύου τ'Ροτού Ντιρζούδα,
Τα Ροτού Ντιρζούδα (Ροτού=Ερατώ)
Τ Ροτού Ντιρζούδα, τ'Ροτού Ντιρζούδα
Τ μακρου μαλούσα ξανθομαλλούσα
Τ μακρομαλ/ούσα ξανθομαλλούσα
Τ' συρτουφρυδούσα τ 'συρτουφρυδούσα
ΟΙ μουσικοί προκειμένου να τιμήσουν και τους ντιβιτζήδες που είναι ανατολικής καταγωγής, παίζουν τον συγκαθιστό που ηχητικά συγγενεύει με χορούς της πατρίδας τους. Οι ντιβιτζήδες και οι καμήλες χορεύουν έντονα, παλαβά και τους αναγκάζουν να παίξουν πιο γρήγορα, ο ρυθμός αρχίζει να γέρνει προς το τσιφτετέλι και γι αυτό λέγεται και κατσιβέλικος (γύφτικος) ή ντιβιτζήδικoς.
(από εργασία του Ν. Καλτσουνούδη, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παράδοση και Τέχνη )
το συγκεκριμένο έθιμο αναβιώνει στο Νέο Μοναστήρι το πρωί ανήμερα της Πρωτοχρονιάς. Με την συνοδεία ντόπιων οργανοπαιχτών στήνεται ένας μεγάλος ενιαίος χορευτικός κύκλος στην πλατεία στον οποίο συμμετέχουν όλοι. Το γλέντι στην πλατεία ολοκληρώνεται αργά το απόγευμα με την μάχη των ντιβιτζίδων με τις καμήλες, αλλά γλέντια και χοροί συνεχίζουν να πραγματοποιούνται όλη την ημέρα στις ταβέρνες του χωριού!!!!! Σας περιμένουμε όλους!!! καλή αντάμωση!!!
Δωδεκαήμερο στο Νέο Μοναστήρι
Από του Αγίου Δημητρίου και μετά, οι εξωτερικές δουλειές γίνονταν όλο και πιο σπάνιες. Τα κρύα δυνάμωναν και κρατούσαν τους ανθρώπους στα σπίτια. Τις βραδιές , δίπλα στο τζάκι, ξεκινούσαν δειλά-δειλά οι πρώτες σάρτες (χορωδίες). Οργανώνονταν για τα τραγούδια των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Κάθε χρόνο δημιουργούνταν και διαφορετικές παρέες για να τραγουδήσουν από σπίτι σε σπίτι,σ ολόκληρο το χωριό, τις παραμονές των Χριστουγέννων και της πρωτοχρονιάς.
Τα τραγούδια της πρωτοχρονιάς με αφορμή τον Αγιο Βασίλειο αναφέρονται σ αυτόν αλλά και σε πολεμικά γεγονότα των
μεσαιωνικών χρόνων. Το μεγαλύτερο μέρος βέβαια το καταλαμβάνουν τα παινέματα που λέγονται για κάθε μέλος της οικογένειας. Πρέπει λοιπόν τα μέλη των χορωδιών όχι μόνο να αποστηθίσουν τα λόγια, αλλά και να κανονίσουν σε ποιά σπίτια θα πάει η κάθε «σάρτα», ποιο παίνεμα θα πούνε σε κάθε σπίτι για κάθε μέλος του, ανάλογα την οικογενειακή κατάσταση των νοικοκυραίων, την ηλικία και το φύλλο των παιδιών τους, αν είχαν συγγενείς στην ξενιτιά Κ.λ.π..
«Στη Βάρνα και στο Δούναβη βαρά βαγμούρα βάζει...» αντηχούν κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς οι δρόμοι του Νέου Μοναστηρίου από τις σημερινές σάρτες που κάθε χρόνο, με ευλάβεια θα έλεγε κανείς, ξαναζωντανεύουν το έθιμο και το διατηρούν μέχρι τις μέρες μας.
Παράλληλα ξεκινούν και οι προετοιμασίες των ντιβιτζήδων. Φτιάχνονται οι καμήλες, επισκευάζονται τα καούκια, συμπληρώνονται τα κουδούνια και τα στολίδια των vτιβιτζήδων. Το έθιμο παραπέμπει στην αρχαιότητα που μεταμφιεσμένοι οι άνθρωποι γιόρταζαν και τιμούσαν τον Θεό Διόνυσο με σάτιρες και χορούς σε «ξέφρενους» ρυθμούς. Με την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας τα έθιμα διαμορφώθηκαν ανάλογα για να μπορέσουν να διατηρηθούν.
Οι ντιβιτζήδες(καμηλιέρηδες, από την λέξη" ντιβέ" που στα αραβικά σημαίνει καμήλα) ήταν οι έμποροι της εποχής που με καραβάνια από καμήλες διακινούσαν το εμπόριο από και προς τις περιοχές αυτές, με περιοχές της Ανατολής και της Αραβίας. Καθώς λοιπόν μετέφεραν Προιόντα. από χώρες της-Ανατολής, το έθιμο συνδέθηκε με τον Aγιο Βασίλειο που φέρνει δώρα, από την Καισάρεια. Οι ντιβιτζήδες ντύνονται με προβιές και φορούν στο κεφάλι το καούκι που είναι καπέλο και μάσκα μαζί. Είναι φτιαγμένο από «κιτσιά»(αρνίσιο μαλλί ζεματισμένο για να κολλήσουν οι ίνες μεταξύ τους)και στολισμένο με καθρεφτάκια (για τον εξορκισμό των πνευμάτων)και πολύχρωμες κορδέλες και στη θέση των δοντιών έχουν «αρμάθες» από ξερά φασόλια. Στη μέση και στα πόδια φορούν μικρά κουδουνάκια που δημιουργούν θόρυβο όταν χορεύουν ή τσακώνονται οι ντιβιτζήδες. Στα χέρια κρατούν το «τοπούζ»(ξύλινο ρόπαλο που το χρησιμοποιούσαν σαν όπλο στα ταξίδια τους)με το οποίο κτυπούν χάμω «εκβιάζοντας» κατά κάποιο τρόπο τη γονιμότητα της γης.
Η καμήλα είναι μια ξύλινη κατασκευή σκεπασμένη με
«τσόλι»(υφαντό από τραγίσιο μαλλί με ένα μακρόστενο λαιμό από προβιά όπως και το κεφάλι της, με κρεμασμένα πολλά μεγάλα μπρούτζινα κουδούνια (τούτσα). Ο θόρυβος των κουδουνιών καθώς η καμήλα κουνιέται συντελεί στο ξύπνημα της φύσης από την χειμωνιάτικη νάρκη. Η καμήλα στερεώνεται με ζωνάρια δεμένα σταυρωτά πάνω στο ανθρώπινο σώμα και ζυγίζεται με τέχνη για να μην γέρνει και κουράζει τον «καμιλτζή». Ο καμιλτζής φροντίζει να φορά τα καθημερινά καφέ πουτούρια του (από δεύτερης ποιότητας μαλλί και όχι τα μαύρα επίσημα ρούχο.
Οι ντιβιτζήδες, η καμήλα, ο γκαϊντατζής ή ο φιουρτζής(παίζει φλογέρα)συνοδεύουν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τις σάρτες από σπίτι σε σπίτι. Οι νοικοκυραίοι αφού ακούσουν τα τραγούδια και τα παινέματά τους κερνούν όλους και δίνουν και κάποιο φιλοδώρημα. Πολλές φορές η καμήλα πέφτει κάτω και κάνει την άρρωστη και σηκώνεται μόλις βγει το κέρασμα. Ανήμερα την Πρωτοχρονιά αμέσως μετά την λειτουργία στην εκκλησία, οι ντιβιτζήδες, οι καμήλες και οι μουσικοί ανοίγουν τον χώρο στην πλατεία του χωριού, όπου συμμετέχουν όλοι οι κάτοικοι χορεύοντας κυρίως ζωναράδικο και συγκαθιστό. Επειδή ο ζωναράδικος χορεύεται σε ανοιχτό χώρο, δεν υπάρχει ανάγκη να κρατιούνται από τα ζωνάρια(για εξοικονόμηση χώρου)και κρατιούνται από τα χέρια. Ο χορός χορεύεται «ντούσκος»(στρωτός) γιατί τα τραγούδια που τον συνοδεύουν είναι στρωτά και όχι γρήγορα.
Το κατ 'εξοχήν τραγούδι της εκδήλωσης αυτής είναι οι «καμήλες» :
Καλές καμήλες, καλές καμήλες,
Καοά κορτσούδια, καοά κορτσούδια(καοά=καλά) Καλές καμήλες, καλές καμήλες
Καοά παλ'κάρια, καοά παλ'κάρια
Καλές καμήλες, καλές καμήλες
Kαοά στουλδούδια, καοά στουλδούδια
Σείς δεν μι ξερ"τι, 'σεις δεν μι ξερ'τι γω ποια 'υρεύου,
Γω ποια 'υρευού ιγώ μάνα 'υρεύου,
Ιγώ μάνα 'υρεύου τ'Ροτού Ντιρζούδα,
Τα Ροτού Ντιρζούδα (Ροτού=Ερατώ)
Τ Ροτού Ντιρζούδα, τ'Ροτού Ντιρζούδα
Τ μακρου μαλούσα ξανθομαλλούσα
Τ μακρομαλ/ούσα ξανθομαλλούσα
Τ' συρτουφρυδούσα τ 'συρτουφρυδούσα
ΟΙ μουσικοί προκειμένου να τιμήσουν και τους ντιβιτζήδες που είναι ανατολικής καταγωγής, παίζουν τον συγκαθιστό που ηχητικά συγγενεύει με χορούς της πατρίδας τους. Οι ντιβιτζήδες και οι καμήλες χορεύουν έντονα, παλαβά και τους αναγκάζουν να παίξουν πιο γρήγορα, ο ρυθμός αρχίζει να γέρνει προς το τσιφτετέλι και γι αυτό λέγεται και κατσιβέλικος (γύφτικος) ή ντιβιτζήδικoς.
(από εργασία του Ν. Καλτσουνούδη, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παράδοση και Τέχνη )
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου