ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΛΤΣΟΝΟΥΔΗ


Το Νέο Μοναστήρι Δομοκού είναι σήμερα η πρωτεύουσα του Δήμου Θεσσαλιώτιδας. Η ζωή και η παράδοση που μεταφέρθηκαν εκεί 70 χρόνια πριν από εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά κάτω από τις δύσκολες συνθήκες εκείνων των χρόνων, ρίζωσαν εκεί και τράνωσαν.
Το σημερινό Νέο Μοναστήρι χτίστηκε μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα αφού ισοπεδώθηκε από το σεισμό του 1954.
Δεν είναι πια τόσο έντονες οι μνήμες της γενιάς των μεταναστών από το Μεγάλο Μοναστήρι της Βόρειας Θράκης τους άντρες με τα πουτούρια και τις γυναίκες με τις τσούκνες (αντρική και γυναικεία τοπική φορεσιά, αντίστοιχα). Είναι όμως ζωντανό το γλωσσικό μοναστηριώτικο ιδίωμα. Τα έθιμα αναβιώνουν, τα τραγούδια και τα τοπικά όργανα δεν σταμάτησαν ποτέ να ακούγονται και οι χοροί χορεύονται με κάθε ευκαιρία. Οι Μοναστηριώτες δεν πτοήθηκαν ούτε από την προσφυγιά ούτε από την δουλειά που χρειάστηκε για να ξανασταθούν στα πόδια τους. Δεν λογάριαζαν την κούραση, πάντα έβρισκαν χρόνο για πανηγύρια, για τις καμήλες, τους ντιβιτζήδες, το κουρμπάνι, τη ρουμπάνα. Ηταν ένας τρόπος να θυμηθούν τα παλιά, να μην νιώθουν την ξενιτιά, να παρηγορούνται ότι κάποια πράγματα έμειναν όπως πριν.
Τα πανηγύρια στο Μεγάλο Μοναστήρι είχαν σαν επίκεντρο κάποια
θρησκευτική γιορτή και άμεση σχέση με την εποχή του έτους, που και αυτό πάλι είχε σχέση με την απασχόλησή τους, την γεωργία και την κτηνοτροφία. Τα πιο σπουδαία ήταν, οι καμήλες την Πρωτοχρονιά, το πανηγύρι του Αη-Τρύφωνα, η ρουμπάνα το Σάββατο του Λαζάρου, το πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου που ήταν και ο πολιούχος του χωριού, το αντάμωμα ή κουρμπάνι (θυσία) της Αγίας Τριάδας, που παλιότερα γίνονταν στον Αη-Θανάση τη Δευτέρα του Πάσχα. Στόμα με στόμα έφτασε μέχρι τις μέρες μας η ανάμνηση ενός ελαφιού που μια χρονιά, μετά από 7 χρόνια που το χαλάζι κατέστρεφε τη σοδειά, παρουσιάστηκε μετά τη λειτουργία σταλμένο από τον Αγιο Αθανάσιο. Οι Μοναστηριώτες το έπιασαν και το πρόσφεραν θυσία στο Θεό.
Από τότε άρχισε να γίνεται το πανηγύρι και το κουρμπάνι. Στη θέση του ελαφιού έβαζαν ένα μεγάλο δαμάλι ή ταύρο αγορασμένο από το εκκλησιαστικό συμβούλιο. Στην ουσία η προσφορά προερχόταν από όλους τους χωριανούς, αφού το εκκλησιαστικό συμβούλιο συγκέντρωνε χρήματα από τα σιτάρια που μάζευαν από όλο το χωριό μετά από τα αλώνια. Το ζώο το έσφαζαν μετά από ορισμένη τελετή, το έβραζαν σε 12 καζάνια-παραπέμπει τους 12 μαθητές του Ιησού - και το σερβίριζαν με μπληγούρι. Μετά το τέλος της λειτουργίας οι ιερείς ευλογούσαν το κρέας και τα φαγητά που- είχε κάθε οικογένεια, και όλοι οι χωρικοί κατά σόγια χωρίς διακρίσεις κάθονταν σε κοινό τραπέζι (αντάμωμα).
Μετά το φαγητό ακολουθούσε χορός. Με τραγούδια αφιερωμένα στη ημέρα και στο πανηγύρι κατέβαιναν στο χωριό, όπου στην πλατεία συνεχίζονταν το γλέντι. Μια συνήθεια των Μοναστηριωτών είναι να αλλάζουν τόπο διασκέδασης ή να μετακινούνται από τον τόπο του φαγητού στον τόπο του χορού, χορεύοντας το μπογντάνου.
Ο Μπογντάνους είναι χορός που πάει όλο μπροστά και έχει 12 βήματα.
Οι χορευτές έχουν το σώμα ελαφρά στραμμένο προς τα εκεί που θα κατευθυνθεί ο χορός. Κρατιούνται με τα χεριά λυγισμένα στους αγκώνες.
Ξεκινάμε με το δεξί πόδι προς τα εμπρός και δεξιά, χωρίς να μπαίνουμε πολύ μέσα στον κύκλο, αριστερό πόδι επίσης προς τα εμπρός,
σβαρνιστά στο 2, πατάμε με το αριστερό στο 3 με το δεξί προς τα εμπρός δεξιά, δεν πατάμε με το αριστερό στο 4 αλλά με το ίδιο πόδι, το δεξί, κάνουμε πίσω (5). Συνεχίζουμε προς τα πίσω με το αριστερό πόδι, πατάμε στο 6, και το ίδιο μοτίβο συνεχίζεται πάλι με το δεξί πόδι για άλλο
ένα ίδιο 6άρι. Mιλήσαμε για 12 βήματα μόνο και μόνο γιατί ο χορός γεμίζει μουσικά στους 12 χρόνους. Πατάμε στα 1,3,5,6,7,9,11,12, σβαρνιστά στα 2 και 8, δεν πατάμε στα 4 και 1Ο.
Όταν ο μουσικός παίζει έντονα, οι χορευτές τον χορεύουν συγκαθιστό, και όταν τραγουδάει τον χορεύουν στρωτά και ήρεμα. Ο χορός έχει πάρει το όνομά του από το βουνό Μπουγντάνου που υπάρχει κοντά στο Μεγάλο Μοναστήρι.
Εκτός από το ομώνυμο τραγούδι με αναφορά στο βουνό, ο χορός συνοδεύεται και από άλλα τραγούδια, που πολλές φορές είναι επίκαιρα και ειδικά για κάποιο συγκεκριμένο πανηγύρι(στη ρουμπάνα, στου Αγίου Τρύφωνα κ.λ.π.) . Ενα από αυτά, που τραγουδιόταν ανεξάρτητα από την περίσταση, είναι το παρακάτω:
Μωρέ Μάρω Μάρω,/ Ντήμου Ντελή Ντήμου Καραμποναριώτ σα/Ντήμου Ντελή Ντήμου και Καραστριιμιώτ σα/ψεν τα αργά εδιάφ κα / που τα τα τ μπουμπά τις πόρτες./ Είδα τον μπουμπάκο μ v αυλή τριγυρούσεν/ τ Μάρω μοιρογούσεν. Μωρέ Μάρω,/Μάρω μ εννιά τσούκνες,/Μάρω μ ούλες Μπιαλκουμένις/εννιά π κάμ Σα Μάρω όλα σράνια ,/Μάρω μ εννιά ζ νάρια,/Μάρω όλα μουκαντέινα εννιά πιστερκίτσις/όλες τα φεγγάρια./ Ποιός θα τα βαστήξει ποιός θα τα ξεσκίσει. Αδελφή έχω μικρότερη αυτή θα βαστήξει/αυτήθα τα ξεσκίσει.(μετά τον κάθε στίχο επαναλαμβάνεται το : Ντήμου Ντελή Ντήμου).
Ψεν=χθές, μπουμπάς=πατέρας, μπιαλκουμένις=τσούκνες κεντημένες στον ποδόγυρο, σράνια=ρούχα, μουκαντέινα=μάλλινα χρωματιστά ζωνάρια σε σκούρα χρώματα(μαύρο, κόκκινο, μπλε, καφέ), πιστερκίτσις=ποδίτσες.
Ο Μπουγντάνους και η Μιλήσου ήταν καθαρά Μοναστηριώτικοι χοροί. Ο Μπουγντάνους ήταν το σύνθημα και η Μιλήσου ήταν προειδοποίηση για στάση στον καινούργιο χώρο διασκέδασης, γιατί η Μιλήσου έχει ίδιο αριθμό βημάτων εμπρός και πίσω, ενώ στο τέλος του χορού ο κάθε χορευτής βρίσκεται εκεί από όπου ξεκίνησε.
Ο χορός πήρε την ονομασία από το ομώνυμο τραγούδι:
Μωρ Μηλίσου Μηλίσου, μωρ Μηλίσου Μηλίσου πως κοιμάσι μαναχή, πως κοιμάσι μαναxή,/δεν κoιμoύμι μαναχή, δεν κοιμούμι μαναχή,/έχουν σπίτι και αυλή, έχουν σπίτι και αυλή.
Μωρ Μηλίσου Μηλίσου, μωρ Μηλίσου Μηλίσου,/πως κοιμάσι μαναχή,! δεν κοιμούμι μαναχή, δεν κοιμούμι μαναχή, έχου μάνα κι αδερφή, έχου μάνα κι αδερφή.
Μωρ Μηλίσου Μηλίσου, μωρ Μηλίσου Μηλίσου πως κοιμάσι μαναχή, πως κοιμάσι μοναχή,/ δεν κοιμούμι μαναχή, δεν κοιμούμι μαναχή, έχουν άντρα-γαϊτατζή και μπασιάκου φιουρτζή.
Μωρ Μηλίσου Μηλίσου, μωρ Μηλίσου Μηλίσου σ αιγαπούσα που
κρυφά, σ αιγαπούσα που κρυφά,/Μ αιγαπούσις που κρυφά, μ αϊγαπούσις που κρυφά/τώρα έχου τα παιδιά, τώρα έχου τα παιδιά,/ειν τα σπίτια μας 'ειτουνιά, ειν τα σπίτια μας ειτουνιά.
Μηλίσω=γυναικείο όνομα, μπασιάκους=κουνιάδος, φιουρτζής=αυτός που παίζει φλογέρα.
Για τη Μηλίσου, στεκόμαστε με την πλάτη ελαφρώς γυρισμένη προς την φορά του χορού, βλέπουμε δηλαδή προς τον κύκλο. Ξεκινάμε με το δεξί πόδι και κάνουμε 5 βήματα πίσω και δεξιά. Στο 6ο βήμα, με το αριστερό πόδι, μπαίνουμε σβαρνιστά προς τα μέσα και εμπρός, κάνοντας άλλα 5 βήματα. Κλείνουμε το 10αρι με το αριστερό πόδι και φεύγουμε πίσω αριστερά με το αριστερό πόδι, κάνοντας άλλα 5 βήματα. Το 6ο τώρα βήμα γίνεται με το δεξί πόδι προς τα μέσα και εμπρός. Έχοντας κλείσει αυτό το 10άρι με το δεξί πόδι, ξεκινάμε πάλι από την αρχή με δεξί πόδι, προς τα πίσω δεξιά. Τα βήματα 6-10 γίνονται σβαρνιστά προς τα εμπρός. Ο χορός δείχνει να κινείται νοητά σε ένα σχήμα σαν παπιγιόν.
Όταν η μουσική γίνεται γρήγορη, ζωηρεύει και ο χορός. Τα βήματα 1 και 3 γίνονται με ελαφρό σκίρτημα και τα βήματα 6 έως 1 Ο χορεύονται συγκαθιστός.
Το κουρμπάνη αντάμωμα ήταν το τελευταίο πανηγύρι πριν το καλοκαίρι, οπότε ξεκινούσαν οι αγροτικές εργασίες το θέρος, το αλώνισμα, το λίχνισμα, το καθάρισμα του καλαμποκιού κ.α. Το καλοκαίρι πέρναγε με τις "σιντιάνκες", τα νυχτέρια από σπίτι σε σπίτι.
Μαζεύονταν οι γυναίκες σε ένα σπίτι κάθε φορά και βοηθούσαν όλες μαζί στις αγροτικές δουλειές, κυρίως στο καθάρισμα του καλαμποκιού, το ανάγρεμα(καθάρισμα) του μαλλιού, το λανάρισμα και το γνέσιμο. Τα κορίτσια δούλευαν τραγουδώντας και λέγοντας ιστορίες και αστεία. Τα αγόρια μαζεύονταν και αυτά εκεί. 'Έτσι πλέκονταν οι καινούργιες αγάπες, ανάμεσα στα φύλλα από τα καλαμπόκια, κάτω από το φως του καλοκαιρινού δειλινού. .
Πέρα από αυτό η "σιντιάνκα" και η "μιντζιά"(προσφέρονταν και φίλεμα από τον νοικοκύρη) ήταν ένας τρόπος οργάνωσης των θερινών εργασιών με αλληλοβοήθεια. Όλο το χωριό μαζεύονταν από σπίτι σε σπίτι και έκαναν όλοι μαζί τις δουλειές αυτές αμισθί, έτσι ώστε ούτε κάθε οικογένεια να απασχολείται για μεγάλο χρονικό διάστημα να τις τακτοποίησει, ούτε να είναι υποχρεωμένη να πληρώσει, αν δεν είχε αρκετά μέλη ως εργατικά χεριά.
Παρόμοιο σύστημα χρησιμοποιούσαν για την κτηνοτροφία. Επειδή η κύρια απασχόλησή τους ήταν η γεωργία, μάζευαν τα ζώα τους και τα ένωναν σε κοπάδια με δημοπρασία διόριζαν βοσκούς για τα βόδια, τα βουβάλια, τα άλογα και τα γουρούνια. Αυτοί αναλάμβαναν να τα παίρνουν κάθε μέρα από ένα ορισμένο σημείο συγκέντρωσης και να τα οδηγούν για βοσκή στα κοινόχρηστα βοσκοτόπια και στα θερισμένα ιδιόκτητα κτήματα και να τα επιστρέφουν στο προκαθορισμένο μέρος κάθε βράδυ για να τα πάρουν οι ιδιοκτήτες, να τα αρμέξουν και να τα σταβλίσουν. Μ αυτόν τον τρόπο, οι ιδιοκτήτες είχαν το χρόνο να απασχοληθούν στα κτήματά τους το καλοκαίρι που οι δουλειές ήταν πολλές και αποφεύγονταν και οι διαμάχες για τα βοσκοτόπια.
Τα πρόβατα πάλι τα είχαν σε κοινά κοπάδια από του Αγίου Γεωργίου μέχρι του Αγίου Δημητρίου συνεχώς. Οι βοσκοί δεν ήταν υπεύθυνοι μόνο να τα βοσκήσουν αλλά και να τα αρμέξουν και να δώσουν το γάλα στους ιδιοκτήτες. Η ποσότητα του γάλακτος που δίνονταν στον καθένα ήταν ανάλογη με τον αριθμό των προβάτων του καθενός και με το γαλομέτρημα, που βασιζόταν στην απόδοση του κάθε ζώου. Μετά του Αγίου Δημητρίου που οι αγροτικές απαιτήσεις ήταν λιγότερες, τη φροντίδα των προβάτων αναλάμβαναν πάλι οι ιδιοκτήτες τους. Βοσκοί συνήθως αναλάμβαναν αυτοί που δεν είχαν πολλά κτήματα και συμπλήρωναν με αυτό τον τρόπο το εισόδημά τους. Κατά συνέπεια, το να είναι κανείς βοσκός θεωρείτο υποτιμητικό. Οι βοσκοί εξασκούνταν στη φλογέρα και τη γκάϊντα, όχι μόνο για να περάσουν την ώρα τους αλλά για να τελειοποιήσουν το παίξιμό τους. Οι μουσικοί και εδώ δεν είναι επαγγελματίες αλλά όπως συνήθως αγρότες και κτηνοτρόφοι με κάποιες διαφορετικές ευαισθησίες. Άλλοι, που δεν είχαν μουσικές ανησυχίες, έβρισκαν την ευκαιρία να ψάξουν για τα κατάλληλα ξύλα (ελαστικά μα και στέρεα) για να φτιάξουν τις "καμήλες", ή τις κατάλληλες ρίζες από πουρνάρια για να σκαλίσουν τα τοπούζια (ρόπαλα των ντιβιτζίδων). Πίσω στα χωριά οι γεωργοί συνέχιζαν τις καλοκαιρινές δουλειές με συλλογικότητα και ένταση, προκειμένου να προλάβουν να τις τελειώσουν πριν τα πρωτοβρόχια. Έψαχναν λοιπόν τους κατάλληλους Τρόπους να συντονίσουν τη δουλειά για να πετύχουν ταχύτητα και συστηματικότητα.
Ετσι οι Μοναστηριώτες και γενικότερα οι Βορειοθρακιώτες, εφάρμοζαν ένα πρωτότυπο σύστημα για τη μεταφορά των δεμάτων με τα θερισμένα δημητριακά από τα χωράφια στα δημοτικά αλώνια. Με την τοποθέτηση του πίρου στην κατάλληλη θέση του άξονα(αφαλός) που συνέδεε τα δύο μέρη του κάρου, μάκραιναν την απόσταση των μπροστινών τροχών από τους πίσω, προσάρμοζαν ενδιάμεσα τις δεματόσκαλες(πήραν το όνομά τους από τα δεμάτια) αφού αφαιρούσαν τις κανονικές παραπέτες (προστατευτικά πλαϊνά μέρη του κάρου). Αυξάνονταν έτσι η μεταφορική ικανότητα κάθε κάρου κάνοντας δυνατή τη μεταφορά 70 περίπου δεμάτων τη φορά, ενώ στην κανονική του μορφή το κάρο θα χώραγε μόνο 30. Για να είναι δυνατή η μεταφορά των δεμάτων, αυτά έπρεπε να είναι ομοιόμορφα σε βάρος, μέγεθος και σχήμα. Το δέσιμο γινόταν από
βρεγμένη καλαμιά από το ίδιο το δημητριακό(διματικός) και χρειαζόταν ειδική τεχνική στο δέσιμο για να γίνει ένα καλό χειρόβολο και ένα δεμάτι ομοιόμορφο με τα άλλα. Τα δεμάτια μεταφέρονταν και στοιβάζονταν σε ντιγκουρτζίνια (μικροί σωρoί, που σιγά σιγά μορφοποιούνταν σε θημωνιές χτισμένες με τέχνη σαν σπίτια με σκεπή. Θα έμειναν έτσι ίσως 1 ή 2 μήνες μέχρι να αλωνίσουν τον καρπό. Έπρεπε λοιπόν να προφυλαχτούν από το σάπισμα που πιθανόν να προκαλούσαν οι ξαφνικές καλοκαιρινές μπόρες. Και όταν όλα κόντευαν να σωριαστούν, έμοιαζε σαν να είχε φυτρώσει ξαφνικά ένας νέος οικισμός δίπλα στο χωριό.
Τα ιστορικά στοιχεία αντλήθηκαν από το βιβλίο του Μόσχου Χρ.Τερζίδη "Οι Μοναστηριώτες Ανατολικής Ρωμυλίας", Αθήνα 1980.

ΚΑΛΤΣΟΝΟΥΔΗΣ ΝΙΚΟΣ


Share on Google Plus

About kalimerisnikos

Author Details