Περί των κολίγων
(Μια ημέρα του κολίγα)
Άρχισε να ροδίζει η αυγή. Στις σαρτάρες, τα σπίτια των κολίγων που ήταν το ένα κολλημένο με τ΄ άλλο επικρατούσε ησυχία και σκοτάδι. Ακόμη και τα ζώα, που μένανε με τους κολίγους στην πίσω κάμαρη, δεν είχαν ξυπνήσει. Κάποια στιγμή ένας πετεινός άρχισε το τραγούδι του και τον ακολούθησαν και άλλοι. Τα σπίτια των κολίγων ζωντάνεψαν, ζώα και άνθρωποι άρχισαν να βγαίνουν από τις σαρτάρες. Παιδάκια κλαίγανε πεινασμένα και οι μητέρες τους προσπαθούσαν να αρμέξουν βιαστικά τα ζώα για να ταΐσουν τα παιδιά τους με το γάλα τους. Όλοι σε λίγο θα φεύγανε για την δουλειά στα κτήματα του τσιφλικά. Θα μένανε μόνο οι λιγοστοί γέροι να φυλάξουν τα παιδιά και τα ζώα μέχρι το δειλινό που θα επέστρεφαν οι γονείς από τα κτήματα.
Ο κυρ Γιώργης με την γυναίκα του Τσιβή, ξύπνησαν τα παιδιά τους, τακτοποίησαν τα ζώα τους και ξεκίνησαν για τα κτήματα. Μαζί τους πήραν τα δύο μεγαλύτερα παιδιά τους, τον Κωστή και τον Μήτρο, τα μικρότερα θα τα φύλαγαν οι παππούδες στο σπίτι. Πήραν μαζί τους ένα κομμάτι ψωμί, σκορδάρι, λίγο τυρί και το λαίνι με το νερό. Έτσι θα περνούσαν όλη την ημέρα δουλεύοντας κάτω από τον καυτό ήλιο.
Στο δρόμο προς τα κτήματα ποδοβολητό αλόγου τους πλησίαζε. Αμέσως κατάλαβαν, θα ήταν ο επιστάτης του Τσιφλικά, αυτός που τους κάνει τη ζωή κόλαση κάθε μέρα. Τα ρυτιδιασμένα πρόσωπά τους από τον ήλιο συνοφρυώθηκαν, τα αδύνατα κορμιά τους συσπάστηκαν, ανησυχία επικράτησε στην καρδιά τους. Τι θα τους πει άραγε σήμερα. Δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ και ποτέ δεν είναι ευχαριστημένος. Σκέφτονται τα παιδιά τους, πως θα τα θρέψουν αν αρρωστήσουν και δεν μπορούν να δουλέψουν. Ο Τσιφλικάς θα τους εγκαταλείψει αβοήθητους. Τη σοδιά τη δίνουν όλη και λίγη κρατάνε για την οικογένειά τους. Μέχρι πότε θα είναι δίχως κτήματα, μέχρι πότε θα είναι στη δούλεψη του αφέντη Τσιφλικά. Πότε θα ξεσηκωθούν οι κολίγοι και μονιασμένοι θα διεκδικήσουν τη γη τους.
Το ποδοβολητό του αλόγου ακούστηκε πλέον κοντά τους, ήταν ο επιστάτης.
Γιωργή είπε, πρόσεχε καλά, τα κτήματα που δουλεύεις δεν βγάλανε πέρυσι πολύ καρπό, αν συμβεί και φέτος θα σε πάρουμε τα κτήματα. Με αυτά τα λόγια έφυγε καλπάζοντας. Ευτυχώς δεν τους μαστίγωσε αυτή τη φορά.
Στα μάτια της Τσιβής, της μάνας, έτρεξαν δάκρυα, τα παιδιά τρομαγμένα κουλουριάστηκαν στα πόδια της, ο πατέρας ο κυρ Γιώργης πήρε την μεγάλη απόφαση. Γυναίκα είπε, όσο ήμαστε στην δούλεψη των Τσιφλικάδων δεν θα δούμε άσπρη μέρα. Πρέπει όλοι εμείς οι κολίγοι να ενωθούμε και να πάρουμε τη γη που μας ανήκει.
Έτσι φοβισμένοι, με ρούχα κουρελιασμένα, πεινασμένοι και ξυπόλυτοι έφτασαν στα χωράφια. Ο ήλιος είχε ανέβει και η ζέστη ήταν ανυπόφορη στο νεροκαμένο κάμπο. Ποτάμι ο ιδρώτας έτρεχε στο σώμα τους. Το μεσημέρι ξεκουράστηκαν στη σκιά ενός μικρού δένδρου, φάγανε το φτωχικό τους φαγητό και ήπιανε νερό από το λαίνι που πλέον είχε ζεσταθεί. Επέστρεψαν το βράδυ κατάκοποι στο σπίτι. Τα μικρά τους παιδιά όρμησαν πάνω τους, τους περίμεναν. Ακόμη μια ημέρα σκλαβιάς πέρασε. Ο κυρ Γιώργης έφυγε να συναντήσει τους άλλους κολίγους. Έπρεπε μεριμνήσει για το μέλλον τους, το μέλλον των παιδιών του. Ο Έλληνας δεν μπορεί να μείνει για πολύ σκλαβωμένος, καταπιεσμένος, χωρίς δικό του σπίτι και βιό.
Τα χρόνια πέρασαν, οι κολίγοι ενώθηκαν και διεκδίκησαν τη γη τους. Μετά από πολλούς αγώνες και θυσίες πέτυχαν και πήραν τα κτήματά τους από τους Τσιφλικάδες. Ο Μαρίνος Αντύπας και άλλοι πολλοί ήταν κάποιοι από αυτούς που θυσιάστηκαν.
Στην πόλη μας κατασκευάστηκε μνημείο του αγρότη του Θεσσαλικού κάμπου, για να θυμίζει στους νεότερους τον αγώνα των κολίγων και την θυσία τους ώστε σήμερα εμείς να ευημερούμε.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου