Οι Έλληνες στη ΒουλγαρίαΤΟΥ ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ!

Οι Έλληνες στη Βουλγαρία

Ένα από τα θέματα που διαπραγματεύτηκα στη συλλογική έκδοση Οι δρόμοι των Ελλήνωναφορούσε  την ελληνική ιστορική παρουσία στα σημερινά βουλγαρικά εδάφη. Η σύγκρουση του ελληνικού, του βουλγαρικού και του σερβικού εθνικισμού για την «επόμενη ημέρα» των οθωμανικών εδαφών που σήμερα βρίσκονται στη  Βόρεια Ελλάδα, τη Νότια Βουλγαρία και την ΠΓΔΜακεδονίας,  υπήρξε η κύρια σύγκρουση στην περιοχή της Βαλκανικής στις αρχές του 20ου αιώνα. Η υπέρβαση αυτών των διαφορών και η δυνατότητα ειρηνικής συνύπαρξης και διαλόγου των σύγχρονων Ελλήνων, Βουλγάρων και Σέρβων επιτρέπει να  προσεγγίζεται η ιστορία των εθνικών κοινοτήτων ως ιστορικό αποκλειστικά φαινόμενο, χωρίς αυτό να προκαλεί θετικά ή αρνητικά εθνικιστικά αντανακλαστικά. Νομίζω ότι η εξέλιξη αυτή είναι μια πολύτιμη κατάκτηση της εποχής μας.  Το παρακάτω κείμενο, χωρίς τις φωτογραφίες που συνοδεύουν την εδώ ανάρτηση, αποτελεί την πλήρη μορφή, όπως παραδόθηκε στους εκδότες.
Οι Έλληνες της Βουλγαρίας
Η ελληνική παρουσία στα εδάφη της αρχαίας Μοισίας, που σήμερα περιλαμβάνονται στη Βουλγαρία, αρχίζει από τον 8ο π.χ. αιώνα. Από τον 8ο έως τον 6οαιώνα π.χ., τα δυτικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας αποικίστηκαν  από τους Ίωνες της μικρασιατικής Μιλήτου.  Οι σημαντικότερες ελληνικές πόλεις  ήταν η Απολλωνία που ιδρύθηκε το 609 π.χ. και αργότερα ονομάστηκε Σωζόπολη και η Οδησσός (μέσα του 6ου π.χ. αιώνα), που αργότερα μετονομάσθηκε Βάρνα.  Οι ελληνικές πόλεις δημιούργησαν συμμαχίες με στόχο την εξασφάλιση καλύτερης άμυνας. Το Κοινό της Πενταπόλεως ή Εξαπόλεως, περιλάμβανε τις πόλεις Τόμοι, Οδησσός, Κάλλατις, Διονυσούπολις και Ίστρος.
Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους το κράτος του Λυσίμαχου εκτεινόταν μέχρι το Δούναβη. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ο ελληνισμός ενισχύθηκε και δημιουργήθηκαν στο εσωτερικό της Θράκης νέες πόλεις, όπως η Φιλιππούπολη και η Σερδική και δημιουργείται το «Κοινόν των (Ελλήνων) Θρακών». Οιπαλιότεροι κάτοικοι της Θράκης που είναι γνωστοί ως Θράκες αποσύρονται στα ορεινά και βαθμιαία απορροφώνται από το ελληνικό στοιχείο. Οι πολυάριθμες ελληνικές επιγραφές καθ’ όλο το χώρο, αποδεικνύουν την αναμφισβήτητη πολιτιστική και πληθυσμιακή επικράτηση του ελληνικού στοιχείου.
Κατά τη βυζαντινή εποχή, η Θράκη νότια του Αίμου ήταν ελληνόφωνη. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι την ίδρυση του πρώτου βουλγαρικού κράτους το 681 μ.Χ.
Οι πρωτοβούλγαροι θεωρούνται τουρανικό φύλο που κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα ξεκίνησε από τις στέπες της Κεντρικής Ασίας και εγκαταστάθηκε στην περιοχή  μεταξύ Εύξεινου Πόντου και Κασπίας Θάλασσας. Στη συνέχεια προέλασαν προς τη Δύση και το 679 μ.Χ υπό τον Ασπαρούχ πέρασαν το Δούναβη και εισήλθαν στο χώρο που αργότερα θα πάρει το όνομα Βουλγαρία. Εκεί αναμίχθηκαν με τις σλαβικές ομάδες που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή νωρίτερα. Έτσι διαμορφώθηκε ο τύπος του Βούλγαρου που γνωρίζουμε.
Κατά την πρώτη τους συνάντηση με τους Βουλγάρους, οι Βυζαντινοί τους θεωρούν «Σκύθες». Με την ονομασία αυτή τους συναντούμε σε περιγραφές ακόμα και του 10ου μ.Χ αι. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα του Ιωάννου του Γεωμέτρου που περιγράφει τίς συμφορές των ελληνικών θεμάτων από τους εισβολείς: «Σκυθών (σ.τ.σ. Βουλγάρων) μέν πλήθος διατρέχουσι τάς επαρχίας ταύτας απανταχού διασπειρόμενοι, ωσεί ήσαν εν τη ιδία αυτών πατρίδι. Πρόρριζον δ’εκτέμνουσιν αυτής τήν ευγενή βλάστησιν ανδρών ακάμπτων καί σιδηρών τήν φύσιν καί τό ξίφος θερίζει τάς γενεάς των νηπίων. Καί κρατούσι μέν ταύτα εν ταίς αγκάλαις αυτών αι μητέρες, αλλ’εξαρπάζουσιν αυτά οι πολέμιοι διά των βελών θανατούντες. Κόνις λεπτή νυν κείνται αι τό πρίν οχυρώταται πόλεις. Καί τά κτήνη νέμονται σήμερον τό έδαφος, εν ώ άλλοτε άνθρωποι έζων. Ταύτα βλέπων οίμοι! πώς νύν θά παύσω δακρύων; ούτω πυρπολούνται οι αγροί ημών καί αι πόλεις!»
Έχουν ενδιαφέρονκάποιες πληροφορίες που δίνονται στη Στήλη της Πλίσκας, της πρώτης πρωτεύουσας των Βουλγάρων.  Η στήλη αυτή (ύψους 6,15μ και πλάτους 75 έως 54εκ) που είναι χαραγμένη στα ελληνικά το 822μ.Χ, αποδίδεται στον πρωτοβούλγαρο ηγεμόνα «Μέγα Χαν των Βουλγάρων»Ομουρτάγ (γιο του Κρούμου, απόγονου του Ασπαρούχ). Στην στήλη αυτή αναφέρονται τρεις εθνικές ομάδες στην περιοχή του πρώιμου αυτού βουλγαρικού βασιλείου: οι Έλληνες (ως Γραικοί), οι Σλάβοι (ως Σκλάβοι) και οι Βούλγαροι.
Με την μεταφορά πλήθους Ελλήνων και ελληνοφώνων αιχμαλώτων στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, διαδίδεται η ελληνική γλώσσα καθώς και η χριστιανική θρησκεία. Επί Βόριδος Α’, το 866 μ.Χ., οι Βούλγαροι προσχώρησαν στο χριστιανισμό. Επί βασιλέως Συμεών (893-927), ο οποίος είχε ελληνική παιδεία, το βουλγαρικό κράτος έφτασε στη μέγιστη ακμή του. Το όνειρο του Συμεών ήταν στη θέση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας να θεμελιώσει μια ελληνοβουλγαρική. Ενέταξε στο κράτος του το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας και προσπάθησε πολλές φορές να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Μέχρι το τέλος του 9ου αιώνα το κύρος της ελληνικής γλώσσας παραμένει αδιαμφισβήτητο στο νέο βουλγαρικόκράτος. Στις επίσημες πρωτοβουλγαρικές επιγραφές χρησιμοποιείται κυρίως η ελληνική γλώσσα με χρήση σλαβονικών ή πρωτοβουλγαρικών λέξεων.
Οι Βυζαντινοί με τον Νικηφόρο Φωκά και με τον Ιωάννη Τσιμισκή, θα καταφέρουν να διαλύσουν το βουλγαρικό κράτος μετά το θάνατο του Συμεών, όταν θα αρχίσουν οι εξεγέρσεις των υπόδουλων λαών.  Ο τελευταίος βασιλιάς των Βουλγάρων, ο Βόρις Β’, θα μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη και θα λάβει τον τίτλο του Μάγιστρου, επιβεβαιώνοντας έτσι την πλήρη απορρόφηση του βουλγαρικού κράτους από το Βυζάντιο.
Στη συνέχεια τα εδάφη της σημερινής Βουλγαρίας θα ενταχθούν στο σερβικό κράτος, έως το 1340, οπότε καταλαμβάνονται από τους Οθωμανούς.
Οθωμανική εποχή
Η κατάκτηση του βουλγαρικού χώρου από τους Οθωμανούς θα διαρκέσει μέχρι το 1878. Το ελληνικό στοιχείο θα ενισχυθεί τόσο στο Νότο όσο και στις περιοχές του Εύξεινου Πόντου. Θα είναι το κυρίαρχο οικονομικά και πληθυσμιακά στοιχείο στις περιοχές αυτές, ενώ στο εσωτερικό θα κυριαρχούν οι βουλγαρόφωνοι αγροτικοί πληθυσμοί. Η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων στις βουλγαρικές περιοχές θα συμβεί με την έναρξη των μεγάλων μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που θα μείνουν γνωστές στην ιστορία με την ονομασία Τανζιμάτ. Τότε, πλάι στις παλιές συντεχνίες θα διαμορφωθούν ισχυρά ελληνικά αστικά στρώματα. Όμως η έναρξη της διαδικασίας αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα σφραγίσει και αυτή τη γεωγραφικήπεριοχή. Η υποχώρηση της παλιάς ενιαίας υπερεθνικής θρησκευτικής ταυτότητας προς όφελος των νέων εθνικών ταυτοτήτων, θα διαιρέσει τους παλαιούς πληθυσμούς που ανήκουν στο μιλέτ των ορθόδοξων και υπάγονταν στο ελληνόφωνο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Ως απότοκος αυτής της διαδικασίας, που άρχισε με τη εμφάνιση της ελληνικής και σερβικής εθνικής ιδεολογίας, θα εμφανιστεί και η βουλγαρική ιδεολογία. Οι Βούλγαροι εθνικιστές θα προσπαθήσουν να εμφυσήσουν την εθνική συνείδηση στους βουλγαρόφωνους πληθυσμούς καλλιεργώντας ένα αντιπατριαρχικό κλίμα, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σκληρού ανταγωνισμού προς τους Έλληνες. Το 1870 δημιουργείται η Αυτόνομη Βουλγαρική Εκκλησία που έγινε γνωστή ως «Εξαρχία».  Έκτοτε αρχίζει ένας ανταγωνισμός μεταξύ των Βουλγάρων και των Ελλήνων της Βουλγαρίας, που θα οδηγήσει σε όξυνση της εθνικές σχέσεις. Το πρώτο θύμα θα είναι η εκπαίδευση και η προσπα΄θεια που είχε ήδη ξεκινήσει για δημιουργία μεικτών ελληνοβουλγαρικών σχολείων στε πόλεις με μικτό πληθυσμό.
Η βουλγαρική ανεξαρτησία  οφείλεται στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου 1878), όταν οι Ρώσοι, μετά από έναν νικηφόρο πόλεμο υποχρεώνουν την ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία να υπογράψει στο προάστιο Άγιος Στέφανος της Κωνσταντινούπολης την ομώνυμη συνθήκη με την οποία δημιουργούταν ένα μεγάλο βουλγαρικό κράτος που αρχίζοντας από την Καστοριά, περιλάμβανε  όλη τη Μακεδονία, εκτός από τη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική- και έφτανε έως τον Εύξεινο Πόντο και τον Δούναβη. Η Συνθήκη αυτή που υπήρξε απόρροια της φιλοβουλγαρικής στροφής της ρωσικής διπλωματίας, αναθεωρήθηκε την ίδια χρονιά με το Συνέδριο του Βερολίνου. Η Βουλγαρία του Αγίου Στεφάνου διαιρέθηκε σε τρία μέρη. Η Μακεδονία αποδόθηκε στους Οθωμανούς, η Ανατολική Ρωμυλία έγινε αυτόνομη οθωμανική επαρχία με χριστιανό ηγεμόνα ενώ η Βόρεια Βουλγαρία έγινε βουλγαρικό πριγκηπάτο, φόρου υποτελές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η Ανατολική Ρωμυλία
Η Συνθήκη του Βερολίνου προέβλεπε ότι θα επιλεγόταν από τις μεγάλες Δυνάμεις και την Οθωμανική Αυτοκρατορία ο χριστιανός κυβερνήτης της Αν. Ρωμυλίας, της οποίας η πρωτεύουσα θα ήταν η Φιλιππούπολη (Πλοβντιβ). Προέβλεπε επίσης ότι θα δημιουργούνταν τοπική εθνοφρουρά που θα διασφάλιζε την τάξη. Πρώτος χριστιανός κυβερνήτης ορίστηκε ο πρίγκηπας Αλέξανδρος της Βουλγαρίας. Στις 6 Σεπτεμβρίου σημειώθηκε βουλγαρικό εθνικιστικό κίνημα με τη σύμφωνη γνώμη του Αλέξανδρου, το οποίο κήρυξε την ένωση με το Πριγκηπάτο της Βουλγαρίας. Η Ρωσία, σε αντίθεση με την Υψηλή Πύλη, εκδήλωσε την αντίθεσή της σ’ αυτήν την εξέλιξη. Με διαταγή του Τσάρου αποχώρησαν όλοι οι Ρώσοι αξιωματικοί και σύμβουλοι του βουλγαρικού στρατού. Έντονα διαμαρτυρήθηκαν η Ελλάδα και η Σερβία. Η ελληνική κυβέρνηση διέταξε και επιστράτευση, αλλά ήταν μακρυά από τις εξελίξεις για να μπορέσει να αντιδράσει ουσιαστικά. Η Σερβία που διεκδικούσε ένα τμήμα της Ανατολικής Ρωμυλίας ηττήθηκε το Νοέμβριο του 1885 από τα βουλγαρικά στρατεύματα στη μάχη της Σλίβνιτσα. Τα τελικά σύνορα τα καθόρισε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου στις (Μάρτιος 1886). Έκτοτε η Ανατολική Ρωμυλία εντάχθηκε οριστικά στο βουλγαρικό κράτος.
Οι Έλληνες κατοικούσαν σε τρεις κυρίως σημεία. Η Κοτζαγεώργη περιγράφει αυτά τα σημεία ως εξής:
α) στο λεκανοπέδιο του Άνω Έβρου, όπου οι πόλεις Φιλιππούπολη (Plovdiv), Στενήμαχος (Asenovgrad), Χάσκιοϊ (Haskovo), Τατάρ-Παζαρτζίκ (Pazartzik), Περιστερά (Pestera), και άλλες μικρές κοινότητες με ελληνικό πληθυσμό,
β) στο λεκανοπέδιο του Κάτω Τόντζου, όπου και η επαρχία Καβακλή (Topolovgrad) με έντεκα ελληνικά χωριά και
γ) στα παράλια του Εύξεινου Πόντου, στις πόλεις Αγχίαλο (Pomorie), Σωζόπολη  (Sozopol), Mεσήμβρια (Nesebar), Πύργο (Burgas), Αγαθούπολη (Ahtopol).
Οι Έλληνες αναπτύσσουν σημαντικά τις κοινοτικές τους δομές και ενεργοποιούνται πολιτιστικά, ιδιαίτερα από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ιδρύονται φιλολογικοί, φιλεκπαιδευτικοί, φιλανθρωπικοί σύλλογοι, δημιουργούνται σχολεία, κοινωφελή καταστήματα, βιβλιοθήκες. Εκδίδονται και κυκλοφορούν εφημερίδες. Η ραγδαία οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική εξέλιξη των Ελλήνων οδήγησε στη μεγάλη εθνική τους διαφοροποίηση από τους σύνοικους λαούς.
Η Φιλιππούπολη, που αποτελεί το μητροπολιτικό πνευματικό κέντρο των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας, είχε ελληνικό σχολείο από τις αρχές του 18ου αιώνα. Η«Κεντρική Ελληνική Σχολή» της Φιλιππούπολης ιδρύθηκε το 1726 και αναδιοργανώθηκε το 1780.  Στη Στενήμαχο, που αποτελεί μεγάλο ελληνικό αστικό κέντρο σχολείο δημιουργείται από το 1821 ενώ στα παράλια του Εύξεινου Πόντου οργανωμένα σχολεία συναντιούνται στις πόλεις της Αγχιάλου, της Σωζόπολης, της Μεσημβρίας και της πόλης του Πύργου. Την ανάπτυξη της ελληνικής εκπαίδευσης στη Βουλγαρία υποστηρίζουν ελληνικοί σύλλογοι της Κωνσταντινούπολης όπως ο «Ελληνικός Φιλολογικός», ο «Θρακικός Φιλεκπαιδευτικός», η «Εκπαιδευτική και Φιλανθρωπική Αδελφότης». Μικρότερη δράση είχε και ο αθηναϊκός «Σύλλογος προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων».
Με τη δημιουργία της αυτόνομης Ανατολικής Ρωμυλίας, την όξυνση των εθνικών ανταγωνισμών και την παρουσία ενός επιθετικού και σκληρού βουλγαρικού εθνικισμού, παρατηρείται μια συσπείρωση του ελληνικού στοιχείου γύρω από την εκπαίδευση. Ελληνικά σχολεία ιδρύονται και στις πιο μικρές ελληνικές κοινότητες.  Μεγάλη ανάπτυξη έχει και η εκπαίδευση των γυναικών με μια αυτοτελή γυναικεία εκπαίδευση. Η Κοτζαγεώργη αναφέρει ότι στη δεκαετία του 1860 υπήρχαν ήδη έξη παρθεναγωγεία. Από τη δεκαετία του 1870 άρχισε να γενικεύεται η εκπαίδευση των κοριτσιών και να διευρύνεται σε μεγαλύτερο κοινωνικό κύκλο.
H μοίρα των ελληνικών κοινοτήτων της Βουλγαρίας κρίθηκε κυρίως στο πλαίσιο της εμφάνισης του βουλγαρικού εθνικού κινήματος, το οποίο εξαρχής προσπάθησε να μειώσει την επιρροή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις σλαβόφωνες περιοχές. Ο βουλγαρικός εθνικισμός διεκδίκησε την ιδεολογική κυριαρχία απομονώνοντας τις σλαβόφωνες μάζες του ορθόδοξου μιλέτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τον φυσικό τους ηγέτη. Και όπως είχαν διευθετηθεί τα ζητήματα αυτά μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, φυσικός θρησκευτικός ηγέτης όλων των ορθόδοξων πληθυσμών ήταν το ελληνόφωνο Πατριαρχείο. Η αποσάρθρωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των δομών που είχε ορίσει οδήγησαν σε σκληρές συγκρούσεις με όχημα τους εθνικισμούς που εμφανίστηκαν σε όλα τα χριστιανικά έθνη που διεκδικούσαν την απελευθέρωσή τους από την Υψηλή Πύλη. Στην περίπτωση όμως της Βουλγαρίας, η ισχυρή παρουσία των ελληνικών κοινοτήτων και η διασύνδεσή τους με την πνευματική κυριαρχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου οδήγησε σε ακρότητες τους Βούλγαρους εθνικιστές.
Χαρακτηριστικά είναι τα γεγονότα που συνέβησαν στη Βάρνα κατά τον Ιούνιο του 1906, όταν επιχειρήθηκε να έρθει στην πόλη ο νέος μητροπολίτης.
Ο Ευθυμιάδης περιγράφει το γεγονός: «…κατά την δευτέραν άφιξιν εις την Βάρναν του Έλληνος Μητροπολίτου Νεοφύτου, υπεδέχθη κατά τον πλέον φαρισαϊκόν τρόπον και παρέλαβεν εκ του ατμοπλοίου τον αφιχθέντα εις Βάρναν δια δευτέραν φοράν Έλληνα αρχιερέα εκπρόσωπος της βουλγαρικής κυβερνήσεως, ενώ τα μίσθαρνα όργανά της, ωπλισμένα με περίστροφα και ρόπαλα, ανέμενον εις την αποβάθραν της πόλεως το θύμα των και μόλις εδόθη το σύνθημα υπό του Επάρχου Βάρνης με εκ των προτέρων ορισθείσα κίνησιν της χειρός του ήρχισεν λυσσωδώς ο λιθοβολισμός του Μητροπολίτου Νεοφύτου. Ο λιθοβολούμενος ιεράρχης ματαίως διαμαρτύρεται και ζητεί την  βοήθειαν και την προστασίαν των παρισταμένων εις την υποδοχήν του βουλγαρικών Αρχών, αι οποίαι τουναντίον, προυστάτευον με την βουλγαρικήν αστυνομίαν τους λιθοβολούντας τον Έλληνα Μητροπολίτην Βουλγάρους, δια να περατώσουν απερίσπαστοι και με την άνεσίν των το σκηνοθετημένον έγκλημά των.
Τελικώς μετά το πλήγμα με μεγάλον λίθον εις το στήθος του, έπεσε λιπόθυμος ο λιθοβολούμενος Ιεράρχης και μετεφέρθη αναίσθητος και καθημαγμένος εκ των πολλών πληγμάτων εις το ατμόπλοιο , το οποίον τον επανέφερε αιμόφυρτον και εις οικτράν κατάστασιν εις την Κωνσταντινούπολη…. Αποθρασυθέντες έτι μάλλον… επεδόθησαν εις την εκτέλεσιν του δεύτερου μέρους του προγράμματος βανδαλισμών και θηριωδιών των κατά των Ελλήνων κατοίκων της Βάρνης, οι οποίοι ανύποπτοι είχον προσέλθει ει τον λιμένα της πόλεως δια να υποδεχτούν … τον Νεόφυτον και οι οποίοι εδάρησαν και ποικιλοτρόπως εκακοποιήθησαν υπό του μαινόμενου βουλγαρικού όχλου, ο οποίος ώρμησεν εν συνεχεία με μανίαν εις την Ελληνικήν Συνοικίαν της πόλεως και έθραυσε με λίθους τα παράθυρα των Ελληνικών Ιερών Ναών, του Ελληνικού Προεξενείου και των ελληνικών καταστημάτων και οικιών….»
Παρόμοια γεγονότα συνέβησαν στις περισσότερες πόλεις και χωριά της Ανατολικής Ρωμυλίας που κατοικούσαν Έλληνες με πογκρόμ και κατασχέσεις των Ελληνικών εκκλησιών και των κοινοτικών κτιρίων.
Την κατάσταση όξυνε περαιτέρω η σύγκρουσης Ελλάδας-Βουλγαρίας για την κυριαρχία στις  οθωμανικές περιοχές της Μακεδονίας. Η έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα σηματοδότησε την ακόμα μεγαλύτερη σκλήρυνση της βουλγαρικής στάσης κατά των ελληνικών κοινοτήτων της Βουλγαρίας.
Το συσχετισμό Μακεδονικού Αγώνα και αντεκδικήσεις στην Ανατολική Ρωμυλία αντελήφθηκαν και κάποιοι ξένοι μελετητές όπως ο Allen Upward, ο οποίος στη μελέτη του υπό τον τίτλο: «Το ανατολικό άκρο της Ευρώπης» αναφέρει: «…Εκεί  οι ελληνικές πόλεις, που παραδόθηκαν με τη Συνθήκη του Βερολίνου στη Βουλγαρία λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν.
Οι κάτοικοί τους δεινοπάθησαν και εσφάγησαν ακόμα από τους βούλγραους, ως εκδίκηση για το φραγμό που τέθηκε στους κομιτατζήδες από τα ελληνικά σώματα που οργανώθηκαν και στάλθηκαν  για το σκοπό αυτό στη Μακεδονία…»
Τα γεγονότα της Αγχιάλου
Η πόλη της Αγχιάλου ήταν πρωτεύουσα της αντίστοιχης επαρχίας του νομού Πύργου (Bourgas). Η επαρχία αυτή ήταν η μόνη όπου το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε των Βουλγάρων. Ακόμα και μετά τα δραματικά γεγονότα του 1906 και τη μετανάστευση που ακολούθησε, ο ελληνικός πληθυσμός παρέμεινε σε ποσοστά της τάξης του 25%.
Η σειρά της Αγχιάλου ήρθε μετά τα πογκρόμ κατά των ελληνικών κοινοτήτων της Βάρνας, του Πύργου, της Φιλιππούπολης, της Στενημάχου κ.ά. Οι κάτοικοι της Αγχιάλου βλέποντας την απραξία αν όχι και τη συνέργεια των βουλγαρικών αρχών στις ακρότητες των παρακρατικών στοιχείων, συγκρότησαν μόνοι την άμυνα της πόλης τους. Οργανώθηκαν και εξοπλίστηκαν  για να απωθήσουν τους εισβολείς. Η επίθεση κατά της πόλης οργανώθηκε από τις επίσημες αρχές, ενώ τμήματα του τακτικού στρατού κατέλαβαν σημαντικά σημεία πριν της πόλης, για να αποτρέψουν την ένοπλη αντίσταση των κατοίκων στους εισβολείς. Παράλληλα ειδοποιήθηκαν οι βουλγαρικές οικογένειες που ζούσαν στην Αγχίαλο να εγκαταλείψουν την πόλη. Στις 30 Ιουλίου άρχισε η επίθεση των οργανωμένων κομιτατζήδων με τη συνδρομή των τακτικών τμημάτων του στρατού.  Η αρχική προέλαση και η πυρπόληση της Ελληνικής Εκκλησίας και μέρους της Ελληνικής Συνοικίας, σταμάτησε από τους ένοπλους Αγχιαλίτες. Η παρέμβαση της έφιππης βουλγαρικής αστυνομίας και νέων πάνοπλων  τμημάτων κομιτατζήδων από τον γειτονικό Πύργο έκριναν την έκβαση της μάχης. Κατέστρεψαν ολοσχερώς την πόλη ενώ κακοποίησαν τα γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει στην παραλία της Αγχιάλου.
Υπολογίζεται ότι καταστράφηκαν περί τις 1200 οικίες και το συνολικό κόστος ανήλθε σε 50 εκατομμύρια χρυσά φράγκα, Σκοτώθηκαν 250 Έλληνες κάτοικοι της Αγχιάλου ενώ δεν υπολογίστηκε ποτέ ο αριθμός των ατόμων που έχασαν τη ζωή τους μέσα στη φλεγόμενη πόλη.
Τα πληθυσμιακά μεγέθη
Ακριβείς μελέτες για τους Έλληνες της Βουλγαρίας δεν υπάρχουν. Δίνονται πολύ διαφορετικά μεταξύ τους νούμερα τα οποία κυμαίνονται μεταξύ 80.000 και 250.000. Μια πιο ψύχραιμη και ρεαλιστική εκτίμηση φαίνεται ότι κάνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο αναφέρει ότι στην κρίσιμη φάση του 1906 στην περιοχή ζούσαν 100.000 περίπου Έλληνες. Σε μια αξιόπιστη μελέτη με τον τίτλο «Η προ των καταστροφών δύναμις του ελληνισμού εν Αν. Ρωμυλία»   που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελληνισμός» το 1908, ο αριθμός των Ελλήνων που κατοικούσαν στην Νότια Βουλγαρία υπολογίζεται σε 94-97.000. Στον αριθμό αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται ο αριθμός των Ελλήνων που κατοικούσαν στη Βόρεια Βουλγαρία. Η Ξανθίππη Κοτζαγεώργη υπολογίζει ότι το 1900 ο πραγματικός αριθμός των Ελλήνων της Νότιας Βουλγαρίας είναι 80.000. Στον αριθμό αυτό περιλαμβάνονται και 7.500 περίπου τουρκόφωνοι Γκαγκαούζοι ελληνικής εθνικής συνείδησης. Ο συνολικός αυτός αριθμός πλησιάζει στις εκτιμήσεις τον αριθμό των 81.923 που δίνει το 1903 ο  Ν. Φουντούλης, Έλληνας πρόξενος στη Φιλιππούπολη.
Μετά τα γεγονότα του 1906 παρατηρήθηκε αναχώρηση ενός αριθμού Ελλήνων από τη Βουλγαρία. Επίσης περιορισμένο κύμα μετανάστευσης προκάλεσαν κάποια καταπιεστικά μέτρα που πάρθηκαν από τις βουλγαρικές αρχές μετά την ήττα της Βουλγαρίας στο Β’ Βαλκανικό πόλεμο.  Στην Έξοδο συνέβαλε η απαγόρευση της Ελληνικής Εκκλησίας μετά το 1914 καθώς και τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν κατά την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η κορύφωση της εξόδου θα συμβεί μετά την υπογραφή της Σύμβασης του Νεϊγί για την Ανταλλαγή των πληθυσμών. Η Ξανθίππη Κοτζαγεώργη υπολογίζει σε 37.000 τους Έλληνες που εγκατέλειψαν τις εστίες τους στη Βουλγαρία. Σ’ αυτούς δεν προσμετρώνται όσοι έφυγαν για άλλες χώρες. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τα στοιχεία της Μεικτής Επιτροπής που ήταν υπεύθυνη για την Ανταλλαγή των πληθυσμών φαίνεται ότι συνολικά 62.109 Έλληνες αναχώρησαν από τη Βουλγαρία από το 1906.
Με την τελευταία επίσημη απογραφή πριν από τον  Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο καταγράφονται 10.000 Έλληνες στη Βουλγαρία, στους οποίους όμως δεν προσμετρούνταν οι Σαρακατσάνοι και οι Γκαγκαούζοι. Το 1942, κατά τη διάρκεια του πολέμου η Βουλγαρική κυβέρνηση θέσπισε νόμο με τον οποίο δεν αναγνωριζόταν πλέον ούτε η ελληνική ιθαγένεια, ούτε και η ελληνική υπηκοότητα στους  Έλληνες της Βουλγαρίας. Μεταπολεμικά, ως μόνοι Έλληνες αναγνωρίζονταν οι πολιτικοί πρόσφυγες του Εμφυλίου, οι οποίοι όμως δεν είχαν καμιά ιστορική σχέση με τις παλιές γηγενείς ελληνικές κονότητες της Βουλγαρίας.
Όσον αφορά όμως τις βουλγαρικές απογραφές, η Κοτζαγεώργη γράφει: «Με δεδομένη την οξεία εθνική αντιπαράθεση Ελλήνων και Βουλγάρων κατά τη διάρκεια όλης της εξεταζόμενης χρονικής περιόδου, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα συστηματικής παραποίησης  των στοιχείων των απογραφομένων προσώπων εκ μέρους των απογραφέων ή της ειδικής στατιστικής υπηρεσίας που τα επεξεργάστηκε και αυτό για καθαρά πολιτικούς λόγους που εξυπηρετούσαν την κρατική πολιτική αφομοίωσης των μειονοτήτων στη Βουλγαρία και τη μείωση στο ελάχιστο της πιθανότητας για την έγερση διεκδικήσεων από τη γειτονική Ελλάδα με αφορμή την παρουσία ελληνικής μειονότητας στο έδαφος της Βουλγαρίας.»
Σήμερα
Ο Στ. Γεωργούλης στην παρουσίαση του τόμου «Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα τον περιφερειακού ελληνισμού», αναφέρει: «ο πανάρχαιος Ελληνισμός της Βουλ­γαρίας, υπέστη συστηματική εξόντωση από τους φορείς του Βουλγαρι­κού εθνοφυλετισμού, με αποκορύφωμα την πυρπόληση της Αγχιάλου το 1906. Τα δραστικά καταπιεστικά και αφομοιωτικά μέσα που μετήλθε η Βουλγαρική Κυβέρνηση κατά το εξεταζόμενο διάστημα, παρόλο ότι οδή­γησαν τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων σε μαζική έξοδο προς την Ελλάδα, δεν κατάφεραν ωστόσο να αφανίσουν πλήρως τον ελληνι­σμό από την περιοχή, καταρρίπτοντας την επίσημη άποψη, ότι οι Έλλη­νες της Βουλγαρίας έχουν ανταλλαγεί μέχρι ενός. Σήμερα ο συρρικνωμένος αυτός και άλλοτε δραστήριος ελληνισμός επαναδραστηριοποιείται και πάλι…»
Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει τον ακριβή αριθμό των ελληνικής καταγωγής πολιτών της σημερινής Βουλγαρίας. Οι ίδιοι που δραστηριοποιούνται πολιτιστικά με συλλόγους ελληνο-βουλγαρικής φιλίας εκτιμούν ότι στη Βουλγαρία σήμερα διαμένουν περί τους 25.000 Έλληνες.
Σε μια ενδιαφέρουσα παρέμβαση στο διαδίκτυο για το σήμερα της Ανατολικής Ρωμυλίας, ο Ν.  Κατσιλιώτης  γράφει: «Φιλιππούπολη, Βάρνα, Αγχίαλος είναι κομμάτια της Ανατολικής Ρωμυλίας που αγωνίζεται σκληρά για να κερδίσει την αντίξοη μάχη για την επιβίωση και παραμένει για τον μέσο `Ελληνα πολίτη μια ομιχλώδη αίσθηση βυζαντινής παράδοσης.
Ξαφνικά στην δεκαετία του 1990,με την πτώση του κομμουνισμού, ξεπεράσαμε ένα μακροχρόνιο σόκ αμνησίας, θυμηθήκαμε τους `Ελληνες της Αν.Ρωμυλίας οι οποίοι παρά τις πιέσεις των βουλγαρικών σωβινιστικών οργανώσεων κράτησαν την ελληνική τους ταυτότητα κάτι που φαίνεται από την μουσική και την λαϊκή λογοτεχνία.
Εντυπωσιακές ήταν οι πρωτοβουλίες των ιδιωτών οι οποίοι με τις επενδύσεις τους στην περιοχή απέδειξαν στην διεθνή κοινή γνώμη ότι ενδιαφέρεται να βοηθήσει τον ελληνισμό της περιοχής να βγεί από την αφάνεια και να αποκτήσει το δικό του μερίδιο στην πολιτισμική και οικονομική ζωή των δρώμενων της βουλγαρικής κοινωνίας.
Αναμφίβολα το εγχείρημα είναι αρκετά δύσκολο:Το ελληνικό κράτος έχει να αντιμετωπίσει την εχθρικότητα των τουρκογενών ντόπιων ισλαμιστών, τη διείσδυση το Τουρκικού κράτους και το κυνικό διπλωματικό πόκερ των Μεγάλων Δυνάμεων.»
Μια φωνή από τους Έλληνες της Βουλγαρίας
Μια ενδιαφέρουσα παρέμβαση στη Συνδιάσκεψη της Νεολαίας του Απόδημου Ελληνισμού της Ευρώπης, (Φρανκφούρτη, 12 Δεκεμβρίου 1998) του Ανδρέα Δρόντζου, ως Εκπρόσωπος της Νεολαίας του Συλλόγου  Ελλήνων Βουλγαρίας«Δημοκρατική Οργάνωση Μόρφωσης και Εκπαίδευσης», αποδεικνύει ότι το παλιό χάσμα των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων με τους παλιούς γηγενείς Έλληνες της Βουλγαρίας έχει ξεπεραστεί και πλέον μαζί αντιμετωπίζουν τις νέες προκλήσεις:
«Παλιά, οι Έλληνες στην Βουλγαρία ήμασταν πολύ περισσότεροι και δεν γνωρίζαμε ούτε το άγχος, ούτε την ανεργία, ούτε την ανέχεια. Εν συντομία, αναφέρω μερικά στοιχεία, κατά διάφορες περιόδους, στα πλαίσια της ΔΟΜΕ (Δημοκρατική Οργάνωση Μόρφωσης και Εκπαίδευσης) που λειτούργησαν: 12 χορωδιακά συγκροτήματα, 13 χορευτικά συγκροτήματα, 9 ορχήστρες, 7 φωνητικοί όμιλοι, 5 θεατρικοί όμιλοι, 14 παιδικές χορωδίες, 12 παιδικά χορευτικά συγκροτήματα, 7 παιδικές μαντολινάτες, 10 ποδοσφαιρικές ομάδες. Επίσης, υπήρχε υποχρεωτική εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, με απόφαση του υπουργείου Παιδείας, τρία καλλιτεχνικά φεστιβάλ και παιδικές κατασκηνώσεις, κάθε καλοκαίρι. (σ.τ.σ εννοεί δραστηριότητες που τότε αφορούσαν τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες). Αυτά και άλλα πολλά, που μονομιάς εξαφανίστηκαν, τα χάσαμε.
Από το 1982 αρχίζει το δράμα μας. Καταργήθηκαν τα πάντα. Μείναμε χωρίς λέσχες. Ταλαιπωρίες πάρα πολλές. Δεν περιγράφονται. 9 ολόκληρα χρόνια, χωρίς καμία οργανωτική ζωή, χωρίς καμιά επαφή με τον κόσμο μας. Κανείς από τους μεγάλους δεν ήθελε να ακούσει για επαναλειτουργία της οργάνωσής μας. Κι όμως ο «Ελληνας», όπου και να βρεθεί, δε σταματά να παλεύει, να δημιουργεί.
Επιτέλους, στις 10 Ιουλίου 1991, μετά από τρεις παρουσιάσεις μας στο Δικαστήριο της Σόφιας, επίσημα αναγνωριστήκαμε ως Σύλλογος Ελλήνων Βουλγαρίας ΟΜΕ, σύμφωνα με το άρθρο 136, του νόμου περί της προσωπικότητας και της οικογένειας, ως σύλλογος μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Σκοπός του συλλόγου: να διατηρεί και να εκλαϊκεύει τις λαϊκές παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα του Ελληνικού λαού, να γνωστοποιεί στα μέλη του, στα μέλη και τις οικογένειές τους, τις πολιτιστικές και πνευματικές αξίες της Πατρίδας.
Πριν τρία χρόνια, ξεκινήσαμε τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας, με συμμετοχή 40 μαθητών. Τη σχολική χρονιά 1997-1998, τα μαθήματα παρακολούθησαν πάνω από 180 μαθητές. Πριν δύο χρόνια δημιουργήσαμε το χορευτικό μας συγκρότημα με 40 μέλη. Διδάσκονται παραδοσιακοί χοροί απ’ όλες τις εθνογραφικές περιοχές της Ελλάδας. Ήδη δώσαμε τις πρώτες παραστάσεις στην Καβάλα, στη Δράμα και στη Σόφια. Στις 22-23 Σεπτεμβρίου 1997, ένα μέρος του χορευτικού συγκροτήματος έλαβε μέρος στο 1ο καλλιτεχνικό φεστιβάλ του Ελληνισμού της Διασποράς, στο Ηρώδειο, στην Αθήνα, όπου, σύμφωνα με τους διοργανωτές του, άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Κάθε χρόνο, στις 25 Μαρτίου, γιορτάζουμε την Εθνική μας Γιορτή, το Αθάνατο ’21.…. Σήμερα, κάθε παιδί από το σύλλογό μας που τελειώνει το γυμνάσιο ή πανεπιστήμιο αντιμετωπίζει το θέμα εργασίας. Ο νέος δύσκολα βρίσκει δουλειά, διότι η ανεργία, σήμερα, στη Βουλγαρία είναι μεγάλη. Πάνω από 800.000 έχουν εγκαταλείψει την πατρίδα τους. Πάνω από 450.000 είναι οι άνεργοι. Πολλά από τα παιδιά του Συλλόγου μας – άλλα επίσημα, άλλα ανεπίσημα – κατεβαίνουν στην Ελλάδα ή σε άλλες χώρες. Ειδικά στη Σόφια, έχουν εγκατασταθεί αρκετοί Έλληνες επιχειρηματίες, καταστηματάρχες, έχουν ανοίξει επιχειρήσεις, μαγαζιά.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε εμείς οι νέοι Έλληνες στη Βουλγαρία, δυστυχώς, είναι πάρα πολύ καυτά. Τα περισσότερα παιδιά στην ηλικία μου είναι παιδιά τρίτης γενιάς. Η πλειοψηφία από αυτά τα παιδιά είναι παιδιά μικτού γάμου. Η οικονομική κρίση και η ανεργία στη χώρα που διαμένουμε, καταλαβαίνετε ακόμα, ότι απομακρύνουν τα παιδιά από τις ρίζες τους και από τα ελληνικά έθιμα….»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-         K. Jirecek, Geschichte der Bulgaren (1876).
-         Guérin Songeon, Histoire de la Bulgarie (1913).
-        V. Antonoff, Bulgarien von Beginn seines staatlichen Bestehen bis auf unsere zeit 679-1917, Berlin 1917.
-         V. Zlatarski, Geschichte der Bulgaren, Leipzig 1917-1918.
-         F. Dvornik, Les slaves, Byzance et Rome, Paris 1926.
-         F. Dvornik, The Making of Central and Eastern Europe, London 1949.
-         L. Niederle, Manuel de l’ antiquité Slave, Paris 1923, 1926.
-         S. Runcimann, A History of the First Bulgarian Empire, London 1930.
-         Ch. Gerard, Les Bulgares de la Volga et les Slaves du Danube, Paris 1939.
-         P. Speck, » Zur datierung des sogenaunten Paradeisos», Byzantinische Zeitschrift, Volume 58, Issue 2
-         Ostrogorsky, Histoire de l’ État Byzantin, Paris 1956.
-         Κ. Αμάντος, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Β΄ 1957.
-         Άτλας την ελληνικής Διασποράς, επιμ. Βλάσης Αγτζίδης, Αθήνα, εκδ. Αλέξανδρος, 1995.
-         Κωσταντίνος Βακαλόπουλος, Σύγχρονα εθνολογικά όρια του ελληνισμού στα Βαλκάνια, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1994.
-         Δ. Κ. Βογαζλής, Το σχίσμα και οι Γραικομάνοι της Θράκης και της Μακεδονίας (Ιστορική, λαογραφική και πολιτικοκοινωνική μελέτη.  Αρχείο Θρακικών, Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού.  Εταιρεία Θρακικών Μελετών, αρ. 44,  Αθήνα 1955.
-         Δημήτρης Γαρούφας, Οι Σαρακατσάνοι ομογενείς μας στη Βουλγαρία και την περιοχή τωνΣκοπίων, θεσσαλονίκη, εκδ. Κυριακίδη, 1992.
-         Άγγελος Γερμίδης, Χαμένες ελληνικές εστίες της Ανατολικής Ρωμυλίας. Η Αγχίαλος και η περιοχή της, ανέκδοτο χειρόγραφο  με ημερομηνία 1973.
-         Εμμ. Γρηγορίου, Έλληνες και Βούλγαροι, Θεσσαλονίκη 1954.
-         Νικολ. Δηματάκης, Η Νότιος Βουλγαρία, 1933.
-         Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα τον περιφερειακού ελληνισμού, Θεσσαλονίκη, έκδ. Ιδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου-Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλογων Ανατολικής Ρωμυλίας Θεσσαλονίκη,, 1999.
-         Aπόστολος Π. Ευθυμιάδης, Η συμβολή της Θράκης εις τους απελευθερωτικούς αγώνας του έθνους (από το 1361 μέχρι του 1920),Αλεξανδρούπολη, 2002
-         Δ. Α. Ζακυθηνός, La Grece et les Balkans, 1947.
-         Ιωάννης Ζαμπάρτας, Η Θράκη των Ελλήνων Θρηίκων, έκδοση Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, Αθήνα, 2000.
-         Αθ. Ε. Καραθανάσης, (επιμ.) Θράκη, εκδ. Μαίανδρος, Θεσσαλονίκη, 1993.
-         Ξανθίππη Κοτζαγεώργη, «Χαρακτήρας και είδος της εκπαίδευσης του περιφερειακού ελληνισμού: Τα ελληνικά σχολεία στην Αν. Ρωμυλία (Νότιο Βουλγαρία), αρχές 19ου αι-1885), περ. Βαλκανικά Σύμμεικτα, τεύχ. 7, έκδ. ΙΜΧΑ, 1995, σελ. 61-112.
-         Της ιδίας, «Η ανθρωπογεωγραφία και τα εθνικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων της Βουλγαρίας 1888-1934. Το στοιχεία των βουλγαρικών απογραφών και ο έλεγχος της αξιοπιστίας τους», περ. Βαλκανικά Σύμμεικτα, τεύχ. 9, ό.π. σελ. 119-209.
-         Νεοκλ. Καζάζης,  Ο Ελληνισμός εν Χερσονήσω του Αίμου, εντυπώσειςταξιδίου, σ. 37-360, 1899.
-         Κ. Δ. Καλοκύρης, Προέλευση βυζαντινών μνημείων του γεωγραφικού. χώρου της Μακεδονίας, Σερβίας και Βουλγαρίας, Θεσσαλονίκη 1968.
-         Στυλ. Κυριακίδης, Τα Βόρεια εθνολογικά όρια του Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1946.
-         Αλ. Κύρου, Οι Βαλκ. γείτονές μας, σ. 85-132, 1962.
-         Μαργ. Κωνσταντινίδης, Η Μεσημβρία παρ’ Ευξείνω.
-         Θεοδ. Μαυρομάτης, Οι Έλληνες στη σύγχρονη Βουλγαρία (1878-1908),1966.
-         Δράκος Κ. Μαυρομμάτης, Η Αγχίαλος μες’ από τις φλόγες, Αθήνα, 1930
-         Κοσμάς Μυρτίλος, Ιστορία της Φιλιππουπόλεως, 1958.
-         Χριστοφ. Νάλτσας, Η Ανατολική Ρωμυλία, 1963.
-         Πολ. Παπαχριστοδούλου, Η καταστροφή του Βορειοθρακικού Ελληνισμού.
-         Του ιδίου, Οι Πομάκοι, 1958.
-         Έλλην Σκοπετέα, « Οι Έλληνες και οι εχθροί τους», Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, τομ. Α2, Αθήνα, εκδ. Βιβλιόραμα,
-         Σπυρίδων Σφέτας, «Οι ανθελληνικοί διωγμοί στην Ανατολική Ρωμυλία κατά το έτος 1906 στα πλαίσια της βουλγαρικής κρατικής πολιτικής», περ. Βαλκανικά Σύμμεικτα, τεύχ. 5-6, σελ. 75-91.
-         Αρετή Τούντα-Φεργάδη, Ελληνο-βουλγαρικές μειονότητες, Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ 19125-1925, Θεσσαλονίκη, 1986.
-         Ν.Κ. Τριανταφύλλου, Παγκόσμιος Ελληνοδείκτης, Πάτρα 1972.
-         Κ. Βάρναλης, Φιλολογικά Απομνημονεύματα, εκδ. «Κέδρος», 1980.
———————————————————————————
ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
(που συλλέχτηκαν από διάφορες πηγές για να φωτίσουν περισσότερο το θέμα μας)
Οι Πολιτικοί Πρόσφυγες
Ως αποτέλεσμα του σκληρού εμφυλίου πολέμου του 1946-1949, πλήθος Ελλήνων υπηκόων που ανήκαν στην παράταξη των ηττημένων κατέφυγαν ως πρόσφυγες σε άλλα κράτη. Σύμφωνα με στοιχεία των Οργανώσεων Πολιτικών Προσφύγων, στις τότε σοσιαλιστικές χώρες κατέφυγαν 130.000 άτομα. Απ’ αυτούς 25.000 ήταν αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και 15.000 πολιτικά στελέχη. Οι υπόλοιποι ήταν άμαχος πληθυσμός που προερχόταν, κυρίως, από τις παραμεθόριες περιοχές. Στους πρόσφυγες συμπεριλαμβάνονταν περισσότερα από 25.000 παιδιά, τα οποία στάλθηκαν στις ανατολικές χώρες μετά την άνοιξη του 1948. Τους πρώτους πολιτικούς πρόσφυγες δέχθηκαν η Γιουγκοσλαβία, η Αλβανία και η Βουλγαρία. Το κύριο τμήμα τους μετακινήθηκε προς την Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία, Τσεχοσλοβακία, Ανατολική Γερμανία και Σοβιετική Ένωση. Περιορισμένος αριθμός προσφύγων κατέφυγε στη Δυτική Ευρώπη, τον Καναδά, τις ΗΠΑ και την Αυστραλία.
Τη δεκαετία του ’80, ο αριθμός των πολιτικών προσφύγων μειώθηκε σημαντικά, εφ’ όσον το ελληνικό κράτος επέτρεψε την παλιννόστησή τους στην Ελλάδα, τους απέδωσε την ελληνική ιθαγένεια και φρόντισε να εξασφαλίσει την αναγνώριση της συντάξιμης υπηρεσίας τους με διακρατικές συμφωνίες. Σήμερα, ο κύριος όγκος των πολιτικών προσφύγων που παραμένουν ακόμη στις τέως σοσιαλιστικές χώρες είναι όσοι, υποκύπτοντας στην τότε φιλοσλαβομακεδονική γραμμή του ΚΚΕ, είχαν δηλώσει ως εθνότητα «Μακεδόνας» αντί για «Έλληνας». Το πρόβλημα αυτό παραμένει άλυτο, εφόσον η αλυτρωτική πολιτική των Σλαβομακεδόνων των Σκοπίων και η εμμονή τους στην πλήρη οικειοποίηση των όρων «Μακεδόνας» και «Μακεδονία» προκαλεί τα αντανακλαστικά της ελληνικής πλευράς.
———————————————————————-
Εντυπώσεις από τη Φιλιππούπολη (18ος αι.)
Μετά από ταξίδι τεσσάρων ημερών, από εκεί φτάσαμε στη Φιλιππούπολη, αφού διασχίσαμε τις κορυφογραμμές ανάμεσα στα βουνά Αίμο και Ροδόπη, που σκεπάζονται διαρκώς από χιόνι. Η πόλη είναι χτισμένη σε ανηφορικό έδαφος κοντά στον ποταμό Έβρο και κατοικείται σχεδόν αποκλειστικά από Έλληνες. Διατηρούνται εδώ μερικές παλιές χριστιανικές εκκλησίες. Έχουν έναν επίσκοπο και μερικοί από τους πλουσιότερους Έλληνες ζουν εδώ. Ωστόσο οι τελευταίοι είναι αναγκασμένοι να κρύβουν τον πλούτο τους με μεγάλη προσοχή καθώς η επίδειξη φτώχειας (η οποία συμπεριλαμβάνει και ένα μέρος από τις δυσχέρειες της τελευταίας) είναι η μοναδική προστασία τους από του να τη δοκιμάσουν πραγματικά. Η περιοχή από εδώ μέχρι την Αδριανούπολη είναι από τις ωραιότερες του κόσμου. Παντού στους λόφους, φυτρώνουν αγριοκλήματα και η αιώνια άνοιξη που απολαμβάνουν, κάνει το κάθε τι χαρούμενο και λουλουδένιο.
Λαίδης Μόνταγκιου, Το Οδοιπορικό τριών Ηπείρων, Ιστορία ΣΤ΄ Δημοτικού,  «Στα Νεότερα Χρόνια», ΟΕΔΒ
—————————————————————————————-
Βουλγαρία-Μια 89χρονη κρατά ζωντανό τον ελληνικό «παλμό» στη Βάρνα
Απέχει ένα βήμα μόλις από το «κατώφλι» των 90 της χρόνων και σε αντίθεση με άλλους συνομήλικούς της είναι αεικίνητη. Πρόεδρος της Ένωσης Γηγενών της Βάρνα- ουσιαστικά ενός συνδέσμου ελληνοβουλγαρικής φιλίας- η 89χρονη Βικτορία Ιβάνοβα λέει με περισσή υπερηφάνεια πως είναι η γηραιότερη των Ελλήνων της βουλγαρικής αυτής πόλης, στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας.
Το υψηλό επίπεδο που κατέχει στην ελληνική και γερμανική γλώσσα δεν την ικανοποιεί και το όνειρό της είναι να επισκεφθεί την Ιαπωνία και να μάθει … γιαπωνέζικα! Με θλίψη παραδέχεται, ωστόσο, πως λόγω της προχωρημένης ηλικίας της, το όνειρο αυτό δύσκολα μπορεί να πραγματοποιηθεί.
«Κατάγομαι από μια αριστοκρατική βυζαντινή οικογένεια. Τα ίχνη της οικογένειάς μου χάνονται γύρω στο 1.400 π.Χ. Πιστεύω ότι περισσότεροι από 100 απόγονοι της οικογένειας αυτής ζουν σήμερα στη Βάρνα και κανένας από αυτούς δεν περιορίστηκε στην ευγενική του καταγωγή», δήλωσε πρόσφατα σε συνέντευξή της σε βουλγαρικό περιοδικό η κ. Ιβάνοβα.
Η ιστορία της οικογένειας της κ. Ιβάνοβα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της ίδιας της πόλης. Κάποια από τα μέλη της ανήκαν στην οικονομική ελίτ της πόλης: έμποροι, γιατροί, ιδιοκτήτες ανταλλακτηρίων συναλλάγματος.
Μάλιστα, σε αντίθεση με την πατριαρχική δομή της οικογένειας προηγούμενων εποχών, οι γυναίκες της οικογένειας ήταν αυτές που … φορούσαν παντελόνια, όπως χαρακτηριστικά λέει η ίδια η κ. Ιβάνοβα.
Θυμάται τη συνονόματη γιαγιά της, τη Βικτορία, η οποία έγκυος στο έβδομο παιδί της, το 1910, έμαθε ότι ο άνδρας της αυτοκτόνησε καθώς χρεοκόπησε. Γέννησε το τελευταίο της παιδί και «μάζεψε» όλο το κουράγιο που της είχε απομείνει για να σταθεί στην οικογένειά της.
Η Ένωση και οι δεσμοί με την Ελλάδα
Η ίδια, μαζί με μια ομάδα φίλων της, οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν αποβιώσει, ίδρυσε το 1994 την Ένωση Γηγενών της Βάρνας. Από τότε, η εκπαιδευτική και πολιτιστική δράση της Ένωσης έχει επεκταθεί και σήμερα, η ομάδα αυτή αριθμεί 180 μέλη, που παίρνουν μέρος σε χορωδίες για παιδιά και ενήλικες, χορευτικά συγκροτήματα και μαθήματα ελληνικών, τα οποία επιμελείται προσωπικά η ίδια η κ. Ιβάνοβα.
Μάλιστα, κάθε χρόνο, παιδιά των οποίων οι οικογένειες ανήκουν στην Ένωση αυτή έρχονται για σπουδές στην Ελλάδα, ενώ σε ετήσια βάση διοργανώνεται από τον ίδιο φορέα κι ένα διεθνές φολκλορικό φεστιβάλ.
Η ίδια η κ. Ιβάνοβα εξηγεί στο περιοδικό «Vagabond» ότι η Ένωση που ίδρυσε μαζί με κάποιους φίλους δεν είναι απλά ένα καταφύγιο όσων έχουν ελληνική καταγωγή, αλλά και όσων προέρχονται από οικογένειες που ζουν στη Βάρνα εδώ και τέσσερις ή πέντε γενιές.
Το οίκημα που στεγάζει την Ένωση Γηγενών της Βάρνας βρίσκεται στο ελληνικό τετράγωνο της πόλης, σε ένα καινούργιο κτίριο της οδού «Prezviter Kozma» και όχι σε ένα από τα λίγα εναπομείναντα παραδοσιακά ελληνικά κτίρια της περιοχής.
Η Βάρνα των … Ελλήνων
Η Βάρνα είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Βουλγαρίας (μετά τη Σόφια και το Πλόβντιβ) και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της χώρας, στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας.
Κατά καιρούς της έχουν αποδοθεί διάφοροι χαρακτηρισμοί, όπως «θαλάσσια πρωτεύουσα» και «θερινή πρωτεύουσα» της Βουλγαρίας.
Οι Έλληνες είναι αυτοί που, σύμφωνα με τις γραφές, πάτησαν πρώτοι «πόδι» στη Βάρνα. Κάτοικοι της αρχαίας Μιλήτου στη Μαύρη Θάλασσα ήταν αυτοί που ίδρυσαν την αποικία της Οδησσού γύρω στο 570 π.Χ. και κατ’ επέκταση την πόλη, που είναι σήμερα γνωστή ως Βάρνα.
Άλλωστε, οι Έλληνες, μαζί με Βούλγαρους, Εβραίους και Αρμένιους είναι αυτοί που έχουν κατοικήσει κατά καιρούς το παλαιότερο κομμάτι της πόλης, που περικλείεται από τον Θαλάσσιο Κήπο, τον σιδηροδρομικό σταθμό, το συγκρότημα κτιρίων του Φεστιβάλ της Βάρνα και τη λεωφόρο «Knyaz Boris».
Στην παρακάτω διεύθυνση μπορείτε να ακούσετε τον Κώστα Βάρναλη να απαγγέλει την «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» :
——————————————————–
Άγιος Βλάσιος (Μεσημβρία, Ανατολική Ρωμυλία)
«Στις 11 Φεβρουαρίου τιμάται από την Ανατολική Εκκλησία και ο Άγιος Βλάσιος ο ιερομάρτυρας. Από τη Δυτική τιμάται στις 3 Φεβρουαρίου. Καταγόταν από τη Σεβάστεια Αρμενίας της οποίας έγινε και επίσκοπός της. Γιος πλουσίων γονέων, σπούδασε Ιατρική και πρόσφερε τις υπηρεσίες του δωρεάν στους φτωχούς. Στον φοβερό διωγμό του Λικίνιου (308-333), κατά τον οποίο 17.000 εκ των συντοπιτών του μαρτύρησαν, και ο ιεράρχης τους εκλέχτηκε διάδοχος (309), κατέφυγε σε κοντινό σπήλαιο, όπου τον βρίσκουν να νηστεύει και να προσεύχεται εν μέσω θηρίων. Τον καταγγέλλουν. Στο δρόμο προς τον ηγεμόνα κάνει διάφορα θαύματα. Οδηγήθηκε στον ηγεμόνα Αγρικόλα και «ομολογήσας το όνομα του Χριστού, τύπτεται ράβδοις και αναρτηθείς ξέεται». Τον ξύνει με σιδερένια χτένια. Επτά γυναίκες οι οποίες βλέπουν το μαρτύριό του και πάνε να τον σκουπίσουν, συλλαμβάνονται κι αυτές, ανακηρύσσονται  χριστιανές και αποκεφαλίζονται. Ρίχνεται στη λίμνη για να πνιγεί, αλλά ο Βλάσιος, αφού χαράσσει το σχήμα του σταυρού στα νερά της, βαδίζει πάνω σ’ αυτά, ωσάν να ήταν στεριά! Οι 68 στρατιώτες που τον ακολουθούν βυθίζονται και πνίγονται! Έτσι οι δήμιοι τον αποκεφαλίζουν και μαζί του και δυο παιδιά που πίστεψαν στο θεό του Βλασίου.
Στη Θράκη τον θεωρούν προστάτη των κτηνών και μάλιστα των εγκυμονούντων. Φερώνυμο χωριό (Άγιος Βλάσιος) υπήρχε στη Μεσημβρία της Ανατολικής Θράκης στη Μαύρη Θάλασσα. Οι ξεριζωμένοι κάτοικοί του ίδρυσαν κατόπιν στην Ελλάδα το χωριό Στρύμη σε ύψωμα με εξαίρετη θέα στον πανέμορφο κάμπο της Κομοτηνής. Στον Άγιο Βλάσιο είναι αφιερωμένη και μια κορυφή του όρους Μιτσικέλι, βόρεια των Ιωαννίνων, η οποία φέρει το όνομά του και έχει ύψος 1.044μ.»
Λαογραφία (Γιορτές και έθιμα της εβδομάδας) Εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 10-2-2002
————————————————————————————–
Αναλυτικά οι πόλεις με το σημερινό τους όνομα και η ιστορία της ελληνικής τους κοινότητας από τον «Άτλαντα της ελληνικής Διασποράς» :
Σόφια
Οι Βυζαντινοί την ονόμαζαν Τριαδίτσα.  Υπήρχαν πολλοί Έλληνες έμποροι και η συνοικία τους λεγόταν «Ελληνική Αγορά», τοπωνύμιο γνωστό μέχρι τους Βαλκανικούς πολέμους.  Επίσης, τελούνταν στα ελληνικά η λειτουργία και Έλληνες ήταν οι μητροπολίτες της. Στη Σόφια εγκαταστάθηκαν αρκετοί Έλληνες από τη Στενήμαχο.  Ίδρυσαν σχολείο και είχαν τον ναό του Αγίου Γεωργίου.  Λίγο πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η κοινότητα άρχισε να μειώνεται. Σήμερα δεν υπάρχει μόνο ελληνική πρεσβεία αλλά και προξενείο.
Στο Μουσείο της Σόφιας υπάρχουν μετάλλιο του Δία από τη Φιλιππούπολη, μαρμάρινο σύμπλεγμα ελληνιστικής εποχής, ανάγλυφο με ιππέα από τη Θράκη με ελληνική επιγραφή, χάλκινο κόσμημα θρακικής τέχνης, επιτύμβιο μνημείο με ελληνική επιγραφή, που βρέθηκε στη Μεσημβρία.
Πομόριε
Πόλη στην είσοδο του κόλπου του Πύργου.  Κοντά στη σημερινή πόλη και βορειοδυτικά ήταν η αρχαία πόλη.  Χτίστηκε τον 6ο αι. π.Χ. από Έλληνες της Απολλωνίας (Σωζόπολης) και ονομάστηκε Αγχίαλος, Αγχιαλός, Αγχιάλη, Αγχιάλεια, Απολλωνία και στα βυζαντινά χρόνια Αχελώος.  Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας εγκαταστάθηκαν στην πόλη πολλοί φυγάδες από την Κωνσταντινούπολη και επιδόθηκαν στην αλατοπαραγωγή (αλυκές), την αμπελουργία, την οινοποιία, την αλιεία, καθώς και στην κατασκευή γουναρικών.  Μαζί με τους άλλους φυγάδες της Κωνσταντινούπολης, εγκαταστάθηκαν στην Αγχίαλο και μερικοί συγγενείς των Παλαιολόγων και των Καντακουζηνών.  Από τη γενιά των τελευταίων αναδείχτηκαν πολλοί αξιωματούχοι της τουρκικής διοίκησης, ιδίως στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Τον αμιγή ελληνικό χαρακτήρα διατήρησε η πόλη μέχρι το 17ο αι., οπότε άρχισε να παρατηρείται αύξηση του μουσουλμανικού και βουλγαρικού στοιχείου.  Σπουδαία ήταν τα σχολεία της πόλης.  Εκεί δίδαξαν σπουδαίοι διδάσκαλοι, όπως ο Χρυσοβέργης Κουροπαλάτης(1790-1802), ο Άνδριος Γρηγόριος Ροΐδης (1819-1821), ο φιλικός Κωνσταντίνος Νέστωρ, ο Γρηγόριος Ζαράφης και άλλοι πολλοί.
Η πόλη διατήρησε πάντα ακμαίο Ελληνισμό μέχρι την Κυριακή 30 Ιουλίου 1906, όταν ομάδες Βουλγάρων εθνικιστών εισέβαλαν στην πόλη και έγιναν μάχες.  Η ελληνική εκκλησία, το σχολείο και μερικές κατοικίες έγιναν κέντρα άμυνας.  Όταν ήρθαν ενισχύσεις στους Βούλγαρους, πυρπολήθηκε η πόλη, 1.200 ελληνικές οικογένειες δέχτηκαν τα πυρά, ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες (4.000)  εκδιώχθηκαν και κατέφυγαν στη Νέα Αγχίαλο του Παγασητικού.
Σήμερα, το ελληνικό παρθεναγωγείο υφίσταται, όπως και το εργοστάσιο οίνων Διαμαντοπούλου. Στη μονή Αγίου Γεωργίου έγινε ο συνοικισμός Παπάριβο. Οι αλυκές διατηρούνται, αλλά τα ελληνικά τοπωνύμια (Σταυρός, Σούδα, Μαυρομάτη, κ.ά.) εξαφανίστηκαν. Υπάρχει ο Βουλγαρο-ελληνικός Σύλλογος «Αγχίαλος».
Πλόβντιφ
Στους αρχαίους χρόνους, στη θέση της βρισκόταν ο θρακικός οικισμός Κενδρισός, που από τον 5ο αι. π.Χ. ονομαζόταν Ευμπολιάς.  Το 341 π.Χ. ιδρύθηκε σε αυτή την τοποθεσία η Φιλιππούπολη από τον Φίλιππο Β΄ στη δεξιά όχθη του ποταμού Έβρου, στο σημείο απ’ όπου, κατά τη Ρωμαιοκρατία, διερχόταν το οδικό δίκτυο από το Σίρμιο και τη Σερδική προς την Αδριανούπολη και το Βυζάντιο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα νομίσματα της Φιλιππούπολης.  Όλα είναι χάλκινα και κόπηκαν από το 81 ως το 268 μ.Χ.  Στις όψεις τους, εκτός από τις μορφές αυτοκρατόρων εικονίζονται μονομάχοι, παλαιστές, δισκοβόλοι και άλλοι γυμναζόμενοι, οι θεοί του ελληνικού πανθέου, ήρωες όπως ο Ηρακλής ή ο Ορφέας κ.ά.  Έχουν επίσης βρεθεί πολλές επιγραφές, που αναφέρονται στην οργάνωση της πόλης.  Η ελληνική γλώσσα, στην οποία γράφτηκαν, όπως και οι ελληνικές επιγραφές στα νομίσματα αποδεικνύουν ολοφάνερα την ελληνικότητα της πόλης από το 341 π.Χ. και μετά.
Mέχρι τα μέσα του 13ουαιώνα στην περιοχή, που παρέμενε καθαρώς ελληνική, δεν είχαν καταφέρει να εισχωρήσουν οι Βούλγαροι. Ο Νικόλαος Μαγκλαβίτης παροτρύνει τους κατοίκους του Μελενίκου και της Φιλιππούπολης να αντισταθούν στους Βούλγαρους (μέσα 13ου αι.): «Ο τε γαρ ημέτερος χώρο ς τη των Ρωμαίων προσήκει αρχή, πλεονεκτικώτερον γαρ οι Βούλγαροι τοις πράγμασι χρησάμενοι και του Μελενίκου γεγένηνται εγκρατείς, ημείς δε πάντες και εκ Φιλιππουπόλεως ορμώμεθακαθαροί το γένος Ρωμαίοι»
[Γεώργιος Ακροπολίτης, έκδ. Α. Heisenberg, σ. 76, 28]
Κατά τη διάρκεια της Δ΄ Σταυροφορίας, η πόλη περιήλθε στους Φράγκους και απελευθερώθηκε το 1262 από τους Βυζαντινούς.  Παρέμεινε υπό βυζαντινή διοίκηση μέχρι την κατάληψή της από τους Τούρκους το 1363, οι οποίοι την ονόμασαν Φιλιππέ. Μετά την κατάληψη της Φιλιππούπολης, οι Τούρκοι προέβησαν σε συστηματικό εποικισμό της, αφού το μεγαλύτερο μέρος του εκεί πληθυσμού είχε ήδη εγκαταλείψει την πόλη. Η ελάχιστη μειοψηφία του ελληνικού στοιχείου που παρέμεινε, ενισχύθηκε κατά το 17ο και το 18ο αι., από την μετοίκηση Ελλήνων από διάφορα σημεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Ήπειρο, νησιά Αιγαίου, Κωνσταντινούπολη, Μικρά Ασία, κλπ.). Χάρη στη φιλοπονία τους, οι Έλληνες κατόρθωσαν να αναδειχτούν στους τομείς του εμπορίου και των τεχνών και να συμβάλλουν με αυτό τον τρόπο στη διατήρηση της ελληνικής φυσιογνωμίας της πόλης σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
Ωστόσο, στα μέσα του 19ου αι., όταν ξέσπασε το κίνημα για την εθνική ανεξαρτησία της Βουλγαρίας, οι ελληνόφωνοι Βούλγαροι της Φιλιππούπολης άρχισαν, κυρίως από το 1861 και μετά, να αποστασιοποιούνται από το ελληνικό στοιχείο και να συγκροτούν δική τους χωριστή βουλγαρική κοινότητα, με δικά τους σχολεία και εκκλησίες.
Στη Φιλιππούπολη υπήρχε οργανωμένη Ελληνική Κοινότητα από τα πρώτα μεταβυζαντινά χρόνια ως την αυγή του 20ούαι. Ο ελληνικός πληθυσμός υπέστη συστηματικές διώξεις από τους Βούλγαρους εθνικιστές και αναγκάστηκε τελικά να εγκαταλείψει την περιοχή το 1906 τερματίζοντας έτσι την από 2.000 και πλέον χρόνια αδιάκοπη ελληνική παρουσία στο χώρο αυτό.  Η ελληνική δυναμική παρουσία στην περιοχή πιστοποιείται με πολλών ειδών γραπτές μαρτυρίες (οι κώδικες της Μητρόπολης της Φιλιππούπολης, στους οποίους καταγράφονταν από τις αρχές του 17ου αι. τα σημαντικότερα γεγονότα από τη ζωή της ελληνικής κοινότητας, οι ελληνικές επιγραφές σε εκκλησίες και σε μαρμάρινους τάφους, τα βιβλία εμπορικών επιχειρήσεων και συντεχνιών, πολλά από τα οποία ήταν γραμμένα στα ελληνικά, οι ταξιδιωτικές διηγήσεις ξένων περιηγητών, τα κείμενα τόσο της Συνθήκης του Βερολίνου (1878) όσο και του Συντάγματος της Ανατολικής Ρωμυλίας (1879), τα απογραφικά στοιχεία του 1880, κ.ά.)  Εκτός όμως από τα γραπτά μνημεία, υπάρχουν οι εκκλησίες και τα σχολικά κτίρια που σώζονται μέχρι σήμερα.
Ως ιδρυτής και πρόεδρος της πρώτης μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης Ελληνικής Κοινότητας της Φιλιππούπολης φέρεται ο Διονύσιος Α΄, μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως και μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Χάρη στην εκπληκτική δραστηριότητα, που επέδειξε στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. ο διοικητικός μηχανισμός της κοινότητας, όπως και στη γενναία οικονομική ενίσχυση που πρόσφεραν τα πιο εύπορα μέλη της, σημειώθηκε οικοδομικός οργασμός, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την εξαρχής ανέγερση και επέκταση των παλαιότερων εκκλησιών (Άγιος Δημήτριος, Άγιος Κωνσταντίνος, Αγία Κυριακή, Αγία Μαρίνα, Αγία Παρασκευή ή Ζωοδόχος Πηγή, κ.α.), ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες του πολυπληθέστερου νέου εκκλησιάσματος με την ανοικοδόμηση και νέου ναού, του Αγίου Χαράλαμπου Μαρασίου. Στο διάστημα 1834 – 1863, χτίστηκαν η Ελληνική Κεντρική Σχολή, τρία αλληλοδιδακτικά δημοτικά σχολεία, ένα «ελληνικό» και δύο παρθεναγωγεία. Τα Ζαρίφεια Εκπαιδευτήρια, τα οποία ανεγέρθηκαν το 1875, ήταν το ανώτερο ελληνικό εκπαιδευτικό ίδρυμα στην περιοχή, εξελίχθηκε σε σχολαρχείο το 1883 και το 1885 αναγνωρίστηκε ισότιμο με τα γυμνάσια της Ελλάδας.  Γνωστό ακόμα κτίριο που οικοδομήθηκε, ήταν το Μαράσλειο Μέγαρο.  Γενικά, τα ελληνικά διδακτήρια ήταν φημισμένα και πλούσια, χάρη στα κληροδοτήματα εύπορων Ελλήνων της Φιλιππούπολης.  Από το 1867 υπήρχαν ελληνικά σωματεία και κλινικές Ελλήνων γιατρών, όπως η Λαϊκή του Κούντογλου, η οποία σώζεται και σήμερα.
Τέλος, στη Φιλιππούπολη κυκλοφόρησαν και ελληνόγλωσσες εφημερίδες:Φιλιππούπολις του Δ. Κουμαριανού (1879-1906), Μηνύτωρ του Αίμου του Γ. Μουσαίου (1894-1896) και Ειδήσεις του Αίμου του Σκ. Κωνσταντινίδη (1896-1906).  Κατά τη διάρκεια του ανθελληνικού διωγμού το 1906, όλα τα υπάρχοντα των Ελλήνων λεηλατήθηκαν και το 1918 οι εναπομείναντες Έλληνες μετανάστευσαν στην Ελλάδα.
O Σπυρίδων Πλουμίδης περιγράφει στο βιβλίο του«Εθνοτική συμβίωση στα Βαλκάνια. Έλληνες και Βούλγαροι στη Φιλιππούπολη 1878-1914″ την  ελληνο-βουλγαρική «συνάντηση» ως εξής:  «Η Φιλιππούπολη αποτελεί κομβικό σημείο συνάντησης του ελληνικού και του βουλγαρικού εθνικισμού. Η διαμόρφωση της ελληνικής και της βουλγαρικής ταυτότητας στην εθνοτικά ανάμεικτη και εξέχουσα αυτή εμπορική πόλη ήταν μία αμφίδρομη διαδικασία. Η βουλγαρική εθνική ταυτότητα ετεροπροσδιορίστηκε απέναντι στην ελληνική κυρίως με βάση την εκκλησιαστική υπαγωγή και μέσα από τον εκπαιδευτικό ανταγωνισμό και το αντίστροφο. Η ίδρυση, όμως, της βουλγαρικής Ηγεμονίας καθόρισε τις σχέσεις ισχύος ανάμεσα στις δύο εθνότητες και σηματοδότησε την αρχή του τέλους της παρουσίας του ελληνικού στοιχείου. Η συμβίωση Ελλήνων και Βουλγάρων από το 1878 και εξής δεν ήταν παρά η πορεία συρρίκνωσης του ελληνισμού της πόλης. Γεγονός-σταθμό σε αυτή την καθοδική πορεία αποτέλεσε ο ανθελληνικός διωγμός της 16ης/29ης Ιουλίου 1906, οπότε καταλύθηκε de facto η ελληνική κοινότητα. Στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου καταφέρθηκε το τελειωτικό πλήγμα κατά της ελληνικής παρουσίας με την εκδίωξη του τελευταίου εκπροσώπου του Οικουμενικού Θρόνου από την πόλη.»
Μπουργκάς
Ο Πύργος (Μπουργκάς) είναι η πόλη με το πρώτο εμπορικό λιμάνι της Βουλγαρίας. Η ονομασία της προέρχεται από το βυζαντινό πύργο της.  Το 1900 είχε 4.000 Έλληνες με δικό τους ναό, της Παναγίας, αστικές σχολές, νηπιαγωγεία και δύο ελληνικούς συλλόγους.  Κατά τη διάρκεια του διωγμού του 1906, οι περισσότεροι έφυγαν στην Ελλάδα και απέμειναν περίπου 50 οικογένειες το 1930. Από τον Πύργο καταγόταν ο γνωστός λογοτέχνης Κώστας Βάρναλης. Άλλη σημαντική προσωπικότητα υπήρξε ο δεσπότης Αγχιάλου και Πύργου Βασίλειος Γεωργιάδης, ο οποίος το 1925-1929 χρημάτισε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Ασσάνοφγκραντ
Η πόλη Στενήμαχος (Στανίμακα), κοντά στη Φιλιππούπολη. Η πόλη ήταν αμιγώς ελληνική και μόνο κατά τη διάρκεια των διωγμών του 1878 άρχισαν οι κάτοικοι να την εγκαταλείπουν και να φεύγουν στη Φιλιππούπολη. Τελικά, 1.000 οικογένειες μετανάστευσαν στην Ελλάδα το 1913 και ελάχιστοι απέμειναν το 1972.  Στη Στενήμαχο, στις αρχές της δεκαετίας του 1830, ιδρύθηκε το πρώτο αλληλοδιδακτικό σχολείο, το 1851 ιδρύθηκε το «ελληνικό» σχολείο, το οποίο εξελίχθηκε σε ημιγυμνάσιο το 1870, το 1854 ιδρύθηκε το παρθεναγωγείο και το 1863 το τρίτο αλληλοδιδακτικό.  Επίσης, το 1881 λειτούργησαν τρία νηπιαγωγεία και το 1882 συστάθηκε νυχτερινή σχολή.  Το 1906 έγινε λεηλασία όλων των ελληνικών περιουσιών και η κοινότητα κατέρρευσε.
Ζόπολη
Είναι η Σωζόπολη ή Σιζίπο, πόλη στην είσοδο του Κόλπου του Πύργου.  Μπροστά στον Κόλπο δεσπόζουν το Μεγάλο Νησί ή Αϊ-Γιάννης (από την ομώνυμη ελληνική μονή, η οποία ιδρύθηκε από τους Παλαιολόγους), ο Αϊ-Πέτρος και το Μικρό Νησί ή Αϊ-Κήρυκος, όπου προϋπήρχε ελληνικός ναός του Απόλλωνα και αργότερα, στους βυζαντινούς χρόνους χτίστηκε μοναστήρι, σήμερα ερειπωμένο.
Στους χριστιανικούς χρόνους ονομάστηκε Σωζόπολη. Μέχρι το 1906, οι Έλληνες κάτοικοι ήταν 3.500, ενώ υπήρχε αστυνομική σχολή και παρθεναγωγείο από το 1817.
Ήταν η έδρα του Έλληνα μητροπολίτη Σωζοαγαθουπόλεως, στην οποία υπαγόταν και η Αγαθούπολη, η Βασιλεία και τα ελληνικά χωριά Κωστή και Μπραντίνοβο. Όταν διώχτηκαν οι Έλληνες από τους Βούλγαρους, εγκαταστάθηκαν έξω από τη Θεσσαλονίκη.  Υπάρχει στην πόλη, σήμερα, μουσείο με ελληνικές αρχαιότητες (χωρίς να αναφέρεται η ελληνική προέλευσή τους), οι οποίες παρουσιάζονται απλώς ως «θρακικές» :
Ρούσε
Είναι η πόλη Ρουχτσούκιο, κοντά στο Δούναβη.  Μέχρι τον ανθελληνικό διωγμό του 1906, οι Έλληνες είχαν εκεί και ναό και σχολείο.  Υπήρχε επίσης ελληνικό υποπροξενείο. Σήμερα υπάρχει η Ελληνική Κοινότητα Ρούσσε.
Καβακλή
Αμιγώς ελληνική κωμόπολη, 8 ώρες βορειοδυτικά της Αδριανούπολης, η οποία είχε 9.000 κατοίκους Έλληνες μέχρι το 1906 και επτατάξια σχολή με 700 μαθητές.
Βάρνα
Είναι χτισμένη στα ερείπια της  ελληνικής πόλης της Οδυσσού, αποικία της Μιλήτου (6ος αι. π.Χ.). Το 1391 την κατέλαβαν οι Τούρκοι.  Το 1830 είχε τρεις ελληνικές εκκλησίες και ένα τακτικό σχολείο.  Είχε δύο μονές, του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Κωνσταντίνου, η οποία έγινε λουτρόπολη.  Βρέθηκε ελληνική επιγραφή αφιερωμένη στο Απόλλωνα.  Το 1872 υπήρχε στην πόλη Εκπαιδευτικός Σύλλογος.
Στην τοποθεσία Δικηλή Τας, άλλοτε Πέτρινες Στήλες, υπήρχε Ελληνική Κοινότητα (900 άτομα), η οποία επιβίωσε μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και διέσωζε ελληνικό νεκροταφείο. Πριν από τη βουλγαρική ηγεμονία, όλες οι εκκλησίες του νομού Βάρνας ήταν ελληνικές-πατριαρχικές.  Το 1906 είχε πέντε εκκλησίες, δύο μονές, το νοσοκομείο Νικολάου και πέντε σχολεία.  Εκείνο το έτος κατά τη διάρκεια διωγμού, οι Έλληνες δέχτηκαν ισχυρό πλήγμα στις περιουσίες τους και αναγκάστηκαν να φύγουν. Το 1914 έφυγαν και αυτοί που είχαν απομείνει. Κατά τη σταλινική περίοδο ονομάστηκε «Στάλιν».
Δείτε και ΕΔΩ για περισσότερα στοιχεία.
Βρατσίκοβο
Ελληνικό χωριό της Ροδόπης από Έλληνες της Καστοριάς και της Ηπείρου.  Εκβουλγαρίστηκε μετά την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία, όπως και τα άλλα ελληνικά χωριά της Ροδόπης.
Δοβρουτσά
Είναι η Μικρή Σκυθία των αρχαίων, βόρεια της Οδησσού, η οποία καταλήφθηκε από τους Ρώσους και από τους Ρουμάνους και σήμερα είναι βουλγαρική.  Εκεί υπήρχαν πέντε ελληνικές αποικίες, ο Ίστρος, η Τόμις, η Κάλλατις και η Διονυσούπολις, ενωμένες με μία συμμαχία, τη λεγόμενη Πεντάπολη. Παντού βρίσκει κανείς ελληνικές επιγραφές και ελληνικά νομίσματα
Καβάρνα
Εξ ολοκλήρου ελληνική ναυτική κωμόπολη της Δοβρουτσάς μέχρι το 1919, με ελληνική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Μελένικο
Κατοικούνταν από Έλληνες και είχε λαμπρά σχολεία.  Στα τέλη του 19ου αι. υπήρχαν 2.500 Έλληνες και 2.000 σχισματικοί.
Μιζίβρια
Μεσέμβρια ή Μεσημβρία, αποικία των Μεγαρέων στον Εύξεινο Πόντο.  Εδώ ηττήθηκε από τους Βυζαντινούς ο βασιλιάς Κρούμος των Βουλγάρων.
Παρέμεινε στους Βυζαντινούς μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Μέχρι το 1906 ήταν αμιγώς ελληνική, έδρα του Έλληνα μητροπολίτη. Αργότερα, οι Έλληνες διώχτηκαν.
Είχε τις μονές του Αγίου Νικολάου του Αίμωνα (13ος αι.), του Ιωάννου Προδρόμου (1615), του Αγίου Βλασίου, της Αγίας Τριάδος, της Αγίας Άννας, του Αγίου Αντωνίου και πολλούς αξιόλογους ναούς βυζαντινών χρόνων.
Σήμερα η πόλη έχει μουσείο με ελληνικές αρχαιότητες.
Μπάτσοκο
Ελληνικό χωριό κοντά στη Στενήμαχο, όπου υπάρχει η μονή της Παναγίας από το 1084.
Νευροκόπιο
Βρίσκεται κοντά στο Νέστο.  Στις αρχές του 20ου αι., είχε 600 Έλληνες με Έλληνα μητροπολίτη και 500 Βούλγαρους.  Τον Ιούλιο του 1913 καταλήφθηκε από τον ελληνικό στρατό, αλλά επιδικάστηκε στη Βουλγαρία.  Οι Έλληνες μετανάστευσαν στο Κάτω Νευροκόπιο κοντά στη Δράμα.
Πετριτσόνιτσι
Κώμη κοντά στη Στενήμαχο της Ροδόπης, όπου υπάρχει η αρχαιότερη μονή της Βουλγαρίας (της Παναγίας), η οποία ιδρύθηκε από τον Γρηγόριο Πακουριανό από την Ιβηρία τον 11ο αι.  Η μονή είχε Έλληνα γραμματέα και αλληλογραφούσε στα ελληνικά. Επί Τουρκοκρατίας είχε μόνο Έλληνες μοναχούς και ήταν πατριαρχική.  Οι Βούλγαροι εισέβαλαν σ’ αυτή το 1894 και το Διαιτητικό Δικαστήριο της Χάγης αναγνώρισε την ελληνικότητά της.  Στο εσωτερικό της υπάρχουν πίνακες Ελλήνων φιλοσόφων.
Σιλίστρια
Πρόκειται για πόλη του Δούναβη, άλλοτε βουλγαρική (Σιλίστρα).  Δορύστολο ονομαζόταν στα βυζαντινά χρόνια.  Είχε μερικούς Έλληνες μέχρι το 1930.
Σλίβεν
Πρόκειται για την αρχαία ελληνική πόλη Σήλυμνο κοντά στον Πύργο.  Η μία συνοικία της ονομάζεται ελληνικά Κριτοχώρι και η άλλη Νεοχώρι.  Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας διέθετε ακμαία ελληνική κοινότητα με σχολείο.  Σήμερα αποτελεί κέντρο του σαρακατσάνικου Ελληνισμού.
Τάρνοβο, Βέλικο Τύρναβο
Το Τύρναβο, πόλη στον παραπόταμο του Δούναβη Ιάντρα είχε επί Τουρκοκρατίας ελληνικό και βουλγαρικό πληθυσμό.  Υπήρχε κοντά η ελληνική κωμόπολη Αραβανάσι (Ανδροχώρι) και η γλώσσα που μιλούσαν ήταν η ελληνική και ο κλήρος ήταν ελληνικός.  Από το 17ο αι. οι μητροπολίτες Τυρνόβου όρισαν την ελληνική γλώσσα για τις λειτουργίες, ίδρυσαν ελληνικό σχολείο και ελληνική βιβλιοθήκη. Οι Φαναριώτες ηγεμόνες συνέχισαν αυτό το έργο.  Ο τελευταίος μητροπολίτης Γρηγόριος κάηκε ζωντανός από τους εθνικιστές το 1867.  Για τα ελληνικά σχολεία δες εδώ.
Τατάρ Παζαρτζίκ
Πόλη κοντά στη Φιλιππούπολη με ελληνική κοινότητα από το 18ο αι., ακμαία εξαιτίας εκείνων που ήρθαν από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία.  Είχε ναό της Παναγίας και στην αυλή της εκκλησίας ελληνικό σχολείο.  Οι Βούλγαροι το 1847 τα κατέλαβαν και ανήγειραν άλλο ναό του Σωτήρος και σχολείο.  Άκμασε μέχρι το 1900, όταν οι Βούλγαροι κατέλαβαν και το νέο ναό και το ελληνικό σχολείο.  Κοντά στην πόλη υπήρχε η πόλη Βησσών (3ος αι. π.Χ.), στην οποία μιλούσαν την ελληνική. Χαρακτηριστική μορφή -φιγούρα της Αθήνας-  από το Τατάρ Παζαρτζίκ ήταν ο μπαρμπα-Γιάννης ο Κανατάς, οποίος με την επιστροφή του στην πατρίδα του θα προσχωρήσει στο βουλγαρικό αυτονομιστικό κίνημα.
Χάσκοβο
Πρόκειται για πόλη κοντά στον ομώνυμο παραπόταμο του Έβρου, κοντά στα ελληνικά σύνορα.  Η Ελληνική Κοινότητα είχε σχολεία αρρένων και θηλέων μέχρι το 1906, όταν οι Έλληνες εγκατέλειψαν την πόλη.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
1) Εθνογραφικός χάρτης τωνα χών του 20ου αι. Με σκούρη ώχρα παρίστανται οι ελληνικοί πληθυσμοί
2) Απολλωνία. Επιτύμβια στήλη του Αλέξανδρου τωναρχών του 5ου αι. π.Χ.
3) Μεσημβρία. Οινοχόητου 1ου π.Χ.  αι. με το σχήμα του θεού Διονύσου
4) Η Στήλη  της Πλίσκας
5) Μεσημβρία. Υστεροβυζαντινός ναός του 14ου αιώνα  του Παντοκράτορα. Στη περιοχή ύπήρχε το Δεσποτάτο του Ευξείνου που περιλάμβανε τις πόλεις Μεσημβρία και Αγχίαλο και ανήκε στους Παλαιολόγους.
6) Ελληνικές κατοικίες στη Φιλιππούπολη
7) Χάρτης της Ανατολικής Ρωμυλίας
8 ) Αντάρτισες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας
-Γραμματόσημο της βραχύβυβιας αυτόνομης Ανατολικής Ρωμυλίας
-Μνημείο στο Κιλκίς
9) Κορινθιακό κιονόκρανο από την αυλή του Αρχαιολογικού Μουσείου Βάρνας
10 ) Καταστατικό Συλλόγου του 1945, των προσφύγων από την Ανατολική Ρωμυλία
11) Τοπογραφικό Διάγραμμα της Αγχιάλου
12) Φωτογραφία μετά την καταστροφή της Αγχιάλου από Βούλγαρους εθνικιστές
13)  Φωτογραφία μετά την καταστροφή της Αγχιάλου από Βούλγαρους εθνικιστές
14) Σαρακατσάνικη οικογένεια στον Πύργο
15) Σαρακατσάνικος γάμος το 1945
16) Σύγχρονο Ημερολόγιο της Ομοσπονδίας Πολιτιστικών και Εκπαιδευτικών Συλλόγων Σαρακατσάνων Βουλγαρίας
17) Γυναίκες σε εκδήλωση ελλην0-βουλγαρικής φιλίας
18 ) Παραδοσιακό σπίτι Φιλιππούπολη
19) Η Βικτωρία Ιβάνοβα πρόεδρος  Ένωσης Γηγενών Βάρνας
20) Σαρκοφάγος  από την αυλή του Αρχαιολογικού Μουσείου Βάρνας
21) Πιθάρια  από την αυλή του Αρχαιολογικού Μουσείου Βάρνας
22) Χάρτης της Ανατολικής Ρωμυλίας, όπου φαίνεται η τοποθεσία του Αγίου Βλασίου
23) Σφραγίδα του Συλλόγου των εν Αθήναις Αγχιαλιτών
24) Χαρακτηριστική φωτογραφία της Αγχιάλου πριν την καταστροφή. Στο βάθος η εκκλησία της Παναγίας
25) Παραδοσιακή οικία της Φιλιππούπολης
26) Ο θησαυρός του Ραγκόζεν (ΒΔ Βουλγαρία) ανήκει στην προ-ελληνιστική εποχή. Υπάρχουν ελληνικές επιγραφές όπως «Κότυς Απόλλωνος Παις», «Αυγή Δηλαδή» κ.ά.  Ο θησαυρός κρύφτηκε από τους Θράκες εξαιτίας της εισβολής στην περιοχή των μακεδονικών στρατευμάτων του Φίλιππου Β’.
27) Θέατρο ρωμαϊκής περιόδου στη Φιλιππούπολη
28 )   Παραδοσιακή οικία της Φιλιππούπολης
29) Παλιά καρτ ποστάλ του Πύργου
30) Εκκλησία της Στενημάχου
31) Παλιές φωτογραφίες απ’ τη Στενήμαχο
32) Το Κάστρο της Σωζόπολης
33)  Παραδοσιακή φορεσιά απ΄ το Καβακλή
34) Χαρακτηριστικό δημόσιο οίκημα της Βάρνας
35) Σύγχρονη φωτογραφία της Μεσημβρίας
36) Από το σαρακατσάνικο αντάμωμα στο Σλίβεν
37) Από το σαρακατσάνικο αντάμωμα στο Σλίβεν
Οι φωτογραφίες προέρχονται από:
-Κ. Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Β. Ελληνισμού. Θράκη, Θεσσαλονίκη, εκδ. Κυριακίδη,  1990,
-Δημήτρης Γαρούφας, Οι Σαρακατσάνοι ομογενείς μας, Θεσσαλονίκη, εκδ. Κυριακίδη, 1992,
-«Εύξεινος Πόντος και Προποντίδα», περ. Αρχαιολογία, ….
-Άτλας της ελληνικής Διασποράς, επιμ. Βλάσης Αγτζίδης, Αθήνα, εκδ. Αλέξανδρος, 1995,
-Δράκου Κ. Μαυρομμάτη, Η Αγχίαλος μες’ από τις φλόγες, Αθήνα, 1930
__________________________________________________________________________
———————————————————————————————————————-
ΔΕΙΤΕ:

“Η βουλγαρική ιστορία γράφεται στην Κέρκυρα”

15 comments so far

  1. Βλάσης Αγτζίδης on 
  2. Σωζοπολίτης on 
    Μια σύντομη περίληψη των ιστορικών γεγονότων του Μαρτίου του 1821 στην Σωζόπολη:
    Η Φιλική Εταιρεία είχε προπαρασκευάσει τους κατοίκους της, οι οποίοι με επικεφαλής το Μητροπολίτη τους, Παϊσιο Πρικαίο Ανδριώτη και τους προύχοντές τους, είχαν εξοπλιστεί κατάλληλα χάρη στη βοήθεια των συμπατριωτών τους φιλικών, Ι. Κωνσταντινίδη και Κ. Παναγιώτου.
    Ο Μητροπολίτης Παϊσιος μέσα σε ατμόσφαιρα εθνικής έξαρσης κήρυξε την επανάσταση της Σωζόπολης στις 17 Απριλίου 1821 και όρκισε τους επαναστάτες. Το σώμα αποτελούνταν από 5000 περίπου άντρες και αρχηγό τον αδερφό τον Μητροπολίτη, Δημήτριο Βάρη. Μ ‘ αυτούς συνέπραξε και ο Βούλγαρος Βοϊβόδας Αντώνιος με 500 άντρες. Οι Τούρκοι είχαν θόρυβοι από το κίνημα τον Υψηλάντη, επειδή φοβούνταν τους Ρώσσους γι αυτό και είχαν μεταφέρει πολύ στρατό στην περιοχή. Ο αρχηγός τους Χονσεϊv Πασάς της Αγχιάλου περικύκλωσε τους επαναστάτες στη Θέση “Κιούπκοι” κοντά στο Ροπόταμο , μεταξύ Αγαθούπολης και Σωζόπολης. Η μάχη ήταν άνιση. Κυκλωμένοι οι Θράκες έδειξαν περίσσια γενναιότητα. Πρώτα διαλύθηκε το τμήμα τον Αντώνωφ. Μετά από τριήμερη μάχη, ο καπετάν Δημήτρης Βάρης, αφού έκανε έφοδο, σκοτώνεται και διαλύεται το στράτευμά του. Ακολουθούν η κατάληψη της Σωζόπολης από τους Τούρκους στις 25 Απριλίου 1821 και οι απαγχονισμοί των προκρίτων της: Χατζή-Ασλάνη, Αντωνάκη Σκουλόγλου (ιερέα), Θανάσογλου και Μπαλασάκη Σφέτκον, στην Αγχίαλο. Ο Μητροπολίτης Παίσιος Βάρης οδηγείται στο μέρος “Κιονπκιοϊ” και απαγχονίζεται ανάμεσα στα πτώματα των γενναίων πολεμιστών.
    Μετά την κατάπνιξη τον κινήματος, όσοι γλίτωσαν, κατέβηκαν στη Νότια Ελλάδα, αλλά και στην Ρωσία για να συνεχίσουν τον Αγώνα.
  3. Ioannis Apostolidis on 
    Περασμένα μεγαλεία, που θυμώντας τα να κλαίς
  4. V.T. on 
    Vladimir Vladov
    Τα Ελληνικά Σχολεία της περιοχής του Τιρνόβου ανάμεσα στα τέλη του ΙΗ΄ και τα μέσα του ΙΘ΄ αι.
    Αναμφισβήτητη είναι η συνεισφορά των ελληνικών σχολείων για την διαμόρφωση της βουλγαρικής διανόησης κατά τα τελευταία εκατόν χρόνια της Τουρκοκρατίας. Αυτά τα κέντρα κοσμικής εκπαίδευσης υπήρξαν φορείς των προοδευτικών ιδεών του Ελληνικού Διαφωτισμού και της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης στα Βουλγαρικά εδάφη. Σχεδόν όλοι οι Βούλγαροι «Διδάσκαλοι του Γένους» και εθνεγέρτες ήταν απόφοιτοι των ελληνικών σχολείων.
    Ως πρωτεύουσα του Δεύτερου Βουλγαρικού βασιλείου, Πατριαρχείο και κέντρο αξιόλογης Φιλολογικής Σχολής, το Τίρνοβο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν ήταν παρά μητρόπολη και μια βαλκανική πόλη δευτερεύουσας σημασίας. Στον μαρτυρικό αλλά δοξασμένο τούτο τόπο ήταν όμως ζωντανή η παράδοση, ήταν ζωντανό και το πνεύμα. Με την παρούσα εισήγηση θα διευκρινίσουμε την σημασία, την θέση και τον ρόλο που διαδραμάτισαν τα ελληνικά σχολεία στην περιοχή του Τιρνόβου για την Βουλγαρική Αναγέννηση.
    Οι παράγοντες που προσδιορίζουν την ύπαρξη και την λειτουργία των ελληνικών σχολείων και την ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας στην πόλη Τίρνοβο, αλλά και στην πιο ευρύτερη περιοχή της, μπορούν περιληπτικά να ανακεφαλαιωθούν ως εξής:
    Αφ’ ενός, το υψηλό επίπεδο μόρφωσης του πληθυσμού κατά την περίοδο την οποία η πόλη ήταν πρωτεύουσα και αφ’ εταίρου, η πλούσια φιλολογική παράδοση, βάσει της μοναστηριακής και εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, εμπλουτισμένη κατά τον ΙΔ΄ αι. από τις τακτικές σχέσεις του κλήρου του Τιρνόβου με τα βυζαντινά πνευματικά κέντρα.
    Μετοικεσία και εγκατάσταση κατά τον ΑΕ΄ αι. και μετά στην περιοχή του Τιρνόβου και συγκεκριμένα στους οικισμούς Αρμπανάσι (Αρβανιτοχώρι), Λιάσκοβετς, Γκόρνα Οριάχοβιτσα κ.ά. του ελληνοφώνου πληθυσμού από την Αλβανία.
    Ο τρίτος παράγοντας σχετίζεται με τον ρόλο που έπαιζαν οι Έλληνες αρχιερείς του Τιρνόβου, που διορίστηκαν από τους κύκλους των αξιωματούχων κληρικών του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. Ακριβώς οι Έλληνες μητροπολίτες και οι επίσκοποί τους στο Πρεσλάβ, Τσέρβεν, Λόβετς και Βράτσα συνεισέφεραν σε μέγιστο βαθμό για την διάδοση της ελληνικής γλώσσας και εκπαίδευσης στα βουλγαρικά εδάφη.[3]
    Κατά τους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας η επίδραση των παραγόντων αυτών αυξήθηκε σημαντικά εξαιτίας του κρίσιμου ρόλου πού έπαιξε ο Ελληνικός έθνος για τις τύχες της Αυτοκρατορίας. Οι εμπορικές σχέσεις με τις αναπτυγμένες ιταλικές πόλεις-κράτη (Βενετία, Γένουα, Αγκόνα κ.ά.) πραγματοποιούνταν μέσω της Ελλάδας και με τη μεσολάβηση Ελλήνων εμπόρων. Μ’ αυτόν τον τρόπο η ελληνική γλώσσα έγινε φυσικός φορέας των προοδευτικών ιδεών της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης, του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού όχι μόνο για τους Βούλγαρους, αλλά για όλους τους βαλκανικούς λαούς.[4]
    Η εν λόγω εποχή συμπίπτει με τις αρχές της Βουλγαρικής Εθνικής Αναγέννησης που αδιαμφισβήτητα παριστάνει ένα αναπόσπαστο κομμάτι της πανευρωπαϊκής μεταβατικής πορείας – περάσματος από τον Μεσαίωνα στους Νεότερους χρόνους.[5]
    Ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της ελληνικής παιδείας στα βουλγαρικά εδάφη υπήρξε η πρώην πρωτεύουσα και πνευματικό κέντρο του Μεσαιωνικού Βουλγαρικού Κράτους των ΙΒ΄–ΙΔ΄ αι. – η πόλη του Τιρνόβου και η περιοχή της. Πέρα από την πλούσια ιστορία και τις βαθιές παραδόσεις που έχει, η πόλη αυτή ήταν κέντρο της μητροπόλεως του Τιρνόβου η οποία υπήρξε η μεγαλύτερη ως προς το έδαφος και οικονομική κατάσταση επαρχία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως στα Βαλκάνια. Άρρηκτα συνδεδεμένο με το Τίρνοβο είναι και το χωριό Αρμπανάσι που απέχει 4 χμ. βορειοανατολικά από την πόλη.
    Ιδρύθηκε πιθανόν μετά την Οθωμανική κατάκτηση από ελληνοφώνους Αλβανούς μετοίκους.[6] Μετά τον ΙΖ΄ αι. το Αρμπανάσι έγινε ένας από τους πιο ακμάζοντες οικισμούς της Βόρειας Βουλγαρίας. Οι κάτοικοί του πέτυχαν να γίνει το χωριό τους βακούφι και έκαναν εμπόριο με τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, την Πολωνία, Αυστρία, Ρωσία, τον Ελληνικό χώρο κ.ά. Ως άμεσο επακόλουθο της κερδοφόρας τους δραστηριότητας διαμορφώθηκε ένα στρώμα εύπορων κατοίκων που είχαν καλές και στενές σχέσεις με τους Έλληνες αρχιερείς του Τιρνόβου.[7] Εκ’ μέρους τους αυτοί εγκατέστησαν την δεύτερη έδρα τους ακριβώς εκεί και πράγματι συνέβαλαν για την κυριαρχία της Ελληνικής. Στη γλώσσα αυτή τελέστηκε η Θεία Λειτουργία, γινόταν η επίσημη και προσωπική αλληλογραφία καθώς και η καθημερινή επικοινωνία.[8] Όλα αυτά δημιούργησαν ένα ιδιόμορφο κλίμα ελληνογλωσσίας για το οποίο γράφει και ο καθολικός ιερέας Πέταρ Μπόγδαν Μπάσεβ στο έργο του «Περιγραφή της Βουλγαρίας του 1640».[9]
    Εξαιρετικά στενές ήταν οι επαφές μεταξύ των εμπόρων του Αρμπανάσι και αριστοκρατικές οικογένειες της Μολδοβλαχίας, που συχνά συγγένεψαν. Οι ηγεμόνες των δύο παραδουνάβιων ηγεμονιών μεριμνούσαν για τους ναούς του Αρμπανάσι, για τα σχολεία και την εκπαίδευση των κατοίκων του. Όλα αυτά φαίνονται από ένα χρυσόβουλο του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλεξάνδρου Υψηλάντη (1774–1782) με ημερομηνία 3 (14) Ιουνίου 1779 περί των εγκαινίων του ελληνικού σχολείου στο Αρμπανάσι. Στο κείμενο τονίζεται ότι εδώ προϋπήρξε ένα σχολείο συντηρούμενο από τους ηγεμόνες της Βλαχίας. Το χρυσόβουλο διέταξε να αποκατασταθεί η ελληνική παιδεία και η διδασκαλία να πραγματοποιηθεί σε 2-3 τάξεις• ο ετήσιος μισθός του δασκάλου καθορίστηκε σε 250 τάλιρα• για την ποιότητα της διδασκαλίας, την επαγγελματικότητα του δασκάλου, την υποστήριξη και την ανάπτυξη του σχολειού μεριμνούσε μια επιτροπή αποτελούμενη από τέσσερις επιτρόπους, οι οποίοι κατά κανόνα προέρχονταν από το στρώμα των πλούσιων εμπόρων του Αρμπανάσι.[10]
    Φαίνεται ότι η ελληνική παιδεία στο Αρμπανάσι στο δεύτερο μισό του ΙΗ΄ αι. είχε σταθερές βάσεις, προσέφερε αξιόλογη, για τα χρόνια εκείνα, κατάρτιση και προσέλκυσε μαθητές από άλλους οικισμούς. Το σχολείο σταμάτησε την λειτουργία του πιθανόν το 1798 όταν οι Κιρτζαλίδες (Τούρκοι ληστές) λεηλάτησαν και κατέστρεψαν το χωριό και οι περισσότεροι κάτοικοί του μετοίκησαν.[11]
    Η ελληνική εκπαιδευτική παράδοση συνεχίστηκε το 1839 με το εγκαινιασμένο «αλληλοδιδακτικόν σχολείον», το οποίο λειτουργούσε έως το 1888. Εδώ η κύρια μέθοδος διδασκαλίας ήταν η αλληλοδιδακτική και το ίδιο το σχολείο στεγάστηκε σ’ ένα διώροφο κτίριο που είχε μια μεγάλη αυλή με κήπο.[12]
    Αυστηρά καθιερωμένος ήταν ο τρόπος διοργάνωσης των μαθημάτων και προσδιορισμένοι οι υποχρεώσεις όλων των μαθητών, του δασκάλου και των επιτρόπων.[13]
    Αρχικά η εορτή του σχολείου ήταν στις 30 Ιανουαρίου – ημέρα των Αγίων Τριών Ιεραρχών Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου και αργότερα γιορτάστηκαν και στις 11 Μαΐου – ημέρα των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου.
    Κατά τις εορτές όλοι οι μαθητές φορούσαν τα καινούργια τους ρούχα και πήγαν νωρίς στο σχολείο και μετά στην εκκλησία όπου τραγουδούσαν και τελούταν αγιασμός.[14]
    Το σχολικό έτος τελείωσε στις 29 Ιουνίου – ημέρα των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, με «εξέτασις» όλων των μαθητών. Η εξέταση άρχισε με αγιασμό και μαζί με τους επιτρόπους παραβρέθηκαν επίσης όλοι οι πολίτες επειδή ήταν το σημαντικότερο γεγονός στην κοινωνική ζωή του οικισμού.[15]
    Από τους δασκάλους που δίδαξαν στο ελληνικό σχολείο του Αρμπανάσι οι πιο φημισμένοι ήταν οι εξής: ο Ιβάν Σιγαλάτα, εξαιρετικά μορφωμένος Έλληνας ο οποίος κατείχε πλούσια βιβλιοθήκη. Το 1855 μετακόμισε στην κοντινή πόλη Γκόρνα Οριάχοβιτσα, όπου επίσης ίδρυσε ελληνικό σχολείο. Ο επόμενος δάσκαλος, ο πάτερ Ιβάντσο, εφημέριος της εκκλησίας Αγίου Δημητρίου, γεννήθηκε στο Αρμπανάσι και σπούδασε στο γαλλόφωνο Λύκειο του Γαλατά Σαράι στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμαθε καλά τα ελληνικά, τουρκικά και γαλλικά. Με την ίδρυση του αλληλοδιδακτικού σχολείου τον διαδέχθηκε ο πάτερ Μαρίν, εφημέριος του ναού της Γέννησης του Χριστού. Η υποδειγματική τάξη και η καλή οργάνωση της διδασκαλίας που καθιέρωσε έγιναν αιτία να τον προσκαλέσουν στο Τίρνοβο να βοηθήσει με την εμπειρία και τις γνώσεις του για την καλύτερη οργάνωση στο εκεί σχολείο.[16]
    Για την ανάπτυξη της παιδείας στην ίδια την πόλη του Τιρνόβου μπορούμε να πούμε πάρα πολλά πράγματα και επιπλέον έχουμε αρκετά γραπτά μνημεία που ρίχνουν φως σ’ αυτό το θέμα. Εδώ ενδεικτικά πρέπει να σημειώσουμε τον Κώδικα της Μητροπόλεως του Τιρνόβου, τον Κώδικα του ελληνικού σχολείου, τον Κώδικα του Δήμου του Τιρνόβου κτλ. Μια ολόκληρη μελέτη μπορεί να αφιερωθεί σ’ αυτό το θέμα. Εφόσον εδώ μιλάμε για τα ελληνικά σχολεία της περιοχής του Τιρνόβου, μόνο θα αναφέρουμε μερικά στοιχεία από την πλούσια ιστορία της ελληνικής παιδείας στην πόλη.
    Η πρώτη ιστορική μαρτυρία είναι μια σημείωση στο περιθώριο ενός αρχέτυπου βιβλίου από το 1751. Εκεί αναφέρεται για κάποιον δάσκαλο στον «Κάτω μαχαλά».[17] Στον Κώδικα της Μητροπόλεως του Τιρνόβου για το 1783 γράφηκαν τα λεφτά που πήρε ο δάσκαλος Κότσο, ο οποίος πιθανόν ήταν Βούλγαρος.[18] Το 1787 στον ίδιο Κώδικα αναφέρεται ένα σχολείο.[19] Απόδειξη για την λειτουργία ελληνικού σχολείου στην πόλη βρίσκουμε σ’ έναν κατάλογο βιβλίων – δωρεά από τον Νικόλαο Πίκολο και από άλλους πολίτες. Σ’ ένα από τα βιβλία ο ίδιος ο Πίκολο έβαλε την υπογραφή του και έγραψε το έτος αωιζ΄ (1817).[20]
    Από τον Κώδικα του ελληνικού σχολείου βλέπουμε ότι το 1819 με την από κοινού απόφαση του μητροπολίτη Ιωαννικίου και των προκρίτων της πόλης ιδρύθηκε ελληνικό σχολείο.[21]
    Με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Ιλαρίων το 1832 στο Τίρνοβο χτίστηκε δημόσιο σχολείο με διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Οι γνωστοί δάσκαλοι ο Τσάτσο από την Ελένα και ο πάτερ Μαρίν από το Αρμπανάσι καθώς και το γεγονός ότι οι μαθητές δεν πλήρωσαν δίδακτρα προσέλκυσαν πολλά παιδιά απ’ όλη την περιοχή. Το σχολείο αυτό κάηκε το 1845 στη μεγάλη πυρκαγιά αλλά στη θέση του χτίστηκαν ένα μεγάλο πέτρινο κτίριο όπου στεγάστηκε το νέο σχολείο για το οποίο ξέρουμε ότι ήταν οργανωμένο σε τάξεις και καλά εξοπλισμένο και επιπλωμένο.[22]
    Ενδέχεται η ύπαρξη ακόμη ενός ελληνικού σχολείου κατά την δεκαετία του 1830 που βρισκόταν κοντά στον καθεδρικό ναό της Παναγίας. Μάλλον εδώ ήταν δάσκαλος μέχρι το 1835 και ο Αντών Νικοπίτ.[23] Για τη λειτουργία δύο ελληνικών σχολείων στο Τίρνοβο γράφει και ο Ρώσος επιστήμονας Βίκτωρ Γρηγόροβιτς στις ταξιδιωτικές σημειώσεις του.[24]
    Εκτός από το Τίρνοβο και το Αρμπανάσι η ελληνική παιδεία διαδόθηκε και στους γύρω οικισμούς. Στο πρώτο μέρος είναι η πόλη Λιάσκοβετς, όπου φορείς της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού έγιναν οι ντόπιοι πρόκριτοι. Κατά τα 1810 ο τσορμπατζής χατζή Ηλίας χ. Τσόνεφ επισκέφθηκε το Άγιο Όρος και γύρισε από εκεί μαζί με έναν δάσκαλο, ο οποίος έβαλε τα θεμέλια του ελληνικού σχολείου στην πόλη. Εδώ οι μαθητές απόκτησαν στοιχειώδεις γνώσεις και μετά μπορούσαν να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους στο Αρμπανάσι. Οι πρώτοι δάσκαλοι ήταν ο Κύριλλος, που ήρθε από τον Άθω, ο Πολύκαρπος και ο Στογιάν Ιβανόφ με το παρατσούκλι Ρουμέικο δηλαδή Έλληνας (στην τουρκική γλώσσα rum – Έλληνας).[25] Έχουμε πληροφορίες ότι το 1824 στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου λειτουργούσε ακόμη ένα ελληνικό σχολείο αλλά δυστυχώς δεν ξέρουμε πότε ακριβώς ιδρύθηκε.[26]
    Στην πόλη Ελένα υπήρξε εκκλησιαστικό σχολείο ακόμη από τον ΙΗ΄ αι. και το 1806 ήρθαν μοναχοί από την Ιερά Μονή Χιλανδαρίου, οι οποίοι άρχισαν να διδάσκουν στα παιδιά της πόλης, χωρίς όμως να έχουν μόνιμο κτίριο για σχολείο.[27] Δεν ξέρουμε με ακρίβεια εάν δίδασκαν στην ελληνική γλώσσα αλλά τα μαθήματα ελληνικών ήταν υποχρεωτικά και επίσημα γραμμένα στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του σχολείου που εγκαινιάσθηκε κατά το 1845.[28]
    Μέσα στο δεύτερο μισό του ΙΗ΄ αι. και τις αρχές του ΙΘ΄ αι. μοναστηριακά και εκκλησιαστικά σχολεία λειτουργούσαν σε πολλούς οικισμούς της περιοχής του Τιρνόβου. Ως παράδειγμα το 1770 στο χωριό Πτσελίστε ήρθε ο πάτερ Στογιάν, ο οποίος ήταν γνωστός λόγιος και ήξερε άπταιστα τα ελληνικά. Αυτός χτίστηκε μια ξύλινη εκκλησία με μετόχι και εκεί το 1787 άνοιξε σχολείο.[29] Το 1826 ο πάτερ Γκένκο, ο οποίος ήταν «πολύ μορφωμένος» και ήξερε καλά τα ελληνικά, χτίστηκε ένα νέο σχολείο στην πόλη Κιλιφάρεβο.[30] Εκκλησιαστικά και μοναστηριακά σχολεία άνοιξαν τις πόρτες τους και στα χωριά Τσέροβα κορία, Μίντια, Μαρίηνο κ.ά.[31] Ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη της παιδείας υπήρξαν και στα γύρω μοναστήρια: των Αγ. Ταξιάρχων στο Πρίσοβο, του Αγ. Νικολάου στο Καπίνοβο, του Αγ. Προφήτη Ηλία στο Πλάκοβο κλπ.[32]32 Δεν διαθέτουμε με αδιαμφισβήτητες αποδείξεις ότι η γλώσσα της διδασκαλίας ήταν η ελληνική, αλλά τέλος πάντων μπορούμε να το υποθέσουμε εφόσον διαπιστώσαμε την κυριαρχία του ελληνικού πολιτισμού και της γλώσσας σ’ εκείνα τα χρόνια.
    Η σύντομη επισκόπηση αυτή των ελληνικών σχολείων στην πόλη Τίρνοβο και στις γύρω πόλεις και χωριά κατά το δεύτερο μισό του ΙΗ΄ αι. και τα μέσα του ΙΘ΄ αι. καθορίζεί κατηγορηματικά ότι όλη η περιοχή υπήρξε κέντρο της ελληνικής παιδείας κατά την περίοδο της πρώιμης Βουλγαρικής Αναγέννησης………..
    Πανεπιστήμιο του Βελίκο Τίρνοβο «Αγ. Κυρίλλου και Μεθοδίου», Βουλγαρία
    • Vlahofonoi Blogspot on 
      »Προσθέτουμε, ὡσαύτως, τὴν περίπτωση τοῦ χωρίου Arbanas στὴν Βουλγαρία, ὅπου ἀπὸ τὸν 17ο αἰ. εἶχαν ἐγκατασταθεῖ Μοσχοπολῖτες ἔμποροι μεταπράτες, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὑπῆρξαν δραστήρια μέλη τῶν ἑλληνικῶν ἐμπορικῶν κομπανιῶν τοῦ Braşov καὶ τοῦ Sibiu, στὴν Τρανσυλβανία, ὅπου μετέφεραν τὸ ἑλληνικὸ φρόνημα, ὅπως δείξαμε στὸ βιβλίο μας L’Hellénisme en Transylvanie, Θεσσαλονίκη 1989 καὶ στὴν ἑλληνικὴ Ὁ Ἑλληνισμὸς τῆς Τρανσυλβανίας, Θεσσαλονίκη 2004»
      ΑΘ. Ε. ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗΣ
  5. Βλάσης Αγτζίδης on 
    Ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας και η στάση του έναντι της Μακεδονίας (1879-1906)
    Σπυρίδων Σφέτας
    Η ίδρυση της Ανατολικής Ρωμυλίας ως ημιαυτόνομης ηγεμονίας οφειλόταν σε πολίτικους λόγους, άμεσα συνδεδεμένους με την αγγλική και την αυστριακή πολιτική.
    Η περιοχή αυτή όφειλε να αποτελέσει μία «ουδέτερη ζώνη, ένα ανάχωμα» στις προσπάθειες της Ρωσίας να διεισδύσει περαιτέρω στα Βαλκάνια και να καταλάβει τα Στενά.
    Από την Ανατολική Ρωμυλία διερχόταν η σιδηροδρομική γραμμή Κωνσταντινοΰπολης-Μπέλοβο, με μία διακλάδωση μέχρι την Αδριανούπολη και με μία άλλη μέχρι την πόλη Γιάμπολ μέσω του Τύρνοβο-Σεϋμέν και της Νόβα Ζαγκόρα.
    Οι σιδηροδρομικές αυτές γραμμές αποτελούσαν ιδιοκτησία της Εταιρείας Ανατολικών Σιδηροδρόμων, ενός επιχειρηματικού ομίλου που ανήκε στον Εβραίο βαρώνο Χιρς από τη Βιέννη. Σκοπός των Αυστριακών ήταν η άμεση σύνδεση της Κωνσταντινούπολης με τη Βιέννη και έτσι η περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας συγκέντρωνε το ενδιαφέρον τους.
    Η πολυεθνικότητα της περιοχής, που κατοικούνταν από Βουλγάρους, Έλληνες, Πομάκους, Αρμενίους, Εβραίους και άλλους λαούς, παρείχε την ευκαιρία εκμετάλλευσης εθνοτικών διενέξεων για άσκηση επιρροής.
    Έτσι, η Αυστρία και η Αγγλία ευνοούσαν το ελληνικό και το μουσουλμανικό στοιχείο, ενώ η Ρωσία τους Βουλγάρους.
    Ο συνταγματικός χάρτης της Ανατολικής Ρωμυλίας, ο Οργανικός Κανονισμός, τον οποίο επεξεργάστηκε μία ευρωπαϊκή επιτροπή, προέβλεπε την ισοτιμία των γηγενών της κατοίκων, της βουλγαρικής πλειοψηφίας και των «μειονονηφιών», κατοχύρωνε τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα των πολιτών, τη θρησκευτική και εκπαιδευτική αυτονομία των κοινοτήτων και αναγνώριζε την ισοτιμία της βουλγαρικής, τουρκικής και ελληνικής γλώσσας στις διοικητικές και δικαστικές Αρχές.
    Η εκτελεστική εξουσία ασκούνταν από τον Γενικό Διοικητή και το εξαμελές Διευθυντήριο, ένα είδος υπουργικού συμβουλίου, η νομοθετική από την Τοπαρχική Συνέλευση, δηλαδή τη βουλή, και τη Διαρκή Επιτροπή, ένα είδος γερουσίας.
    Δικαίωμα ψήφου είχαν οι άρρενες άνω των 21 ετών, αλλά με κριτήριο την περιουσία και την παιδεία τους.
    Η Τοπαρχιακή Συνέλευση αποτελούνταν από 56 βουλευτές:
    36 εκλέγονταν με άμεση ψηφοφορία,
    10 διορίζονταν από τον ηγεμόνα και άλλοι 10 αποκτούσαν την ιδιότητα του βουλευτή τιμητικά .
    Αστική Λέσχη Φιλιππούπλης 1900.
    Καθώς το σύνταγμα της Ανατολικής Ρωμυλίας ήταν φιλελεύθερο, η πολυεθνική και πολυπολιτισμική αυτή τοποθεσία θα μπορούσε να αποτελέσει χαρακτηριστικό παράδειγμα αρμονικής συμβίωσης.
    Αλλά τον 19ο αιώνα η προοπτική αυτή δεν υφίστατο.
    Η ύπαρξη ενός γειτονικού βουλγαρικού κράτους και η πρόσληψη των αποφάσεων του Συνεδρίου του Βερολίνου από τη βουλγαρική πολιτική ελίτ της βουλγαρικής ηγεμονίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας ως μίας «ιστορικής αδικίας», καθιστούσαν για τους Βουλγάρους επιτακτική ανάγκη τον πλήρη εκβουλγαρισμό της περιοχής, με άμεσο στόχο την ένωσή της με τη Βουλγαρία. Αριθμητικά οι Βούλγαροι αποτελούσαν την πλειοψηφία, οι Έλληνες συγκροτούσαν μία δυναμική μειοψηφία με οικονομική και πολιτισμική εμβέλεια ενώ οι Τούρκοι -αν και αριθμητικά περισσότεροι των Ελλήνων- δεν διέθεταν ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες, ώστε να επιτευχθεί ένας αποτελεσματικός συντονισμός των ενεργειών τους με τους Έλληνες κατά των βουλγαρικών βλέψεων.
    Σύμφωνα με στατιστική που συνέταξαν οι Ρώσοι το 1879, στην Ανατολική Ρωμυλία η πληθυσμιακή σύνθεση είχε ως εξής:
    Βούλγαροι 537.231,
    Τούρκοι 174.759,
    Έλληνες 42.516,
    Αθίγγανοι 19.524,
    Εβραίοι 4.177,
    Αρμένιοι 1.306.
    Σύνολο 815.513 άτομα .
    Οι θρακικοί σύλλογοι αμφισβήτησαν τα δεδομένα της εν λόγω στατιστικής αναφορικά με τον αριθμό των Ελλήνων, ο οποίος κατά τους υπολογισμούς τους ανερχόταν σε 60.000 ψυχές .
    Ασφαλή δεδομένα δεν υπήρχαν για την Ανατολική Ρωμυλία.
    Όπως και για τη Μακεδονία, διεξαγόταν ο πόλεμος της χαρτογραφίας και των στατιστικών.
    Κατά την αυστριακή στατιστική, οι Έλληνες ανέρχονταν σε 48.000 άτομα, κατά την αγγλική σε 53.000, κατά τη βουλγαρική σε 42.000, κατά τα δεδομένα της μητρόπολης Φιλιππουπόλεως σε 63.000, κατά την ελληνική κυβέρνηση σε 130.000.
    Αν ως κριτήριο θεωρηθεί όχι μόνο η γλώσσα (αναμφίβολα υπήρχαν γλωσσικά εξελληνισμένοι Βούλγαροι και Γκαγκαούζοι) αλλά κυρίως η συνείδηση και η «εθνικοποίηση» της διάκρισης Εξαρχικός (Βούλγαρος) και Πατριαρχικός (Ελληνας), ο ελληνισμός δεν ξεπερνούσε τις 70.000-80.000 ψυχές και συνιστούσε μία αριθμητική μειονοψηφία που, μαζί με τους Τούρκους, αποτελούσε το 1/3 περίπου του συνολικού πληθυσμού του τόπου.
    Ιδιαίτερα έντονη ήταν η παρουσία του στη Φιλιππούπολη (5.500 άτομα), στην Αγχίαλο (6.000 άτομα), στον Πύργο, στη Στενήμαχο (10.000 άτομα), στο Καβακλή (6.000 άτομα στην κωμόπολη και 11.848 άτομα στην επαρχία Καβακλή, δηλαδή στα χωριά Καρυές, Σιναπλή, Μέγα Μοναστήρι, Μικρό Μοναστήρι, Δογάνογλου, Τσικούρκοϊ), στη Μεσημβρία και στη Βάρνα (που δεν συμπεριλαμβανόταν, ωστόσο, στη διοικητική διαίρεση της Ανατολικής Ρωμυλίας) .
    Αρχείο Συνδέσμου Ανατολικορωμυλιωτών Β. Ελλάδος
    Ο αστικός πληθυσμός ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο, την αλιεία, την παραγωγή αλατιού στις αλυκές, τη βιοτεχνία και γενικά τα ελεύθερα επαγγέλματα ενώ οι αγρότες με την αμπελουργία, την καπνοπαραγωγή και τη σηροτροφία .
    Καθώς η ορθόδοξη χριστιανική βαλκανική αλληλεγγύη είχε πλέον απολέσει τη σημασία της και οι εθνοτικές συγκρούσεις ήταν αναπόφευκτες, το φλέγον ζήτημα για τον ελληνισμό δεν ήταν η διάδοση της πνευματικής του ακτινοβολίας στους αλλογλώσσους, αλλά η επιβίωσή του και η διατήρηση της ταυτότητάς του.
    Ο υποπρόξενος Φιλιππουπόλεως Αθανάσιος Ματάλας, παρόλο που προδιέγραψε ζοφερό το μέλλον του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας, επεσήμανε ωστόσο την ανάγκη να αποτελέσει ένα αντιστάθμισμα έναντι των Βουλγάρων στη Μακεδονία.
    Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν καμιά αμφιβολία ότι ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας θα απορροφούνταν από τον βουλγαρικό όγκο, αλλά εκτιμούσαν ότι η διαδικασία αφομοίωσης έπρεπε να δυσχεραίνεται και να χρησιμεύει ως διαπραγματευτικό όπλο της Ελλάδας για την επίτευξη μιας ελληνοβουλγαρικής συμφωνίας για κατανομή της Μακεδονίας σε ζώνες επιρροής.
    Άποψη Καβακλή 1904
    Ο Δημήτριος Αργυριάδης, βουλευτής Καβακλή μετά τις εκλογές του 1881, σε έκθεσή του (2/15 Νοεμβρίου 1882) προς τον γενικό πρόξενο Φιλιππουπόλεως, Αρίστο Δρακόπουλο,
    επεσήμανε ότι ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας ήταν στην ουσία
    ο θρακικός ελληνισμός.
    Αν η Ελλάδα διεκδικούσε την Κωνσταντινούπολη, έπρεπε να έχει και μία ενδοχώρα και για τον λόγο αυτόν, όφειλε να δείξει το έμπρακτο ενδιαφέρον της, ενισχύοντας οικονομικά τις ελληνικές κοινότητες της Ανατολικής Ρωμυλίας.
    «Οι εν Ανατολική Ρωμυλία Έλληνες, θεωρούντες εαυτούς ως αναπόσπαστα μέλη της μεγάλης οικογένειας, μεθ’ όλην την ασθένειαν των εαυτών δυνάμεων αγωνίζονται μεν ίνα διατηρήσουν την ατομικότητα του εθνισμού αυτών παλαίοντες κατά της απορροφητικής ορμής τον βουλγαρισμού, όστις πολεμεί αυτούς φυλετικώς, πολιτικώς, κοινωνικώς και εμπορικώς, αλλ’ οι αγώνες αυτών οσημέραι χαλαρούνται, αι δυνάμεις αυτών εκλείπουν, διότι ουδείς ορέγει αυτοίς βοηθόν χείρα.
    Η σκληρά αύτη εγκατάλειψις είναι πολύ επιζημιωτέρα των δεινών προσβολών του σλαβισμού, διότι εξ αυτών μεν παράγεται ενίοτε παρά τοις Έλλησι το αίσθημα πείσμονος εγκαρτερήσεως, αλλ’ εκ της εγκαταλείψεως, εκ της απαρνήσεως αδελφών προς αδελφούς γεννώνται η απελπισία, η πτώσις, η καταστροφή, εάν δε η εγκατάλειψις :ντη εξακολουθήσει επίμικρόν είναι ζήτημα εάν ο ενταύθα ελληνισμός θα δυνηθή να διαφύγει την δύναμιν της έλξεως του βουλγαρικού όγκου. Ένεκα της απελπιστικής ταύτης θέσεως και αυτοί οι γενναιότεροι πατριώται ήρξαντο κλονιζόμενοι εν ταις πεποιθήσεσι αυτών περί αισιωτέρου εθνικού μέλλοντος, πάντα δε τα κοινά ενταύθα πράγματα ευρίσκονται εις χαλάρωσιν και εμποιούσιν ιπογοήτευσιν και εν ταις περιφερείαις, εν αις το ελληνικόν στοιχείον φαίνεται πωσδήποτε επικρατούν… Απέναντι τοιαύτης καταστάσεως… ύηριστόν καθήκον επιβάλλεται παντί φιλοπά- τριδι, ίνα ενεργήσει προς άρσιν ή τουλάχιστον προς περιορισμόν των παραγόντων αυτών αιτίων. Προ παντός όμως άλλου… θέλει συντελεσθεί η εντολή αντη υπό των τεταγμένων να ενεργώσιν υπέρ της προόδου του καθόλου ελληνισμού και ιδία υπό της Σεβαστής Κυβερνήσεως της αυτού Μεγαλειότητος, ην απολύτως ενταύθα εκ¬προσωπείτε. Εάν η Κυβέρνησις του Βασιλέως ευδοκήση, ίνα επέλθη αντιλήπτωρ των ενταύθα Ελλήνων, και συν τη ηθική αυτής αρωγή να χορηγήση υπέρ των εθνικών αυτών αναγκών και υλικήν τινά συνδρομήν, ουχί οίαν χορηγεί υπέρ των Βουλγάρων, ει και παντοδυνάμων όντων ενταύθα και μηδενός στερούμενων, η Ρωσσική κυβέρνησις, ή η Αυστριακή υπέρ της καθολικής προπαγάνδας, αλλά μικράν, αλλ’ ελαχίστην ως επί παραδείγματι ουχί ανωτέραν των τριάκοντα χιλιάδων δραχμών ετησίως, διανεμομένην διά του ενταύθα Γενικού Βασιλικού Προξενείου, καταφανή γενήσονται τα εκ της υλικής και ηθικής συνδρομής σωτήρια αποτελέσματα…».
    Το ελληνικό κράτος δεν υπήρξε αδιάφορο απέναντι στις ελληνικές κοινότητες της Ανατολικής Ρωμυλίας και έστελνε χρηματική βοήθεια, αλλά όχι σε τακτά χρονικά διαστήματα. Δεν έλλειπαν όμως οι διενέξεις ανάμεσα στις κοινότητες, στον μητροπολίτη και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για τον δικαιούχο αποδέκτη της επιχορήγησης.
    Σε κάθε περίπτωση, οι ελληνικοί ιθύνοντες κύκλοι είχαν επίγνωση του γεγονότος ότι η οικονομική συνδρομή απλά θα παρέτεινε τον χρόνο επιβίωσης του ντόπιου ελληνισμού. Ωστόσο, στα σχολικά εγχειρίδια της Ελλάδας γινόταν αναφορά στην Ανατολική Ρωμυλία.
    Κατά τη διάρκεια του αυτόνομου πολιτικού βίου της Ανατολικής Ρωμυλίας (1879-1885), οι Γενικοί Διοικητές, οι βουλγαρικής καταγωγής Αλέκος Βογορίδης 11879-1884) και Γαβριήλ Κρέστοβιτς (1884-1885), εφάρμοσαν μία πολιτική διακρίσεων σε βάρος του ελληνισμού της περιοχής.
    Το Γενικό Διευθυντήριο, η κυβέρνηση της Ανατολικής Ρωμυλίας, αποτελούνταν αποκλειστικά από Βουλγάρους, η ελληνική γλώσσα παραγκωνιζόταν στον δημόσιο βίο, οι διοικητικές και δικαστικές θέσεις δίνονταν κυρίως στους Βουλγάρους ενώ στη συγκρότηση της πολιτοφυλακής, της χωροφυλακής και της αστυνομίας συμμετείχαν κατά κανόνα Βούλγαροι.
    Η πολιτική των Γενικών Διοικητών και του Γενικού Διευθυντηρίου για τη μείωση της επιρροής του ελληνικού στοιχείου κινήθηκε στους εξής άξονες:
    1) Αναδιάταξη των διοικητικών και εκλογικών περιφερειών με αποκλειστικά εθνοτικά κριτήρια, ώστε να αποσπαστούν χωριά με ελληνική πλειοψηφία και να προστεθούν εκεί βουλγαρικά χωριά,
    2) επιβολή υψηλής φορολογίας στον ελληνικό πληθυσμό, τόσο στον αγροτικό όσο και στον αστικό,
    3) υφαρπαγή εκκλησιών και σχολείων.
    Εφημερίδες Φιλιππούπολης 1906
    Αν και οι πρώτες προσπάθειες των Βουλγάρων να υφαρπάσουν τον σταυροπηγιακό ναό της Αγίας Παρασκευής (Δεκέμβριος 1879) και το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος (Μάιος 1881) στο Καβακλή απέτυχαν, ωστόσο δεν υπήρχε καμιά εγγύηση για το μέλλον .
    Ο κίνδυνος του εκβουλγαρισμού ήταν ορατός στις μικρές και απομονωμένες αγροτικές κοινότητες, όπου ήταν δύσκολη η λειτουργία ελληνικών σχολείων και υπήρχαν βουλγαρικά σχολεία ως αναγκαία εναλλακτική λύση.
    Οι αγροτικοί ελληνικοί πληθυσμοί ήταν περισσότερο ευάλωτοι στον εκβουλγαρισμό, όταν είχαν την αίσθηση της εγκατάλειψης και της αδιαφορίας από το ελληνικό κράτος.
    Στα αστικά κέντρα, όπου ο ελληνισμός ήταν οικονομικά εύρωστος, συμπαγής και η λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος απρόσκοπτη, η αντίσταση στον εκβουλγαρισμό ήταν σθεναρότερη.
    Αλλά και εδώ, η παγίδα του εκβουλγαρισμού ήταν το δέλεαρ των μικτών γάμων που παρείχαν στις Ελληνίδες τη δυνατότητα πρόσβασης στην ανερχόμενη πολιτική ελίτ.
    Βούλγαροι, αξιωματικοί κυρίως αλλά και πολιτικοί αργότερα (όπως ο Βασίλ Ραδοσλάβωφ), νυμφεύονταν Ελληνίδες καλών αστικών οικογενειών χωρίς προίκα.
    Οι Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας, που υφίσταντο την πολιτική του εκβουλγαρισμού, επεσήμαναν την παγίδα των βουλγαρικών αιτημάτων για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία, σύμφωνα με το άρθρο 23 της Συνθήκης του Βερολίνου.
    Η στάση των βουλγαρικών παραγόντων έναντι του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας συνιστούσε προάγγελο και της τύχης του ελληνισμού της Μακεδονίας, αν η τελευταία αποκτούσε αυτόνομο καθεστώς, όπως επεδίωκαν οι Βούλγαροι.
    Βουλγαρικές εξεγέρσεις μικρής εμβέλειας ξεσπούσαν στη Μακεδονία μετά το Συνέδριο του Βερολίνου. Προτεραιότητα, βέβαια, της βουλγαρικής εξωτερικής πολιτικής αποτελούσε η προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στη βουλγαρική ηγεμονία.
    Στις 10 Φεβρουάριου του 1885 ιδρύθηκε στη Φιλιππούπολη η οργάνωση
    «Βουλγαρική Μυστική Επαναστατική Κεντρική Επιτροπή»,
    που έθεσε ως άμεσο στόχο της την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία.
    Υποεπιτροπές της οργάνωσης συγκροτήθηκαν σε ολόκληρη την Ανατολική Ρωμυλία, διοργανώθηκαν συλλαλητήρια ενώ μέσω των βουλγαρικών εφημερίδων της Ανατολικής Ρωμυλίας εκλαϊκεύθηκε η ιδέα της ένωσης και αποκαταστάθηκαν επαφές με βουλγαρομακεδονικούς κύκλους της βουλγαρικής ηγεμονίας.
    Γραμματόσημα σε τρεις γλώσσες,
    Ελληνική-Βουλγαρική-Τουρκική
    και τίτλος ιδιοκτησίας της
    Αυτόνομης Ανατολικής Ρωμυλίας
    1879-1885
    Η παμβουλγαρική εθνική υπόθεση απέκτησε νέα δυναμική.
    Με την ευκαιρία της εβδόμης επετείου της υπογραφής της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, Βούλγαροι υπάλληλοι της Στενημάχου προσκάλεσαν Βουλγάρους περίοικους από τα γειτονικά χωριά και διοργάνωσαν συλλαλητήριο στη βουλγαρική συνοικία της πόλης, διαμαρτυρόμενοι για την καταπίεση των Βουλγάρων της Μακεδονίας, που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της, όπως ισχυρίζονταν.
    Επειδή η εκδήλωση αποσκοπούσε και στο να αποδείξει ότι η Στενήμαχος είχε ήδη εκβουλγαρισθεί, οι τοπικοί φορείς, με επικεφαλής τον βουλευτή Σωτήριο Αντωνιάδη, διοργάνωσαν αντισυλλαλητήριο στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο με τη συμμετοχή 4.000 Ελλήνων και όλων των Οθωμανών της πόλης.
    Στον φλογερό του λόγο ο Αντωνιάδης στιγμάτισε τη βουλγαρική προπαγάνδα,
    η οποία χαρακτήριζε τη Μακεδονία «ως βουλγαρική χώρα», αναφέρθηκε στους Ελληνες και τους Οθωμανούς που αποτελούσαν την πλειοψηφία και κάλεσε τις Μεγάλες Δυνάμεις να μη δώσουν την παραμικρή προσοχή στις φαντασιώσεις των Βουλγάρων, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν την αυτονομία της Ανατολικής Ρωμυλίας για την καταδυνάστευση των μειονοψηφιών.
    Στο πνεύμα του λόγου του Αντωνιάδη, συντάχθηκε στα γαλλικά και το σχετικό ψήφισμα που υποβλήθηκε στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων και στον Γενικό Διοικητή.
    Τα βασικά σημεία του ψηφίσματος σε ελληνική μετάφραση ήταν τα ακόλουθα:
    «1) Ενδιαφερόμενοί περί της τύχης της Μακεδονίας, ως οικουμένης το πλείστον υπό Ελλήνων και Οθωμανών, διαμαρτρόμεθα κατά των πανσλανϊστικών ραδιουργιών και υποκινήσεων των τεινουσών εις το να διαπιστωθή παρά τη κοινή γνώμη της Ευρώπης, ότι η Μακεδονία είνε χώρα βουλγαρική, και αποκρούομεν μετ’ αγανακτήσεως τα υπό των Βουλγάρων μετερχόμενα μέσα, λόγω μεν προς βελτίωσιν δήθεν της τύχης των κατοίκων της Μακεδονίας, πράγματι δε προς εξυπηρέτησιν δολίων πολιτικών σκοπών και ξένων συμφερόντων.
    2) Διαμαρτυρόμεθα κατά της αποφάσεως της ληφθείσης εν τη απόπειρα συγκροτήσεως συλλαλητηρίου υπό περίοικων τινών Βουλγάρων χωρικών εν τίνι αποκέντρω προαστείω της ελληνικωτάτης ημών πόλεως εν ονόματι δήθεν των κατοίκων Στενημάχου.
    3) Εκφράζομεν την βαθείαν ημών λύπην επί ταις προσβολαίς και ταις ύβρεσιν ταις απευθυνθείσας υπό των Βουλγάρων εν τοις συλλαλητηρίοις και διαδηλώσεσιν αυτών κατά των Ελλήνων και των Οθωμανών, κατά της κυριαρχίας του Σουλτάνου και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
    4) Παρακαλούμεν τας Δυνάμεις συνυπογραιράσας την συνθήκην του Βερολίνου, ίνα εν τη ευθυδικία αυτών επιβάλωσιν την πίστην εφαρμογήν του Οργανικού νόμου της Ανατολικής Ρωμυλίας, του αναφανδόν καταπατουμένου υπ’ αυτών εκείνων, οίτινες συγκροτούντες ενταύθα συλλαλητήριον υπέρ των εν Μακεδονία Βουλγάρων, απαιτούσιν την εισαγωγήν δήθεν φιλελευθέρων θεσμών εν Μακεδονία …» .
    Ως αντίδραση στη συμμετοχή Βουλγάρων της Ανατολικής Ρωμυλίας στις εορταστικές εκδηλώσεις στη Σόφια για τα 1.000 χρόνια από τον θάνατο του Μεθοδίου, ενέργεια που σημειολογικά υποδήλωνε τις βουλγαρικές διεκδικήσεις επί της Μακεδονίας,
    οι Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας αποφάσισαν να εορτάσουν επιδεικτικά την ονομαστική εορτή του βασιλέως Γεωργίου.
    Με τη σύμφωνη γνώμη του γενικού προξένου, Νικόλαου Γεννάδη, σημαιοστόλισαν το απόγευμα της 22ας Απριλίου 1885 τις οικίες και τα καταστήματα.
    Η πατριωτική αυτή κίνηση των Ελλήνων προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του βουλγαρικού όχλου, ο οποίος «ήρξατο επιτιθέμενος αδιακρίτως κατά παντός Έλληνας το έθνος και διερχόμενος ανά πάσας τας ελληνικός συνοικίας έθραυε και κατέστρεφε παν το προυτυχόν, καθυβρίζων βαναύσως και αγενώς τψ ψετέραν εθνότητα, το δε χείριστον είναι ότι πάσαι αι βιοπραγίαι αύται διεπράττοντο τη προστασία και συγκαλήψει των οργάνων της διοικήσεως και της δψοσίας δυνάμεως …».
    Την επόμενη μέρα, λόγω της αστυνομικής διαταγής που απαγόρευσε κάθε συλλαλητήριο, οι Ελληνες υπέστειλαν τις σημαίες αλλά τα έκτροπα του βουλγαρικού όχλου, με την ανοχή των τοπικών αρχών, συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση.
    Οι διαδηλωτές πολιόρκησαν τη μητρόπολη Φιλιππουπόλεως με απειλητικές διαθέσεις. Ο Γεννάδης ζήτησε την υποστήριξη του Άγγλου προξένου ο οποίος, παρά την κωλυσιεργία του Ρώσου συναδέλφου του, κατάφερε τελικά να πείσει τον Γενικό Διοικητή, Γαβριήλ Κρέστεβιτς, να εξαναγκάσει τους διαδηλωτές να άρουν την πολιορκία της μητρόπολης.
    Το εθνοτικό μίσος καλλιεργούνταν έντεχνα από τη «Βουλγαρική Κεντρική Μυστική Επαναστατική Επιτροπή» με την ενθάρρυνση των ίδιων των κρατικών αρχών.
    Ήταν η εθνικιστική έξαρση των Βουλγάρων εν όψει των προετοιμασιών για την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη βουλγαρική ηγεμονία. Η ταν ένα κίνημα που ξεκίνησε από τη βάση, αλλά, καθώς η ιδέα της ένωσης είχε ήδη ωριμάσει στη συνείδηση της πολιτικής ηγεσίας, οι αντιστάσεις ήταν μηδαμινές.
    Επίσης, η διεθνής συγκυρία δεν ήταν δυσμενής. Αμφιβολίες υπήρχαν ίσως για τη στάση της Ρωσίας. Τα γεγονότα της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας (6/19 Σεπτεμβρίου 1885) έχουν αποτελέσει αντικείμενο αναλυτικής έρευνας από τους Βουλγάρους ιστορικούς.
    Η ελληνική κυβέρνηση Δηλιγιάννη, η οποία φοβόταν βουλγαρική εξέγερση στη Μακεδονία στον απόηχο του βουλγαρικού πραξικοπήματος της Φιλιππούπολης, εξέταζε δύο σενάρια:
    1) Η Οθωμανική Αυτοκρατορία να εισβάλει στην Ανατολική Ρωμυλία και να αποκαταστήσει την τάξη. Στην περίπτωση αυτή, η Ελλάδα θα στήριζε διπλωματικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
    2) Εισβολή της Ελλάδας στη Μακεδονία ή στην Η πείρο, με σκοπό τη διεκδίκηση εδαφών, ως αντιστάθμισμα σε περίπτωση που οι Μεγάλες Δυνάμεις αποδέχονταν το βουλγαρικό πραξικόπημα. Εδώ τέθηκε ζήτημα στρατιωτικής συνεργασίας της Ελλάδας με τη Σερβία κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
    Σύντομα, ωστόσο, έφτασαν βάσιμες πληροφορίες στην Αθήνα από τη Σόφια ότι η βουλγαρική κυβέρνηση του Πέτκο Καραβέλωφ και ο ηγεμόνας Αλεξάντερ Μπάτενμπεργκ σε καμία περίπτωση δεν σχέδιαζαν να προκαλέσουν εξέγερση στη Μακεδονία, διότι προείχε η διεθνής αναγνώριση της ένωσης της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη βουλγαρική ηγεμονία.
    Η μεταβολή των σερβικών σχεδίων, η κήρυξη πολέμου από τη Σερβία κατά της Βουλγαρίας για την κατάληψη στρατηγικών σημείων, ώστε να ελέγχεται η Σόφια, και η επακόλουθη συντριπτική ήττα της Σερβίας κατέστησαν άνευ περιεχομένου κάθε πολεμικό σχέδιο της Αθήνας για εισβολή στην Ηπείρο ή στη Μακεδονία, από τη στιγμή που και οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν ενέκριναν πολεμικές επιχειρήσεις.
    Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη συντηρούσε μια πολεμική ατμόσφαιρα στην Ελλάδα, ελπίζοντας ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις κατά τον οριστικό διακανονισμό του βουλγαρικού ζητήματος θα λάμβαναν υπόψη τα ελληνικά αιτήματα.
    Με την υπογραφή της σύμβασης του Τοπχανέ έληξε ο λεγόμενος «ψευτοπόλεμος του Δηλιγιάννη». Η σύμβαση του Τοπχανέ (5 Απριλίου του 1886) προέβλεπε την προσωπική ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη βουλγαρική ηγεμονία ενώ ο ηγεμόνας της Ανατολικής Ρωμυλίας θα εκτελούσε ταυτόχρονα και χρέη Γενικού Διοικητού, καταβάλλοντας τον φόρο υποτέλειας στην Υψηλή Πύλη.
    De jure η Ανατολική Ρωμυλία παρέμεινε οθωμανική επαρχία, αλλά η Υψηλή Πύλη δεν είχε το δικαίωμα να διατηρεί εκεί στρατό.
    Η Ρωσία, που στην ουσία ήταν κατά του ηγεμόνα Αλεξάντερ Μπάτενμπεργκ λόγω της ανεξάρτητης πολιτικής του και όχι κατά της ένωσης, επέβαλε στην πράξη της προσωπικής ένωσης της σύμβασης του Τοπχανέ να μη μνημονευθεί το όνομα του Μπάτενμπεργκ.
    Η Ρωσία στήριξε τη βουλγαρική ηγεμονία στο ζήτημα της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας, αλλά είχε θέσει ως όρο την απομάκρυνση του Μπάτενμπεργκ και την ανάκτηση της επιρροής της στη Βουλγαρία.
    Ο βουλγαρικός πολιτικός κόσμος και το στράτευμα διχάστηκαν σε Ρωσόφιλους και φιλοδυτικούς Ρωσόφοβους. Μετά την παραίτηση του Μπάτενμπεργκ, λόγω έντονων ρωσικών πιέσεων, και την απόρριψη από τη βουλγαρική Μεγάλη Εθνοσυνέλευση του υποψηφίου της Ρωσίας για την ηγεμονία της Βουλγαρίας, του Γεωργιανού πρίγκιπα Νικόλα Μιγκριέλι, διακόπηκαν για δέκα περίπου χρόνια οι ρωσοβουλγαρικές διπλωματικές σχέσεις.
    Μετά από μια μεγάλη περιπέτεια για την εξεύρεση ηγεμόνα, τελικά σε βουλγαρική αντιπροσωπεία που μετέβη στη Βιέννη προτάθηκε ως ηγεμόνας ο πρίγκιπας του Κοβούργου της Σαξωνίας, Φερδινάνδος.
    ……………………………..
    ……………………………..
    ……………………………..
  6. Βλάσης Αγτζίδης on 
    ………………………..
    ………………………..
    ………………………..
    Η βουλγαρική Μεγάλη Εθνοσυνέλευση ενέκρινε τον Ιούνιο του 1877 την υποψηφιότητα του Φερδινάνδου, ο οποίος τον Αύγουστο του ίδιου έτους έφτασε στη Βουλγαρία. Η εκλογή του Φερδινάνδου δεν εξασφάλισε την επιδοκιμασία της Βουλγαρίας από την Υψηλή Πύλη και τις Μεγάλες Δυνάμεις.
    Για 9 περίπου χρόνια παρέμενε μία συμβολική φιγούρα στη διεθνή πολιτική σκηνή, χωρίς να μπορεί να υπογράφει διεθνείς συμφωνίες και να δέχεται ξένους ηγέτες.
    Στην πολιτική σκηνή της Βουλγαρίας κυριαρχούσε η μορφή του πρωθυπουργού Στέφαν Σταμπουλώφ (1887-1894), ηγέτη του Λαϊκο-Φιλελεύθερου Κόμματος.
    Ο Σταμπουλώφ ακολούθησε μια δυτικόφιλη εξωτερική πολιτική και στράφηκε κυρίως προς την Αυστρο-Ουγγαρία και την Αγγλία.
    Από οικονομική άποψη, η Βουλγαρία επιτέλεσε σημαντική πρόοδο. Με την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Τσάριμπροντ-Βακαρέλ ολοκληρώθηκε η σιδηροδρομική σύνδεση της Βιέννης με την Κωνσταντινούπολη που εγκαινιάστηκε επίσημα στις 12 Αυγούστου 1888.
    Η Βουλγαρία εισήλθε στην ευρωπαϊκή αγορά και αυστριακό κεφάλαιο διείσδυε στη χώρα.
    Το 1891 εγκαινιάστηκε η σιδηροδρομική γραμμή Γιάμπολ- Πύργου και καταστρώθηκαν σχέδια για την κατασκευή των λιμανιών του Πύργου και της Βάρνας.
    Λόγω των εμπορικών ευκαιριών που παρείχαν η σιδηροδρομική σύνδεση της Βιέννης με την Κωνσταντινούπολη, η σιδηροδρομική σύνδεση του εσωτερικού της Ανατολικής Ρωμυλίας με τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και η ατμοπλοία του Δούναβη, στην Ανατολική Ρωμυλία παρατηρήθηκε ένα νέο μεταναστευτικό ρεύμα Ελλήνων υπηκόων.
    Η σταδιακή ανάπτυξη των βουλγαρικών λιμανιών του Πύργου και της Βάρνας και το εκτενές εσωτερικό σιδηροδρομικό δίκτυο της Βουλγαρίας ευνοούσαν τις ελληνικές εμπορικές δραστηριότητες με σημείο εκκίνησης τον Πειραιά, τη διέλευση των Στενών με ατμόπλοια, την προσάραξη στον Πύργο και τη διακίνηση των προϊόντων στο εσωτερικό της Βουλγαρίας.
    Ελληνες υπήκοοι, που ασχολούνταν με το εμπόριο, δραστηριοποιούνταν κατά μήκος της γραμμής Πύργου-Βάρνας . Παρά την απουσία επί του παρόντος αρκετών διαθέσιμων στοιχείων, πιστοποιείται από διάσπαρτες πηγές και η μετανάστευση Ελλήνων από τη Δυτική Μακεδονία στην Ανατολική Ρωμυλία, λόγω των παρεχόμενων οικονομικών ευκαιριών.
    Μετά την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας ο Βούλγαρος πρωθυπουργός Στέφαν Σταμπουλώφ είχε δύο βασικούς στόχους,
    την ήπια αφομοίωση του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας
    και τη διείσδυση της Βουλγαρίας στη Μακεδονία για την προώθηση του εκπαιδευτικού και εκκλησιαστικού ρόλου της Εξαρχίας,
    ώστε να ενισχυθεί το βουλγαρικό στοιχείο της Μακεδονίας,
    η οποία θα έπεφτε σαν «ώριμος καρπός» στα χέρια της Βουλγαρίας.
    Ετσι, ο Σταμπουλώφ επιδίωκε την καλλιέργεια φιλικών σχέσεων της Βουλγαρίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και απέκλειε κάθε επαναστατική δραστηριότητα στη Μακεδονία.
    Ως επιτυχία της πολιτικής του μπορεί να θεωρηθεί η έκδοση δύο σουλτανικών βερατιών για την εγκατάσταση εξαρχικών επισκόπων στα Σκόπια και την Αχρίδα το 1890 και άλλων δύο για τα Βελεσσά και το Νευροκόπι το 1894.
    Ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας υπέστη εντονότερα τη βουλγαρική πίεση μετά το βουλγαρικό πραξικόπημα του Σεπτεμβρίου του 1885.
    Τον Αύγουστο του 1887, μετά την εκλογή του Φερδινάνδου ως ηγεμόνα της Βουλγαρίας, με απόφαση του νομάρχη του Χασκόβου εισήχθη η βουλγαρική ως γλώσσα διδασκαλίας στα τοπικά ελληνικά σχολεία.
    Τον Μάιο του 1890 απελάθηκε ο μητροπολίτης Αγχιάλου Σωφρόνιος, με τη δικαιολογία ότι δήθεν δεν ήταν αρεστός στο ποίμνιό του.
    Τον Ιανουάριο του ίδιου έτους καταλήφθηκε η ελληνική εκκλησία της Αγίας Φωτεινής στο χωριό Δερμένδερε, που είχε μετονομαστεί σε Φερδινάνοβο.
    Τον Σεπτέμβριο του 1890 καταλήφθηκαν οριστικά τα ελληνικά σχολεία και ο ιερός ναός του Χασκόβου, τον Μάρτιο του 1891 έκλεισε οριστικά η ελληνική σχολή του Κάτω Αρβανιτοχωριού και τον Ιούνιο του ίδιου έτους υφαρπάχθηκε η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου της Στενημάχου.
    Τον Μάιο του 1894 καταλήφθηκε η πλούσια μονή Μπατσκόβου και κατασχέθηκαν τα κτήματά της . Σχολικός νόμος του 1891 όριζε ότι η στοιχειώδης εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων όφειλε να γίνεται στη βουλγαρική γλώσσα και ότι οι δάσκαλοι έπρεπε να είναι βουλγαρικής εθνικότητας και πτυχιούχοι ανώτερων βουλγαρικών σχολών.
    Λόγω της σθεναρής αντίδρασης της Ελλάδας, η οποία ήταν αποφασισμένη να φέρει το θέμα στις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, ανεστάλη η εφαρμογή του νόμου.
    Ο νόμος όμως παρέμεινε σε ισχύ και οι μετέπειτα κυβερνήσεις προσπάθησαν να τον εφαρμόσουν .
    Οι Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας επεσήμαναν με μεγαλύτερη έμφαση ότι δεν υπήρχε βάση συνεννόησης μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας.
    Η βουλγαρική ρητορική για την αυτονομία της Μακεδονίας ήταν στην ουσία παραπλανητική, όπως απέδειξε το προηγούμενο της Ανατολικής Ρωμυλίας. Συνεπώς, κάθε βουλγαρική πρωτοβουλία για ελληνοβουλγαρική συνεννόηση έπρεπε να αντιμετωπίζεται με καχυποψία.
    Όταν τον Απρίλιο του 1890, σε μια κρίσιμη φάση του Κρητικού Ζητήματος, ήρθε στην Αθήνα ο Γκεόργκυ Βούλκοβιτς, ο διπλωματικός πράκτορας της Βουλγαρίας στην Κωνσταντινούπολη, και ο ελληνικός τύπος έγραφε για την ανάγκη συγκρότησης μιας βαλκανικής συμμαχίας σε αντιτουρκική βάση, οι Ελληνες της Φιλιππούπολης τόνιζαν ότι δεν υπήρχαν προϋποθέσεις μιας ελληνοβουλγαρικής συνεννόησης, όσο η θέση των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας καθίστατο δυσχερέστερη.
    «Δυστυχώς εν Ελλάδι δεν υπάρχονσι Βούλγαροί καί βουλγαρικαί κοινότητες, καθώς εν Βουλγαρία υπάρχουσιν τοιαύται ελληνικαί, όπως είνε δυνατόν να κριθή η συμπεριφορά των Ελλήνων καί της ελληνικής Κυβερνήσεως προς τους συμπολίτας αυτών Βουλγάρους. Ενταύθα όμως πώς συμπεριφέρονται οι Βούλγαροι και η Κυβέρνησις των προς τους συμπολίτας αυτών Έλληνας;
    Βεβαίως δεν έχωμεν την μωράν απαίτησιν να είμεθα ενταύθα προνομιούχοι, καταδικασθέντες δε υπό της μαύρης ημών μοίρας να ζώμεν απεσπασμένοι της μητρός πατρίδος αναγκαίως υποχρεούμεθα να συμμερισθώμεν τας τύχας της χώρας ταύτης, αληθώς δεν υπάρχει νομοταγέστερον στοιχείον του ελληνικού εν τη νέα ταύτη καταστάσει των πραγμάτων.
    Αλλά πώς συμπεριφέρονται προς ημάς οι Βούλγαροι;
    Θεωρούμενοι ως εχθροί υποφέρομεν τα πάνδεινα, πάντα δε τα βάρη και τας υποχρεώσεις υφιστάμεθα βαρύτερα πάντων. Αλλ’ ανεξαρτήτως αυτών, αίτινες επί τέλους φέρουσιν την χροιάν του νόμου, ήρξαντο ήδη παραβιάζοντες και την συνείδησιν των Ελλήνων, μάρτυς δε τούτου το επεισόδιον της αρπαγής του ναού της ελληνικής κοινότητας Δεϊρμένδερε ή Φερδινάδοβο, ως επ’ εσχάτων εβαπτίσθη…. Κατόπιν τοιαύτης ακατανομάστου συμπεριφοράς το κηρύσσειν ιδέας ομοσπονδίας και συνεννοήσεως είνε όλως γελοίον… Αφού δε παν ατύχημα των ενταύθα Ελλήνων δεν δύναται αλλ’ ή να έχει τον αντίκτυπον του εν τη ελευθέρα Ελλάδι, πώς έχουν το θάρρος οι Βούλγαροι να προτείνουσιν ημίν συμβιβασμούς και συνεννοήσεις;
    Εάν αληθώς επεθύμουν να συγκεράσωσιν ολίγον τον ακράτητον αυτών μισελληνισμόν, ώφειλον τουλάχιστον να μη παραβιάζωσιν τας συνειδήσεις των, και να αποστερώσιν αυτούς της εκπληρώσεως των θρησκευτικών αυτών καθηκόντων κατά τας επισψοτάτας των εορτών του χριστιανισμού…».
    Οι Ελληνες της Φιλιππούπολης δικαιώθηκαν αναφορικά με τις προβλέψεις τους.
    Ο Βοΰλκοβιτς επισκέφθηκε την Αθήνα φαινομενικά για να προτείνει στον Τρικοΰπη τη συγκρότηση μιας ελληνοβουλγαρικής ή διαβαλκανικής συμμαχίας, στην ουσία όμως για να σχηματίσει μια εικόνα για την οικονομική και στρατιωτική κατάσταση του ελληνικού κράτους και για την ετοιμότητά του να αντιδράσει δυναμικά, αν η Υψηλή Πΰλη εξέδιδε βεράτια για εξαρχικούς επισκόπους στα Σκόπια και στην Αχρίδα.
    Οι πληροφορίες που κόμισε ο Βούλκοβιτς στην Υψηλή Πύλη και στη Σόφια, έδιναν την εικόνα μιας Ελλάδας ανίσχυρης από οικονομική και στρατιωτική άποψη, ενός ευκατοφρόνητου αντίπαλου στη Μακεδονία.
    Συνεπώς, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αν η τελευταία εξέδιδε βεράτια για Βουλγάρους επισκόπους στην Αχρίδα και στα Σκόπια .
    Για την επιβίωση του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας κρινόταν απαραίτητη μια ελληνοβουλγαρική συνεννόηση στη βάση της άρσης του βουλγαρικού σχίσματος και της οροθέτησης μιας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων στη Μακεδονία.
    Τα έσχατα όρια των ελληνικών διεκδικήσεων στον βορρά ήταν το Νευροκόπι, το Μελένικο, η Στρώμνιτσα, το Μοναστήρι και η Αχρίδα.
    Αν η οροθετική αυτή γραμμή γινόταν αποδεκτή από τη βουλγαρική πλευρά, τότε η άρση του σχίσματος θα ήταν εφικτή υπό τον όρο ότι ο Εξαρχος θα εγκαθίστατο στη Σόφια και η δικαιοδοσία του θα περιοριζόταν στη βουλγαρική ηγεμονία και στην Ανατολική Ρωμυλία.
    Η Μακεδονία θα παρέμενε στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αλλά οι περιοχές βόρεια του Νευροκοπίου, του Μελενίκου, της Στρώμνιτσας και της Αχρίδας θα αναγνωρίζονταν ως βουλγαρική ζώνη και νότια ως ελληνική.
    Στις μικτές επαρχίες της Ανατολικής Ρωμυλίας και της Μακεδονίας, ανεξαρτήτως ζώνης, θα αναγνωριζόταν η χρήση της ελληνικής και της βουλγαρικής γλώσσας στα σχολεία και στις εκκλησίες.
    Μια τέτοια λύση θα εξασφάλιζε τους Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας και θα οροθετούσε τα ελληνοβουλγαρικά συμφέροντα στη Μακεδονία .
    Αλλά για τα βαλκανικά δεδομένα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, οι προσδοκίες αυτές των ελληνικών κύκλων φάνταζαν ουτοπικές. Η υπαγωγή των ελληνικών κοινοτήτων της Ανατολικής Ρωμυλίας στην Εξαρχία απέκλειε προκαταβολικά τη διατήρηση της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας των Ελλήνων, καθώς η Εξαρχία συνιστούσε τον κύριο μοχλό του εκβουλγαρισμού.
    Καθώς η βουλγαρική εκκλησιαστική και εκπαιδευτική διείσδυση στη Μακεδονία είχε μια δυναμική, ο Εξαρχος σε καμία περίπτωση δεν εμφανιζόταν πρόθυμος να θυσιάσει τους επισκόπους του στη Μακεδονία, να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να εγκατασταθεί στη Σόφια.
    Για να αποφύγουν τη στράτευση στον βουλγαρικό στρατό, οι νέοι της Ανατολικής Ρωμυλίας είχαν θεωρητικά τη δυνατότητα να αποκτήσουν την ελληνική υπηκοότητα υπηρετώντας στο ελληνικό στράτευμα, σύμφωνα με ελληνοβουλγαρικές συμβάσεις του 1885 και του 1893.
    Κατά κανόνα, οι Ελληνες της περιοχής ακολουθούσαν τη νόμιμη οδό για την απόκτηση της ελληνικής υπηκοότητας.
    Υπηρετούσαν στον ελληνικό στρατό και αποκτούσαν με νόμιμες διαδικασίες την ελληνική υπηκοότητα.
    Αυτό ίσχυε για τους Αγχιαλίτες και κυρίως για τους Στενημαχίτες, που διατηρούσαν στενές επαφές με την Αθήνα.
    Αλλά δεν έλειπαν και Ελληνες που έναντι αμοιβής εφοδιάζονταν με ψευδείς βεβαιώσεις από τα ελληνικά προξενεία.
    Από την άλλη πλευρά, οι βουλγαρικές αρχές αμφισβητούσαν την ελληνική υπηκοότητα και αυτών που την απέκτησαν νόμιμα, προχωρώντας σε αναγκαστική στρατολόγηση .
    Μετά την εκλογική ήττα του Σταμπουλώφ το 1894, την ανάληψη της εξουσίας στη Βουλγαρία από τους Ρωσόφιλους, την αποκατάσταση των ρωσοβουλγαρικών διπλωματικών σχέσεων και τη διεθνή αναγνώριση του Φερδινάνδου ως ηγεμόνα της Βουλγαρίας (1896), το Μακεδονικό Ζήτημα κατείχε κεντρική θέση στην εξωτερική πολιτική των βουλγαρικών κυβερνήσεων.
    Επρόκειτο για την έναρξη της ένοπλης φάσης του.
    Η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ)VMRO, που ιδρύθηκε το 1893 στη Θεσσαλονίκη από Βουλγάρους διανοουμένους, και το Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο, που δημιουργήθηκε το 1895 στη Σόφια από στρατιωτικούς βουλγαρομακεδονικούς κύκλους, ήταν στην ουσία οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
    Επιδίωκαν την αυτονομία της Μακεδονίας, ως μέσο προσάρτησής της στη Βουλγαρία, με την ανάληψη ένοπλης δράσης.
    Η αποστολή ένοπλων σωμάτων στη Μακεδονία, η καταδίωξη του πατριαρχικού κλήρου και των Ελλήνων δασκάλων, ο εξαναγκασμός των Πατριαρχικών να προσχωρήσουν στην Εξαρχία, οι συμπλοκές με τον οθωμανικό στρατό ήταν πλέον πάγια τακτική της ΕΜΕΟ.
    Οι Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας παρακολουθούσαν με ανησυχία την υιοθέτηση δυναμικής πολιτικής της Βουλγαρίας στο Μακεδονικό και με ιδιαίτερη ευαισθησία αντιμετώπιζαν τη δράση της Εθνικής Εταιρείας στην Ελλάδα, ως μια προσπάθεια ανασύνταξης των δυνάμεων του ελληνισμού, μετά τη χρεοκοπία του 1893, για την επίτευξη των εθνικών στόχων στη Μακεδονία και στην Κρήτη.
    Το γεγονός ότι η Εθνική Εταιρεία αυτοπαρουσιαζόταν ως μία νέα Φιλική Εταιρεία με μια αόρατη αρχή προσέδιδε στην όλη υπόθεση έναν μυστικιστικό χαρακτήρα.
    Οι Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας, θεωρώντας ότι αποτελούσαν ένα ενιαίο εθνικό σύνολο με τους Ελλαδίτες, ίδρυσαν παράρτημα της Εθνικής Εταιρείας στην Αγχίαλο .
    Η προσφορά τους συνίστατο είτε σε οικονομική ενίσχυση είτε στην αποστολή εθελοντών.
    Σε επιστολή τους στις 8 Μαρτίου του 1897 προς τον (άγνωστο) πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Εταιρείας στην Αθήνα, τα ιδρυτικά μέλη του παραρτήματος της Εθνικής Εταιρείας στην Αγχίαλο τόνιζαν χαρακτηριστικά:
    «Μετά πατριωτικού ενδιαφέροντος παρακολονθούντες εν ταις εφψερίσι τας ενεργείας της τότε και ννν ΑΟΡΑΤΟΥ Υμών ΑΥΝΑΜΕΩΣ, δεν ήτο δννατόν να μη εξηγείρετο και εν ημίν αίσθημα ιερού ενθουσιασμού, και διά τούτο πριν ακόμη δημοσιεyθεί η την ανάστασιν του Γένους ευαγγελιζομένη Υμετέρα ΠΡΟΚΗΡΥΞΙΣ, δύο εξ ημών, εν αδελφικώ πνεύματι ενωθέντες, ανελάβομεν δί εράνων να προσέλθωμεν αρωγοί εις το Υμέτερον Πανελλήνιον έργον, υπό το πρόσχημα συνδρομής υπέρ των απόρων γυναικοπαιδών της Κρήτης, διότι το ενταύθα έδαφος δεν είναι πρόσφορον προς εκδήλωσιν άλλου προορισμού των συνδρομών.
    Το προϊόν της τότε εισπράξεως παρά των ενταύθα διδασκάλων και των πέριξ κωμών, συμποσούμενον εις χρυσά φράγκα 200, επέμψαμεν εις τον εν Βουκουρεστίω κ. Σ (Σίμο, εκδότη της εφημερίδος Πατρίς, ΣτΣ), με την παράκλησιν και εντολήν όπως εμβάση ταύτα Υμίν αρμοδίως.
    Ελάβομεν απόκρισιν αυτού από της 1 ης Δεκεμβρίου παρελθόντος έτους, ότι ο ψέτερος εκείνος έρανος ελήφθη και κατετέθη εν τω ταμείω τον υπό την προεδρίαν αυτού Τμήματος. Αύτη η αρχή της ενεργείας ημών, αφανής, μικρά, όσον μικρά και περιωρισμένη και η κοινωνική ημών θέσις. Αλλ’ αν βαλαντίου μεγάλου και πλήρους στερούμεθα, όπως γενναίον τι προσφέρωμεν επί του βωμού της φίλης Πατρίδος, πεποίθαμεν όμως ότι εδέχεσθε και το ελάχιστον της φίλης Πατρίδος, πεποίθαμεν όμως ότι θα εδέχε- σθε και το ελάχιστον τούτο προϊόν των ημετέρων ενεργειών ως τεκμήριον του υπέρ του Ιερού Υμών έργον κατέχοντες ημάς ενθουσιασμού, τον οποίον και δί αρθριδίου εν τη «Πατρίδι» (ελληνική εφημερίδα του Βουκουρεστίου, ΣτΣ) δημοσιευθέντος εξεδηλώσαμεν, την φωνήν εν τη ιστορική πλέον προκηρύξει Υμών ως Φωνήν τον Ελληνισμού αναγράψαντες. Ηγαπώμεθα λοιπόν και πριν γνωρισθώμεν, τολμώμεν ειπείν, ότι, και εκ των άλλωνμνρίων στομάτων τον Ελληνισμού, η αντή σεβασμού και αγάπης φωνή, η αντή ευγνωμοσύνη θα αναπέμπητε προς την ΕΕ, την ΑΟΡΑΤΟΝ Υμών ΑΥΝΑΜΙΝ, σώζονσαν και Γένος και θρόνον ένδοξον, έτοιμον να σννταφή εν τω κατακλυσμώ της εθνικής νάρκης και τον επάρατου κομματισμού. Ένωσις και Ελευθερία, ιδού το νέον σύμβολον όπερ ευαγγελίζετε ημίν, αναγράψαντες επί της εθνικής σημαίας. Είθε νέοι ήρωες, πηγνύοντες αντήν πρώτον επί την Ακρόπολιν της Μακεδονίας (εννοεί τη Θεσσαλονίκη, ΣτΣ) να ανακράξωσιν:
    Χαίρετε και Χαίρομεν!
    Αν η προθυμία ημών αύτη τύχη της Υμετέρας ευμενούς αποδοχής, θα συμμορφωθώμεν προς τας πατριωτικός Υμών νουθεσίας και εντολάς και προς πάσαν δί Υμών εκ Κων/πόλεως οδηγίαν, διότι ατυχώς ουδέν άλλο εν Βουλγαρία Κέντρον ή Τμήμα γινώσχομεν νπάρχον, προς ο ενκολώτερον θα ηρχόμεθα εις επικοινωνίαν γνωμών. Θα ενεργήσωμεν αρμοδίως την εγγραφήν ολίγων σννδρομητών, διά τον «φόβον των Ιονδαίων», και θα αναθερμάνωμεν το πατριωτικόν αίσθημα, διασπείροντες ενταύθα και εις τα πέριξ τα περί Επ[αναστάσεως] της Μ[ακεδονίας] φυλλάδια της «Εστίας» και του «Άστεως» και επί πάσι τούτοις μετά παλμών καρδίας θα αναμένωμεν την ενλογημένην ώραν, καθ’ ην ο Κύριος εξ Ύψους διά της Υμετέρας φωνής θα είπη τοις εγγύς και τοις αδελφοίς ημών
    Ίτε παίδες Ελλήνων Ελευθερούτε Πατρίδα…
    νυν υπέρ πάντων αγών».
    Τον Μάρτιο του 1897, στις παραμονές του αναμενόμενου ελληνοτουρκικού ποέμου και εν όψει πιθανής βουλγαρικής εξέγερσης στη Μακεδονία, το παράρτημα της Εθνικής Εταιρείας στην Αγχίαλο είχε την πρωτοβουλία για την αποστολή 383 ντόπιων Ελλήνων, εφέδρων και εθελοντών, στην πλειοψηφία τους Στενημαχιτών, στην Ελλάδα.
    Οι εθελοντές και οι έφεδροι αναχώρησαν από τη Φιλιπποΰπολη για τον Πΰργο και από εκεί με ιταλικό ατμόπλοιο για τον Πειραιά, προκειμένου να καταταγοΰν στον ελληνικό στρατό.
    Τα έξοδα ανέλαβε η ελληνική κοινότητα Φιλιπποΰπολης. Ο ενθουσιασμός και η πατριωτική έξαρση των Ανατολικορωμυλιωτών κατά την αναχώρησή τους προκάλεσαν αλγεινή εντύπωση στους Βουλγάρους .
    Στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 η Βουλγαρία τήρησε ουδέτερη στάση.
    Εξαγόρασε την ουδετερότητά της με την εξασφάλιση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία τριών επισκοπικών θέσεων στο Μοναστήρι, στη Δίβρα και τη Στρώμνιτσα και τριών εμπορικών πρακτόρων στη Θεσσαλονίκη, στο Μοναστήρι και τα Σκόπια.
    Η Βουλγαρία απέκτησε έτσι ένα αίσθημα υπεροχής έναντι των γειτόνων της και υποτιμούσε την Ελλάδα ως διεκδικητή της Μακεδονίας, λόγω της χρεοκοπίας του 1893, της ήττας του 1897 και της επιβολής του διεθνούς οικονομικού ελέγχου.
    Ωστόσο, η εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος μετά το 1897, δηλαδή η αυτονομία της Κρήτης με ύπατο αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο, η αποχώρηση των οθωμανικών στρατευμάτων και η εγκατάσταση διεθνών στρατιωτικών δυνάμεων, αποτέλεσε για τους Βουλγαρομακεδόνες ένα πρότυπο για ανάλογη ρύθμιση και του Μακεδονικού Ζητήματος.
    Ετσι, ήταν αισθητή η επιρροή των βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων στον πολιτικό βίο της Βουλγαρίας και στη Μακεδονία με την προβολή του αιτήματος της αυτονομίας της Μακεδονίας.
    Οι βουλγαρικές κυβερνήσεις ανέχονταν τη δράση των βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων.
    Με την εμπλοκή του βουλγαρομακεδονικού λόμπυ στη βουλγαρική πολιτική, οι βουλγαρικές αρχές σκλήρυναν τη στάση τους έναντι των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας.
    Τον Ιούνιο του 1897 καταλήφθηκε η ιερά μονή του Αγίου Γεωργίου, κοντά στη Φιλιππούπολη, και τον Αύγουστο του 1897 η ιερά μονή των Αγίων Αναργύρων Κούκλαίνης.
    Τον Μάιο του 1898 καταλήφθηκε η ιερά μονή της Αγίας Τριάδος του Καβακλή.
    Τον Νοέμβριο του 1900 έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία του Μεγάλου Μοναστηριού και τον Ιούλιο του 1901 υφαρπάγη η ιερά μονή της Αγίας Αναστασίας, στη νησίδα της Σωζόπολης .
    Στην ενορχήστρωση των ανθελληνικών ενεργειών ήταν πλέον αισθητή η ανάμειξη των βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων, που είχαν λόγους να εξάψουν το εθνοτικό μίσος στην Ανατολική Ρωμυλία κατά των Ελλήνων.
    Μέλη του Ανώτατου Μακεδονικού Κομιτάτου άρχισαν να προβαίνουν και σε αργυρολοχίες, να αποσπούν με τη βία χρήματα από πλούσιους Ε λληνες του Καβακλή για «πατριωτικούς σκοπούς».
    Η σύλληψη και η δίκη του Χρίστο Τατάρτσεφ στην Αθήνα έδωσε την αφορμή σε Βουλγαρομακεδόνες γιατρούς στη Βουλγαρία να αρχίσουν έναν επαγγελματικό πόλεμο κατά των ελληνικής καταγωγής συναδέλφων τους της Βουλγαρίας.
    Διοργάνωσαν διαδήλωση έξω από το ελληνικό προξενείο της Φιλιππούπολης με έντονα ανθελληνικά συνθήματα, διέγραψαν τους Ελληνες γιατρούς της πόλης Σ. Αντωνιάδη, Α Δούλά, Σ. Κωνσταντινίδη και I. Βασιλείου από τον ιατρικό σύλλογο και κάλεσαν τους Βουλγάρους χωρικούς να μην επισκέπτονται τους «αγύρτες και ανάξιους» Ελληνες γιατρούς .
    Νεοκλής Καζάζης (1849 – 1936)
    Στην Ελλάδα ο πανεπιστημιακός Νεοκλής Καζάζης, μέσω του περιοδικού «Ελληνισμός» και της ομώνυμης εταιρείας, είχε κηρύξει τον φυλετικό και πολιτισμικό πόλεμο κατά των «Μογγόλων» Βουλγάρων.
    Για να ενθαρρύνει τους Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας, αλλά και για να επισημάνει το παραπλανητικό σύνθημα της Βουλγαρίας περί αυτονομίας της Μακεδονίας, τον Ιούνιο του 1898 επισκέφθηκε τη Βουλγαρία.
    Πρόθεσή του ήταν να προκαλέσει τους Βουλγάρους και να προσελκύσει την προσοχή του βουλγαρικού τύπου, καταδικάζοντας τη βουλγαρική πολιτική στην Ανατολική Ρωμυλία και στη Μακεδονία.
    Από την επίσκεψή του προκλήθηκε διπλωματικό επεισόδιο και η κυβέρνηση Ζαΐμη δήλωσε στο βουλγαρικό διπλωματικό πρακτορείο στην Αθήνα ότι ο Καζάζης ενήργησε με δική του πρωτοβουλία και ως εκ τούτου, η ελληνική κυβέρνηση δεν φέρει την ευθύνη για τις δηλώσεις του.
    Ωστόσο, ιδίως από το 1902, η βουλγαρική προπαγάνδα για έναν κοινό χριστιανικό, υπερεθνικό αγώνα κατά των Οθωμανών παρέσυρε και Έλληνες που είχαν απογοητευτεί από την αδράνεια του επίσημου ελληνικού κράτους.
    Μιλώντας στις 19 Μαΐου 1902 με τον πρέσβη της Αυστρο-Ουγγαρίας στην Αθήνα, κόμη Stefan Burian, ο πρωθυπουργός Ζαΐμης αναφέρθηκε στην προπαγάνδα των Βουλγαρομακεδόνων για μια υπερεθνική εξέγερση των Χριστιανών της Μακεδονίας ώστε να αυτονομηθούν τα μακεδονικά εδάφη.
    Η προπαγάνδα αυτή, συνέχισε ο Ζαΐμης, παρέσυρε και μερικούς Ε λληνες που άρχισαν να πιστεύουν ότι ήρθε η στιγμή μιας κοινής ενέργειας με τους Σλάβους, αλλά η ελληνική κυβέρνηση μέσω των προξενείων της τους προειδοποίησε για τις οδυνηρές συνέπειες,
    διότι «αυτοί θα βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά αντί για τους Βουλγάρους» .
    Ο Ζαΐμης επεσήμανε ιδιαίτερα ότι η Θεσσαλία είχε καταστεί άνδρο λαθρεμπορίου όπλων από τους Βουλγάρους, οι οποίοι εγκαθίσταντο εκεί δήθεν ως εργάτες, αλλά ο πραγματικός τους σκοπός ήταν η αγορά όπλων που είχαν εγκαταλειφθεί από τον ελληνικό στρατό μετά την ήττα του 1897.
    Οι ελληνικές αρχές, όταν τους συνελάμβαναν, τους αφόπλιζαν και τους απέλαυναν, συνέχισε ο Ζαΐμης το λαθρεμπόριο όπλων από την Ελλάδα ήταν συχνό φαινόμενο, καθώς τα θεσσαλομακεδονικά σύνορα δεν μπορούσαν να φυλαχθούν αποτελεσματικά.
    Αλλά και στην ίδια την Αθήνα υπήρχε μια μικρή ομάδα Βουλγαρομακεδόνων, με κύρια αποστολή την εξασφάλιση οπλισμού.
    Οι Βουλγαρομακεδόνες αυτοί αλληλογραφούσαν με τον Γκότσε Ντέλτσεφ και είχαν επαφές με τον Κεντρικό Μακεδονικό Σύλλογο, δηλαδή τους Ελληνες από τη Μακεδονία που ζούσαν στην Αθήνα.
    ………………………………………..
    ………………………………………..
    ………………………………………..
  7. Βλάσης Αγτζίδης on 
    …………………………………
    …………………………………
    …………………………………
    Παρουσιάζοντας τον αγώνα τους ως μια χριστιανική, υπερεθνική υπόθεση, είχαν τη βοήθεια του συλλόγου στην αγορά οπλισμού.
    Είναι άξιο προσοχής το γεγονός ότι στα τέλη Νοεμβρίου του 1902 επισκέφθηκε την Αθήνα ο συνταγματάρχης Γιανκώφ, μέλος του Ανώτατου Μακεδονικού Κομιτάτου της Σόφιας, και συναντήθηκε με τους αδελφούς Γερογιάννη από τον Κεντρικό Μακεδονικό Σύλλογο.
    Συζήτησαν τη δυνατότητα πραγματοποίησης μιας εξέγερσης στη Μακεδονία.
    Ο Κεντρικός Μακεδονικός Σύλλογος δεν είχε ακόμα σαφή γνώση των επιδιώξεων των βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων, με αποτέλεσμα ορισμένοι κύκλοι στην Αθήνα να τα εξοπλίζουν .
    Οι Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας θεώρησαν καθήκον τους να επιστήσουν την προσοχή των Ελλήνων της Μακεδονίας στον κίνδυνο που διέτρεχαν από την πλεκτάνη των σοφισμάτων των βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων.
    Στις αρχές του 1903 διήλθαν από τον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας δύο Έλληνες από την Καστοριά, επισκεπτόμενοι επιφανή συμπατριώτη τους που διέμενε στην Ανατολική Ρωμυλία, απόδειξη της ύπαρξης μετανάστευσης από τη Δυτική Μακεδονία στην περιοχή.
    Δήλωσαν ότι συμμετέχουν σε ανταρτικό κίνημα στη Μακεδονία υπό την αρχηγία του περίφημου Γιανκώφ.
    Ο Καστοριανός συμπατριώτης τους τούς επισήμανε ότι οι Βούλγαροι είναι οι πλέον επικίνδυνοι εχθροί του ελληνικού έθνους και εξέφρασε την απορία πώς αυτοί, όντας Έλληνες, συνέπρατταν για την επιτυχία των βουλγαρικών σχεδίων. Εκείνοι αντέτειναν με τη σειρά τους ότι το κίνημα στρεφόταν κατά της οθωμανικής καταδυνάστευσης, όπως το παρουσίαζαν οι πράκτορες του Γιανκώφ, και δεν συγκροτούνταν προς όφελος ούτε της Βουλγαρίας ούτε της Ελλάδας, αλλά αποσκοπούσε να απελευθερώσει, με τη συνδρομή της Ρωσίας, τους στενάζοντες υπό τον τουρκικό ζυγό χριστιανούς.
    Κάθε εθνότητα θα διατηρούσε την αυθυπαρξία της και θα συμμετείχε στη διοίκηση της αυτόνομης Μακεδονίας.
    Στην ανταπάντησή του ο συμπατριώτης τους τούς τόνισε ότι όλες αυτές οι εξαγγελίες ήταν απατηλές και επιτήδεια τις μεταχειρίζονταν οι απόστολοι της βουλγαρικής ιδέας για την αποπλάνησή τους, για να τους συμπαρασύρουν σε κίνημα, του οποίου απώτερος σκοπός ήταν η κατάπνιξη του ελληνισμού στη Μακεδονία.
    Ως παράδειγμα έφερε τους εξαπατηθέντες Ε λληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας, η οποία στην αρχή ήταν αυτόνομη επαρχία, αλλά ο ακμάζων εκεί ελληνισμός υφίστατο τα δεινά της βουλγαρικής κυριαρχίας.
    Τελικά κατόρθωσε να τους πείσει ότι κάθε σύμπραξη με όσους προπαγάνδιζαν τη βουλγαρική ρητορική στη Μακεδονία συνιστούσε καθαρή προδοσία .
    Η περίπτωση αυτή σίγουρα δεν ήταν μοναδική.
    Ωστόσο, δεν απαιτήθηκε αρκετό χρονικό διάστημα μέχρι να συνετισθούν οι τυχόν παραπλανηθέντες, διότι η βουλγαρική εξέγερση του Ήλιντεν, στις 2 Αυγούστου του 1903 στη Μακεδονία, έθεσε τέρμα σε κάθε χιμαιρική ουτοπία για το ενδεχόμενο μιας ελληνοβουλγαρικής συμπόρευσης.
    Τα αντιβουλγαρικά συλλαλητήρια στην Αθήνα, η ετοιμότητα της κυβέρνησης Ράλλη να συνδράμει στρατιωτικά την οθωμανική κυβέρνηση στην κατάπνιξη της εξέγερσης, αν παρίστατο ανάγκη, και η αποφασιστικότητα της ελληνικής νεολαίας να στρατολογηθεί σε εθελοντική βάση για να καταπολεμήσει τους Βουλγάρους κομιτατζήδες προκάλεσαν βίαιες αντιδράσεις στη Βουλγαρία.
    Στις 19 Αυγούστου η εξέγερση επεκτάθηκε και στη Θράκη με κέντρα τη Στράντζα, το Βασιλικό και την Αγαθούπολη. Ενθαρρυμένοι από την παρουσία ρωσικού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες πυρπόλησαν ελληνικά και τουρκικά χωριά, όπως το Βασιλικό, το Γραμματικό, το Λιμάνι, τον Πέρτικο, την Ινιάνα κ.ά.
    Μετά την εξέγερση του Ηλιντεν η Βουλγαρία τέθηκε υπό την ομηρία των βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων, ενώ η εισροή Βουλγαρομακεδόνων προσφύγων στη χώρα μετά την κατάπνιξη της εξέγερσης πυροδοτούσε ανθελληνικές κινήσεις.
    Η κυβέρνηση του Ράτσο Πετρώφ αποφάσισε την απόλυση και των ελάχιστων Ελλήνων δημοσίων υπαλλήλων, λόγω της καταγωγής τους και όχι λόγω της εθνικής δράσης και διασποράς εθνοτικού μίσους.
    Οι επαφές Ελλήνων και Βουλγάρων αραίωναν.
    «Δεν παρέρχεται ημέρα καθ’ ην ο πτωχός πλην τίμιος, πατριωτικός και ιπποτικός Έλλην δεν υφίσταται καταδιωγμούς, κακώσεις και χλευασμούς, ον μόνον εκ μέρους των σταυραετών των κομιτάτων, αλλά και εκ μέρους των διοικητικών οργάνων της Βουλγαρίας… Απλουν βλέμμα ελάχιστου ψυχολόγον θέλει διακρίνει εν τω βλέμματι του Έλληνος και του Βουλγάρου μέχρι τίνος σημείου μισεί ο εις τον έτερον. Ολίγιστοι εισίν οι αλληλοχαιρετώμενοι. Αι βουλγαρικαί αρχαί, μεθ’ ων ως εκ της υπηρεσίας ερχόμεθα εις σχέσεις και σννάφειαν, εδείχθησαν λίαν αβρόφρονες, πρέπει να το ομολογήσω, αλλ’ εν ταις φιλοφρονήσεσιν αντών τοιαύταις υποκρύπτονται η αντιπάθεια, το μίσος και η αποστροφή»,
    έγραφε σε έκθεσή του ο Ελληνας υποπρόξενος Πύργου, σχολιάζοντας τις σχέσεις Ελλήνων και Βουλγάρων στον καθημερινό βίο.
    Η αγανάκτηση των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας εκφράστηκε με ένα κύριο πύρινο άρθρο, δημοσιευμένο στις 13 Φεβρουάριου του 1904 στην εφημερίδα της Φιλιππούπολης Αι Ειδήσεις του Αίμου.
    Ο ανώνυμος αρθρογράφος, υπερασπιζόμενος τον Καζάζη, εξηγούσε αρχικά γιατί οι Έλληνες της Μακεδονίας δεν υποβοήθησαν τον βουλγαρικό επαναστατικό αγώνα:
    «Όταν ου μόνον αρνώνται την ύπαρξίν σου εν τίνι χώρα, αλλά και προσπαθώσι παντί σθένει να εξοντώσωσι ταύτην, τότε βεβαίως αυτοκτονία θα ήτο εκ μέρους σου, εάν υπεβοήθεις να καταληφθή αύτη υπό των τοιαύτα υποστηριζόντων και πραττόντων κατά σου. …Αλλ’ οι αντίπαλοι της εθνικότητας ημών προσεπάθησαν να αποδείξωσιν ότι λόγοι εθνικής αμυνης δεν υφίσταντο προς δικαιολογίαν της αδράνειας του Ελληνικού γένους, πρώτον, διότι ο εν Μακεδονία και Θράκη Βουλγαρικός αγών δεν απέβλεπεν εις την προσάρτησιν των επαρχιών τούτων εις το βουλγαρικόν κράτος, αλλά μόνον εις την αυτονομίαν αυτών και δεύτερον διότι η κατά των Ελλήνων διαγωγή των Βουλγάρων εν ταις επαρχίαις εκείναις απεσκόπει μόνον τον εξαναγκασμόν και αυτών, όπως υποβοηθήσωσι τον γενικόν και ουχί φυλετικόν υπέρ της αυτονομίας ταύτης αγώνα.
    Αλλά τα επιχειρήματα ταύτα μόνον τους μη γνωρίζοντας την ιστορίαν δύνανται να παραπλανήσωσιν, ουχί δε και τους Έλληνας, οίτινες εκτός των εκ του παρελθόντος διδαγμάτων έχουσι και τα εκ της σκληράς πείρας του παρελθόντος…
    Η πρώτη πράξις της ενώσεως της Βουλγαρίας με την Ανατολικήν Ρωμυλίαν ήτο η κατάργησις της Ελληνικής γλώσσης ως επισήμου. Πάσαι αι γενόμεναι κατόπιν αναφορικώς προς το Ελληνικόν στοιχείον φέρουσι τη σφραγίδα συστηματικής και σατανικής εξοντώσεως του εν Βουλγαρία Ελληνικού στοιχείου.
    Ό, τι κρύφιον, ό,τι πλάγιον, ό,τι σατανικόν μέσον είνε γνωστόν εν τω κόσμω ως κατάλληλον προς εξόντωσιν φυλής τινός ετέθη εις ενέργειαν εν Βουλγαρία και εξακολουθεί όν εν ενεργεία, βραδέως μεν βαίνον, αλλά ασφαλώς και ψυχραίμως…
    Πού είνε αι άλλοτε τόσον πολυπληθείς Ελληνικαί κοινότητες εν Βουλγαρία;
    Ηναγκάσθησαν να διαλυθώσιν και να εξαφανισθώσι, διότι ου μόνον βοήθειά τις δεν εδόθη εις αυτάς εκ μέρους του κράτους, αλλά και αφηρέθη απ’ αυτών παν ό,τι κατείχον προς συντήρησιν των εκκλησιών και σχολείων των, επί τη προφάσει ότι και Βούλγαροι συνεισήνεγκον εις την ίδρυσιν αυτών….
    Τις δε αγνοεί ότι χωρία τινά καθαρώς Ελληνικά εν Βουλγαρία σήμερον στερούνται Ελληνικών σχολείων ένεκα της απαγορεύσεως πάσης δημοτικής συνδρομής προς αυτά ή ένεκα της αρνήσεως παροχής αδείας προς λειτουργίαν ή ίδρυσιν αυτών» .
    Ιδιαίτερα επίσημαίνονταν και η τραγική μοίρα των ευάριθμων Μακεδόνων μεταναστών στην Ανατολική Ρωμυλία:
    «Μέχρι δε τοιούτου βαθμού καταδιώξεως κατά του Ελληνικού εν γένει γένους έφθασαν, ώστε προς άφεσιν ελευθέρως εξασκήσεως ωρισμένων επαγγελμάτων εις εκ Μακεδονίας τινάς καταγόμενους Έλληνας να ζητήται παρ’ αυτών διά μέσου σωματείων τινών εκκλησιαστικών και κοσμικών η υπόσχεσις, ότι όλη η εν Μακεδονία οικογένεια αυτών αναγνωρίζη εις το εξής την Εξαρχίαν».
    Υποστηριζόταν, τέλος, ότι οι προειδοποιήσεις του Καζάζη για το παραπλανητικό βουλγαρικό σύνθημα της αυτονομίας της Μακεδονίας δεν ήταν ατεκμηρίωτες:
    «Ο βίος λοιπόν τον αυτόχθονος Ελληνικού στοιχείου εν Βουλγαρία δεν δύναται να λογισθή ως εντυχέστερος των Παριών. Ουδέ το φυλετικώς ασφαλές δύναται να έχη τούτο εν τη χώρα ταύτη. Αι εκκλησίαι, τα σχολεία του, η άλλη εθνική τον περιουσία εξαρτάται εκ της αυθαιρεσίας της τυχούσης αρχής.
    Εκτός τούτου και ουδέν το ασφαλές και ατομικώς δύναται να έχη. Μισείται και αποκλείεται πανταχόθεν.
    Εννοείται δε ότι τοιαύτην τύχην δεν είνε δυνατόν να επιζητήση και άλλος Ελληνικός πληθυσμός. Και την τύχην ταύτην επιμαρτυρούμενος ο κ. Καζάζης εν τη υπερασπίσει του Ελληνικού γένους ονδένα υβρίζει και ουδένα συκοφαντεί. Δεν είναι εχθρός της βουλγαρικής φυλής ο κ. Καζάζης, αλλ’ οι Βούλγαροι ψευδοπατριώται, οι οποίοι διά της κατά του Ελληνικού στοιχείου εν Βουλγαρία αφρόνου προπαγάνδα; των εξηνάγκασαν το Ελληνικόν γένος, ώστε να ευρίσκη την Τουρκικήν δουλείαν ως μάλλον υποφερτήν της Χριστιανικής των Βουλγάρων».
    Το άρθρο αυτό, στο οποίο για πρώτη φορά με σαφήνεια και τεκμηρίωση καταδικάστηκε η βουλγαρική πολιτική, δεν έμεινε απαρατήρητο από τις βουλγαρικές αρχές, οι οποίες το μετέφρασαν αμέσως στα βουλγαρικά προς ενημέρωση της βουλγαρικής κυβέρνησης.
    Κύριος σκοπός του άρθρου ήταν να καταδείξει στους Βουλγάρους ότι η βουλγαρική προπαγάνδα στη Μακεδονία για έναν κοινό, υπερεθνικό χριστιανικό αγώνα κατά των Τούρκων δεν ήταν αξιόπιστη και δεν είχε απήχηση στους Ελληνες, διότι η στάση των Βουλγάρων έναντι του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας αποτελοΰσε ένα αρνητικό προηγούμενο και προοιωνιζόταν ένα ζοφερό μέλλον για τις άλλες εθνότητες στη Μακεδονία, αν οι Βούλγαροι πραγματοποιούσαν τους εθνικούς τους στόχους.
    Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1904) ο Ιων Δραγούμης διορίστηκε στο προξενείο Πΰργου και για δυο περίπου μήνες (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1904) ανέλαβε προσωρινά τη διεΰθυνση του προξενείου Φιλιππουπόλεως.
    Δεν είναι γνωστά πολλά στοιχεία για τη δράση του στην Ανατολική Ρωμυλία.
    Σίγουρα επιχείρησε να τονώσει το φρόνημα των Ελλήνων, αντιλαμβανόμενος τη σημασία διατήρησης της κοινότητας για την επιβίωση του ελληνισμού .
    Επισκεπτόταν χωριά της Ανατολικής Ρωμυλίας και διαπίστωνε την ακτινοβολία ενός ελληνισμού που όμως απειλούνταν με αφανισμό .
    Το ενδιαφέρον του για τις ελληνικές κοινότητες της Ανατολικής Ρωμυλίας διαφαίνεται και από το γεγονός ότι το καλοκαίρι του 1905, πριν αναλάβει επίσημα το προξενείο της Αλεξανδρούπολης, εκτελούσε και χρέη υποπροξένου στον Πΰργο.
    Από τις αρχές του 1905, μετά και την επίσημη έναρξη της ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα, κύριος μοχλός των ανθελληνικών ενεργειών στη Βουλγαρία απέβησαν τα βουλγαρομακεδονικά κομιτάτα, τα οποία μπορούσαν να κινητοποιήσουν το προσφυγικό βουλγαρομακεδονικό λούμπεν προλεταριάτο και διάφορες εθνικιστικές οργανώσεις, θέτοντας τη βουλγαρική κυβέρνηση προ των ευθυνών της.
    Επιτροπές των κομιτάτων, με τη συνοδεία Βούλγαρων δημοσίων υπαλλήλων, περιέτρεχαν την επαρχία Στενημάχου προβαίνοντας σε αργυρολοχία, στη βίαιη απόσπαση χρημάτων από πλούσιους Ελληνες για την «απελευθέρωση της Μακεδονίας».
    Τα δραματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Ζαγοριτσάνη τον Μάρτιο του 1905, προκάλεσαν ιδιαίτερη αίσθηση στη Βουλγαρία.
    Τα βουλγαρομακεδονικά κομιτάτα εκμεταλλεύτηκαν τον ερεθισμό του βουλγαρικού λαού και θέλησαν να αποστείλουν ένα πολιτικό μήνυμα στην ελληνική κυβέρνηση, ώστε να αναστείλει την ένοπλη δράση στη Μακεδονία, αναλογιζόμενη τις συνέπειες για τους Ελληνες της Βουλγαρίας.
    Στις 10 Απριλίου του 1905, ανήμερα της Κυριακής των Βαίων, διοργανώθηκε ανθελληνικό συλλαλητήριο στη Φιλιππούπολη.
    Μετά το πέρας του συλλαλητηρίου, στίφος 150 ροπαλοφόρων προέβη σε βιαιοπραγίες και λεηλασίες καταστημάτων Ελλήνων και έθραυσε τα τζάμια της Μεγάλης Σχολής Μαρασλή.
    Σχεδόν ταυτόχρονα με τη διεξαγωγή του συλλαλητηρίου, μέλη των κομιτάτων προέβησαν σε αργυρολοχία Ελλήνων της Φιλιππούπολης ενώ στο Τατάρ-Πάζαρτζικ μέλη της ελληνικής κοινότητας εξαναγκάσθηκαν να υπογράψουν δήλωση ότι αδυνατούν να συντηρήσουν τα ελληνικά σχολεία και την εκκλησία και ζητούν την αρωγή του βουλγαρικού κράτους, γεγονός που ισοδυναμούσε με αίτηση κατάργησης των ελληνικών ιδρυμάτων και αντικατάστασής τους με βουλγαρικά.
    Υπό τον αντίκτυπο των συμβάντων στη Ζαγοριτσάνη η βουλγαρική κυβέρνηση αποφάσισε, τον Μάιο του 1905, την απαγόρευση της εισαγωγής ελληνικών εφημερίδων στη Βουλγαρία.
    Η λήψη της παρούσας απόφασης υπαγορευόταν κυρίως από τον φόβο μήπως τα πύρινα αντιβουλγαρικά άρθρα των ελληνικών εφημερίδων, λόγω των ελληνοβουλγαρικών συγκρούσεων στη Μακεδονία, εξάψουν το εθνοτικό μίσος Ελλήνων και Βουλγάρων κι έτσι επακολουθήσουν και άλλα συλλαλητήρια, με απρόβλεπτες συνέπειες.
    .Ό,τι φοβόταν η βουλγαρική κυβέρνηση ήταν η αμαύρωση της διεθνούς εικόνας της Βουλγαρίας στο εξωτερικό.
    Ωστόσο, η διοργάνωση ενός ανθελληνικού πογκρόμ στη Βουλγαρία κρίθηκε ως η καλύτερη απάντηση των βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων προς την κυβέρνηση Θεοτόκη να παύσει τον Μακεδονικό Αγώνα.
    Ηδη οι ανθελληνικές διώξεις στη Ρουμανία λόγω του Κουτσοβλαχικού, το καλοκαίρι του 1905, αποτελούσαν παράδειγμα προς μίμιση.
    Ο Χρήστο Τατάρτσεφ, ο οποίος είχε βιώσει τη γνωστή του περιπέτεια στην Αθήνα μετά την αποφυλάκισή του από τις τουρκικές φυλακές το 1902, σε σημείωμά του, τον Νοέμβριο του 1905, απέδωσε στους εξής παράγοντες την αποτελεσματικότητα των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων στη Μακεδονία:
    1) Η ελληνική ένοπλη προπαγάνδα ήταν αποτέλεσμα κυρίως της πολιτικής της Ελλάδας στο Μακεδονικό,
    2) τα ένοπλα σώματα οργανώνονταν κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στο Βασίλειο της Ελλάδας και από εκεί στέλνονταν στη Μακεδονία,
    3) από την Ελλάδα μέχρι το πεδίο δράσης τους η περιοχή ήταν ορεινή και κατοικοΰνταν κυρίως από Ελληνες και Γραικομάνους Βλάχους. Κατά συνέπεια, δεν συναντούσαν δυσκολίες στην είσοδο και έξοδο,
    4) στο εσωτερικό της Μακεδονίας, ιδιαίτερα στο νοτιοδυτικό τμήμα της, οι Ελληνες και οι Γραικομάνοι φιλοξενούσαν τα ένοπλα σώματα και συνεργάζονταν μαζί τους,
    5) επιπλέον, στην ενδοχώρα της Μακεδονίας, ο τουρκικός πληθυσμός και οι τουρκικές αρχές τα ανέχονταν και τα υποστήριζαν .
    Ο Τατάρτσεφ εκτίμησε ότι η ΕΜΕΟ δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει επιτυχώς τα ελληνικά ανταρτικά σώματα και
    πρότεινε μαζικά αντίποινα, ώστε να εξαναγκασθεί η Αθήνα να σταματήσει την αποστολή ένοπλων σωμάτων στη Μακεδονία:
    εμπρησμό ελληνικών χωριών, ελληνικών συνοικιών στις πόλεις, αποκλεισμό ελληνικών χωριών, απαγωγές Ελλήνων ως μέσο πίεσης και απηνή καταδίωξη των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη συνεργασία της ΕΜΕΟ, των Βουλγαρομακεδόνων προσφύγων και του απλού βουλγαρικού λαού με την κυβέρνηση .
    Υπήρχε, ωστόσο, ένα ζήτημα αρχής, κατά πόσο δηλαδή οι Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας θα μπορούσαν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για τα τεκταινόμενα στη Μακεδονία.
    Επίσης, ένα πογκρόμ εναντίον αθώων δεν ήταν βέβαιο ότι θα επιδοκιμαζόταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
    Ηδη η κυβέρνηση Πετρώφ είχε αναλογισθεί τις πιθανές συνέπειες σε περίπτωση που τα βουλγαρικά αντίποινα, λόγω των γεγονότων της Ζαγοριτσάνης, στοίχιζαν αθώα θύματα.
    «Καμιά ψυχολογία δεν μπορεί να μας αρνηθεί το δικαίωμα της αγανάκτησης εναντίον των ενόχων για την κατάσταση αυτή. Όμως καμιά ηθική δεν θα μας συγχωρέσει, αν για την ενοχή μερικών ανθρώπων στη Μακεδονία ή εκτός Μακεδονίας, αρχίσουμε να καταδιώκουμε αθώους συμπατριώτες τους εντός των ορίων αυτής της ηγεμονίας. Οι απρέπειες και οι αυθαιρεσίες οποιουδήποτε και οπουδήποτε είναι απαράδεκτες και χωρίς πολιτική βαρύτητα», ήταν τα σχόλια του κυβερνητικού τύπου .
    Η κυβέρνηση δεν είχε τον αποχρώντα λόγο να οργανώσει ή να ανεχθεί ένα ανθελληνικό κίνημα μεγάλης εμβέλειας.
    Ωστόσο, μετά την εξέγερση του Ήλιντεν η κυβέρνηση Πετρώφ βρισκόταν υπό τον έλεγχο των βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων.
    Τη θέση τμηματάρχη στο υπουργείο Εξωτερικών κατείχε ο Τόμα Καραγιόβωφ, ο διπλωματικός εκπρόσωπος της ΕΜΕΟ στην κυβέρνηση.
    Ετσι, δεν ήταν δύσκολο να βρεθεί μια δικαιολογία για την ενοχοποίηση των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας.
    Στηριζόμενη σε πληροφορίες ιδιωτών ότι ορισμένοι κυρίως νέοι από τη Στενήμαχο, που είχαν υπηρετήσει στον βουλγαρικό στρατό, παρέλαβαν διαβατήρια από το ελληνικό προξενείο Φιλιππουπόλεως για να μεταβοΰν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, χάλκευσε την κατηγορία ότι τα ελληνικά προξενεία συγκροτούσαν ελληνικά ανταρτικά σώματα στη Βουλγαρία για ένοπλη δράση στη Μακεδονία.
    Ο εντοπισμός ορισμένων περιπτώσεων, κατά τις οποίες ο κάτοχος ενός ελληνικού διαβατηρίου ήταν Βούλγαρος υπήκοος και επρόκειτο να μεταβεί, για παράδειγμα, στη Θεσσαλονίκη, ήταν ένας σοβαρός λόγος προκειμένου να στηθεί η συνωμοσιολογία.
    Το φαινόμενο της έκδοσης ψευδών διαβατηρίων από τα ελληνικά προξενεία σε άτομα που δεν είχαν την ελληνική υπηκοότητα δεν ήταν σπάνιο.
    Αποσκοπούσε κυρίως να προστατεύσει τους Ελληνόπαιδες από την εκπλήρωση στρατιωτικής θητείας στον βουλγαρικό στρατό.
    Αλλά στις νέες συγκυρίες, το φθινόπωρο του 1905, το ζήτημα αυτό μπορούσε να πολιτικοποιηθεί από τη βουλγαρική κυβέρνηση ως απειλή της εσωτερικής ασφάλειας της χώρας, ήταν μια «απόδειξη» ότι ο εχθρός βρισκόταν και εντός των πυλών.
    Η διοργάνωση λαχειοφόρου αγοράς από τις ελληνικές κοινότητες για την ενίσχυση του ελληνικού στόλου συκοφαντήθηκε ως μια μυστική χρηματοδότηση των ανταρτικών σωμάτων.
    Η περιοδεία του Ιωνα Δραγούμη, που εκτελούσε χρέη υποπροξένου του Πύργου, στην Αγχίαλο, τον Αύγουστο του 1905, και οι συνομιλίες του με επιφανείς Έλληνες της κωμόπολης κρίθηκε ανησυχητική και ύποπτη για τη βουλγαρική κυβέρνηση, η οποία ζήτησε την επιστροφή του στον Πύργο, έστω και με τη χρήση βίας .
    Η δήθεν στρατολόγηση Ανατολικορωμυλιωτών για ένοπλη δράση στη Μακεδονία από τα ελληνικά προξενεία και η χρηματοδότησή τους από τις ελληνικές κοινότητες δεν αποτέλεσαν μονάχα μια γραφειοκρατική υπόθεση του υπουργείου Εξωτερικών και Εσωτερικών, αλλά δημοσιοποιήθηκαν αμέσως στον βουλγαρικό τύπο για να συνειδητοποιήσει ο βουλγαρικός λαός το «μέγεθος» της εσωτερικής απειλής.
    Στο ημιεπίσημο έντυπο Vecerna Posta ο δημοσιογράφος και διπλωμάτης Συμεών Ράτσεφ δημοσίευσε μία έρευνα της εφημερίδας, η οποία «αποκάλυψε» την ανάμειξη των ελληνικών προξενείων στη συγκρότηση και χρηματοδότηση ελληνικών ανταρτικών σωμάτων στη Βουλγαρία για δράση στη Μακεδονία:
    «…Οι τοπικές αρχές, από όλες τις μέχρι τώρα ενδείξεις, έχουν πεισθεί ότι πραγματικά έχει συγκροτηβεί ένοπλο σώμα που εφοδιάστηκε με χρήματα από το ελληνικό κομιτάτο και με διαβατήρια από τα ελληνικά προξενεία. Μιλήσαμε παραπάνω για το ελληνικό αυτό κομιτάτο. Είναι αυτό που συγκέντρωσε χρήματα για τον ελληνικό στόλο. Κανένας δεν αμφιβάλλει στη Φιλιππούπολη για την ύπαρξή του.
    Οι ηγέτες του είναι ο γιατρός Δούλάς, ο Κωνσταντινίδης (ο συντάκτης των Ειδήσεων του Αίμου) και ο δικηγόρος Μαυρίδης…. Με την αδιαφορία της κοινής γνώμης και την αβελτηρία των υπουργών, αυτοί «οι φοβιτσάρηδες», χωρίς να τιμωρηθούν, διέπραξαν στη Βουλγαρία ένα έργο που υπερβαίνει κάθε όριο θρασύτητας και από το οποίο ο εξωτερικός κόσμος μπορεί να συμπεράνει ότι εμείς έχουμε πράγματι κράτος, αλλά όχι κυβέρνηση» .
    Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επρόκειτο για μια σκευωρία, η οποία απέβλεπε στην ενοχοποίηση των Ελλήνων και στη δικαιολόγηση του ανθελληνικού πογκρόμ.
    Η Εθνική Εταιρεία είχε παράρτημα στην Αγχίαλο το 1897 και απέστειλε εθελοντές κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο.
    Δεν είναι, ωστόσο, τεκμηριωμένο ότι το Μακεδονικό Κομιτάτο της Αθήνας είχε μυστικό παράρτημα στη Φιλιππούπολη, που στρατολογούσε συστηματικά νεαρούς Ανατολικορωμυλιώτες για τον Μακεδονικό Αγώνα.
    Τα πρόσωπα που φέρονταν ως μέλη του Μακεδονικού Κομιτάτου, είχαν ήδη τεθεί από καιρό στο στόχαστρο της βουλγαρικής επίθεσης.
    Ο Δούλάς είχε διαγραφεί από τον ιατρικό σύλλογο λόγω της υπόθεσης του Τατάρτσεφ ενώ ο Κωνσταντινίδης είχε περιέλθει σε δυσμένεια, επειδή τόλμησε να ασκήσει δημόσια κριτική στην πολιτική των Βουλγάρων έναντι των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας μέσω της εφημερίδας Αι Ειδήσεις του Αίμον.
    Βεβαίως υπήρχε η συναισθηματική φόρτιση των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας, όταν άρχισε ο Μακεδονικός Αγώνας.
    Υπήρχαν επώνυμοι Στενημαχίτες που συμμετείχαν στον Μακεδονικό Αγώνα, όπως ο Ιωάννης Αβράσογλου, ο Κωνσταντίνος Αβράσογλου, ο Ιωάννης Αράπογλου, ο Γεώργιος Καράμπελας, ο Ανδρέας Μακοΰλης, ο Δημήτριος Νιλής, ο Νικόλαος Τζαβέλλας, ο Θωμάς Τσιρόπουλος και άλλοι ανώνυμοι που η γενναιότητά τους εξυμνείται από την Πηνελόπη Δέλτα Στα μυστικά του Βάλτου.
    Ο Ιωάννης Αβράσογλου έλαβε μέρος στον πόλεμο του 1879 ως αξιωματικός του πυροβολικού.
    Τον Δεκέμβριο του 1904 τοποθετήθηκε στη Θεσσαλονίκη ως υπάλληλος του Γενικού Προξενείου.
    Έ ναν χρόνο αργότερα ανέλαβε αρχηγός σώματος 50 ανδρών και έδρασε στην περιοχή του Κιλκίς σε αντικατάσταση του Σπυρομίλιου, που είχε τραυματιστεί.
    Προδόθηκε από τους Βουλγάρους και όλο του το σώμα συνελήφθη από τους Τούρκους, κοντά στο Μελισσοχώρι.
    Φυλακίστηκε στο Επταπΰργιο Θεσσαλονίκης, απ’ όπου και δραπέτευσε.
    Ελαβε μέρος στο κίνημα στο Γουδί και το 1912-1913 συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους.
    Ο Κωνσταντίνος Αβράσογλου υπήρξε διευθυντής των ελληνικών σχολείων της Γευγελής κατά τη διάρκεια των ετών 1906-1909.
    Ο Ανδρέας Μακούλης, διωκόμενος από τους Βουλγάρους, κατέφυγε στη Μακεδονία με 17 άνδρες και σχημάτισε σώμα που έδρασε από τον Οκτώβριο του 1906 μέχρι τον Ιούλιο του 1907.
    Περικυκλώθηκε από τον τουρκικό στρατό και φονεύθηκε.
    Σημαντική ήταν και η προσφορά του Αναστάσιου Παπαϊωάννου, γνωστού με το ψευδώνυμο Παπανίκανδρος, από το Καβακλή.
    Φοίτησε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και στη Νομική Σχολή Αθηνών.
    Από το Μακεδονικό Κομιτάτο της Αθήνας στάλθηκε στην Αριδαία ως πράκτορας με την ιδιότητα του διευθυντού του σχολείου. Μετά από διαταγή του ελληνικού προξενείου Θεσσαλονίκης χειροτονήθηκε ιερέας και αρχιερατικός επίτροπος Αλμωπίας, προσφέροντας σημαντικές υπηρεσίες .
    Ως Καβακλιώτης Μακεδονομάχος αναφέρεται επίσης και ο ιδιώτης Δημήτριος Γεωργιάδης .
    Οι Στενημαχίτες γίνονταν Μακεδονομάχοι στην Αθήνα και δεν στρατολογοΰνταν συστηματικά από το υποτιθέμενο παράρτημα του Μακεδονικού Κομιτάτου στη Φιλιπποΰπολη και το ελληνικό προξενείο της πόλης.
    Οι Στενημαχίτες στρατολογοΰνταν κυρίως από το Μακεδονικό Κομιτάτο της Αθήνας κατά την παραμονή τους στην ελληνική πρωτεύουσα, με την οποία η Στενήμαχος διατηρούσε ιδιαίτερους στενούς δεσμούς.
    Προκαλεί ωστόσο έκπληξη γιατί δεν άρχισε αμέσως ένα ανθελληνικό κίνημα, μόλις αποκαλύφθηκε η «συνενοχή» των Ελλήνων.
    Φαίνεται ότι τα «αποδεικτικά στοιχεία» δεν ήταν επαρκή.
    Αλλά όταν το Κρητικό Ζήτημα, στο πρώτο μισό του 1906, εξελισσόταν ευνοϊκά για την Ελλάδα, η κυβέρνηση Πετρώφ κοινοποίησε στις Μεγάλες Δυνάμεις ότι η παραχώρηση νέων προνομίων στην Κρήτη έπρεπε να αντισταθμιστεί από ένα νέο σχήμα μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία, διαφορετικά θα ξεσπούσε πάλι εξέγερση στη μακεδονική γη.
    Το βουλγαρικό αίτημα δεν έγινε αποδεκτό και το Λονδίνο διεμήνυσε στη Σόφια ότι για την αγγλική πολιτική το Μακεδονικό και το Κρητικό αποτελούσαν δύο διαφορετικά ζητήματα.
    Καθώς η βουλγαρική απάντηση στην Ευρώπη δεν μπορούσε να δοθεί με μια νέα εξέγερση στη Μακεδονία, το πολιτικό μήνυμα στελόταν με το ανθελληνικό κίνημα του Ιουλίου-Αυγούστου του 1906.
    Εν όψει της διεθνοποίησης του Κρητικού Ζητήματος και της ευνοϊκής για την Ελλάδα εξέλιξής του, η κυβέρνηση Πετρώφ προσπαθούσε να παρουσιάσει το ανθελληνικό κίνημα ως απάντηση του βουλγαρικού λαού στην αντιβουλγαρική δράση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων στη Μακεδονία, πιστεύοντας ότι έτσι θα πετύχαινε μια ευνοϊκή διευθέτηση του Μακεδονικού Ζητήματος και θα εξανάγκαζε την κυβέρνηση Θεοτόκη να αναστείλει κάθε δραστηριότητα στη Μακεδονία.
    Οι δήθεν «αποκαλύψεις» για τη στρατολόγηση Ελλήνων, Βούλγαρων υπηκόων, από το ελληνικό προξενείο της Φιλιππούπολης για ένοπλη δράση στη Μακεδονία μπορούσαν τώρα να «απενοχοποιήσουν» τη βουλγαρική κυβέρνηση.
    Στο ανθελληνικό κίνημα του Ιουλίου-Αυγούστου του 1906 συνέργησε το βουλγαρικό παρακράτος (τα βουλγαρομακεδονικά κομιτάτα, η οργάνωση «Βούλγαρος ο Φιλογενής» του Βουλγαρομακεδόνα Δραγκούλεφ) με το επίσημο βουλγαρικό κράτος.
    Το θέμα έχει μελετηθεί διεξοδικά .
    Ή ταν μια σπασμωδική, τυχοδιωκτική και αναποτελεσματική ενέργεια της βουλγαρικής κυβέρνησης. Εξέθεσε τη Βουλγαρία στην Ευρώπη και δεν κατόρθωσε να ευαισθητοποιήσει τις Μεγάλες Δυνάμεις, ώστε να ικανοποιήσουν τα βουλγαρικά αιτήματα για τη Μακεδονία.
    Το ανθελληνικό πογκρόμ επιβεβαίωσε τις επιφυλάξεις της Βιέννης στο ζήτημα της χορήγησης αυτονομίας στη Μακεδονία, τόνισε ο υπουργός Εξωτερικών της Αυστρο-Ουγγαρίας, Γκολουχόφσκυ, στον διπλωματικό εκπρόσωπο της Βουλγαρίας στη Βιέννη, Μ.Κ. Σαράφωφ .
    Μία αυτόνομη Μακεδονία με Χριστιανό διοικητή θα ισοδυναμούσε με αλληλοεξόντωση του χριστιανικού πληθυσμού και θα μεταβαλλόταν σε μόνιμη εστία ταραχών.
    Η βουλγαρική κυβέρνηση γνώριζε τη δράση συγκεκριμένων κύκλων και δεν έλαβε κανένα μέτρο. Λόγω της αβελτηρίας της διοίκησης κάηκε η Αγχίαλος, επισήμανε ο υπουργός Εξωτερικών της Αυστρο-Ουγγαρίας.
    Ετσι, ο Γκολουχόφσκυ απέρριψε το αίτημα του Σαράφωφ για ένα διευρυμένο σχήμα μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία .
    Το ανθελληνικό κίνημα δεν κατόρθωσε να εξαναγκάσει την Ελλάδα να επιβάλει την αναστολή της δράσης των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων στη Μακεδονία.
    Ενίσχυσε, αντίθετα, το αγωνιστικό φρόνημα των Ελλήνων.
    Δεν είναι τυχαίο ότι σε περιοχές όπου ο Μακεδονικός Αγώνας βρισκόταν ακόμα σε στατική φάση (όπως ήταν η νευραλγική περιοχή των Σερρών), από το φθινόπωρο του 1906 εισήλθε σε μια δυναμική φάση. Η εκδίωξη του ζωτικού και δραστήριου ελληνικού στοιχείου (πάνω από 10.000 άτομα) είχε επιπτώσεις και στην οικονομία του βουλγαρικού κράτους.
    Με το ανθελληνικό κίνημα του 1906 έπληγησαν κυρίως τα αστικά κέντρα του ελληνισμού (Βάρνα, Πύργος, Φιλιππούπολη, Αγχίαλος, Στενήμαχος).
    Η εφαρμογή, τον Σεπτέμβριο του 1906, του σχολικού νόμου του 1891, η εκδίωξη των Ελλήνων μητροπολιτών και ο εξαναγκασμός των Ελλήνων να προσχωρήσουν στην Εξαρχία ήταν η ολοκλήρωση της πολιτισμικής αφαίμαξης του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας.
    Καθίσταται έτσι σαφές γιατί αγωνίσθηκαν με σθένος όσοι Ανατολικορωμυλιώτες συστρατεύθηκαν στον Μακεδονικό Αγώνα.
    Στην πραγματοποίηση της ευχής που είχε εκφράσει το 1897 το παράρτημα της Εθνικής Εταιρείας Αγχιάλου, να στηθεί δηλαδή η ελληνική σημαία στη Θεσσαλονίκη, έμελλε να συμβάλει ένας Στενημαχίτης, ο γιατρός Φίλιππος Νίκογλου, ο οποίος, ως Βούλγαρος υπήκοος, υπηρετούσε στον βουλγαρικό στρατό.
    Αυτός έδωσε βάσιμες πληροφορίες στον Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη το απόγευμα της 18ης Οκτωβρίου του 1912 στην Άνω Τζουμαγιά για τα σχέδια της βουλγαρικής έβδομης μεραρχίας Ρίλας να κατέλθει στη Θεσσαλονίκη .
    Ο Νικολαΐδης έσπευσε αμέσως στη Σόφια προς ενημέρωση του Ελληνα πρέσβη, Δημήτριου Πανά, ο οποίος με τη σειρά του διαβίβασε την πληροφορία στο υπουργείο Εξωτερικών.
    Οι κοινότητες της Ανατολικής Ρωμυλίας δεν συγκροτήθηκαν στην πλειοψηφία τους από μετανάστευση Μακεδόνων.
    Μεταναστευτικό ρεύμα προς την Ανατολική Ρωμυλία σημειώθηκε κυρίως από την Η πείρο και τα Επτάνησα.
    Ωστόσο, λόγω του κοινού βουλγαρικού κινδύνου ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας είδε τη Μακεδονία ως μια αλύτρωτη πατρίδα και συνεισέφερε καίρια τόσο με την επισήμανση του απατηλού βουλγαρικού συνθήματος περί αυτονομίας της Μακεδονίας όσο και με την έμπρακτη συμμετοχή του στον Μακεδονικό Αγώνα.
  8. Επαναπατρισμένος Έλληνας on 
    Είμαι παιδί πολιτικών προσφύγων που γεννήθηκα στη Σόφια της Βουλγαρίας και επαναπατρίστηκα στην Ελλάδα το 1982. Στη Σόφια παρακολούθησα το ελληνικό σχολείο της ΔΟΜΕ και θα ήθελα να ευχαριστήσω τους καθηγητές μου, τον κύριο Κανακάκη και την κυρία Μπόντσεβα, που μου έδωσαν τις βασικές γνώσεις της ελληνικής γλώσσας και ιστορίας, τους θυμάμαι πάντα με αγάπη, όπως και όλους τους συμμαθητές μου, τα Ελληνόπουλα με την φλογερή αγάπη για την πατρίδα.
  9. Nikos Λιανός on 
    Υπάρχουν βιβλιγραφικά στοιχεία για την περιοχή της Εμόνα (;) πάνω από την Μεσημβρία;
    Ευχαριστώ,
    Ν. Λιανός
  10. […] την ήττα της και τις Συνθήκες που υπέγραψε η βουργαρία, η Ελληνική σημαία κυματίζει και πάλι στην πόλη της […]
  11. […] Μετά την ήττα και τις Συνθήκες που υπέγραψε  η βουργαρία, η Ελληνική σημαία κυματίζει και πάλι στην πόλη της […]
  12. […] Ἑλληνισμοῦ «Μακεδονικὸς Ἀγών» τοῦ Π. Τσάμη, Ε.Μ.Σ. Οἱ Ἕλληνες στὴ Βουλγαρία Ἀνατολικὴ Ρωμυλία: Ἡ γενοκτονία τοῦ Θρακικοῦ […]
  13. […] Ἑλληνισμοῦ «Μακεδονικὸς Ἀγών» τοῦ Π. Τσάμη, Ε.Μ.Σ. Οἱ Ἕλληνες στὴ Βουλγαρία Ἀνατολικὴ Ρωμυλία: Ἡ γενοκτονία τοῦ Θρακικοῦ […]
Share on Google Plus

About kalimerisnikos

Author Details