ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΑΝ ΡΩΜΗΛΙΑΣ

Ο Χρήστος Τσούντας (1857 – 9 Ιουνίου 1934) ήταν κλασικός αρχαιολόγος που ακολούθησε τον Ερρίκο Σλήμαν και ολοκλήρωσε τις σημαντικότερες έρευνες στην αρχαιολογική θέση των Μυκηνών -ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνεται και η αναγνώριση του ανακτόρου. Γεννήθηκε το 1857 στη Στενήμαχο της Βόρειας Θράκης, νυν Ασσένοβγκραντ, και σπούδασε στη Φιλιππούπολη και φιλοσοφία στην Αθήνα. Στη Γερμανία σπούδασε φιλολογία και αρχαιολογία. Επανερχόμενος στην Ελλάδα διορίστηκε καθηγητής στα Ζαρίφεια Εκπαιδευτήρια της Φιλιππούπολης. Το 1882 διορίστηκε έφορος αρχαιοτήτων στην Αθήνα και το 1904 έγινε καθηγητής αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1926 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ανάμεσα στους μαθητές του συγκαταλέγονται οι Χρήστος και Σέμνη Καρούζου, ο Γεώργιος Μυλωνάς, ο Γιάννης Παπαδημητρίου, ο Σπύρος Μαρινάτος κ.ά. Θεωρείται πως το ανασκαφικό του έργο χαρακτηριζόταν από ευστοχία των επιλογών και επιστημονική ακρίβεια. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών έως το 1924 και τη διετία 1926-1927 συνέχισε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Διεξήγαγε σειρά επιθεωρήσεων στον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, αναγνωρίζοντας τις περισσότερες μυκηναϊκές θέσεις και αρχαιολογικούς τόπους της πρώιμης ελλαδικής εποχής του Χαλκού στις Κυκλάδες. Διεξήγαγε πολλές ανασκαφές με σημαντικότερες το Σέσκλο και τον Άγιο Ανδρέα. Το ανασκαφικό του έργο στο Σέσκλο συνέχισε ο Δημήτρης Θεοχάρης. Θεωρείται από πολλούς ο κωδικοποιητής της Κυκλαδικής περιόδου και της έννοιας Κυκλαδικός πολιτισμός. Σύμφωνα με μαρτυρίες των συγχρόνων του ο Τσούντας, ελλείψει πόρων, ήταν ταυτόχρονα ο διευθυντής, φωτογράφος, σχεδιαστής και επόπτης κατά τη διάρκεια του ανασκαφικου του έργου. Διετέλεσε σύμβουλος και γραμματέας της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Απεβίωσε στις 9 Ιουνίου 1934, στην Αθήνα.
Share on Google Plus

About kalimerisnikos

Author Details