Θράκη του ΙΘ΄ αιώνα: Η εποποιϊα της Ελληνικής Παιδείας στο Οθωμανικό κράτος

γράφει ο Π.Σ. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ από το ιστορικά θέματα
Το δεύτερο μισό του ΙΘ΄ αιώνα και τα χρόνια που ακολούθησαν έως το 1920, χαρακτηρίζονται από πολλούς μελετητές και δικαίως, ως εποχή πολιτιστικής και εκπαιδευτικής άνθισης στη Θράκη. Πρόκειται για μια πραγματική εθνική εποποιία. Είναι η εποχή, που άρχισαν να δραστηριοποιούνται διάφοροι φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι, οι οποίοι ωθούσαν τον υπόδουλο Ελληνισμό να στραφεί προς την Παιδεία.
Οι κινήσεις τους έμπρακτες, σχεδόν πάντα περιλάμβαναν ίδρυση σχολείων, αποστολή δασκάλων, βιβλίων και εποπτικών οργάνων και οικονομική ενίσχυση. Ουσιαστικά οι σύλλογοι αυτοί, υποκαθιστούσαν το ελληνικό κράτος στις υπόδουλες περιοχές. Και φυσικά μεγαλούργησαν, παρά τα ποικίλα προβλήματα που αντιμετώπιζαν καθημερινά, είτε από την αδιαφορία των κατοίκων είτε από τις τοπικές παραταξιακές έριδες. Κατά τα έτη 1871-75, ιδρύθηκαν οι περισσότεροι και σημαντικότεροι σύλλογοι στις ελληνικές πόλεις της Θράκης.
Η Εκπαιδευτική και Φιλανθρωπική Αδελφότητα της Κωνσταντινούπολης, ένας από τους πλέον διακεκριμένους συλλόγους, την ίδια περίπου εποχή, είχε αναλάβει σε συνεργασία με την Πατριαρχική Εκπαιδευτική Επιτροπή την οικονομική ενίσχυση των σχολείων, με έσοδα που είχε από τις συνεισφορές πλουσίων ομογενών, τις επιχορηγήσεις που έρχονταν από το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών και κυρίως με την έμπρακτη συμμετοχή των κατοίκων της Θράκης και των τοπικών εκκλησιών. Επιστατούσε στην πρόσληψη δασκάλων ζητώντας κάθε χρόνο την υποβολή λεπτομερών εκθέσεων για τους μαθητές, τα σχολεία, την κατάσταση των κτιρίων, τις εκκλησίες, την εθνολογική σύνθεση των πληθυσμών, τα χρήματα που διέθεταν οι τοπικές κοινωνίες κλπ.
Από δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής εκείνης εξάλλου, πληροφορούμαστε ότι δραστήριοι ελληνικοί σύλλογοι, άρχισαν να δημιουργούνται και σε άλλες θρακικές πόλεις. Ένας από τους γνωστότερους συλλόγους, ο Θρακικός Εκπαιδευτικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως ιδρύθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1872. Στην πρώτη συγκέντρωση ο γιατρός Ηρακλής Βασιάδης, εκφώνησε βαρυσήμαντο λόγο για την ιστορία της Θράκης, από των αρχαιοτάτων χρόνων, που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στον «Νεολόγο». Στην τελευταία συνέχεια ο ομιλητής ανέφερε και τα ονόματα των φιλογενών Ελλήνων, που πρόσφεραν τα πρώτα χρήματα για να λειτουργήσει ο Σύλλογος. Μάλιστα έκανε αναφορά στην σημαντική συνεισφορά του Γεώργιου Ζαρίφη χωρίς να αναφερθεί στα ποσά που διέθεσε και τα οποία ασφαλώς δεν ήταν ευκαταφρόνητα. Υπάρχουν όμως τα ονόματα των άλλων δωρητών, που είναι οι ακόλουθοι:
Γ. Κορωνιός 50 λίρες, Α. Βλαστός 20 λίρες, Α. Συγγρός 25, Θ. Μαυροκορδάτος 20, Κ. Καλλιάδης 10, Δ. Αριστάρχης 10, Μ. Γκιουμουσγκερδάνης 10, Χ. Κουϊμουτζόγλους 10, Αδελφοί Αντωνιάδη 10, Χ. Γ. Κωνσταντινίδης 10, Α. Ευγενίδης 10 λίρες και 2 ετησίως, Α. Σγούτας 5, Α. Νομικός 5 και 1 ετησίως, Α.Ε. Ράλλης 3 και 1 ετησίως, Α. Ψυχάρης 10 και 1 ετησίως, Α. Ζωηρός 5 και 1 ετησίως, Ηροκλής Βασιάδης 10 ετησίως.
Ο ομιλητής προσδοκούσε επίσης σε μια ακόμη γενναία εισφορά από τον Κωνσταντίνο Ξενοκράτη, αφού αμέσως μετά τα ονόματα των δωρητών, διερωτήθηκε ενώπιον του ακροατηρίου του: «Τι δε ο φιλόπατρις και διάσημος της Θράκης γόνος ο κ. Κωνσταντίνος Ξενοκράτης;».
*Ο Κωνσταντίνος Ξενοκράτης
Ο Κ. Ξενοκράτης γεννήθηκε στο Σαμμακόβι της Ανατολικής Θράκης το 1803 και νεότατος πολέμησε με τους Ιερολοχίτες του Αλέξανδρου Υψηλάντη στο Δραγατσάνι. Ήταν από τους ελάχιστους που διασώθηκαν και αργότερα απέκτησε πλούτο και φήμη. Η στολή που φορούσε στον Ιερό Λόχο είναι η μοναδική στολή Ιερολοχίτη, η οποία διασώζεται σήμερα στο Μουσείο της Εθνολογικής Εταιρίας, στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής. Ο Ξενοκράτης μαζί με τον αδελφό του, διέθεσε τα πλούτη του για έργα ευποιίας υπέρ των συμπατριωτών του.
Τον Απρίλιο του 1871 αναγγέλθηκε η έναρξη της λειτουργίας του περίφημου Αναγνωστηρίου της Αίνου «Ο Ευαγγελισμός» με κύριο σκοπό την «εκ παντός τρόπου ενίσχυσιν των γραμμάτων εν τω τόπω και την εν τοις πέριξ διάδοσιν αυτών». Στην Καλλίπολη, στα μέσα Δεκεμβρίου 1871 με πρωτοβουλία των δασκάλων ιδρύθηκε σύλλογος των νέων με σκοπούς την αγαθοεργία και τη διάδοση των γραμμάτων.
*Η Φιλιππούπολη
Στη Φιλιππούπολη το Φεβρουάριο του 1872 συνεστήθη Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος με περίπου 1.000 μέλη. Ο σύλλογος αυτός είχε και την ενθάρρυνση των προξένων της Ελλάδας, της Αγγλίας, της Ρωσίας και της Αυστρίας, οι οποίοι γράφηκαν μέλη του από τους πρώτους και για να τους τιμήσουν τους έκαναν τελικά επίτιμα μέλη.
*Εικόνα από την Τυρολόη
Στην Τυρολόη ιδρύθηκε το 1873 ο «Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Τυρουλώης» όπως ήταν το αρχαίο όνομα της πόλης «μέλημα έχων την ενίσχυσιν των ελληνικών γραμμάτων». Στην Τυρολόη υπήρχαν τρία σχολεία, τα οποία επέβλεπε το 1875 ο αρχιμανδρίτης Χατζή Άνθιμος. Έφοροι των σχολείων ήταν οι Βαφειάδης Ν. Ανδρέου Ζαφ. και Μιτακίδης Ι. Ο σύλλογος είχε τότε 70 μέλη τα οποία ήθελαν να ανεγείρουν Παρθεναγωγείο. Αγόρασαν μάλιστα ξυλεία και τούβλα για την ανέγερση. Προχώρησαν και στη δημιουργία βιβλιοθήκης.
Στην Ηράκλεια τον Απρίλιο του 1874 ιδρύθηκε η Φιλόμουσος Αδελφότης με την επωνυμία «Περίανθος» «προς υποστήριξιν και ενθάρρυνσιν των ελληνικών γραμμάτων».
Το Οθωμανικό κράτος
Χάρη στη δράση ορισμένων φιλογενών κατοίκων της Θράκης, των κοινοτήτων, των πόλεων και των συλλόγων αυτών, λειτούργησαν σπουδαία σχολεία σε αστικά κέντρα της Θράκης, αλλά και σε μικρότερα χωριά. Βέβαια τα προβλήματα παρέμεναν και πολλά χωριά είχαν μείνει χωρίς σχολεία. Ωστόσο στη Θράκη υπήρξε και άνθηση της Παιδείας. Το επικυρίαρχο Οθωμανικό κράτος, περιέργως έδειξε μια αξιοπρόσεκτη ανεκτικότητα στις δραστηριότητες των συλλόγων, που δημιουργούσαν οι υπόδουλες εθνότητες. Ανάλογους συλλόγους είχαν αρχίσει να συγκροτούν και οι Βούλγαροι. Πάντως το Οθωμανικό κράτος επεδείκνυε απολύτως εχθρική συμπεριφορά, όταν είχε υποψίες πως οι δραστηριότητες των συλλόγων περιείχαν και στοιχεία ανατρεπτικής δράσης ενάντια στο Δοβλέτι.
Τα στοιχεία που παρουσιάζουμε εδώ, αφορούν κυρίως την ελληνική εκπαίδευση στη Θράκη και τα προβλήματά της, όπως περιγράφονται στα έγγραφα του φακέλου της Βιβλιοθήκης της Βουλής. Τα προβλήματα αυτά, συνοψίζει με αξιοπρόσεκτη περιγραφή η Κυριακή Μαμώνη[2] γράφοντας:
«Φυσικά δεν έλειψαν κάθε είδους αυθαιρεσίες και αποδιοργανωτικές ενέργειες. Αδικίες των μουχτάρηδων, μεροληψίες των δημογερόντων, ασυδοσίες των εφόρων και των επιτρόπων, πλημμέλειες της αρχιερατικής εποπτείας, που γίνονταν περισσότερο αισθητές σε απομακρυσμένες από την πρωτεύουσα κοινότητες. Γενικά όμως πηγές έγκυρες, όπως κατάστιχα ενοριακά, μητροπολιτικά, κοινοτικά και εκθέσεις προξενικές, δίνουν πληροφορίες και μαρτυρίες πειστικές για τις προσπάθειες που κατέβαλε ο διασκορπισμένος Ελληνισμός της Θράκης, να στηρίξει την πνευματική, κοινωνική και εθνική του ύπαρξη».
*Ραιδεστός
«…Έλληνας ποθούσι να έχουσι διδασκάλους».
Ανάλογα προβλήματα περιγράφει για τα Μάλγαρα, ο διευθυντής της Αστικής Σχολής Ιωάννης Ανθόπουλος σε έκθεσή του της 23 Οκτωβρίου 1887, για τα λειτουργούντα σχολεία 24 χωριών της επαρχίας, τον αριθμό των οικογενειών, των μαθητών και των δασκάλων (με τους μισθούς τους) επισημαίνοντας: «Συντηρούνται δε άπασαι αι ανωτέρω σχολαί ιδίαις δαπάναις. Μη υπαρχούσης όμως της δεούσης εποπτείας μεγίστη επικρατεί πλημμέλεια εν απάσαις ταις σχολαίς των χωρίων, των διδασκάλων μη όντων υποχρεωμένων να δίδωσιν λόγον των πράξεών των και συνεπεία τούτων η παιδεία χωλαίνει λίαν και οι κάτοικοι εις λίαν διατελούσι παχυλή αμαθεία. Ανάγκη όθεν να ληφθεί πρόνοια όπως σταλώσιν τουλάχιστον νηπιαγωγοί εις τινα κεντρικώτερα μέρη και ούτως ίσως παύσει καταμαστίζουσα τα πέριξ ελληνικά χωρία η της απαιδευσίας μάστιξ».
Διασώθηκε επίσης ένα απόσπασμα- μάλλον αντίγραφο άλλου πρωτοτύπου εγγράφου- με αριθμό πρωτοκόλλου 1004 και ημερομηνία 18 Μαΐου 1890 του Ιωάννη Ανθόπουλου διευθυντή της Αστικής Σχολής Μαλγάρων στο οποίο επισημαίνει: «Κατά το διάστημα της τετραετούς μου ενταύθα διδασκαλίας μελετήσας τα χωρία της επαρχίας μας εκ του σύνεγγυς κατέληξα εις το ακόλουθον συμπέρασμα, Ότι των χωρίων της επαρχίας Μαλγάρων απάντων όντων Ελληνικών ουδαμού υπάρχει ανάγκη αποστολής διδασκάλου, ειμή μόνον εις τα εξής τέσσερα χωρία Δουαντζή, Τεσλήμι, Λισγάρι, και Πισμάνκιοϊ των οποίων οι κάτοικοι ομιλούσι την Βουλγαρικήν αλλ’ εισίν ορθόδοξοι και Έλληνας ποθούσι να έχουσι διδασκάλους».
Ο Ε. Σδρόλλας μας δίνει πληροφορίες για την κατάσταση στα γύρω χωριά, αναφέροντας, ότι σε δύο μόνο χωριά την Λιτίτζα και το Ακαλάνι διδάσκεται η αλληλοδιδακτική μέθοδος. Στα υπόλοιπα χωριά, ελληνικά και βουλγαρικά, διδάσκονταν τα «κοινά γράμματα ήτοι τα εκκλησιαστικά δηλ. οκτάηχος και ψαλτήριον, Απόστολοι, Μηνιαία κλπ. ως δε εν τοις ελληνικοίς χωρίοις ούτω και εν τοις βουλγαρικοίς, διδάσκονται τα ελληνικά στοιχεία ήτοι οι ελλ. χαρακτήρες, ως και η ακολουθία εν ταις εκκλησίαις ψάλλεται εν τη ελληνική γλώσση».
Ο Σδρόλλας προτείνει να σταλούν στα βουλγαρικά χωριά διδακτικά βιβλία «εις βουλγαρικήν φωνήν με ελληνικούς χαρακτήρας ή με παράφρασιν βουλγαρικήν και ελληνικήν δια να μαθαίνουσιν συν τη αναγνώσει και την ελληνικήν γλώσσαν, διότι πολλάκις οι τε διδάσκαλοι και οι Βούλγαροι χωρικοί έκαμον παράπονα ότι δεν δύνανται οι μαθηταί να εννοήσωσιν τα αναγιγνωσκόμενα και επειδή υπάρχει φόβος μήποτε εισάξωσιν τα βουλγαρικά στοιχεία αντί των ελληνικών, ημείς ούτω πράττοντες προλαμβάνομεν και εμπεδούμεν την ελληνικήν γλώσσαν τοις Βουλγάροις».
Η εκτέλεση του δάσκαλου Γ.Δ. Κόντη στη Βιζύη
Οι δάσκαλοι όμως, πραγματικοί ήρωες της εποχής τους, είχαν να αντιμετωπίσουν ακόμα και κινδύνους κατά της ζωής τους, από τους φανατικούς Τούρκους. Στις 2 Νοεμβρίου 1852 άγνωστοι, δολοφόνησαν στη Βιζύη το δάσκαλο της Ελληνικής Σχολής της Βιζύης Γεώργιο Δ. Κόντη, καταγόμενο από τη Σέριφο.
Σύμφωνα με τις προξενικές αναφορές από την Αδριανούπολη οι δύο ύποπτοι του φόνου ήταν οι ζαπτιέδες Χουσεΐν και Αβδής, παρά την άρνησή τους για συμμετοχή στο φόνο. Η μαρτυρία του ιερέως, που συνόδευε τον Κόντη το μοιραίο εκείνο βράδυ στο σπίτι του ήταν κατηγορηματική. Ο Κόντης είχε θάρρος και μιλούσε ελεύθερα και άφοβα ασκώντας κριτική στην Οθωμανική εξουσία. Αυτό δεν του το συγχώρησαν ποτέ. Τη μέρα που δολοφονήθηκε, μέσα σε καφενείο επέκρινε τις πράξεις της τοπικής αρχής και στηλίτευε τις αταξίες των Ρεδιφιέδων, δηλαδή των εφεδρικών ταγμάτων.
Π.Σ. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ
Share on Google Plus

About kalimerisnikos

Author Details