Απο το kithara.gr
ΙΣΤΟΡΙΑ
Οι αρχαίοι Έλληνες όπως γνωρίζουμε είχαν για όλα μια ιστορία για να ανάξουν την καταγωγή κάποιου ή ενός αντικειμένου. Έτσι λοιπόν, υπάρχει κι ένας μύθος για την γκάιντα, ελληνιστί μαρσύαυλο ή άσκ**λο ή τσαμπούνα. Μια φορά κι έναν καιρό η θεά Αθηνά έπιασε να μαθαίνει δίαυλο κι άρχισε να παίζει δίπλα από ένα ποτάμι. Επειδή όμως είδε τη μορφή της παραμορφωμένη στο ποτάμι ενώ έπαιζε τον δίαυλο, τα πήρε κράνα και πέταξε τον δίαυλο στο ποτάμι. Το ρεύμα πήρε τον δίαυλο και τον έφερε στα χέρια του σάτυρου (ξέρετε αυτούς που είναι μισοί τραγιά μισοί ανθρώποι και έχουν τρανή...ιδέα για τον εαυτό τους;; ονόματι Μαρσύας.
Ο Μαρσύας το έπιασε στα χέρια του το περιεργάστηκε και αμέσως άρχισε να μαθαίνει. Έμαθε δε τόσο καλά που λέγεται ότι συναγωνίζονταν και το παίξιμο του Ορφέα!
Κάποτε όμως πήραν τα μυαλά του αέρα και άρχισε να λέει ότι είναι καλύτερος από τον Θεό Απόλλωνα. Τ' ακούει ο Απόλλων (θεός της μουσικής γαρ), παίρνει ανάποδες και του λέει: Σε βάζω διαγωνισμό με τις Μούσες κριτές (είχε τις αδεφές του ο τυπάς μέσον )! Εάν χάσεις, θα σε γδάρω ζωντανό. Εάν κερδίσεις θα σε κάμω αθάνατο.
Ξεκινάει λοιπόν ο διαγωνισμός ο Απόλλωνας έπαιζε τη λύρα του και ο Μαρσύας τον δίαυλο του. Όμως στον πρώτο γύρο ήρθε ισοπαλλία! Οπότε σκέφτεται και λέει ο Απόλλων...στον επόμενο γύρω θέλω να τραγουδήσεις κι όλας! Αμ έλα όμως που δεν γίνεται να παίζεις πνευστό και να τραγουδάς ταυτόχρονα!!!! Έτσι λοιπόν έχασε ο Μαρσύας.
Ο Απόλλων όπως είπε, τον έγδαρε και πέταξε τα κομμάτια του στον τωρινό Άρδα, Τούντζες και σε ακόμα έναν που πάντα ξεχνάω το όνομα του που είναι παραπόταμοι του Έβρου ποταμού. Λέγεται ότι οι Θρακιώτες συνέλλεξαν τον δίαυλο και το τραγόδερμα του Μαρσύα και φτιάξαν την γκάιντα.
ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
Η λέξη γκάιντα είναι σλάβικη (οι τύποι είναι τεράστιοι μάστορες) και σημαίνει ασκί με αέρα. Η ελληνικότερη είναι άσκ**λος (ασκός+αυλός) ή μαρσύαυλος (αυλός του Μαρσύα) ή τσαμπούνα.
Πολλοί από σας μπορεί να πείτε τί λέει αυτός η τσαμπούνα είναι νησιώτικη. Όχι απλά όπως συμβαίνει με όλα τα κλειστά συστήματα, οι νησιώτες δέχθηκαν από τους γείτονες που παίζουν παρόμοια όργανα τη μικρότερη επιρροή με αποτέλεσμα να διατηρήσουν την ονομασία τσαμπούνα.
Η λέξη τσαμπούνα προέρχεται από μια σειρα δανείων και αντιδανείο με την Ιταλία. Ξεκινάει από τη λέξη συμφωνία (ταίριασμα δύο ήχων και στην προκειμένη του ισοκράτη με την γκαιντανίτσα) την πήραν οι Ιταλοί την κάναν symphonia την πήραμε πίσω την κάνα με τσιμφώνια, την πήρανε πίσω την κάνανε τσιμπόνια ε και την ξαναπήραμε πίσω και την κάμαμε τσαμπούνα.
Δεν θα ήτανε υπερβολή να πούμε ότι σχεδόν σε όλη την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα η τσαμπούνα κατείχε εξέχουσα θέση κάποτε. Βλάχοι, Ηπειρώτες (βλ. αλβανοί που είναι πιο έξυπνοι και διατήρησαν την γκάιντα), Μακεδόνες, Θρακιώτες, Πόντιοι, Νησιώτες όλοι είχαν γκάιντα. Και μην μου πει κανείς ότι το βιολί και το κλαρίνο προϋπήρχαν της γκάιντας;;; Δέχομαι την συμβολή των Ρομά που έμαθαν στην Ελλάδα τον ζουρνά και μετέπειτα το κλαρίνο!
ΜΕΡΗ - ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ - ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Η γκάιντα αποτελείται από τα εξής κομμάτια:
1) Από τον ασκό που είναι δέρμα από θυλικό τράγο, ο αρσενικός μυρίζει πολύ, επεξεργασμένο και γυρισμένο με την τρίχα από μέσα. Βέβαια μπορεί να συναντήσετε και με την τρίχα έξω δέρματα αλλά πιο σπάνια.
2) Από τα ξύλινα κεφαλάρια που αποτελούν την εισδοχή του ισοκράτη και της γκαϊντανίτσας
3) Από τον ισοκράτη
4) Από την γκαϊντανίτσα, στα Πιέρια την λένε και φλογέρα και ζουρνά και έχω ακούσει κι έναν παππού να την λέει τραγουδίστρια κρατήστε το πρώτο όνομα εσείς.
Το δέρμα δέχεται την πρώτη επεξεργασία...Αποτελείται από τα δύο πρώτα πόδια και το κεφάλι του ζώου. Γδέρνεται, κόβεται το κεφάλι και τα πόδια ως ένα σημείο, κοντοκουρεύεται και το γυρνάμε ανάποδα (τρίχα από μέσα). Ακολουθεί επεξεργασία με χοντρό αλάτι και στήψη (για να κλείσουν οι πόροι και να μαζευτούν τα υγρά) μένει καμιά βδομάδα έτσι, και στη συνέχεια τρίβουμε το δέρμα με γιαλόχαρτο για μέταλλο. Μετά πάλι αλάτι και στίψη και είναι έτοιμο το δέρμα. Δένεται από κάτω και είνα έτοιμο.
Για την καλύτερη συντήρηση του δέρματος όταν είναι έτοιμη η γκάιντα το φιλάμε σε άχρωμες πλαστικές σακούλες.
Η γκαιντανίτσα έχει 8 τρύπες (μία πίσω 7 μπροστά) και βγαίνει στις εξής τονικότητες: Α, Bb (Έβρος), D E (Βόρειος Έβρος-Ρωμυλία), C, Bb (Πιέρια, η οποία παρουσιάζει και ιδιαιτερότητα στην κατασκευή ως προς το ότι είναι σπαστή), F, E (Δράμα) κλπ...
Την τονικότητα στη γκαιντανίτσα τη δίνει το καλαμάκι που έχει μέσα (αλλιώς πισκιούλι) το οποίο είναι από καλάμι (πιο παραδοσιακό) ή από άλλα υλικά (πλέον χρησιμοποιούν πολύ τον πανίτη και πλαστικά και/ή συνδιασμένα με καλαμάκι από κλαρίνο)
Μία ποικιλία ξύλων έχουν δοκιμαστεί για την κατασκευή της γκάιντας. Οι παλιοί χρησιμοποιούσαν πολύ την κρανιά (Έβρος) και το πιξάρι (Πιέρια)...Παρότι κάποια πρότυπα ακόμα διατηρούνται δεν μπορούμε να περιφρονήσουμε την ελιά, την αμυγδαλιά, τον έβενο, τον παλίσανδρο, την κερασιά, το μέλιο κλπ. Κωνοφόρα δέντρα αποκλείονται λόγω ύπαρξης πολλών πόρων. Πάρτε και μερικές φώτο από όλες μου της γκαιντανίτσες:
Από αριστερά προς τα δεξιά είναι: Ρε έβενος, Λα αμυγδαλιά με καπάκι από ελιά, Λα-Βb έβενος (την κουρδίζω σε Bb πλέον), Μι Αμυγδαλιά, Ακόμα δεν την κούρδισα την επόμενη αλλά είναι περίπου Ντο κρανιά νομίζω (Πιερίων) ή επόμενη είναι πιξαρίσια Πιερίων ακόμα ακούρδιστη, και η επόμενη μια Ρε από Βουλγαρία που δεν έχω ιδέα από τη ξύλο είναι.
ΚΛΙΜΑΚΕΣ
Η γκάιντα έχει έκταση μία οκτάβα περίπου, και μπορούμε να παίξουμε σε αυτή τις εξής κλίμακες: Μινόρε, Ματζόρε, Χιτζάζ, Ουσάκ (πιο σπάνια χρήση), και Πεντατονική. Μόνο μία τονικότητα όμως ανά γκαϊντανίτσα. Δεν μπορείς δηλαδή να έχεις με μία γκαιντανίτσα ρε και Λα ματζόρε και Ρε ματζόρε, ένα από τα δύο. Για πιο προχωρημένους παίκτες μπορείς να παίζεις την γκαϊντα από χαμηλά οπότε βγαίνει άλλη μια ματζόρε-μινόρε-χιτζάζ κλίμακα, απαιτεί όμως δεξιοτεχνία στο κλείσιμο των οπών προκειμένου να βγουν κάποια διαστήματα. Δηλαδή, μια ρε γκαϊντανίτσα, από χαμηλά περιέχει και μια λα κλίμακα. Για να γίνει πιο κατανοητό σας ποστάρω μια παρτιτούρα που έφτιαξα και μία φώτο που επεξηγεί τα μέρη της γκαιντανίτσας.
ΤΡΟΠΟΣ ΠΑΙΞΙΜΑΤΟΣ
Η γκάιντα έχει την ιδιαιτερότητα ότι δεν μπορεί να παιχτεί ως όργανο με συγκερασμένα (καλά το λέω;) διαστήματα...Ουδέποτε καταφέραμε να κουρδίσουμε ακριβώς και όλες τις τρύπες σωστά μια γκαιντανίτσα. Πάντα, λόγω διαφορών από παίκτη σε παίκτη, θα χάνουμε κάποια μόρια στο παίξιμο. Είναι δυνατόν δηλαδή εγώ με την δικιά μου τη γκάιντα να παίζω κανονικά ενώ άλλος γκαιντατζής να φαλτσάρει γιατί έχει συνηθήσει να δίνει άλλες πιέσεις στο όργανο.
Γενικά η πίεση μέσα στον ασκό πρέπει να διατηρείται σταθερή κι αυτό επιτυγχάνεται είτε με την είσοδο αέρα από το φυσάρι, είτε με την πίεση με το μπράτσο.
Ο τρόπος με τον οποίον παίζεται διαφέρει και από της φλογέρα και από του κλαρίνου είναι ιδιαίτερη (γκαϊντίσια που λέμε) τεχνικη που μαθαίνεται με τον καιρό και δεν μπορώ να σας την εξηγήσω ακριβως δια του λόγου. Από περιοχή σε περιοχή όμως συναντάμε διαφορές. Στα Πιέρια παίζουν διαφορετικά και πιο όμοια με τη φλογέρα.
Οι τρίλιες παίζουν πολύ και γίνονται με την μικρή τριπούλα πάνω αλλα και με τα άλλα δάκτυλα, αναλόγως το κομμάτι. Επίσης υπάρχει ένα χαρακτηριστικό "μπικ-μπικ" (δεν μπορώ να το πω αλλιώς) με την πίσω τρύπα.
Να σημειώσουμε επίσης ότι ο ήχος επηρεάζεται άμεσα εκτός από την πίεση και από την υγρασία του περιβάλλοντος, γι αυτό και πρόκειται για ένα δύσκολο όργανο όσον αφορά το κούρδισμα. Με λίγα λόγια χρειάζεται συνέχεια κούρδισμα. Το κούρδισμα επιτυγχάνεται με το πείραγμα του καλαμακιού και με άνοιγμα ή κλείσιμο των οπών με φυσικό κερί. Ένας καλός παίκτης πρέπει όχι μόνο να παίζει "γκαϊντίσια" αλλά και να ξέρει να την κουρδίζει σωστά.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Οι αρχαίοι Έλληνες όπως γνωρίζουμε είχαν για όλα μια ιστορία για να ανάξουν την καταγωγή κάποιου ή ενός αντικειμένου. Έτσι λοιπόν, υπάρχει κι ένας μύθος για την γκάιντα, ελληνιστί μαρσύαυλο ή άσκ**λο ή τσαμπούνα. Μια φορά κι έναν καιρό η θεά Αθηνά έπιασε να μαθαίνει δίαυλο κι άρχισε να παίζει δίπλα από ένα ποτάμι. Επειδή όμως είδε τη μορφή της παραμορφωμένη στο ποτάμι ενώ έπαιζε τον δίαυλο, τα πήρε κράνα και πέταξε τον δίαυλο στο ποτάμι. Το ρεύμα πήρε τον δίαυλο και τον έφερε στα χέρια του σάτυρου (ξέρετε αυτούς που είναι μισοί τραγιά μισοί ανθρώποι και έχουν τρανή...ιδέα για τον εαυτό τους;; ονόματι Μαρσύας.
Ο Μαρσύας το έπιασε στα χέρια του το περιεργάστηκε και αμέσως άρχισε να μαθαίνει. Έμαθε δε τόσο καλά που λέγεται ότι συναγωνίζονταν και το παίξιμο του Ορφέα!
Κάποτε όμως πήραν τα μυαλά του αέρα και άρχισε να λέει ότι είναι καλύτερος από τον Θεό Απόλλωνα. Τ' ακούει ο Απόλλων (θεός της μουσικής γαρ), παίρνει ανάποδες και του λέει: Σε βάζω διαγωνισμό με τις Μούσες κριτές (είχε τις αδεφές του ο τυπάς μέσον )! Εάν χάσεις, θα σε γδάρω ζωντανό. Εάν κερδίσεις θα σε κάμω αθάνατο.
Ξεκινάει λοιπόν ο διαγωνισμός ο Απόλλωνας έπαιζε τη λύρα του και ο Μαρσύας τον δίαυλο του. Όμως στον πρώτο γύρο ήρθε ισοπαλλία! Οπότε σκέφτεται και λέει ο Απόλλων...στον επόμενο γύρω θέλω να τραγουδήσεις κι όλας! Αμ έλα όμως που δεν γίνεται να παίζεις πνευστό και να τραγουδάς ταυτόχρονα!!!! Έτσι λοιπόν έχασε ο Μαρσύας.
Ο Απόλλων όπως είπε, τον έγδαρε και πέταξε τα κομμάτια του στον τωρινό Άρδα, Τούντζες και σε ακόμα έναν που πάντα ξεχνάω το όνομα του που είναι παραπόταμοι του Έβρου ποταμού. Λέγεται ότι οι Θρακιώτες συνέλλεξαν τον δίαυλο και το τραγόδερμα του Μαρσύα και φτιάξαν την γκάιντα.
ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
Η λέξη γκάιντα είναι σλάβικη (οι τύποι είναι τεράστιοι μάστορες) και σημαίνει ασκί με αέρα. Η ελληνικότερη είναι άσκ**λος (ασκός+αυλός) ή μαρσύαυλος (αυλός του Μαρσύα) ή τσαμπούνα.
Πολλοί από σας μπορεί να πείτε τί λέει αυτός η τσαμπούνα είναι νησιώτικη. Όχι απλά όπως συμβαίνει με όλα τα κλειστά συστήματα, οι νησιώτες δέχθηκαν από τους γείτονες που παίζουν παρόμοια όργανα τη μικρότερη επιρροή με αποτέλεσμα να διατηρήσουν την ονομασία τσαμπούνα.
Η λέξη τσαμπούνα προέρχεται από μια σειρα δανείων και αντιδανείο με την Ιταλία. Ξεκινάει από τη λέξη συμφωνία (ταίριασμα δύο ήχων και στην προκειμένη του ισοκράτη με την γκαιντανίτσα) την πήραν οι Ιταλοί την κάναν symphonia την πήραμε πίσω την κάνα με τσιμφώνια, την πήρανε πίσω την κάνανε τσιμπόνια ε και την ξαναπήραμε πίσω και την κάμαμε τσαμπούνα.
Δεν θα ήτανε υπερβολή να πούμε ότι σχεδόν σε όλη την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα η τσαμπούνα κατείχε εξέχουσα θέση κάποτε. Βλάχοι, Ηπειρώτες (βλ. αλβανοί που είναι πιο έξυπνοι και διατήρησαν την γκάιντα), Μακεδόνες, Θρακιώτες, Πόντιοι, Νησιώτες όλοι είχαν γκάιντα. Και μην μου πει κανείς ότι το βιολί και το κλαρίνο προϋπήρχαν της γκάιντας;;; Δέχομαι την συμβολή των Ρομά που έμαθαν στην Ελλάδα τον ζουρνά και μετέπειτα το κλαρίνο!
ΜΕΡΗ - ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ - ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Η γκάιντα αποτελείται από τα εξής κομμάτια:
1) Από τον ασκό που είναι δέρμα από θυλικό τράγο, ο αρσενικός μυρίζει πολύ, επεξεργασμένο και γυρισμένο με την τρίχα από μέσα. Βέβαια μπορεί να συναντήσετε και με την τρίχα έξω δέρματα αλλά πιο σπάνια.
2) Από τα ξύλινα κεφαλάρια που αποτελούν την εισδοχή του ισοκράτη και της γκαϊντανίτσας
3) Από τον ισοκράτη
4) Από την γκαϊντανίτσα, στα Πιέρια την λένε και φλογέρα και ζουρνά και έχω ακούσει κι έναν παππού να την λέει τραγουδίστρια κρατήστε το πρώτο όνομα εσείς.
Το δέρμα δέχεται την πρώτη επεξεργασία...Αποτελείται από τα δύο πρώτα πόδια και το κεφάλι του ζώου. Γδέρνεται, κόβεται το κεφάλι και τα πόδια ως ένα σημείο, κοντοκουρεύεται και το γυρνάμε ανάποδα (τρίχα από μέσα). Ακολουθεί επεξεργασία με χοντρό αλάτι και στήψη (για να κλείσουν οι πόροι και να μαζευτούν τα υγρά) μένει καμιά βδομάδα έτσι, και στη συνέχεια τρίβουμε το δέρμα με γιαλόχαρτο για μέταλλο. Μετά πάλι αλάτι και στίψη και είναι έτοιμο το δέρμα. Δένεται από κάτω και είνα έτοιμο.
Για την καλύτερη συντήρηση του δέρματος όταν είναι έτοιμη η γκάιντα το φιλάμε σε άχρωμες πλαστικές σακούλες.
Η γκαιντανίτσα έχει 8 τρύπες (μία πίσω 7 μπροστά) και βγαίνει στις εξής τονικότητες: Α, Bb (Έβρος), D E (Βόρειος Έβρος-Ρωμυλία), C, Bb (Πιέρια, η οποία παρουσιάζει και ιδιαιτερότητα στην κατασκευή ως προς το ότι είναι σπαστή), F, E (Δράμα) κλπ...
Την τονικότητα στη γκαιντανίτσα τη δίνει το καλαμάκι που έχει μέσα (αλλιώς πισκιούλι) το οποίο είναι από καλάμι (πιο παραδοσιακό) ή από άλλα υλικά (πλέον χρησιμοποιούν πολύ τον πανίτη και πλαστικά και/ή συνδιασμένα με καλαμάκι από κλαρίνο)
Μία ποικιλία ξύλων έχουν δοκιμαστεί για την κατασκευή της γκάιντας. Οι παλιοί χρησιμοποιούσαν πολύ την κρανιά (Έβρος) και το πιξάρι (Πιέρια)...Παρότι κάποια πρότυπα ακόμα διατηρούνται δεν μπορούμε να περιφρονήσουμε την ελιά, την αμυγδαλιά, τον έβενο, τον παλίσανδρο, την κερασιά, το μέλιο κλπ. Κωνοφόρα δέντρα αποκλείονται λόγω ύπαρξης πολλών πόρων. Πάρτε και μερικές φώτο από όλες μου της γκαιντανίτσες:
Από αριστερά προς τα δεξιά είναι: Ρε έβενος, Λα αμυγδαλιά με καπάκι από ελιά, Λα-Βb έβενος (την κουρδίζω σε Bb πλέον), Μι Αμυγδαλιά, Ακόμα δεν την κούρδισα την επόμενη αλλά είναι περίπου Ντο κρανιά νομίζω (Πιερίων) ή επόμενη είναι πιξαρίσια Πιερίων ακόμα ακούρδιστη, και η επόμενη μια Ρε από Βουλγαρία που δεν έχω ιδέα από τη ξύλο είναι.
ΚΛΙΜΑΚΕΣ
Η γκάιντα έχει έκταση μία οκτάβα περίπου, και μπορούμε να παίξουμε σε αυτή τις εξής κλίμακες: Μινόρε, Ματζόρε, Χιτζάζ, Ουσάκ (πιο σπάνια χρήση), και Πεντατονική. Μόνο μία τονικότητα όμως ανά γκαϊντανίτσα. Δεν μπορείς δηλαδή να έχεις με μία γκαιντανίτσα ρε και Λα ματζόρε και Ρε ματζόρε, ένα από τα δύο. Για πιο προχωρημένους παίκτες μπορείς να παίζεις την γκαϊντα από χαμηλά οπότε βγαίνει άλλη μια ματζόρε-μινόρε-χιτζάζ κλίμακα, απαιτεί όμως δεξιοτεχνία στο κλείσιμο των οπών προκειμένου να βγουν κάποια διαστήματα. Δηλαδή, μια ρε γκαϊντανίτσα, από χαμηλά περιέχει και μια λα κλίμακα. Για να γίνει πιο κατανοητό σας ποστάρω μια παρτιτούρα που έφτιαξα και μία φώτο που επεξηγεί τα μέρη της γκαιντανίτσας.
ΤΡΟΠΟΣ ΠΑΙΞΙΜΑΤΟΣ
Η γκάιντα έχει την ιδιαιτερότητα ότι δεν μπορεί να παιχτεί ως όργανο με συγκερασμένα (καλά το λέω;) διαστήματα...Ουδέποτε καταφέραμε να κουρδίσουμε ακριβώς και όλες τις τρύπες σωστά μια γκαιντανίτσα. Πάντα, λόγω διαφορών από παίκτη σε παίκτη, θα χάνουμε κάποια μόρια στο παίξιμο. Είναι δυνατόν δηλαδή εγώ με την δικιά μου τη γκάιντα να παίζω κανονικά ενώ άλλος γκαιντατζής να φαλτσάρει γιατί έχει συνηθήσει να δίνει άλλες πιέσεις στο όργανο.
Γενικά η πίεση μέσα στον ασκό πρέπει να διατηρείται σταθερή κι αυτό επιτυγχάνεται είτε με την είσοδο αέρα από το φυσάρι, είτε με την πίεση με το μπράτσο.
Ο τρόπος με τον οποίον παίζεται διαφέρει και από της φλογέρα και από του κλαρίνου είναι ιδιαίτερη (γκαϊντίσια που λέμε) τεχνικη που μαθαίνεται με τον καιρό και δεν μπορώ να σας την εξηγήσω ακριβως δια του λόγου. Από περιοχή σε περιοχή όμως συναντάμε διαφορές. Στα Πιέρια παίζουν διαφορετικά και πιο όμοια με τη φλογέρα.
Οι τρίλιες παίζουν πολύ και γίνονται με την μικρή τριπούλα πάνω αλλα και με τα άλλα δάκτυλα, αναλόγως το κομμάτι. Επίσης υπάρχει ένα χαρακτηριστικό "μπικ-μπικ" (δεν μπορώ να το πω αλλιώς) με την πίσω τρύπα.
Να σημειώσουμε επίσης ότι ο ήχος επηρεάζεται άμεσα εκτός από την πίεση και από την υγρασία του περιβάλλοντος, γι αυτό και πρόκειται για ένα δύσκολο όργανο όσον αφορά το κούρδισμα. Με λίγα λόγια χρειάζεται συνέχεια κούρδισμα. Το κούρδισμα επιτυγχάνεται με το πείραγμα του καλαμακιού και με άνοιγμα ή κλείσιμο των οπών με φυσικό κερί. Ένας καλός παίκτης πρέπει όχι μόνο να παίζει "γκαϊντίσια" αλλά και να ξέρει να την κουρδίζει σωστά.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου